Ο Ηλίας ήταν πολύ χαρούμενος. Επιτέλους είχε κάτσει λίγη δουλίτσα, και αν ήταν τυχερός θα είχε και περισσότερη. Ένας ξάδερφός του συνεργαζόταν με μια τεχνική εταιρία που ήθελε να υποβάλλει πρόταση σε διαγωνισμό του δημοσίου και χρησιμοποιούσε εξωτερικούς συνεργάτες. Όμως ο ξάδελφος δεν προλάβαινε να βγάλει μόνος του τη δουλειά και του πρότεινε να συνεργαστούνε. Αν έπαιρναν τη δουλειά, ο ξάδελφος θα του έκανε πρόσληψη. Ο ίδιος τα είχε κλείσει τα βιβλία του εδώ και ένα χρόνο σχεδόν. Δεν έβγαιναν τα έξοδα, κάτι το ταμείο, κάτι οι φόροι αλληλεγγύης, κάτι ο φόρος επιτηδεύματος, το ένα το άλλο μαζεύονταν και δεν έβγαινε. Οπότε τώρα μόνο με αποδείξεις δαπανών μπορούσε να δουλέψει, ή μαύρα.
Το δείγμα έπρεπε να ετοιμαστεί σε τρεις μέρες, πράγμα που σήμαινε δώδεκα και δεκατέσσερις ώρες δουλειά τη μέρα, αλλά ποιος σκοτίζεται; Ιδίως όταν έχουν περάσει μήνες ολόκληροι χωρίς δουλειά, με τους απλήρωτους λογαριασμούς να στιβάζονται και την εφορία να καραδοκεί σαν όρνιο να της πετάξει κάνα κοψίδι από το υστέρημά του για να απομακρύνει το φάσμα της κατάσχεσης. Άσε που του είπαν ότι το δείγμα θα πληρωνόταν - ποιος πληρώνει δείγματα την σήμερον ημέραν; Ίσα ίσα που οι περισσότεροι την έχουν βρει την πατέντα, σπάνε τη δουλειά σε μικρά κομμάτια, τη στέλνουν σε διάφορους ως "δείγματα" για τα οποία φυσικά δεν τους πληρώνουν, και ολοκληρώνουν όλο το έργο έτσι. Αν πληρωνόταν το δείγμα λοιπόν, όσο λίγα και να ήταν, θα ήταν τυχερός. Αν έπαιρναν και τη δουλειά, ακόμη καλύτερα.
Έδωσε τον καλύτερο εαυτό του, και για να αυξήσει τις πιθανότητες να πάρουν το διαγωνισμό, αλλά και για να κάνει καλή εντύπωση στην εταιρεία. Πού ξέρεις, μπορεί να προέκυπτε κάτι άλλο στο μέλλον. Ύστερα το ξέχασε. Πέρασαν μήνες, αλλά δεν επιχείρησε επαφή: ήξερε πώς πάνε αυτά. Είχαν πει βέβαια ότι θα τον πληρώσουν, ωστόσο συμβόλαιο δεν υπήρχε, δεν μπορούσε να πιέσει, ούτε και τον συνέφερε. Αν και όταν το θυμόντουσαν, καλό θα ήταν, διαφορετικά ας πήγαινε στην ευχή. Ούτε το πρώτο απλήρωτο δείγμα θα ήταν, ούτε το τελευταίο. Όμως μια μέρα χτύπησε το τηλέφωνο: ήταν ο ξάδελφος, τον είχαν πληρώσει από την εταιρεία για το δείγμα και μπορούσε κι ο Ηλίας να πάει να πληρωθεί.
Σκάει λοιπόν μύτη στο γραφείο του ξαδέλφου ο Ηλίας μας, μέσα στην καλή χαρά!
- Καλώς τον! Έλα κάθησε, να σου πω τα νέα.
- Τι, μη μου πεις; Το πήραμε;
- Όχι ακόμα, είναι μεγάλη ιστορία. Πού να σ' τα λέω.Θα πιεις καφέ;
- Μπα, δεν προλαβαίνω. Έχεις κόψει απόδειξη;
- Ναι, ορίστε και τα χρήματα. Μας κράτησαν το είκοσι τοις εκατό, είπα μπας και το γλιτώναμε, αλλά...
