Μου φαίνεται πολύ αστείο να γράφω ένα κείμενο σχετικά με ένα αντικείμενο ανύπαρκτο. Όταν όμως ολόκληρος συγγραφέας και επιστήμων του διαμετρήματος ενός Ρίτσαρντ Ντώκινς κάθεται και γράφει ολόκληρο βιβλίο για το ζήτημα του θεού, δεν είναι ντροπή για μια απλή νοικοκυρά σαν εμένα να καταγίνεται με το θέμα. Άλλωστε μπορώ να το δω σαν συγγραφική άσκηση ύφους: η τέχνη του να γράφεις όταν δεν υπάρχει τίποτα να πεις πέρα από το προφανές.
Ότι και να γράψει κανείς για το θεό δεν μπορεί παρά να είναι παρέλκον, περιττό. Να μπει στον κόπο και τη διαδικασία να αποδείξει ότι ο θεός δεν υπάρχει είναι τουλάχιστον φαιδρό. Αλίμονο αν έπρεπε να αποδείξουμε ότι δεν υπάρχουν όλα όσα δεν υπάρχουν – οι θεοί, οι νεράιδες, οι μονόκεροι, τα πράσινα άλογα, οι ιπτάμενες χαλβαδόπιτες. Όποιος πιστεύει ότι υπάρχει κάτι εκ των ανωτέρω (πλάσματα τα οποία, αν μη τι άλλο, ποτέ κανείς δεν είδε, ούτε πιστοποιήθηκε ποτέ κατά κανέναν τρόπο η ύπαρξή τους) και ότι όλοι οφείλουν να πιστέψουν στην ύπαρξή του, ας μπει στη διαδικασία να μας το αποδείξει με λογικά και πειστικά επιχειρήματα. Αλλιώς ας το πιστεύει μοναχός του και ας μας αφήσει ήσυχους στον πεζό φυσικό κόσμο μας – δίχως μονόκερους, δίχως νεράιδες, δίχως θεούς.
Αυτό που προτίθεμαι να διαπράξω με το παρόν είναι κάτι παραπάνω από βλασφημία. Η βλασφημία στις μέρες μας είναι πλέον όχι απλώς αποδεκτή, αλλά και μοδάτη, για να μην πω ότι είναι προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ για να θεωρείται κανείς σύγχρονος και προχωρημένος. Όχι. Δεν βλασφημώ απλώς. Προτίθεμαι να διαπράξω το έσχατο έγκλημα της πολιτισμένης κοινωνίας του εικοστού πρώτου αιώνα: έλλειψη πολιτικής ορθότητας.
Είναι γενικά παραδεκτό ότι, έστω για λόγους ευγένειας και πολιτικής ορθότητας, αν όχι για λόγους κοινωνικής σταθερότητας και αρμονίας, οφείλουμε να σεβόμαστε τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των ανθρώπων. Αυτών των ίδιων ανθρώπων οι οποίοι στην πλειοψηφία τους δεν σέβονται τις πεποιθήσεις των άλλων και δεν αναγνωρίζουν στους αλλόδοξους το ίδιο δικαίωμα που προϋποθέτουν και απαιτούν για τους εαυτούς τους, δηλαδή το δικαίωμα να πιστεύουν ότι γουστάρουν και να επιχειρούν να πείσουν και άλλους για τις πεποιθήσεις τους. Η έννοια της θρησκείας καλλιεργεί τη μισαλλοδοξία. Πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, αφού ο αληθινά θρήσκος άνθρωπος πιστεύει ακράδαντα ότι κατέχει τη μοναδική αληθινή πίστη; Πώς θα μπορούσε ένας αληθινά θρήσκος και πιστός άνθρωπος να σεβαστεί ουσιαστικά οποιαδήποτε πεποίθηση δεν συνάδει με τη δική του;
Βεβαίως υπάρχουν θρήσκοι άνθρωποι που σέβονται, αν όχι καθαυτές τις πεποιθήσεις των άλλων, τουλάχιστον το δικαίωμά τους να έχουν άλλες πεποιθήσεις. Ανεξάρτητα όμως από τη στάση στων θρησκευόμενων, υπάρχει πραγματικά λόγος να σεβόμαστε τις θρησκευτικές πεποιθήσεις; Για ποιο λόγο πρέπει να σεβόμαστε μια παράλογη και αναπόδεικτη πεποίθηση; Αν έρθει κάποιος και μας πει ότι υπάρχουν ξωτικά, τον θεωρούμε τρελό, εκτός κι αν προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία της ύπαρξής τους. Αν έρθει κάποιος και μας πει ότι υπάρχει ένα αόρατο υπερφυσικό πλάσμα που δημιούργησε τον κόσμο και επιστατεί στη λειτουργία του, τον θεωρούμε ευλαβή. Και όμως η μόνη διαφορά τους είναι ότι ο πρώτος είναι μόνος του, ενώ ο άλλος έχει ένα οργανωμένο σύστημα να τον στηρίζει.
