Όταν ήμουν μικρή, πίστευα στο Θεό. Έτσι με κεφαλαίο θήτα όπως τον βλέπετε. Δεν το είχα σκεφτεί βέβαια καθόλου το πράγμα, απλώς είχα εμπιστοσύνη στους ενήλικες του περιβάλλοντός μου, κι αφού εκείνοι μου έλεγαν ότι υπήρχε, θεωρούσα δεδομένο ότι ήταν έτσι – όπως ακριβώς με τον Άη Βασίλη. Και όπως ακριβώς με τον Άη Βασίλη, έτσι και με τον Θεό ήρθε κάποτε η στιγμή της αμφισβήτησης, της αναζήτησης και της ανακάλυψης της αλήθειας.
Δεν μπορώ να πω με σιγουριά σε ποια ηλικία άρχισα να αμφισβητώ μέσα μου την ύπαρξη του Θεού. Όταν ήμουν στην εφηβεία, γύρω στα 12 με 15, πίστευα ακόμη βαθιά, αλλά είχα ξεκινήσει μια εσωτερική αναζήτηση γύρω από το αντικείμενο αυτής της πίστης. Αφορμή της αναζήτησης ήταν αρχικά η εμφανής αναξιότητα του κλήρου αλλά και των πολύ θρήσκων ανθρώπων. Δεν ήθελε και πολύ για να διαπιστώσεις ότι οι περισσότεροι κληρικοί δεν διέθεταν κανένα χάρισμα και καμμιά ιδιαίτερη πνευματική κλίση, δεν βίωναν μέσα τους την αγάπη που κήρυτταν, ούτε ζούσαν σύμφωνα με αυτά που πρέσβευαν.
Η πρώτη μου αντίδραση ήταν τυπική σε πολλούς χριστιανούς που επιθυμούν να διατηρήσουν την πίστη τους: σκέφτηκα ότι ναι μεν ο κλήρος είναι ανάξιος, αλλά το δόγμα είναι αληθινό, και αξίζει να πιστεύεις σε αυτό. Απομακρύνθηκα από την εκκλησία, έπαψα να δίνω αξία στα τελετουργικά, αλλά συνέχισα λοιπόν να πιστεύω με έναν δικό μου προσωπικό τρόπο. Προσευχόμουν, έμπαινα συχνά σε ξωκκλήσια ή άδειες εκκλησίες και άναβα ένα κερί νιώθοντας ότι έτσι έρχομαι πιο κοντά στο Θεό, αναζητούσα μέσα μου την επαφή με το Θείο.
Έλα όμως που η επαφή με το Θείο δεν έλεγε να έρθει! Δεν είμαι βλέπετε διόλου επιρρεπής σε φαντασιώσεις και αυθυποβολές, δεν έχω διόλου την τάση να ερμηνεύω και να παρερμηνεύω τον κόσμο γύρω μου σύμφωνα με προλήψεις και προκαταλήψεις. Δεν μπορώ να δω θαύματα και θεϊκά μηνύματα εκεί που δεν υπάρχουν, δεν ανατρέχω σε μεταφυσικές ερμηνείες για κάθε τι που δεν μπορώ να εξηγήσω άμεσα. Έτσι, παρά την ειλικρινή πίστη μου και επιθυμία μου για επαφή με το Θεό, καμμία επαφή δεν έγινε ποτέ.
Προβληματισμένη από το γεγονός αυτό, θέλησα να αναζητήσω την αλήθεια του Θεού με άλλον τρόπο. Και επειδή οι διάδοχοι των αποστόλων δεν μου ενέπνεαν εμπιστοσύνη, αναζήτησα την αλήθεια του δόγματος κατευθείαν στην πηγή: στην Αγία Γραφή. Κάπου εκεί γύρω στα 18 με 20 διάβασα ολόκληρο το Ιερό Βιβλίο της Χριστιανοσύνης, από τη Γένεση ως τις Πράξεις των Αποστόλων, χωρίς να παραλείψω ούτε ένα κόμμα.