- Εννοείται βρε, παρακράτηση, κανένα πρόβλημα. Για πες τώρα τι έγινε;
- Λοιπόν, το διαγωνισμό αρχικά τον χάσαμε, από μια μαλακία. Ο υπεύθυνος που ήταν να υποβάλλει την πρότασή μας άργησε να πάει, η προθεσμία έληγε στις 17 του μηνός στις 2 η ώρα, και όταν πήγε ήταν 2 και πέντε. Πήγαινε μπροστά το ρολόι της υπηρεσίας, λέει...
- Έλα ρε συ, δεν το πιστεύω! Μα στο δημοτικό είμαστε;
- Αυτό είπα κι εγώ, ούτε δωδεκάχρονο, άκου λέει το ρολόι... τέλος πάντων αποκλειστήκαμε. Αλλά δεν τελείωσε εκεί το πράγμα. Επειδή θέλουν οπωσδήποτε να πάρουν αυτούς, αλλά βέβαια δεν μπορούσαν έτσι όπως έγιναν τα πράγματα, άκου να δεις τι έκαναν: κήρυξαν το διαγωνισμό άγονο.
- Πώς, οπωσδήποτε; Δηλαδή...
- Ναι βρε, ήταν μιλημένο το πράγμα. Αλλά πήγε ο κόπανος και τα έκανε μούσκεμα. Τέλος πάντων προκηρύχτηκε ξανά ο διαγωνισμός τώρα. Θα τον πάρουμε σίγουρα, εννοείται. Τελειωμένα πράγματα. Δε χρειάζεται να κάνουμε κάτι άλλο, όπως είναι όλα θα τα υποβάλλουν.
- Δεν το πιστεύω ρε συ, σε τι χώρα ζούμε... μα τι πράγματα είναι αυτά;
- Ναι ρε συ, άστα, κι εγώ δεν το πίστευα.
- Έλα ρε, δεν το πιστεύω... κι εμείς σκοτωνόμασταν να κάνουμε καλή δουλειά! Και ήταν δοσμένο!
- Να σου πω κάτι; Μπορεί να κάναμε και την καλύτερη δουλειά εμείς, πραγματικά...
- Μπορεί, αλλά πού να το ξέρεις; Τέλος πάντων τώρα, τι να πω...
- Άστα βρε Ηλία, αφού όλα έτσι γίνονται στη Μπανανία που ζούμε, αφού τα ξέρεις...
- Ναι βρε παιδί μου αλλά... τέλος πάντων πάρε με άμα έχεις νεότερα. Για πότε είναι;
- Ου, αργεί ακόμα, έχει κάτι διαδικαστικά πρώτα... μετά το καλοκαίρι, θα σου πω άμα είναι.
- Καλά, μη σε κρατάω άλλο, τα λέμε. Γεια χαρά, ευχαριστώ.
- Εγώ σ' ευχαριστώ. Άντε, τα λέμε.
Και γύρισε ο Ηλίας μας σπίτι του, κατά λίγες δεκάδες (ούτε καν εκατοντάδες) ευρώ πλουσιότερος, και κατά πολύ προβληματισμένος. Γιατί ναι μεν είχε πει στον ξάδελφο να τον πάρει όταν έβγαινε η δουλειά, αλλά όσο περνούσε η ώρα, τόσο λιγότερο σίγουρος αισθανόταν... έπρεπε να δεχτεί ή όχι; Είχε δεσμευτεί στον ξάδελφο βέβαια, αλλά όταν έγινε αυτό, δεν ήξερε πώς είχαν τα πράγματα... νόμιζε ότι συμμετείχαν κανονικά στο διαγωνισμό, όχι ότι είναι στημένος. Τώρα που το ήξερε... ήθελε να το κάνει, ή όχι;
Η πρώτη σκέψη του ήταν, όχι.
Η δεύτερη σκέψη του ήταν, είσαι μαλάκας.
Η τρίτη σκέψη του ήταν, γαμώ την τύχη μου μέσα.
