Κάθε
Τρίτη απόγευμα συνοδεύω την κόρη μου σε μάθημα χορού και περιμένω μία ώρα εκεί
μέχρι να τελειώσει και να γυρίσουμε σπίτι. Αυτό το χρονικό διάστημα το αξιοποιώ
με διάφορους τρόπους: ψώνια, περπάτημα, διάβασμα... Εδώ και δυο τρεις μήνες,
εξαιτίας του μεγάλου φόρτου εργασίας, παίρνω μαζί μου το λάπτοπ και κάθομαι και
δουλεύω εκεί. Συνήθως κατεβαίνω στο υπόγειο, όπου στο τέρμα του διαδρόμου έχει
ένα τραπεζάκι καφενείου που με βολεύει να κάθομαι. Επιπλέον είναι πιο ήσυχα,
διότι δεν περνάνε από εκεί πολλά άτομα που πηγαινοέρχονται στα μαθήματά τους.
Ακριβώς
δίπλα στο σημείο που κάθομαι, υπάρχει ένας αυτόματος πωλητής με αναψυκτικά,
γλυκά και άλλα φαγώσιμα. Εχτές το απόγευμα, την ώρα που σχόλασε κάποιο μάθημα,
βλέπω ένα αγοράκι να κατευθύνεται γραμμή προς τα εκεί με τον πατέρα του να
ακολουθεί.
- Μπαμπά,
θα μου πάρεις κάτι;
Κάτι. Τι κάτι; Προφανώς ό,τι να ’ναι.
Δεν θέλει κάτι συγκεκριμένο, είναι φανερό. Δεν είναι ας πούμε ότι λαχτάρησε σοκολάτα ή γκαζόζα. Δεν θέλει πραγματικά κάποιο από τα προσφερόμενα αντικείμενα, θέλει απλώς κάτι. Κάτι πολύχρωμο, φανταχτερό, κάτι από το μεγάλο, γυαλιστερό μηχάνημα, κάτι που χρειάζεται δύναμη για να το αποκτήσεις, η δύναμη που σου δίνουν τα νομίσματα, δύναμη που σου δίνει η επιρροή σου στον μπαμπά.
Δεν θέλει κάτι συγκεκριμένο, είναι φανερό. Δεν είναι ας πούμε ότι λαχτάρησε σοκολάτα ή γκαζόζα. Δεν θέλει πραγματικά κάποιο από τα προσφερόμενα αντικείμενα, θέλει απλώς κάτι. Κάτι πολύχρωμο, φανταχτερό, κάτι από το μεγάλο, γυαλιστερό μηχάνημα, κάτι που χρειάζεται δύναμη για να το αποκτήσεις, η δύναμη που σου δίνουν τα νομίσματα, δύναμη που σου δίνει η επιρροή σου στον μπαμπά.
- Τι
θέλεις;
Έτσι
άμεσα και απλά, αδιαπραγμάτευτα. Χωρίς κανέναν προβληματισμό ως προς αν είναι
κατάλληλη η ώρα, το προϊόν, ο τρόπος… αλλά φυσικά όσα ξέρει ο γονιός δεν τα
ξέρει ο κόσμος όλος και μια λιχουδιά από ένα αυτόματο μηχάνημα μια στις τόσες
υπό ορισμένες συνθήκες ίσως να είναι ενταγμένο με κάποιον τρόπο στη μέθοδο
ανατροφής του παιδιού του.
Ο μικρός
κοιτάζει αναποφάσιστος. Ο πατέρας
περιμένει υπομονετικά, ήρεμος, ενώ το βλέμμα του μικρού διατρέχει τη βιτρίνα.
Κάποια στιγμή το προσωπάκι του φωτίζεται.
- Πατατάκια!
Ο
μπαμπάς ρίχνει κάποια νομίσματα. Ο μικρός παρακολουθεί προσηλωμένος. Διαβάζει τον κωδικό του προϊόντος που πρέπει να πληκτρολογήσει ο πατέρας για να το επιλέξει.
- Ένα... επτά.... κάππα.
Όμως το μηχάνημα επιστρέφει τα χρήματα. Έχω μισογυρισμένη
την πλάτη και παρακολουθώ με την άκρη του ματιού μου, οπότε δεν μπορώ να
καταλάβω τι ακριβώς συνέβη. Υποθέτω ότι μπέρδεψε το μονόευρο με δίευρο ή κάτι
τέτοιο. Όπως και να έχει, δεν μπορεί να αγοράσει τα πατατάκια.
- Δεν τα
παίρνει αυτά, έλα πάμε.
- Πάρε
μου κάτι άλλο!
- Δεν
φτάνουν τα χρήματα.