Ο Μπέρτραν Ράσσελ το έχει διατυπώσει πολύ ωραία με το παράδοξο της ιπτάμενης τσαγέρας: φανταστείτε να ισχυριζόμουν ότι υπάρχει μια ιπτάμενη τσαγέρα σε τροχιά γύρω από τον ήλιο, τόσο μικρή που δεν την πιάνουν ούτε τα ισχυρότερα τηλεσκόπια. Φυσικά είναι αδύνατον να αποδείξω την ύπαρξή της, άλλο τόσο αδύνατον όμως είναι και να αποδείξει οποιοσδήποτε την ανυπαρξία της. Κάθε λογικός άνθρωπος θα σκεφτεί ότι είμαι τουλάχιστον εκκεντρική, αν όχι παράλογη. Αν όμως αρχίσω να ισχυρίζομαι ότι είναι απαράδεκτη ασέβεια η άρνηση της ύπαρξης της τσαγέρας, κάθε λογικός άνθρωπος θα σκεφτεί ότι είμαι ψυχοπαθής. Ωστόσο αν η ύπαρξη μιας τέτοιας τσαγέρας αναφέρεται στις αρχαίες ιερές βίβλους, παρουσιάζεται ως η μοναδική αληθινή πίστη, και διδάσκεται στα παιδιά ήδη από τη γέννησή τους, τότε η αμφιβολία για την ύπαρξή της μπορεί να οδηγήσει τον αμφισβητία στο γραφείο του ψυχιάτρου, ενώ σε μια άλλη εποχή θα τον είχε οδηγήσει στην πυρά.
Είναι επίσης γενικά παραδεκτό ότι, για τους προαναφερθέντες λόγους και επιπλέον για λόγους ιστορικής μνήμης και εθνικής ταυτότητας οφείλουμε να σεβόμαστε τις παραδόσεις. Γιατί ακριβώς; Επειδή οι συνήθειες κόβονται δύσκολα; Επειδή έχουμε διδαχτεί να ταυτίζουμε τις συνήθειες αυτές με την προσωπική και εθνική μας ταυτότητα;
Οι συνήθειες κόβονται πράγματι πολύ δύσκολα. Έξις δευτέρα φύσις, έλεγαν οι σοφοί αρχαίοι. Όλοι μας είμαστε δεμένοι με τις συνήθειές μας, τόσο σε προσωπικό επίπεδο όσο και σε εθνικό. Όσο οι συνήθειες αυτές δεν βλάπτουν κανέναν, μπορούμε να τις συνεχίζουμε ανενόχλητοι. Όταν όμως μια συνήθεια είναι βλαβερή ή οχληρή, τότε μπορούμε και πρέπει να την καταργήσουμε. Υπάρχουν παραδόσεις ανώδυνες, παραδόσεις αδιάφορες, παραδόσεις ευγενικές, παραδόσεις επικίνδυνες, παραδόσεις ευεργετικές, παραδόσεις απάνθρωπες. Η κλειτοριδεκτομή είναι παράδοση σε πολλές Αφρικανικές κουλτούρες. Να τη διατηρήσουμε; Ορισμένες φυλές νησιών του Ειρηνικού έχουν παράδοση στον κανιβαλισμό. Να τον συνεχίσουμε; Κάποιες φυλές ιθαγενών του Αμαζονίου έχουν παράδοση τη συρρίκνωση ανθρώπινων κεφαλών. Να τη διαιωνίσουμε; Τα παραδείγματα αυτά μοιάζουν ακραία, ωστόσο υπάρχουν πολλά και ποικίλα δυτικά έθιμα και παραδόσεις που δεν έχουν τίποτε να μας προσφέρουν και δεν έχουν κανένα λόγο ύπαρξης, πέρα από το γεγονός ότι είναι παράδοση, με άλλα λόγια και πολύ απλά, συνήθεια.
Οι παραδόσεις δεν είναι αξία αφ’ εαυτών. Οι παραδόσεις υπόκεινται σε μεταβολές από τη φύση τους, και πράγματι έχουν μεταβληθεί πολλές φορές στην πορεία των αιώνων. Δεν έχει νόημα να μιλάμε για επιτούτου διατήρηση των παραδόσεων. Όσο μια παράδοση εκφράζει κάποια ανάγκη, διατηρείται ούτως ή άλλως. Όταν αχρηστευθεί και είναι πλέον παρωχημένη, καταργείται από μόνη της. Δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να προσπαθούμε να διατηρήσουμε τις παραδόσεις με το ζόρι – ας τις διατηρούν όσοι τις έχουν ανάγκη εφόσον δεν βλάπτουν κανέναν. Αντιθέτως έχει νόημα να επιχειρήσουμε να καταργήσουμε όσες παραδόσεις είναι οχληρές, επικίνδυνες, βλαβερές – έστω και αν πολλοί ενοχληθούν από αυτό.
