
Ιδού λοιπόν ένα αριστούργημα αληθινής τέχνης, με την ευχή να παραδώσουμε στα παιδιά μας έναν καλύτερο κόσμο από αυτόν που παραλάβαμε. Ας είναι όλα τα παιδιά του κόσμου πάντα χαρούμενα.
Καλή χρονιά σε όλους σας.
Αυστηρά υποκειμενική, φύσει αντιφατική, θέσει ανεπίκαιρη
Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στη σελίδα
http://www.secularism.org.uk/compulsoryreligiouseducationanab.html
Αναφέρθηκε από τον Omadeon σε συζήτηση που έγινε στο ιστολόγιο του Διαγόρα του Μήλιου.
Η μετάφραση δική μου. Κατά τη μετάφραση έγιναν μερικές διευκρινιστικές προσθήκες στο άρθρο, π.χ. η ακριβής ημερομηνία της δικαστικής απόφασης. Επειδή δεν κατέχω τη νομική ορολογία, ίσως υπάρχουν λάθη στη μετάφραση. Παρακαλώ τυχόν γνώστες που θα τα εντοπίσουν να μου τα επισημάνουν. Ευχαριστώ.
Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2008
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποφάσισε την Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2008 ότι η επιβολή υποχρεωτικών μαθημάτων θρησκευτικής παιδείας και ηθικής στο δημοτικό σχολείο και στο γυμνάσιο στην Τουρκία παραβιάζει την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, και σύστησε στην τουρκική κυβέρνηση να εναρμονίσει το τουρκικό εκπαιδευτικό σύστημα και την εθνική της νομοθεσία με το Άρθρο 2 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αρ.1 της Σύμβασης, το οποίο αφορά το θέμα του δικαιώματος στην παιδεία.
Στις 2 Ιανουαρίου του 2004 ο Hasan Zengin, 47 ετών, και η κόρη του Eylem Zengin, 19 ετών, που ασπάζονται τον Αλεβισμό, κατέθεσαν καταγγελία στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Όταν κατατέθηκε η καταγγελία, η Eylem παρακολουθούσε την εβδόμη τάξη σε δημόσιο σχολείο της περιοχή Avcılar της Ισταμπούλ. Ως μαθήτρια του δημόσιου σχολείου ήταν υποχρεωμένη να παρακολουθεί μαθήματα θρησκευτικής παιδείας και ηθικής.
Σύμφωνα με το Άρθρο 24 του Τουρκικού Συντάγματος και το μέρος 12 του Βασικού Νόμου αρ. 1739 περί εθνικής παιδείας, η θρησκευτική παιδεία και ηθική είναι υποχρεωτικό μάθημα στο δημοτικό σχολείο και στο γυμνάσιο στην Τουρκία. Το Φεβρουάριο του 2001 ο προσφεύγων κατέθεσε μια αίτηση στην Επαρχιακή Διεύθυνση Εθνικής Παιδείας για εξαίρεση της κόρης του από το μάθημα θρησκευτικής παιδείας και ηθικής. Όταν οι αρχές απέρριψαν την αίτησή του, ο Hasan Zengin απευθύνθηκε στα διοικητικά δικαστήρια, ισχυριζόμενος ότι το εν λόγω μάθημα ήταν ασύμβατο με τις αρχές της εκκοσμίκευσης και ότι τα μαθήματα, τα οποία βασίζονταν στις διδαχές του Σουνιτικού Ισλαμισμού, δεν ήταν ουδέτερα.
Στις 28 Δεκεμβρίου 2001, το Διοικητικό Δικαστήριο της Ισταμπούλ απέρριψε το αίτημα με την αιτιολογία ότι το μάθημα της θρησκευτικής παιδείας και ηθικής ήταν σύμφωνο με το Σύνταγμα και με την τουρκική νομοθεσία. Ο προσφεύγων απευθύνθηκε στο Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, το οποίο στήριξε την προηγούμενη δικαστική απόφαση.
Οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι ο τρόπος διδασκαλίας της θρησκευτικής παιδείας και ηθικής στην Τουρκία παραβιάζει το δικαίωμα της Eylem στη θρησκευτική ελευθερία και το δικαίωμα των γονέων της να διασφαλίσουν ότι η μόρφωσή της θα είναι σύμφωνη με τις δικές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις.