Η εμπειρία υπήρξε κυριολεκτικά αποκαλυπτική. Μου αποκάλυψε ότι η Ιερά Βίβλος, η πηγή της αλήθειας, το θεμέλιο της πίστης, δεν ήταν παρά ένα συνονθύλευμα αρχαίων μύθων, στην πλειοψηφία τους αποκρουστικών και αφελών, χωρίς ίχνος θεϊκής πνοής, χωρίς το παραμικρό ψήγμα μεγαλείου. Εξαίρεση σ’ αυτό αποτελεί το Άσμα Ασμάτων, το οποίο είναι ένα όμορφο ερωτικό ποίημα (και αναρωτιέται κανείς γιατί στην ευχή το συμπεριέλαβαν στη Βίβλο, η εξήγηση ότι μιλά μεταφορικά για το Θεό μου φαίνεται αστεία, γιατί να πάρει κανείς μεταφορικά κάτι που έχει τόσο προφανή κυριολεκτική ερμηνεία), και ορισμένα σκόρπια αποσπάσματα της Καινής Διαθήκης, όπως κάποια κομμάτια της επί του όρους ομιλίας (ούτε καν όλη).
Αυτό ήταν λοιπόν; Σ’ αυτό βασιζόμαστε για να πιστέψουμε; Αυτό το κείμενο θα μπορούσε να ενδιαφέρει μόνο κάποιον ιστορικό, αρχαιολόγο ή λαογράφο, σε καμμία περίπτωση όμως δεν μπορεί ένας σύγχρονος μορφωμένος άνθρωπος να το παίρνει στα σοβαρά και να το έχει σαν γνώμονα για την πίστη του και τον τρόπο ζωής του.
Αυτή, λοιπόν, ήταν για μένα η αρχή του τέλους της πίστης στο Θείο.
Μετά από αυτήν την εμπειρία απέρριψα τελείως το χριστιανισμό, όχι όμως και τον θεϊσμό γενικά. Έκανα ένα σύντομο πέρασμα από άλλες θρησκείες, όπως ταοϊσμό και βουδισμό (μωαμεθανισμός κι ιουδαϊσμός είναι απλώς παρακλάδια του ίδιου δέντρου από όπου βγήκε και ο χριστιανισμός, ενώ ο ινδουϊσμός έχει μια περίπλοκη μυθολογία γεμάτη ανθρωπομορφικές ίντριγκες που θυμίζει κάπως την αρχαία ελληνική και μου φαινόταν υπερβολικά αφελής για πνευματική καθοδήγηση), σύντομα όμως διαπίστωσα ότι κι εκείνες, αν και ίσως περισσότερο πνευματικές από τον χριστιανισμό, ήταν διανθισμένες με διάφορες μεταφυσικές πεποιθήσεις τελείως αβάσιμες, οι οποίες μόνο μεταφορικά μπορούσαν να εκληφθούν.
Σύντομα λοιπόν κατέληξα σε μια απλή διαπίστωση: όλες οι πληροφορίες που έχουμε περί Θείου και μεταφυσικού, προέρχονται από ανθρώπινες πηγές, όλες αρχαίες, όλες ατεκμηρίωτες, και όλες με στοιχεία εμφανώς ψευδή στο σύστημα πεποιθήσεών τους. Επομένως, εύκολα μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι όλες οι παραδοσιακές αντιλήψεις περί Θεού είναι εσφαλμένες – κοντολογίς, ότι οι Θεοί των ανθρώπων δεν υπάρχουν.