Στις οχληρές και επικίνδυνες παραδόσεις κατατάσσω και τη θρησκεία.
Εννοείται ότι δεν οραματίζομαι πολέμους και διωγμούς. Οραματίζομαι απλώς να πάψουμε να δίνουμε αξία στη θρησκεία. Να πάψουμε να δείχνουμε σεβασμό στις απόψεις των εκπροσώπων και των μελών της. Να πάψουμε να δεχόμαστε ως κάτι φυσικό την επιβολή των θρησκευτικών ηθών και εθίμων σε εμάς τους ίδιους και τα παιδιά μας.
Χρόνια ολόκληρα, δεκαετίες, αιώνες, ο σεβασμός στη θρησκεία θεωρείται κάτι παραπάνω από επιβεβλημένος: θεωρείται αυτονόητος. Όπου επικρατεί μια σχετική ανεξιθρησκεία και ανεκτικότητα είναι μεν επιτρεπτό να μην είσαι θρήσκος, αλλά είναι αδιανόητο να μην σέβεσαι τη θρησκευτικότητα όσων είναι θρήσκοι. Πάει να πει, φτάνει που σε ανεχόμαστε, ανατρεπτικέ άπιστε, μην έχεις την απαίτηση να σε θεωρούμε και ισάξιό μας! Και δείξε λίγο σεβασμό παρακαλώ!
Και έρχομαι τώρα εγώ η πτωχή τω πνεύματι και αναρωτιέμαι: γιατί πρέπει να σέβομαι μια ολωσδιόλου παράλογη και αστήρικτη πεποίθηση; Επειδή αυτοί που την πιστεύουν είναι πολλοί και αν δεν τη σεβαστώ θα με πλακώσουν στο ξύλο; (αυτό ισχύει εν μέρει, και ισχύει στον υπερθετικό βαθμό σε κάτι ισλαμικά κράτη) Επειδή την πιστεύουν εδώ και πολλά χρόνια και δυσκολεύονται να κόψουν τη συνήθεια; (ας μην την κόψουν, μην περιμένουν όμως να τους πάρουν και στα σοβαρά.) Επειδή θα πάθουν νευρική κατάπτωση και υπαρξιακή κρίση αν κλονιστεί η πεποίθησή τους; (αυτός είναι ένας βασικός λόγος για να τους δείχνουμε αν μη τι άλλο ευγένεια και ανοχή, όχι όμως μέχρι και του σημείου να πάθουν όλοι οι άλλοι νευρασθένεια για να μην πάθουν εκείνοι).
Η θρησκεία γεννήθηκε από το φόβο, την άγνοια, το δέος του πρωτόγονου ανθρώπου απέναντι στα ανεξήγητα φυσικά φαινόμενα, απέναντι στην αβεβαιότητα της ζωής, απέναντι στο φόβο του θανάτου. Στη συνέχεια έγινε εργαλείο μαζικής χειραγώγησης και ελέγχου από το ιερατείο και από την πολιτεία σε αγαστή συνεργασία μαζί του (ιερατείο και πολιτεία είναι απλώς δυο όψεις του νομίσματος της εξουσίας). Είναι ένα συνονθύλευμα παρήγορων ή τρομακτικών μύθων που μας επηρεάζουν είτε χαοτικά από μόνοι τους είτε κατευθυνόμενα στα χέρια της εξουσίας. Το θρησκευτικό αίσθημα είναι ένα αίσθημα απόλυτα κατανοητό, αλλά δεν δικαιώνει τις παράλογες πεποιθήσεις που εκπορεύονται από αυτό. Ούτε και υπάρχει λόγος να σεβαστούμε τις πεποιθήσεις αυτές εφόσον έχουμε τη γνώση και την εσωτερική δύναμη να ζήσουμε χωρίς υπαρξιακά δεκανίκια.
Προσοχή: λέω ότι δεν χρειάζεται να σεβαστούμε τις πεποιθήσεις – δεν λέω ότι δεν χρειάζεται να σεβόμαστε τους ανθρώπους που τις ασπάζονται. Να τους σεβόμαστε, όπως σεβόμαστε όλους τους ανθρώπους, στο βαθμό που μας σέβονται και εκείνοι. Να είναι ελεύθεροι να τιμούν τις πεποιθήσεις τους ανενόχλητοι με τον τρόπο τους, χωρίς όμως να περιμένουν ότι όλοι οι άλλοι θα τις σέβονται και θα τις τιμούν επίσης. Ας καταλάβουν ότι δεν είναι καλύτεροι από τους άλλους που πιστεύουν σε άλλους θεούς ή και σε κανέναν, ας καταλάβουν ότι δεν μπορούν να θεωρούν δεδομένη την πρωτοκαθεδρία της δικής τους πίστης, όποια και αν είναι αυτή. Και όσοι αντέχουν, ας καταλάβουν και τον παραλογισμό του θεϊσμού.