Αφού έκρινε αποδεκτή την υποβολή καταγγελίας τον Ιούνιο του 2006, το δικαστήριο του Στρασβούργου αποφάσισε ομόφωνα εχτές ότι παραβιάσθηκε το Άρθρο 2 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αρ.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο αφορά το δικαίωμα στην παιδεία.
Σύμφωνα με το Άρθρο 41 της Σύμβασης, το οποίο αφορά την αποζημίωση, το δικαστήριο αποφάσισε ότι η επισήμανση της παραβίασης συνιστούσε ικανή αποζημίωση για την μη χρηματική βλάβη την οποία υπέστησαν οι προσφεύγοντες.
Σύμφωνα με το Άρθρο 46, το οποίο αφορά το δεσμευτικό χαρακτήρα και την εφαρμογή των αποφάσεων, το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το γεγονός ότι η ως άνω παραβίαση προήλθε από ένα πρόβλημα στην εφαρμογή του σχολικού προγράμματος θρησκευτικής διδασκαλίας στην Τουρκία και από την απουσία κατάλληλων μεθόδων για την διασφάλιση του σεβασμού στις πεποιθήσεις των γονέων. Ως εκ τούτου αποφάσισε ότι η εναρμόνιση του τουρκικού εκπαιδευτικού συστήματος και της τουρκικής νομοθεσίας με το Άρθρο 2 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αρ.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων θα συνιστούσε κατάλληλη μορφή αποζημίωσης. Τέλος, επιδικάστηκε στους προσφεύγοντες το ποσό αποζημίωσης των 3,726.80 για κάλυψη εξόδων, κατόπιν παρακράτησης του ποσού των 850 ευρώ που χορηγήθηκε για νομική βοήθεια.
Ο Τούρκος Rıza Türmen, μέλος του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η θητεία του οποίου λήγει σε λίγους μήνες, συμμετείχε στο επταμελές δικαστικό τμήμα που έλαβε την παραπάνω απόφαση.
Αν και η θρησκευτική παιδεία είναι υποχρεωτικό μάθημα στα σχολεία της Βρετανίας, οι γονείς έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν εξαίρεση των παιδιών τους τόσο από τη θρησκευτική παιδεία όσο και από τις ομαδικές πράξεις λατρείας.
©2008 National Secular Society (Limited by Guarantee).Δείτε άλλα άρθρα με το ίδιο θέμα:
(ιδίως το δεύτερο είναι εκτενέστερο και επισημαίνει κάποια ενδιαφέροντα σημεία, όπως λόγου χάρη το γεγονός ότι ενώ επιτρέπεται η εξαίρεση Χριστιανών και Ιουδαίων από το μάθημα θρησκευτικών στην Τουρκία, δεν προβλέπεται η εξαίρεση μελών άλλων θρησκειών, γεγονός που συνιστά διακριτική μεταχείριση, ούτε προβλέπεται η εξαίρεση από το μάθημα των θρησκευτικών χωρίς την ανάγκη δήλωσης του θρησκεύματος, γεγονός που παραβιάζει την αρχή προστασίας των προσωπικών δικαιωμάτων).
http://www.pluralism.org/news/article.php?id=17838
Το πλήρες κείμενο της απόφασης εδώ:
Hasan and Eylem Zengin v. Turkey, application no. 1448/04, §101, ECHR 9-10-2007
Η ιστοσελίδα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων:
Σας πληροφορούμε ότι από σήμερα, με την ευκαιρία της ολοκλήρωσης του 1ου κύκλου δημοσιευμάτων της ομάδας της Ελληνικής Κλώσσας, ακολουθώντας τη μακρά παράδοση του χώρου των ελληνικών μέσων μαζικής ενημέρωσης, ξεκινά μια ρετροσπεκτίβα των άρθρων της ιστοσελίδας της Ελληνικής Κλώσσας στο ιστολόγιον "Ελληνική Κλώσσα".
Ετσι οι αναγνώστες θα έχουν την ευκαιρία να θυμηθούν όσα είχαν ξεχάσει και να ξεχάσουν τα όσα ήξεραν. Επίσης θα έχουν την ευκαιρία να σχολιάσουν τα άρθρα, να πλέξουν το εγκώμιο των συγγραφέων και να εκφράσουν το θαυμασμό και την ευγνωμοσύνη τους.
