Παρασκευή 29 Ιουνίου 2018

μικρό αθηναϊκό


Ιπποκράτους, Δευτέρα απόγευμα. Έχω ένα δίωρο κενό στη διάθεσή μου. Έχω μαζί βιβλίο, αλλά το φως με προσκαλεί να περπατήσω. Ανεβαίνω τη Βαλτετσίου. Από ένα ύψος και μετά, γίνεται πεζόδρομος. Εκβάλλει σε έναν άλλο πεζόδρομο, την Πρασσά, με πυκνοφυτεμένα παρτέρια και χτιστά παγκάκια σε τρίγωνη διάταξη. Πίσω του ένας κήπος. Αριστερά μου ψηλός τοίχος και μια τεράστια σιδερένια πόρτα, με ένα μικρό παραθυράκι στη μέση, σαν αυτά στα κελιά των φυλακών. Πέμπτο Γενικό Λύκειο Αθηνών. Κοιτάζω μέσα, λίγο διστακτικά. Μια μικρή τσιμεντένια αυλή και λιγοστά αγόρια, λευκά και μελαψά. Ο πεζόδρομος είναι ήσυχος, δροσερός. Ένα παπάκι στρίβει και περνά δίπλα μου. Στα παρτέρια χαρτιά, πλαστικά, ανθρώπινες ακαθαρσίες. Τα παγκάκια παλιά, ξεφλουδισμένα. Στο τέλος του πεζόδρομου, ένα πάρκο. Σε ένα παγκάκι μια νέα γυναίκα με μαντήλα πλένει ρούχα σε μια κόκκινη πλαστική λεκάνη.

Ανηφορίζω δεξιά μέσα από το πάρκο. Δέντρα και θάμνοι, ένα πεύκο ξαπλωτό και συστραμμένο, σαν γιαπωνέζικο χαρακτικό. Δεξιά μου ένα μεγάλο κτίριο. Πολιτιστικό αθλητικό κέντρο. Ανοιχτές πόρτες, παιδικές και νεανικές φωνές. Διαλέγω το αριστερό μονοπατάκι. Μια βρύση με δροσίζει. Κι ανάμεσα στους θάμνους μια χαμηλή μπλε σκηνούλα, αθέατη από τα περισσότερα σημεία. Ανηφορίζω δεξιά. Μια παιδική χαρά γεμάτη γέλια, ένα γηπεδάκι. Σκαλιά, πολλά σκαλιά. Μια εφηβική παρέα κατρακυλά προς τα κάτω.

Σκαλιά, πάρκα, πεζόδρομοι, πράσινο. Αλήθεια είμαι στην Αθήνα; Σε ποια εποχή;

Ανεβαίνω τα σκαλιά, βγαίνω στο ηλιοβασίλεμα. Πορτοκαλής ουρανός μέσα από κλαδιά και φυλλωσιές. Στη Δαφνομήλη, κάθομαι σε ένα μικρό παρκάκι, σε ένα παγκάκι μέσα στα δέντρα, διαβάζω για λίγη ώρα το βιβλίο μου. Δύο πιτσιρικάδες περνούν πίσω μου, χοροπηδώντας πάνω στο πεζούλι. Κι άλλα σκαλιά, κι άλλα. Και στο τέλος Λυκαβηττός. Να ανέβω; Είναι αργά. Ανεβαίνω λίγο. Λίγο ακόμη. Κοντοστέκομαι. Γύρω μου φύση. Μπροστά μου πιάτο η Αθήνα. Ένα ζευγάρι Ισπανοί κατηφορίζουν μ’ έναν χάρτη. Μια οικογένεια Γάλλων σκαρφαλώνει μ’ ένα μικρό αγοράκι. Κατεβαίνοντας, μια Ασιάτισσα με ρωτάει σε σπασμένα αγγλικά, είναι δύσκολη η ανάβαση; Όχι πολύ. Πόση ώρα θέλει; Εξαρτάται, ίσως είκοσι λεπτά. Ευχαριστώ, χαμόγελα.

Σουρουπώνει.

Οδός Δοξαπατρή.

Δέκατο τέταρτο Δημοτικό Σχολείο Αθηνών «Δημήτρης Πικιώνης». Τρεις τέσσερις έφηβοι μέσα στην αυλή ενθαρρύνουν μια κοπέλα να μπει κι εκείνη. Τα μυτερά, γυριστά προς τα έξω κάγκελα είναι κομμένα ακριβώς δίπλα στην πύλη κι εκείνη είναι καβάλα, μισή μέσα μισή έξω. Έλα, περνάς από δω το πόδι, έτσι μπράβο, έλα και το άλλο, δεν είναι τίποτα, είδες; Και γέλια. Στο παγκάκι μου ένας ηλικιωμένος. Στο γηπεδάκι, έφηβοι παίζουν μπάσκετ. Στην παιδική χαρά, γελαστές γυναίκες με μαντήλες και μικρά παιδιά στην τραμπάλα.

Από το πολιτιστικό κέντρο βγαίνουν τρέχοντας τρία παιδιά, μια κοπελίτσα δέκα έντεκα χρονών και δυο μικρότερα αγόρια, ένα ξανθό, ένα καστανό. Προσπαθεί να τα συγκρατήσει, Πρόσεχε, μην πατήσεις καμιά πρέζα! Σιγά, δεν έχει τίποτα εδώ. Εδώ έχει πρέζες, ανεβάζει τη φωνή, θες να πατήσεις καμιά πρέζα;

Στο παρκάκι η νέα γυναίκα έχει τελειώσει τη μπουγάδα. Δυο νέες γυναίκες μιλούν μια γλώσσα άγνωστη, στο τρανζίστορ τραγούδια ανατολίτικα, με κοιτούν λοξά. Μπροστά μου μια μεγάλη εκκλησία, οχυρωμένη με κουλουριασμένο αγκαθωτό σύρμα. Μπαίνω στην αυλή, καλοκουρεμένοι νεαροί με πουκάμισα συζητούν, ρίχνω μια ματιά στο χαμηλό σπιτάκι πίσω, κατηφορίζω. Στάση Αγίου Νικολάου. Στον πεζόδρομο της Δερβενίων, κομψά ζευγάρια δειπνούν στο Pink Elephant. Πιο κάτω ένα καφέ, μια άλλη στάση, κόσμος περιμένει. Δυο νεαροί με προσπερνάνε βιαστικά, θραύσματα κουβέντας, "Η κοπέλα του αδερφού μου είναι από ένα μικρό χωριό στο Ιράν". Αριστερά μου ένα ερείπιο και πάνω του με σπρέι ένα τεράστιο γενειοφόρο πρόσωπο και δίπλα

ΜΗΝ

ΥΠΩ

ΤΙΜΑΤΕ

ΤΗΝ

ΠΕΙΝΑ.

Βραδιάζει.