Πήρε τηλέφωνο τον κολλητό του τον Δημήτρη, αυτόν που επιστράτευε πάντοτε στα δύσκολα. Ο Δημήτρης το πήρε στην πλάκα:
- Προφανώς και θα το κάνεις. Πρώτον, αν δεν το κάνεις εσύ, θα το κάνει κάποιος άλλος. Δεύτερον, δεν θα αλλάξεις εσύ τον κόσμο...
- Δημήτρη με προσβάλλεις τώρα. Πώς δεν θα αλλάξω τον κόσμο; Εγώ πιστεύω ότι θα τον αλλάξω. Μάλιστα ήδη τον έχω αλλάξει. Όχι πολύ, εντάξει, αλλά το λιθαράκι μου το βάζω...
- Εννοώ ότι δεν θα αλλάξεις τη συγκεκριμένη κατάσταση. Η δουλειά έχει ήδη δοθεί, ο βασικός ανάδοχος μάλλον ούτε καν θα πάρει είδηση την αποχώρησή σου, άσε που θα τα χαλάσεις και με τον ξάδελφο, γιατί θα τον αφήσεις ξεκρέμαστο και θα τρέχει να ψάχνει τελευταία στιγμή άλλο άτομο...
- Καλά, εντάξει, τον συγκεκριμένο δεν θα τον αλλάξω. Μπορώ όμως να αλλάξω γενικά την κατάσταση. Έστω λιγάκι. Αν καθένας μας έκανε το ίδιο, δεν θα βρίσκονταν άτομα να κάνουν ρουσφέτια, κι ίσως κάτι άλλαζε...
- Σιγά μην κάνουν όλοι το ίδιο. Δεν υπάρχει περίπτωση. Ούτε θα επηρεάσεις κανέναν. Ούτε που θα το πάρει χαμπάρι κανείς αυτό που θα κάνεις, σ' το λέω υπευθύνως. Κι όσοι το μάθουν, επειδή θα τους το πεις εσύ κι όχι αλλιώς, μαλάκα θα σε πουν.
- Αυτό, ομολογουμένως...
- Να σου πω και κάτι άλλο; Δεν το ζήτησες εσύ το ρουσφέτι. Εσύ πήγες να κάνεις μια δουλειά που σου πρότειναν. Την πρότειναν σε σένα επειδή σε ξέρουν και σε εμπιστεύονται, και δέχτηκες. Δεν ζήτησες εσύ να δώσουν τη δουλειά στην εταιρεία, άλλοι το έκαναν αυτό, εσύ δεν έχεις ευθύνη.
- Ρε συ Δημήτρη ξέρεις τι σκέφτομαι; Μπας και οι φρουροί στα στραδόπεδα συγκέντρωσης κάπως έτσι δικαιολούσαν μέσα στο κεφάλι τους αυτό που έκαναν; Δεν την έστησα εγώ τη μηχανή, εγώ είμαι απλό γρανάζι;
- Αμάν ρε Ηλία, δεν έχει σύγκριση! Άκου στρατόπεδα συγκέντρωσης! Κι άλλωστε δεν το ήξερες όταν δέχτηκες! Τι άλλαξε τώρα που το έμαθες;
- Αυτό ακριβώς, ότι το έμαθα. Πριν δεν το ήξερα, τώρα όμως το ξέρω. Πριν νόμιζα ότι συμμετέχω τίμια σε ένα διαγωνισμό, τώρα ξέρω ότι συνεργάζομαι με απατεώνες.
- Τα παραλές μου φαίνεται. Εγώ λέω να δεχτείς.
- Και πώς θα κοιμάμαι ήσυχος μετά; Πώς θα έχω ήσυχη τη συνείδησή μου;
- Ε κάνε και καμιά έκπτωση στη συνείδησή σου. Και να σου πω κάτι ακόμη; Προτιμώ να την κάνεις εσύ τη δουλειά, που είσαι κι ευσυνείδητος, παρά κάποιος ρεμπεσκές.
Ωραία, σκέφτηκε ο Ηλίας, δηλαδή μπορώ να είμαι και περήφανος τώρα...