Το πρώτο άρθρο της σειράς θα δημοσιευτεί αύριο και θα ακολουθήσουν τα επόμενα με ρυθμό ενός άρθρου ανά εβδομάδα.
Για να θυμούνται οι παλαιότεροι και να μαθαίνουν οι νεώτεροι!
Τα δυο μέρη είναι διαφορετικά μεταξύ τους και ανεξάρτητα, αν και μπορούν να ιδωθούν και σαν ένα συνεχές.
Αυτό που μου κίνησε περισσότερο το ενδιαφέρον ήταν το δεύτερο μέρος, και περισσότερο το δεύτερο μέρος του δεύτερου μέρους.
Σε συζητήσεις με φίλους περί θρησκείας, συχνά ανακύπτει ένα θέμα που θεωρώ πολύ ενδιαφέρον. Ακόμη και άνθρωποι που απέχουν από την οργανωμένη θρησκεία και απορρίπτουν την υπόθεση της ύπαρξης θεού, ιδίως ενός θεού χριστιανοεβραιομουσουλμανικού τύπου (δημιουργό του κόσμου και επόπτη της συμπεριφοράς των ανθρώπων), εκφράζουν συχνά την ανάγκη του υπερβατικού βιώματος, της πνευματικής εμπειρίας, της ψυχικής έκστασης.
Αναγνωρίζω και συμμερίζομαι ως ένα βαθμό αυτήν την ανάγκη. Ανάγκη, ως φαίνεται, βαθιά ανθρώπινη, που οδηγεί σε βιώματα βαθιά εκστατικά. Προτείνω όμως ότι μπορεί κανείς να τα βιώσει και έξω από το πλαίσιο κάθε θρησκείας, και χωρίς την αναγκαιότητα της πίστης στην ύπαρξη «θεού» ή της πίστης σε οποιοδήποτε άλλο δόγμα.
Η πνευματική ζωή εδώ και χιλιάδες χρόνια συνιστά μονοπώλιο των κυρίαρχων θρησκειών. Προκειμένου να βιώσεις την αίσθηση της ενότητας με την ύπαρξη, την κοινωνία με την ολότητα του σύμπαντος, την έκσταση της υπερβατικής εμπειρίας, την αναλαμπή του πνεύματος, υποτίθεται ότι πρέπει να τηρείς απαρέγκλιτα τους ηθικούς κανόνες και το τυπικό που επιβάλει η θρησκεία, και κυρίως ότι πρέπει να πιστεύεις στην ύπαρξη «θεού», μιας «υπερφυσικής» οντότητας, παντοδύναμης, πανταχού παρούσας και τα πάντα πληρούσας. Ο βουδισμός είναι κάπως καλύτερος από αυτήν την άποψη, και πάλι όμως διατηρεί ένα σύστημα ηθικών κανόνων και κάποια δόγματα, καθώς και ένα ιερατείο οι λειτουργείες του οποίου δεν περιορίζονται στην πνευματική αναζήτηση.
Γιατί ωστόσο να μην μπορεί κανείς να τα βιώσει όλα αυτά μέσα από το διαλογισμό, ή με την ελεγχόμενη χρήση ψυχοτρόπων ουσιών, ή και με τα δύο, ή με άλλες κατάλληλες τεχνικές, χωρίς να χρειάζεται να εστιάσει στην πίστη σε κάποιο δόγμα; Γιατί να μην μπορεί να αναζητήσει την πνευματικότητα σε προσωπικό επίπεδο, ελεύθερος από κανόνες και περιορισμούς, ελεύθερος από αφελείς πεποιθήσεις;
Τι είναι άλλωστε η υπερβατικότητα και η πνευματικότητα; Τι είναι η ψυχική έκσταση; Θα έλεγα πως είναι, σε γενικές γραμμές, μια προσωρινή αναστολή των λειτουργιών του αριστερού ημισφαιρίου του εγκεφάλου και επικράτηση του δεξιού ημισφαιρίου. Έτσι βιώνουμε το χάσιμο του εαυτού, την ενότητα με το όλον, την ψυχική ανάταση, την υπέρβαση των εγκοσμίων, αφήνοντας για λίγο κατά μέρος τον κατακερματισμό, τον προγραμματισμό, την εκλογίκευση, που συνιστούν πρακτικά εργαλεία επιβίωσης και τεχνικής γνώσης του κόσμου.