Προς
στιγμήν μου περνά από το μυαλό ότι είναι κόλπο για να μην του πάρει κάτι, με το
παιδαγωγικά φαιδρό και συναισθηματικά νωθρό σκεπτικό του τύπου «ας μην του φέρω
αντίρρηση και βρω το μπελά μου τώρα και τσακωνόμαστε, ας κάνω απλώς ότι δεν έχω
χρήματα για να τον ξεφορτωθώ» που εφαρμόζουν πολλοί γονείς, οι οποίοι
προκειμένου να μην φέρουν το παιδί τους αντιμέτωπο με μια άρνηση και αναγκαστούν έτσι να αντιμετωπίσουν την αντίδρασή του, προκειμένου δηλαδή να μην κουραστούν για να αναθρέψουν το παιδί τους με
όρια και με αρχές, προτιμούν να το χειραγωγούν.
Αλλά μάλλον γελάστηκα. Ο πατέρας εξετάζει
προσεκτικά τη βιτρίνα και τελικά λέει:
- Θέλεις
μία Kiss;
- Ναι! ...τι
είναι η Kiss;
- Αυτό
εδώ το πορτοκαλί.
Ο
πατέρας ρίχνει τα νομίσματα στο μηχάνημα
-
Είκοσι… και είκοσι. Γιατί έδωσες σαράντα ευρώ;
Κανένα
σχόλιο, καμία εξήγηση από τον πατέρα ως προς την πραγματική αξία των νομισμάτων. Ρίχνει απορροφημένος τα νομίσματα στη σχισμή του μηχανήματος.
Το αντικείμενο του πόθου κατρακυλά με
θόρυβο και πέφτει στη σχισμή του μηχανήματος, έτοιμο για παραλαβή.
- Είδες;
Έλα, πάρ’ το. Πάμε.
Ο μικρός
αρπάζει ευχαριστημένος το αντικείμενο του πόθου, ένα αντικείμενο το οποίο δεν
ξέρει καν τι είναι, δεν ξέρει αν είναι γλυκό ή αλμυρό, δεν έχει ξαναδεί ούτε
ξανακούσει ποτέ του. Ίσως όμως αυτό να το καθιστά πιο ποθητό ή ίσως να μην έχει
καμία απολύτως σημασία: αρκεί που προέρχεται από το μαγικό μηχάνημα, αρκεί που
είναι πολύχρωμο και φανταχτερό και τρόπαιο της καταναλωτικής δύναμης. Δεν ξέρει τι είναι η Kiss, ξέρει όμως ότι την θέλει.
Πατέρας
και γιος απομακρύνονται κι εγώ μαζεύω το λάπτοπ και πηγαίνω να πάρω την κόρη
μου, που ποτέ δεν ζητά τίποτε από αυτόματα μηχανήματα, που ποτέ δεν με ζαλίζει
ζητώντας πατατάκια ή γαριδάκια ή καραμέλες ή παγωτά χωρίς πραγματικά να τα
θέλει, που άμα της προσφέρεις κάποια λιχουδιά μπορεί να σου πει και όχι, αν δεν την θέλει εκείνη τη στιγμή. Αναρωτιέμαι αν έχει να κάνει με το χαρακτήρα της, με την ανατροφή της ή
και με τα δύο – το πιθανότερο. Από μικρή συνήθισε ότι τα γλυκά και τα πατάκια είναι κάτι που τρώμε μια φορά την εβδομάδα ή σε γιορτές και όχι όποτε μας κατέβει, ότι τις καθημερινές μπορεί να φάμε ένα κομματάκι σοκολάτα την ημέρα αλλά όχι μια σοκολάτα ολόκληρη, μία καραμέλα αλλά όχι περισσότερες. Συνήθισε ακόμη πως όταν βγαίνουμε για ψώνια έχουμε μια λίστα με όσα θέλουμε και παίρνουμε αυτά και όχι ένα σωρό άσχετα επειδή μας γυάλισαν, πως όταν πάμε στο μάθημα χορού πάμε στο μάθημα χορού και δεν κάνουμε στάση σε κάθε περίπτερο για παγωτά και γλειφιτζούρια που δεν λαχταράμε και που επιθυμούμε μόνο και μόνο επειδή έτυχε να τα δούμε κρεμασμένα μπροστά μας.
Αναρωτιέμαι αν έκανα καλά που τη μεγάλωσα έτσι ή όχι. Αν την έκανα πιο εγκρατή και πιο ανεξάρτητη διδάσκοντάς της να κινείται
μέσα σε όρια ή αν την έκανα λιγότερο διεκδικητική και πιο υποχωρητική απ’ όσο
πρέπει.
Το
μέλλον θα δείξει.