Ρώτησε κάνα δυο γνωστούς ακόμη. Σε πολύ κόσμο δεν μπορούσε να το πει, μην το κάνουμε και βούκινο. Άλλωστε θα μπορούσε να εκτεθεί κι ο ξάδελφος, που δεν έφταιγε σε τίποτε, τουλάχιστον όχι άμεσα, αφού ούτε κι εκείνος το ήξερε από την αρχή. Ο Νίκος του είπε τα ίδια με το Δημήτρη και χειρότερα. Ο άλλος, ένας παλιός συμμαθητής που έμενε επαρχία αλλά κρατούσαν επαφή μέσω facebook, συμμερίστηκε τον προβληματισμό του.
- Σε καταλαβαίνω. Ούτε κι εμένα μ' αρέσει. Πριν από είκοσι χρόνια, αν μου είχε τύχει, θα είχα πει όχι. Σήμερα, δεν ξέρω πια.
- Εγώ ξέρω ένα πράγμα: ότι αν πω ναι, δεν θα ανέβω στην εκτίμησή σου.
- Ούτε και θα πέσεις.
- Αλλά ούτε και θα ανέβω. Ξέρω ότι δε θα μου το χρεώσεις, ότι θα καταλάβεις, είναι η κρίση, το οικονομικό...
- Δεν είναι τόσο αυτό. Είναι που σήμερα, άμα κάνεις τον τίμιο, όλοι θα σε πουν μαλάκα.
Αυτό είναι, σκέφτηκε ο Ηλίας. Πάντα ήταν λίγο έτσι, αλλά σήμερα είναι τελείως έτσι. Άμα κάνεις το σωστό, σε θεωρούν μαλάκα. Κανείς δεν πρόκειτα να το εκτιμήσει αν το κάνω. Ούτε κι εγώ ο ίδιος δεν ξέρω αν θα το εκτιμήσω.
Όσο περνούσαν οι μέρες, τόσο ο Ηλίας ψηνόταν σε αναμμένα κάρβουνα. Νόμιζε ότι θα ξεμπέρδευε εύκολα με την απόφαση, όμως δεν έγινε έτσι. Τη μία φανταζόταν ότι την έπαιρνε τη δουλειά και δεν έτρεχε τίποτα, έκανε καλή δουλειά, ένιωθε καλά με τον εαυτό του, μετά προέκυπταν κι άλλες συνεργασίες... με την ίδια εταιρεία; Και πώς θα ήξερε ότι δεν ήταν πάλι λαμογιές; Την άλλη φανταζόταν ότι αρνιόταν τη δουλειά και ήταν περήφανος, ένιωθε καλά κι ας ήταν άνεργος, κι ύστερα οι μέρες περνούσαν και άλλη δουλειά δεν ερχόταν, και το νοίκι έτρεχε και οι λογαριασμοί απλήρωτοι και η δόση του δανείου, και τα παιδιά να χρειάζονται καινούρια ρούχα, και η γυναίκα του να τον κοιτά με κείνο το βλέμμα οίκτου και κατανόησης, και οι συνάδελφοι να τον κοιτούν με κείνο το βλέμμα συμπόνοιας και απορίας, δεν πας καλά ρε φίλε...
Δεν ξέρει ο Ηλίας τι να κάνει.
Δεν ξέρει πια τι να σκεφτεί.