Για μένα, αυτό το βίωμα είναι καθαρά φυσικό και διόλου "μεταφυσικό". Άλλωστε, εξ ορισμού οτιδήποτε υπάρχει στη φύση δεν μπορεί παρά να είναι φυσικό. Ακομη και ο "θεός", αν υπάρχει, είτε με τη μορφή συλλογικού ασυνείδητου είτε με τη μορφή καθαρής ενέργειας είτε με οποιαδήποτε άλλη μορφή, θα είναι ένα φυσικό φαινόμενο.
Ένα τέτοιο βίωμα το θεωρώ ουσιαστικό και επιθυμητό και θα ήταν ευχής έργον αν οι θρησκείες εστίαζαν εκεί την προσοχή τους, αντί να ασχολούνται με τη συσσώρευση περιουσιών, με την άσκηση πολιτικής εξουσίας και με την επιβολή ηθικών κανόνων, ή ακόμη και με τη φιλανθρωπία. Ο ρόλος της θρησκείας, αν έχει κάποιο ρόλο στα ανθρώπινα, είναι ακριβώς αυτός: η διδασκαλία τρόπων προσέγγισης του υπερβατικού βιώματος. Αυτό και τίποτε άλλο. Ούτε εορτές και πανηγύρεις, ούτε παρηγορία και παραμυθιά, ούτε κατήχηση, ούτε προσηλυτισμός. Μόνον η αναζήτηση του πνευματικού βιώματος και η εκπαίδευση εκείνων, και μόνο εκείνων, οι οποίοι αναζητούν ενεργά το πνευματικό αυτό βίωμα.
Δυστυχώς όμως οι θρησκείες κάπου στο δρόμο έχασαν το πνεύμα και έμειναν με το γράμμα…
Αν έχετε λίγο χρόνο, δείτε αυτό το ενδιαφέρον βίντεο εδώ. Το βίωμα για το οποίο μιλάει (προσωρινή επικράτηση της λειτουργίας του δεξιού ημισφαιρίου και αναστολή της λειτουργίας του αριστερού λόγω εγκεφαλικού επεισοδίου) προσεγγίζει κατά τη γνώμη μου εντυπωσιακά τα πνευματικά βιώματα.
Και κάπου εκεί προς το τέλος, ένας σχολιαστής έγραψε τα εξής: «αυτή η συζήτηση – αν πραγματικά ήταν συν-ζήτηση, από κοινού αναζήτηση, και όχι παράλληλοι μονόλογοι – όχι μόνο δεν ολοκληρώθηκε, αλλά αν μείνει έτσι ξεκρέμαστη δεν θα έχει και τίποτε το σημαντικό να προσφέρει. Θα ’χουμε απλώς «ξεκαθαρίσει ο καθένας τις θέσεις του». Χρήσιμο, αλλά λίγο.»
Η κουβέντα αυτή με έβαλε σε μεγάλες σκέψεις. Αναρωτήθηκα, πραγματικά, ποιο το όφελος; Είχα συμμετάσχει στη συζήτηση με έντονο πάθος, είχα διαβάσεις τις απόψεις των άλλων με μεγάλο ενδιαφέρον, είχα προβληματιστεί και συλλογιστεί πολύ. Αλλά είχα συνδιαλλαγεί αληθινά; Είχα επιτρέψει στις γνώμες των άλλων να διαποτίσουν τη σκέψη μου; Είχα αλλάξει τοποθέτηση έστω και για μια στιγμή, έστω και μόνο για να δοκιμάσω την αίσθηση του κόσμου από μια νέα θέση;
Η αλήθεια είναι πως όχι.
Έκανα μόνο μία μικρή παραχώρηση σε ένα δευτερεύον ζήτημα, και αυτή ακόμη την έκανα μόνον διανοητικά, εγκεφαλικά – μέσα μου συνέχισα να αισθάνομαι ότι η αρχική μου θέση με εξέφραζε περισσότερο.
Όλους αυτούς τους μήνες κουβαλώ μέσα μου τη μνήμη αυτή και προσπαθώ να την επεξεργαστώ. Περιφέρομαι σε αυτό και σε άλλα ιστολόγια, διαβάζω, σκέφτομαι, σχολιάζω, ρωτώ και απαντώ. Και παρατηρώ τις αντιδράσεις μου, καθώς και τις αντιδράσεις των άλλων ιστολόγων και σχολιαστών, στις διάφορες συζητήσεις. Και βλέπω ότι λίγο έως πολύ όλοι το ίδιο κάνουμε.
