Πήγα στην διαδήλωση χτες.
Ελπίζω πως όλοι ξέρετε για ποια διαδήλωση μιλάω.
Ήδη σας έχω παραπληροφορήσει, γιατί στην πραγματικότητα δεν πήγα ακριβώς στη διαδήλωση. Δηλαδή πήγα, αλλά πήγα αργά, έμεινα λίγο, δεν φώναξα συνθήματα, δεν έφαγα ξύλο ούτε δακρυγόνα, δεν είδα κανένα επεισόδιο με τα ίδια μου τα μάτια. Ήμουν απλώς εκεί, ή κάπου εκεί.
Άργησα να ξεκινήσω και μέχρι τελευταία στιγμή δεν ήμουν σίγουρη ότι θα καταφέρω να φύγω. Κατέβηκα την Κηφισίας με το αυτοκίνητο. Το μποτιλιάρισμα ξεκινούσε από τα Σίδερα Χαλανδρίου. Στο ύψος της Αγίας Βαρβάρας ο δρόμος ήτανε κλειστός. Ένα περιπολικό ήταν παρκαρισμένο κόντρα στο ρεύμα της καθόδου και τροχονόμοι διώχνανε τα αυτοκίνητα δεξιά. Πάρκαρα και κατέβηκα.
Από την Αγία Βαρβάρα ως την Κατεχάκη δεν είναι και λίγος δρόμος. Η λεωφόρος ήτανε σχεδόν άδεια. Ακούγονταν δυνατοί κρότοι, φωνές και σειρήνες. Το στομάχι μου σφιγγόταν. Δεν είμαι θαρραλέα, και ήμουν μόνη. Καθώς όμως πλησίαζα στον κομβο της Κατεχάκη, οι άνθρωποι που πριν λίγο ήταν μονάδες διάσπαρτες, ξαφνικά έγιναν περισσότεροι, απέκτησαν ρυθμό, ομάδες που βάδιζαν συντονισμένα προς ένα κοινό σκοπό.
Όλοι περνούσαν απέναντι, στην άλλη πλευρά της Κηφισίας. Τους ακολούθησα. Ήμασταν όλο και περισσότεροι. Κοντά στον κόμβο κόψαμε ταχύτητα. Λίγες δεκάδες μέτρα μπροστά μας ήταν παραταγμένα τα ΜΑΤ. Κανείς δεν τόλμησε να προχωρήσει προς τα εκεί. Χωθήκαμε σ' ένα στενό αριστερά.
Ξαφνικά όλοι άρχισαν να μιλάνε, σα να είχε λυθεί κάποιο ξόρκι. - Δεν έχουν δικαίωμα να μας εμποδίσουν, έχουμε δικαίωμα να διαδηλώνουμε. - Ναι καλά, πήγαινε να τους το πεις. - Από πού θα πάμε; - Κοίτα, έρχονται από κει. - Στρίψε δεξιά.
Αέρας βαρύς από τα δακρυγόνα. Τα μάτια τσούζανε. Κόσμος πλησίαζε από πέρα. Πρόσωπα λευκά από την κρέμα, μάτια κόκκινα και πρησμένα, μαντίλια στο χέρι. - Ξέρετε τι συνέβη; - Τι να συνέβη, την πέσανε στον κόσμο. - Τι έγινε, ήσασταν εκεί; - Τι να γίνει, τα γνωστά. - Ναι, εκεί ήμασταν. - Είδατε τι έγινε; - Αρχίσανε να βαράνε τον κόσμο. - Έτσι στα καλά καθούμενα; - Έτσι.
Ένας πενηντάρης κύριος με λίγη φαλάκρα βαστούσε ένα ματωμένο μαντίλι στο κεφάλι του. Μια παχουλή κυρία έλεγε, ολοφάνερα ταραγμένη: - Μας ορμήξανε στα καλά καθούμενα. Δεν κάναμε τίποτα, στεκόμασταν εκεί. Γυναίκες, παιδιά. Άρχισαν να μας χτυπάνε, έτσι, χωρίς αφορμή. Ήτανε μια γυναίκα με μωρό στο καροτσάκι. Τους δώσανε εντολή και μας χτύπησαν.
Φωνές, έντονοι διάλογοι, κόσμος ετερόκλητος. Ελάχιστοι νέοι, οι περισσότεροι γύρω στα τριάντα με σαράντα, και μεγαλύτεροι, πενηντάρηδες και βάλε. Άνθρωποι καθημερινοί, απ' αυτούς που βλέπεις στο τρόλεϊ το πρωί. Άνθρωποι κάθε λογής, άσχετοι μεταξύ τους, πολλές μονάδες που γίνονταν πηγαδάκια, έσμιγαν και χώριζαν, και όλοι κατευθύνονταν προς τα εκεί.