Μα τότε γιατί να υποθέσουμε ότι υπάρχει παρόλα αυτά μια οντότητα που μπορούμε να αποκαλέσουμε Θεό; Γιατί να επιμένουμε, παρά την πλήρη απουσία τεκμηρίων, αποδείξων, ακόμη κι ενδείξεων, να διατηρούμε στην άκρη του μυαλού μας ως ενδεχόμενο την πιθανή ύπαρξή Του; Και κυρίως, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι υπάρχει κάποιο ον που μπορεί να ανταποκριθεί σε έναν πολύ γενικό ορισμό του Θεού – ας πούμε μια ενσυνείδητη οντότητα που έδωσε το έναυσμα της δημιουργίας του σύμπαντος και που ενδεχομένως παίζει ρόλο στη λειτουργία του έκτοτε – γιατί θα πρέπει να σχετιστούμε μαζί του λατρευτικά; Γιατί θα πρέπει να προσευχόμαστε, να φαντασιωνόμαστε ότι επικοινωνούμε μαζί του, να εκτελούμε περίπλοκα τελετουργικά, να το συνδέουμε με τις βασικές μας κοινωνικές δραστηριότητες, να του αποδίδουμε ηθικές προθέσεις και αρχές;
Προφανώς, δεν υπήρχε κανένας λόγος για όλα τα παραπάνω – κι έτσι, κάπου εκεί τελείωσε η σχέση μου και η ενασχόλησή μου με το Θεό.
Ήμουν πλέον άθεη, αλλά δεν έδωσα και μεγάλη σημασία στο γεγονός αυτό. Δεν θεωρούσα ότι υπήρχε λόγος να κάνω κάτι γι’ αυτό – να το συζητήσω με άλλους, ας πούμε, ή να επιδιώξω να ζήσω σε συνέπεια με τις πεποιθήσεις μου. Εξακολουθούσα να ζω τη ζωή του τυπικού μέσου χριστιανού. Μεταλήψεις, προσευχές, πάτερ ημών και σταυροκοπήματα τα είχα κόψει από καιρό, πήγαινα όμως στον Επιτάφιο και στην Ανάσταση, έλεγα τις κλασσικές ευχές, μέχρι που έγινα και κουμπάρα σε θρησκευτικό γάμο, ακόμη και νονά σε βάφτιση. Αξίζει να σημειώσω εδώ ότι κανείς δε με ρώτησε σε κανένα σημείο της διαδικασίας αν είμαι χριστιανή, αλλά και αν με ρωτούσε θα απαντούσα «ναι», γιατί θεωρούσα – όπως θεωρούν πολλοί, είμαι σίγουρη – ότι «χριστιανός» σημαίνει απλώς κάποιον που βαφτίστηκε όταν ήταν βρέφος και που σε γενικές γραμμές ακολουθεί τα χριστιανικά έθιμα.
Αισθανόμουν εντάξει με τον εαυτό μου, δεν προβληματιζόμουν ιδιαίτερα γύρω απ’ το θέμα, και ίσως να είχα ζήσει έτσι όλη τη ζωή μου, αν δεν ερχόταν στη θέση του αρχιεπισκόπου ο αείμνηστος Χριστόδουλος. Ο άνθρωπος αυτός ήταν τόσο εξουσιομανής, τόσο επιδεικτικός, τόσο πορωμένος, τόσο αποκρουστικός στις μικροπολιτικές του διαπλοκές, ώστε μου έφερε ξανά στην επιφάνεια τον προβληματισμό μου γύρω από τον κλήρο.
Η διαφθορά και να αναξιότητα στον κλήρο είναι τόσο διαδεδομένη, ώστε εύλογα αναρωτιέται κανείς μήπως τυχόν με το χρίσμα του ιερέα γίνεται κανείς χειρότερος απ’ όσο θα ήταν χωρίς αυτό. Αν το χρίσμα του ιερέα δεν έχει τη δύναμη να κάνει έναν άνθρωπο καλύτερο, τι αξία μπορεί να έχουν όλα τα λεγόμενα «μυστήρια» της εκκλησίας; Τι μπορεί να προσφέρει σε ένα ζευγάρι μισή ώρα πληκτικής ψαλμωδίας και θεατρικού τελετουργικού; Τι νομίζουν οι τεθλιμμένοι ότι θα ωφεληθεί ένας νεκρός από τα τροπάρια και τα θυμιάματα; Τι φαντάζονται οι γονείς ότι θα κερδίσει το ανυποψίαστο βρέφος τους από την ταλαιπωρία στην κολυμπήθρα, το λάδι στα μαλλιά και τους ακατανόητους εξορκισμούς; Εδώ ένας ιερέας, που υποτίθεται ότι αφήνεται συνειδητά να τον κυριεύσει η Θεία Χάρις και το Άγιο Πνεύμα, όχι μόνο δεν βλέπουμε να βελτιώνεται από την εμπειρία αυτή, αλλά μάλλον χειροτερεύει. Τι νόημα έχουν λοιπόν όλα αυτά τα τελετουργικά με τη συμμετοχή των ιερέων; Δεν θα ήταν πολύ πιο όμορφο και ουσιαστικό να γίνονται κοινωνικές τελετές χωρίς αυτούς;
Ο Χριστόδουλος λοιπόν έγινε αφορμή να αρχίσω να σκέφτομαι πιο συνειδητά την αθεΐα μου και να αντιδράσω πιο έντονα στην επιβολή της θρησκείας στην πολιτική και κοινωνική ζωή.