Μπαίνουμε σε μια συζήτηση, έχοντας ήδη κάποιες προκατασκευασμένες ιδέες στο κεφάλι μας. Τοποθετούμαστε ως προς το θέμα σύμφωνα με τις ήδη διαμορφωμένες απόψεις μας. Κάθε φορά που συναντούμε μια άποψη αντίθετη με τη δική μας, σκαλίζουμε το μυαλουδάκι μας για να βρούμε επιχειρήματα υπέρ της δικής μας άποψης. Αν δυσκολευόμαστε πολύ, τότε αερολογούμε, απεραντολογούμε, αλλάζουμε το θέμα, ή «επιφυλασσόμαστε να επανέλθουμε».
Ποτέ μου δεν είδα κάποιον να αλλάζει γνώμη.
Και αναρωτιέμαι, τι νόημα έχει όλο αυτό; Τι νόημα έχει η παράλληλη παράθεση απόψεων αν δεν συνοδεύεται από ουσιαστικό διάλογο, από συν-ζήτηση που λέει και ο παραπάνω σχολιαστής; Πέραν της ικανοποιήσεως ότι μπορέσαμε κι εμείς να πετάξουμε το λογάκι μας ανεμπόδιστοι (που είναι ομολογουμένως σημαντικό), ουδέν.
Υπερβάλλω, θα μου πείτε – και θα έχετε ίσως δίκιο.
Ωστόσο ελάχιστη συνεννόηση βλέπω. Και όχι μόνον στα ιστολόγια αλλά και αλλού. Καθένας παγιώνει τις απόψεις του κάποια στιγμή στη ζωή του - πώς άραγε; και πότε; - και στη συνέχεια τις περιφέρει αναζητώντας άλλους με ίδιες ή παρόμοιες απόψεις, και συναναστρέφεται με αυτούς. Ακόμη και όταν συζητά - ή προσποιείται ότι συζητά - με διαφωνούντες, αυτό που πραγματικά κάνει είναι ότι εδραιώνει όσο μπορεί καλύτερα τη δική του ήδη παγιωμένη άποψη. Σπάνια, σπανιώτατα ακούει πραγματικά τις απόψεις των άλλων, και ακόμη σπανιώτερα αλλάζει άποψη.
Δημιουργούνται έτσι ομάδες ομοϊδεατών, οι οποίες αν δεν απωθούν τους ετερόδοξους, τουλάχιστον τους αποθαρρύνουν. Εγώ η ίδια έχω αισθανθεί φοβερή αμηχανία κουβεντιάζοντας σε ιστολόγια και fora διαφορετικής ιδεολογίας και τοποθέτησης από τη δική μου. Οι συζητητές στην καλύτερη περίπτωση είναι συγκαταβατικοί και διακριτικά ειρωνικοί, ενώ στη χειρότερη ανοιχτά επιθετικοί. Υποθέτω ότι ανάλογα συναισθήματα αμηχανίας ίσως έχουν νιώσει σχολιαστές στο δικό μου ιστολόγιο, οσάκις εξέφρασαν απόψεις αντίθετες με αυτές που ευαγγελίζομαι εδώ.
Σε όλες τις ιστολογικές συζητήσεις που είχα από τότε μέχρι τώρα, μόνο μία φορά ήμουν πραγματικά ανοιχτή στα λεγόμενα του άλλου, και αυτό επειδή το θέμα το κατείχα ελάχιστα και ως εκ τούτου δεν είχα προκατασκευασμένη άποψη. Σκέφτομαι ότι είναι λογικό να έχει κανείς απόψεις, γνώμες, ιδέες – πως αλλιώς θα κινηθεί στον κόσμο, πώς θα κάνει επιλογές, πώς θα λάβει αποφάσεις; Είναι ίσως λογικό και το να μένει σταθερός στις απόψεις του, εφόσον μάλιστα έχει καταλήξει σε αυτές μετά από πολλή διερεύνηση και περίσκεψη.