Είμαι ένας άνθρωπος πολύ απλός, απλοϊκός θα έλεγα. Δεν βλέπω το λόγο να περιπλέκω τη ζωή μου. Θεωρώ ότι υπάρχουν μόνον όσα είμαι σε θέση να αντιληφθώ με τις αισθήσεις που μου έδωσε η φύση ή να υποθέσω την ύπαρξή τους συνεκδοχικά με λογικά δομημένα επιχειρήματα βασισμένα σε πραγματικά στοιχεία, αντιληπτά από τις αισθήσεις που λέγαμε. Δεν θεωρώ αξία την τυφλή πίστη σε κάτι αναπόδεικτο.
Και για να μην μακρηγορώ άλλο, δηλώνω ευθαρσώς ότι:
Δεν οφείλουμε να σεβόμαστε τις αστήρικτες πεποιθήσεις.
Δεν οφείλουμε να σεβόμαστε τις παραδόσεις.
Δεν οφείλουμε να σεβόμαστε τη θρησκεία.
Αντιθέτως,
Οφείλουμε να σεβόμαστε την γνώση.
Οφείλουμε να σεβόμαστε την αλήθεια.
Οφείλουμε να σεβόμαστε τους συνανθρώπους μας.
Οι λογικοί άνθρωποι γίνονται, ευτυχώς, όλο και περισσότεροι. Είναι εφικτό να ζήσει κανείς ακόμη και στην ελληνορθόδοξη κοινωνία χωρίς να βαφτίσει το παιδί του (όχι δεν θα έχει κανένα πρόβλημα, ναι θα το γράψουν κανονικά στο σχολείο), χωρίς να κάνει θρησκευτικό γάμο (υπάρχει και ο πολιτικός αν θέλει οπωσδήποτε να παντρευτεί), χωρίς να πάει στην ανάσταση (ας φάει μόνο τη μαγειρίτσα, θα γλιτώσει και από το καψάλισμα του τριχωτού της κεφαλής), χωρίς να φιλήσει το χέρι του παπά και χωρίς να τον προσφωνεί «πάτερ» (το απλό «κύριε» είναι υπεραρκετό για όλους τους ανθρώπους). Δεν θα πέσει κεραυνός να τον κάψει (εγγυημένα πράματα, το έχω δοκιμάσει), δεν θα περιθωριοποιηθεί κοινωνικά (υπάρχουν πολλοί κύκλοι ανθρώπων όπου μια τέτοια στάση είναι απόλυτα αποδεκτή), δεν θα χάσει τη δουλειά του (εκτός και αν εργάζεται στην αρχιεπισκοπή). Εμείς οι άθρησκοι μπορούμε πλέον να βγούμε στο φως, να νιώσουμε όχι πλέον μια στιγματισμένη και μόλις ανεκτή μειοψηφία αλλά μια ισότιμη και ισχυρή παρουσία.
Όσο για τους άλλους… ας πάνε στην ευχή της παναγίας!
Προτάσεις για ανάγνωση:
Το τέλος της πίστης, Sam Harris, εκδόσεις Ενάλιος
Η περί θεού αυταπάτη, Richard Dawkins, εκδόσεις Κάτοπτρο
Ενδιαφέροντες σύνδεσμοι:
http://en.wikipedia.org/wiki/Conversational_intolerance
http://en.wikipedia.org/wiki/Russells_teapot
http://en.wikipedia.org/wiki/Parody_religion
Ιδού οι διευθύνσεις των ιστοσελίδων ορισμένων διαδεδομένων ψευδοθρησκειών, που δείχνουν τον παραλογισμό του θεϊσμού προτείνοντας τη λατρεία επιτούτου επινοημένων θεοτήτων (άλλωστε όλες οι θεότητες επινοημένες είναι…)http://www.invisiblepinkunicorn.com/
http://www.subgenius.com/
Τώρα και στην Ελλάδα:
http://urfurslaag.blogspot.com/
http://souvlakimagnus.blogspot.com/
Προσωπικά προτιμώ την αόρατη ροζ μονόκερω, μου κάνει πιο κοριτσίστικη, κάπως σαν το μικρό μου πόνυ, γι’ αυτό αποφάσισα να ιδρύσω την εν Ελλάδι εκκλησία της.