Δυο πράγματα γυρίζουν στο μυαλό του, ξανά και ξανά:
Το ένα είναι ο εαυτός του πριν ένα χρόνο, όταν ακόμη είχε τη δική του εταιρεία, πριν κλείσει τα βιβλία, και είχε υποβάλλει κι αυτός μια πρόταση σε διαγωνισμό του δημοσίου, κι είχε ρίξει τρελή δουλειά για μήνες, και είχε κάνει πολύ καλή προετοιμασία, και τελικά τη δουλειά την είχε πάρει άλλος. Πώς θα του φαινόταν αν μάθαινε ότι εκείνη η δουλειά ήταν δοσμένη και τσάμπα σκοτωνόταν στην προσπάθεια;
Το άλλο είναι ένα ποίημα της Ελένης Βακαλό που είχε διαβάσει στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Γ Λυκείου και του είχε κάνει εντύπωση. Θυμάται τον καθηγητή τους καθώς έκαναν την ανάλυση στην τάξη, πώς τόνιζε τα σημαντικά σημεία, πώς τους εφιστούσε την προσοχή στα διάφορα στάδια της μετάβασης του μικρού καλού ανθρώπου:
Θα σας πω πώς έγινε
Έτσι είναι
η σειρά
Ένας μικρός καλός άνθρωπος αντάμωσε
στο δρόμο
του έναν χτυπημένο
Τόσο δα μακριά από κείνον ήτανε πεσμένος και λυπήθηκε
Τόσο πολύ
λυπήθηκε
που ύστερα φοβήθηκε
Πριν κοντά του vα πλησιάσει για να
σκύψει να τον
πιάσει, σκέφτηκε καλύτερα
Τι τα θες τι τα γυρεύεις
Κάποιος άλλος θα βρεθεί από τόσους
εδώ γύρω, να
ψυχοπονέσει τον καημένο
Και καλύτερα να πούμε
Ούτε πως τον έχω δει
Και επειδή φοβήθηκε
Έτσι συλλογίστηκε
Τάχα δεν θα είναι φταίχτης, ποιον
χτυπούν χωρίς να φταίξει;
Και καλά του κάνουνε αφού ήθελε vα παίξει με τους άρχοντες
Αρχισε λοιπόν και κείνος
Από πάνω να χτυπά
Αρχή του παραμυθιού καλημέρα σας
~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
Πώς έγινε ένας κακός άνθρωπος
Θα σας πω πώς έγινε
Έτσι είναι η σειρά
Ένας μικρός καλός άνθρωπος αντάμωσε στο
δρόμο του έναν χτυπημένο
Τόσο δα μακριά από κείνον ήτανε πεσμένος και λυπήθηκε
Τόσο πολύ λυπήθηκε
που ύστερα φοβήθηκε
Πριν κοντά του να πλησιάσει για να σκύψει να
τον πιάσει, σκέφτηκε καλύτερα
Τι τα θες τι τα γυρεύεις
Κάποιος άλλος θα βρεθεί από τόσους εδώ γύρω,
να ψυχοπονέσει τον καημένο
Και καλύτερα να πούμε
Ούτε πως τον έχω δει
Και επειδή φοβήθηκε
Έτσι συλλογίστηκε
Τάχα δεν θα είναι φταίχτης, ποιον χτυπούν χωρίς να φταίξει;
Και καλά του κάνουνε αφού ήθελε να παίξει με τους άρχοντες
Άρχισε λοιπόν και κείνος
Από πάνω να χτυπά
Αρχή του παραμυθιού καλημέρα σας
Ελένη Βακαλό “Του κόσμου” (1978)
Διαβάστε περισσότερα στο:
http://ithaque.gr/pws-egine-enas-kakos-anthropos/#.U3do93bUQ8k | Ithaque
Πώς έγινε ένας κακός άνθρωπος
Θα σας πω πώς έγινε
Έτσι είναι η σειρά
Ένας μικρός καλός άνθρωπος αντάμωσε στο
δρόμο του έναν χτυπημένο
Τόσο δα μακριά από κείνον ήτανε πεσμένος και λυπήθηκε
Τόσο πολύ λυπήθηκε
που ύστερα φοβήθηκε
Πριν κοντά του να πλησιάσει για να σκύψει να
τον πιάσει, σκέφτηκε καλύτερα
Τι τα θες τι τα γυρεύεις
Κάποιος άλλος θα βρεθεί από τόσους εδώ γύρω,
να ψυχοπονέσει τον καημένο
Και καλύτερα να πούμε
Ούτε πως τον έχω δει
Και επειδή φοβήθηκε
Έτσι συλλογίστηκε
Τάχα δεν θα είναι φταίχτης, ποιον χτυπούν χωρίς να φταίξει;
Και καλά του κάνουνε αφού ήθελε να παίξει με τους άρχοντες
Άρχισε λοιπόν και κείνος
Από πάνω να χτυπά
Αρχή του παραμυθιού καλημέρα σας
Ελένη Βακαλό “Του κόσμου” (1978)
Κουίζ ηθικής: Ψηφίστε κι εσείς στη δημοσκόπηση κάτω αριστερά στο μπλογκ!
(προσπάθησα να ενσωματώσω τη δημοσκόπηση στο ποστ, αλλά δεν τα κατάφερα).