Τι νόημα έχουν λοιπόν οι συζητήσεις;
Μία απάντηση ίσως είναι ότι με τον τρόπο αυτό σχηματίζουμε μια εικόνα για το είδος των απόψεων που κυκλοφορούν.
Μια άλλη απάντηση ίσως είναι ότι όσοι ενδιαφέρονται για κάποιο θέμα και δεν έχουν παγιωμένη άποψη μπορούν να διαβάσουν πολλές απόψεις, χωρίς αναγκαστικά να συμμετέχουν στη συζήτηση, ώστε να ενημερωθούν και να σχηματίσουν άποψη με τον τρόπο αυτό.
Μια τρίτη απάντηση ίσως είναι ότι ακόμη και όταν δεν συμφωνούμε ούτε αλλάζουμε άμεσα θέσεις, η συζήτηση μας βάζει σε σκέψεις, σε συλλογισμούς, και ενδέχεται μακροπρόθεσμα να αλλάξουμε άποψη.
Ίσως πάλι να θέλουμε απλώς να εκφραστούμε και να δούμε τις αντιδράσεις των άλλων, να δούμε κατά πόσον μπορούμε να συναντηθούμε, να βρούμε ένα κοινό πνευματικό έδαφος.
Στο κάτω-κάτω χρειάζεται στ’ αλήθεια να συμφωνήσουμε; Ή μήπως μπορούμε να συνυπάρξουμε αρμονικά και διαφωνούντες; Μήπως το κλειδί για τη συνεννόηση δεν είναι το να καταλήξουμε σε μια κοινή θέση, αλλά το να κατορθώσουμε να ζούμε μαζί, καθένας με το δικό του τρόπο, με τις δικές του απόψεις, δεχόμενοι και σεβόμενοι απόλυτα το δικαίωμα των άλλων να έχουν άλλες απόψεις;
Η οικοδέσποινα θα απουσιάσει για λίγες μέρες, οπότε αν ξεπέσουν τίποτε θερμόπληκτοι σχολιαστές κατά δω, ας συζητήσουν μόνοι τους μέχρι να επανέλθω (έτσι κι αλλιώς και να ήμουν εδώ, θα συν-ζητούσα πραγματικά;-)
Έτσι ξαναβρίσκει το χαμένο της νόημα η λέξη “επίθετο” ως συνώνυμο του “Επώνυμο”.
Εμένα, λόγου χάρη, το μικρό μου όνομα είναι “Μελάνη” και το επίθετό μου “Αόρατη”!
http://el.wikipedia.org/wiki/Hellenic_Quest
http://histologion-gr.blogspot.com/2004/01/blog-post_23.html
Ιδού δύο ακόμη ενημερωτικοί σύνδεσμοι για το θέμα, που δόθηκαν από σχολιαστές:
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_15/02/2008_259283
Περιφερόμενη στα ιστολόγια και διαβάζοντας το μακρύ και το κοντό του καθενός, κάθε τόσο πέφτω πάνω σε κάποιον που κόπτεται για την εθνική του ταυτότητα. Σε συζητήσεις περί θρησκείας, λόγου χάρη, συχνά πυκνά κάποιος υπέρμαχος της ορθοδοξίας χρησιμοποιεί το επιχείρημα ότι «ορθοδοξία και ελληνισμός πάνε μαζί» για να καταδείξει την αξία της εκκλησίας και της θρησκείας, κοντολογίς ισχυρίζεται ότι ο χριστιανισμός είναι αναπόσπαστο τμήμα της εθνικής ταυτότητας του έλληνος, και ότι δίχως αυτόν θα είμαστε «λιγότερο έλληνες» - γεγονός που προφανώς θεωρεί φρικαλέο και αποτρόπαιο, και περιμένει ότι θα φρίξουμε όλοι και θα αγκαλιάσουμε πανικόβλητοι την εκκλησία μας, μην τυχόν και μας φύγει κανένα κομμάτι ελληνισμού και μείνουμε κουτσουρεμένοι.
Δεν θα σταθώ εδώ στο προφανές, δηλαδή στο ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος η ορθοδοξία να συνιστά μέρος της ταυτότητας του έλληνος. Μπορεί να έχει παίξει μεγάλο ρόλο (καλώς ή κακώς) στην ιστορία των ελλήνων, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να συνεχίσει να παίζει, ούτε ότι αν εκλείψει θα καταρρεύσει η έννοια του έλληνα και της Ελλάδας.