Μια ομάδα ΜΑΤ πέρασε ανάμεσά μας. Το πλήθος επευφημούσε και χειροκροτούσε ειρωνικά. - Μωρέ μπράβο σας! - Μπράβο παλικάρια! Κι εκείνοι αδιάφοροι. Τους φοβάμαι. Όταν τους βλέπω αλλάζω δρόμο. - Τι φταίνε κι αυτοί; Ένα μισθό πείνας παίρνουνε. - Και λοιπόν; Ας διάλεγαν άλλο επάγγελμα. - Τους χρησιμοποιούνε, είναι απλά όργανα. - Για να επιτρέψεις να σε χρησιμοποιήσουν έτσι, πρέπει να έχεις συγκεκριμένη νοοτροπία. - Οι πολιτικοί προϊστάμενοι έχουν την ευθύνη. - Κι αυτοί έχουν ευθύνη. Καθένας έχει την ευθύνη των πράξεών του.
Πολλές φωνές, έντονες συζητήσεις. Περνάνε κι άλλα ΜΑΤ, κι άλλα. Ο δρόμος ανοίγει. Πλησιάζουμε. Προσπερνάμε έναν λιωμένο κάδο που καπνίζει ακόμη. Επιτέλους φαίνεται η πρεσβεία. Είναι τριγυρισμένη από διπλή σειρά κλούβες και γύρω πυκνά παραταγμένοι άντρες των ΜΑΤ. Αδύνατον να πλησιάσεις. Μένουμε εκεί κοντά, κάνοντας κύκλους, συζητώντας. Κάθε τόσο ακούγεται κάποιο σύνθημα, "Λευτεριά στην Παλαιστίνη", κι άλλα που δεν ξεχωρίζω.
Κουβέντες σκόρπιες, πηγαδάκια. Μετακινούμαι προσπαθώντας να ενταχθώ κάπου, αλλά δεν υπάρχει ένα κάπου, μόνο σκόρπια άτομα που αναδιατάσσονται διαρκώς, άνθρωποι της διπλανής πόρτας. - Ακούσατε τις δηλώσεις των Ισραηλινών; - Όχι. - Είπανε ότι αποβιβάστηκαν στα πλοία για να κουβεντιάσουνε και ότι οι ακτιβιστές τους επιτέθηκαν με τσεκούρια και λοστούς. "Τι περίμεναν όταν αποβιβάστηκαν", σκέφτομαι, "να τους ψήσουν καφεδάκι;"
Ακούω χωρίς σχόλια. Κάθε δήλωση μου φαίνεται αστεία. Κάθε προσπάθεια δικαιολόγησης μου φαίνεται αστεία. Ακόμη και οι ρατσιστικές δηλώσεις κατά των εβραίων συλλήβδην, που σπανίζουν μεν αλλά δεν λείπουν, μου φαίνονται αστείες. Αφελείς. Μακάρι να ήταν τόσο απλά τα πράγματα, κακοί εβραίοι, καλοί παλαιστίνιοι, και ο σούπερμαν να καταφθάνει ιπτάμενος για να αποδώσει δικαιοσύνη.
Αναρωτιέμαι τι ακριβώς συνέβη, τι πραγματικά συνέβη. Εκεί κι εδώ. Δεν ξέρουμε και δεν πρόκειται να μάθουμε. Μαθαίνουμε ακριβώς όσα μας αφήνουν να δούμε, τίποτε παραπάνω. Η μισή αλήθεια είναι χειρότερη από το ψέμα.
Η ώρα περνά. Τίποτα ιδιαίτερο δεν συμβαίνει. Είναι κιόλας εννιά παρά τέταρτο. Πρέπει να γυρίσω, έχω αφήσει τη μάνα μου να κρατά το παιδί χωρίς να της πω πού πάω, να μην ανησυχήσει. Φεύγω.
Καθώς ανηφορίζω την Κηφισίας με γρήγορο βήμα, έχω την αίσθηση ότι είμαι λιποτάκτης. Δεν έκανα τίποτε, μια τρύπα στο νερό. Μια βόλτα, έναν περίπατο, λίγη κοινωνική κουβεντούλα. Τρίχες.
Παίρνω τηλέφωνο τους φίλους και ξεσπάω, αλλά δε μου φτάνει.
Ευτυχώς υπάρχει το μπλογκ.
Όχι ότι πίστευα ποτέ πως θα άλλαζε, δηλαδή.