Όμως η απόφαση να ζήσω σε συνέπεια με τις πεποιθήσεις μου ήρθε με τη γέννηση της κόρης μου. Παρά το γεγονός ότι ήμουν άθεη, παρά το γεγονός ότι ήδη είχα αρχίσει να θεωρώ τα θρησκευτικά τελετουργικά όχι απλώς κενά, όχι απλώς ανούσια, όχι απλώς περιττά, αλλά και αποφευκταία, δεν είχα διανοηθεί να μην τη βαφτίσω. Αυτός που με έκανε να το διανοηθώ ήταν ο άντρας μου. Όταν έγινε κάποια κουβέντα για βάφτιση, μου είπε πολύ απλά και φυσικά, «γιατί να τη βαφτίσουμε;» Αυτή η απλή και προφανής ερώτηση μου άνοιξε τα μάτια. Γιατί, πράγματι; Για κοινωνικούς λόγους, θα έλεγαν πολλοί. Τι ακριβώς όμως σημαίνει αυτό; Ότι θέλουμε τα δωράκια; Ας μας τα φέρουν και χωρίς βάφτιση. Ότι θέλουμε τη γιορτή; Ας κάνουμε μια γιορτή δική μας χωρίς παπάδες. Ότι θέλουμε να ευχαριστήσουμε τους παππούδες; Αν μας αγαπούν, θα είναι ευχαριστημένοι με το να είμαστε ο εαυτός μας. Ότι θέλουμε να είμαστε ενταγμένοι στον κοινωνικό περίγυρο; Αν είμαστε απλοί, φυσικοί και με αυτοπεποίθηση, ο περίγυρος μας δέχεται όπως είμαστε. Δε ζούμε και σε καμμιά κοινωνία τόσο καταπιεστική – δεν θα μας λιθοβολήσουν κιόλας!
Τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά απ’ όσο φανταζόμαστε. Το βήμα είναι πολύ πιο μικρό απ’ όσο φαντάζει. Και η συνέπεια στις πεποιθήσεις μας είναι πολύ πιο σημαντική απ’ όσο θέλουμε να παραδεχτούμε. Όσο ζούμε με τον τρόπο τον άλλων, όσο υποκρινόμαστε για να μην ταράξουμε τα νερά, τόσο διαιωνίζουμε μια κατάσταση όπου η εκκλησία βρίσκει αφορμή για να παρεμβαίνει στη ζωή ακόμη και των ανθρώπων που δεν είναι στην ουσία πιστοί. Όσο βαφτίζουμε τα παιδιά μας χωρίς να πιστεύουμε και καταθέτουμε το χαρτί της βάφτισης στο ληξιαρχείο ενώ δεν χρειάζεται, όσο εξακολουθούμε να δηλώνουμε χριστιανοί σε μητρώα και απογραφές ενώ δεν είμαστε, όσο αφήνουμε την εντύπωση στους δικούς μας ότι δεν αμφισβητούμε την επικρατούσα θρησκεία ενώ την έχουμε από καιρό απορρίψει, τόσο προδίνουμε τον εαυτό μας.
Είμαι άθεη, ζω σαν άθεη.
Απλό και λυτρωτικό.