Όχι.
Δεν θέλω να πω αυτό.
Θέλω να πω κάτι άλλο, ακόμη χειρότερο:
και τι πειράζει να πάψουμε να είμαστε «έλληνες»;
Διάβασα πριν κάτι μήνες στο ιστολόγιο του Simon το σχόλιο μιας κυρίας από το Βροντάδο της Χίου σχετικά με το έθιμο που έχουν εκεί να ρίχνουν βαρελότα βαρέως τύπου. Βασικά δεν έχω καταλάβει τι ακριβώς κάνουνε, μάλλον όμως είναι ζόρικο, διότι ο κόσμος είναι υποχρεωμένος να μένει μέσα στα σπίτια για να μην τραυματιστεί, καλύπτουν τα σπίτια γύρω από την εκκλησία με κοτετσόσυρμα για να μην πάθουν ζημιές, και φυσικά ξεκουφαίνονται όλοι και ξεκουφαίνουν όλους, ακόμη και όσους δύστυχους δεν γουστάρουν το καταπληκτικό αυτό έθιμο.
Η κυρία αυτή λοιπόν αντιδρούσε σε κάποιο επικριτικό σχόλιο που είχε γίνει για το έθιμό τους. Είπε, είπε, είπε, και μεταξύ άλλων ισχυρίστηκε ότι είναι ουσιώδους σημασίας να τηρούμε τα «έθιμα» διότι αυτά διατηρούν την ελληνική μας ταυτότητα, και χωρίς αυτά δεν θα είμαστε «έλληνες».
Και πάλι, δεν θα σταθώ στο προφανές, δηλαδή στο ότι το ανόητο και οχληρό και επικίνδυνο αυτό έθιμο δεν υπάρχει κανένας λόγος να συνιστά στοιχείο της εθνικής ταυτότητας κανενός. Προφανώς δεν το κάνανε οι Χιώτες από καταβολής Χίου. Κάποτε ξεκίνησε. Και όπως ξεκίνησε, έτσι μπορεί και να σταματήσει. Χωρίς να πάψει η Χίος να είναι Χίος και οι Χιώτες Χιώτες – και έλληνες, τρομάρα τους.
Όμως όχι.
Δεν με ενδιαφέρει αυτό.
Με ενδιαφέρει το άλλο:
τι μας πειράζει να πάψουμε να είμαστε έλληνες;
Τι ακριβώς θα πάθουμε αν αντί για έλληνες λεγόμαστε τούρκοι, βούλγαροι, ρουμάνοι, βενετσάνοι, πολίτες του κόσμου;
Συχνά πυκνά επίσης ακούω κόσμο να λέει ότι αισθάνονται περήφανοι που είναι έλληνες. Ας με συγχωρήσουν οι καλοί αυτοί πατριώτες: δεν καταλαβαίνω για ποιο ακριβώς πράγμα αισθάνονται περήφανοι. Που έμαθαν καλά τη γλώσσα και της παραδόσεις του τόπου όπου έτυχε να γεννηθούν; Μα αυτό το κάνει καθένας, όπου και να γεννήθηκε! Έλληνας, Ρώσος, Γάλλος, Κινέζος, όλοι! Σιγά το κατόρθωμα! Που η γλώσσα και ο πολιτισμός του τόπου αυτού είναι «καλύτεροι» από των αλλωνών; Ας με συγχωρήσουν και πάλι οι πατριώτες, δεν βλέπω καμμία λογική εδώ. Κάθε γλώσσα, κάθε πολιτισμός, κάθε λαός, έχει αξία και πλουτίζει το πανέμορφο μωσαϊκό των λαών του κόσμου. Δεν υπάρχουν καλύτεροι και χειρότεροι.
Αν είμαι περήφανη για κάτι, είναι επειδή έχω κατορθώσει να πετάξω από πάνω μου την πλύση εγκεφάλου του δημοτικού σχολείου και να κατανοήσω ότι όλοι μας είμαστε πάνω από όλα Άνθρωποι με Α κεφαλαίο – ούτε έλληνες, ούτε τούρκοι, ούτε χριστιανοί, ούτε εβραίοι, ούτε άσπροι, ούτε μαύροι, ούτε δεξιοί, ούτε αριστεροί, ούτε γαύροι, ούτε βαζέλες.
Προσβλέπω στη λαμπρή εκείνη μέρα που οι ταυτότητές μας δεν θα αναγράφουν ούτε θρήσκευμα ούτε εθνικότητα ούτε υπηκοότητα, ούτε καν τόπο γέννησης, αλλά μονάχα πληροφορίες που δείχνουν ποιοι είμαστε, που συνιστούν πραγματικά στοιχεία της ταυτότητάς μας: όνομα και επώνυμο, ηλικία, φύλο, ομάδα αίματος – ειλικρινά δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι άλλο. Ακόμη και αυτά με κάνουν να αναρωτιέμαι: αν αλλάξω το όνομά μου, δεν είμαι άραγε πια ο ίδιος άνθρωπος; Και τι γίνεται με το φύλο; Εκτός του ότι μπορεί να αλλάξει, τι γίνεται με όλους εκείνους τους ανθρώπους (και δεν είναι λίγοι) που δεν εντάσσονται στους δύο κυρίαρχους τύπους φύλου (άρρεν και θήλυ) αλλά συνιστούν ενδιάμεσες ή ιδιαίτερες περιπτώσεις;
Αναρωτιέμαι, ποια είμαι; Ποια είναι η ταυτότητά μου; Ταυτίζομαι με το όνομά μου; Σίγουρα ναι, από συνήθεια – το ίδιο όμως ταυτίζομαι πια και με το ψευδώνυμό μου. Και γνωρίζω καλά ότι δεν «είμαι» κανένα από τα δυο, ότι και τα δυο είναι απλώς οι τίτλοι των ρόλων που παίζω σε ορισμένα πλαίσια. Ταυτίζομαι με το φύλο μου; Σε μεγάλο βαθμό, ναι. Αλλά διατηρώ κάποια επιφύλαξη: υπάρχουν στιγμές που ταυτίζομαι και με το αντίθετο, ή και με κάποιο τρίτο. Ταυτίζομαι με τη γλώσσα μου; Σε κάποιο βαθμό ναι, λόγω οικειότητας. Ίσως θα μπορούσαμε να βάλουμε στα νέα δελτία ταυτότητας την ένδειξη «πρώτη γλώσσα» αντί για «εθνικότητα», και να συμπληρώνει καθένας όποια γλώσσα του είναι πιο οικεία.
Ένα είναι το σίγουρο: είμαι όλα αυτά, και τίποτε από αυτά. Και όσο λιγότερο ταυτίζομαι με τους επιθετικούς προσδιορισμούς που μου αποδίδονται, όσο περισσότερο απαλλάσσομαι από τις ταμπέλες που μου κρεμάνε ή που κρεμάω εγώ η ίδια στον εαυτό μου, τόσο πιο ελεύθερη και ανάλαφρη αισθάνομαι.
Θέλω να κλείσω την ανάρτηση με τα λόγια ενός βαρκάρη που γνώρισα κάποτε στις Πρέσπες. Δεν ξέρω αν ο άνθρωπος θεωρείται ότι ήταν «έλληνας» ή «μακεδόνας» ή «σλαβομακεδόνας» ή «βουλγαρομακεδόνας» ή «σκοπιανός» ή ότι άλλο θέλετε. Ξέρω ότι μιλούσε τόσο ελληνικά όσο και μια άλλη γλώσσα μάλλον σλαβόφωνη, όπως και όλοι οι άλλοι εκεί πάνω. Και ξέρω ότι ήταν φτωχός βιοπαλαιστής. Σε μια συζήτηση για το σε ποιο κράτος θα ήθελε να ανήκει, ο άνθρωπος είπε «Δε με νοιάζει αν θα με λένε έλληνα, ή βούλγαρο, ή τούρκο. Με νοιάζει ποιος θα κοιτάξει να κάνει κάτι γι’ αυτόν τον έρημο τον τόπο. Μ’ αυτόν θα πάω.»
Συμφωνώ και επαυξάνω.
Every belief is a limit to be examined and transcended.
John C. Lily
My only wish is... to transform friends of god into friends of man, believers into thinkers, devotees of prayer into devotees of work, candidates for the hereafter into students of the world, christians who, by their own procession and admission, are "half animal, half angel" into persons, into whole persons.
Ludwig Feuerbach
(Lectures on the Essence of Religion)