Προχτές έβλεπα τηλεόραση. Εξτρήμ σπορ, θα μου πείτε, στην ηλικία μου; Το ξέρω, δεν πρέπει...
Παίρνει λοιπόν το μάτι μου τον κύριο Βενιζέλο (όχι τον Ελευθέριο, τον άλλον...), να λέει ότι δεν πρέπει, λέει, να παροτρύνουμε τους πολίτες να μην πληρώσουν τους φόρους και τα τέλη, γιατί τότε βρίσκεται κι εκείνος σε πολύ δύσκολη θέση, λέει, και... "τι θα πω στους ξένους;"
Το μεγαλείο του υπουργού μας με άφησε έκθαμβη, όπως με αφήνει πάντοτε το μεγαλείο των πολιτικών ανδρών μας - γι' αυτό άλλωστε και αποφεύγω να τους κοιτάζω, μην πάθω καμμιά αποκόλληση αμφιβληστροειδούς από το πολύ θάμπος, και δεν είμαστε τώρα για γιατρούς, γιατί χρωστάω ήδη δυο δίμηνα στο ΤΕΒΕ και όπου να 'ναι δεν θα έχω ούτε περίθαλψη.
Τι θα πεις στους ξένους;
Να τους πεις να πάνε από εκεί που ήρθανε, καλέ μου! Θα έλεγα να τους πεις να πάνε στο διάολο - όπως αναφώνησα αυθορμήτως μπροστά στην οθόνη καθοδικού σωλήνος (ναι, καλά διαβάσατε, δεν είναι lapsus, έχουμε την ίδια τηλεόραση εδώ και κάτι δεκαετίες, δεν τα πετάμε εμείς τα πράγματα αν δεν χαλάσουν, δεν είμαστε σπάταλοι άνθρωποι) - αλλά με εμποδίζει η ανατροφή και η παιδεία μου, η λαμπρή παιδεία που μου εξασφάλισε το ελληνικό κράτος, μαζί με ψωμί και ελευθερία.
Τι θα πεις στους ξένους;
Αυτό, καλέ μου, να το ρωτήσει η θεία η Ασημίνα στο κακομαθημένο ανιψάκι της που θέλει να χώσει το χέρι του στο βάζο με το γλυκό μπροστά σους επισκέπτες, να το καταλάβω και να το συγχωρήσω. Να το ρωτήσει η γιαγιά μου στο άτακτο εγγονάκι της που λάσπωσε το χαλί τη μέρα της γιορτής, να το καταλάβω και να το βρω και γραφικό.
Αλλά να το ρωτήσει υπουργός στο λαό που τον εξέλεξε; Στο λαό στον οποίον επιβάλει τον ένα αβάστακτο φόρο μετά τον άλλον, χωρίς καμμία λογική, χωρίς κανέναν προγραμματισμό; Στο λαό τον οποίον οι εν λόγω ξένοι μεταχειρίζονται σαν δουλοπάροικο, με τον κύριο υπουργό να εκτελεί χρέη επιστάτη του κτήματος, χωρίς καμμία αιδώ; Η λέξη ντροπή δεν επαρκεί για να εκφράσει αυτό που θα έπρεπε να νιώσει. Αλλά μάλλον επειδή ακριβώς η λέξη αυτή λείπει από το λεξιλόγιο των πολιτικών, γι' αυτό φτάσαμε εκεί που φτάσαμε.
Στους ξένους δεν έχεις να πεις τίποτα, καλέ μου. Δεν τους χρωστάς τίποτα.
Σε εμάς χρωστάς, αγάπη μου. Πολλά.
Σε εμάς, ξέρεις τι θα πεις;
Ή ακόμη αναρωτιέσαι;
Υ.Γ. ότι θα έφτανα να πολιτικολογώ, έστω και τόσο μπακάλικα, ούτε που μπορούσα να το διανοηθώ όταν άνοιγα το ρημάδι το μπλογκ... σημεία των καιρών.
Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011
Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011
ΠΙΚΡΗ ΜΙΚΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ένα ψυχρό απόγευμα του Νοέμβρη, σε ένα μικρό χωριό όχι μακριά από την πρωτεύουσα, στο σπίτι του Βαγγέλη του ταξιτζή χτυπάει το τηλέφωνο.
- Ναι;
- Έλα Βαγγέλη, ο Φώντας είμαι. Κοίτα, ξέρω ότι εσείς είστε οικολόγοι και τέτοια, αλλά εγώ θα σ' το πω μπας και σου χρειαστεί. Ένας γνωστός πουλάει ξύλα για το τζάκι, καλά ξύλα, από βουνό, με 90 ευρώ τον τόνο, μόνο σε δικούς μας ανθρώπους. Ξεφορτώνει νύχτα, μην μας πάρει και κανένα μάτι. Άμα είναι πες μου να κανονίσουμε ρε συ. Σκέψου το, εντάξει;
- Πάνω από το πτώμα μου!
- Καλά ρε συ, πώς κάνεις έτσι; Εγώ εσάς σκέφτηκα, ξέρω πώς έχουν σφίξει τα πράγματα, είναι άνεργη και η Ματίνα τόσον καιρό... Σκέψου το πάντως κι αν αλλάξεις γνώμη πες μου.
- Ξέχνα το, άντε μην τα πάρω στο κρανίο...
- Καλά, 'νταξει, αμάν πια! Λοιπόν άντε τα λέμε.
Ο Βαγγέλης ο ταξιτζής, που δεν έχει φέτος να αγοράσει πετρέλαιο και δεν ανάβουν καλοριφέρ στο σπίτι, που αγοράζει τα πιο φτηνά ξύλα - λεμονιές και άλλα οπωροφόρα από τον κάμπο - με 140 ευρώ τον τόνο, κλείνει το τηλέφωνο και πάει να καθήσει μπροστά στο σβηστό τζάκι - είναι νωρίς ακόμη για να ανάψει, κι ας κάνει λίγο ψύχρα.
Αυτή η πικρή, μικρή, πέρα για πέρα αληθινή ιστορία έληξε εκεί, με ένα τέλος που δεν ξέρω αν πρέπει να το χαρακτηρίσω αίσιο, αλλά που σίγουρα είναι ελπιδοφόρο για το μέλλον της ανθρώπινης φυλής και των ελληνικών δασών. Πολύ φοβάμαι όμως ότι σε όλα τα άλλα τηλεφωνήματα που θα κάνει ο Φώντας, το τέλος θα είναι λιγότερο ελπιδοφόρο. Γιατί έχω την εντύπωση ότι είναι πολύ περισσότεροι οι Φώντες παρά οι Βαγγέληδες σε αυτόν τον τόπο.
Και αν στους καιρούς των παχιών αγελάδων ανθούσε η λαμογιά και η αλόγιστη εκμετάλλευση της φύσης, δεν τολμώ ούτε να φανταστώ τι θα γίνει τώρα, που οι αγελάδες όχι μόνον είναι ισχνές, αλλά πολύ συχνά λείπουν και ολότελα.
- Ναι;
- Έλα Βαγγέλη, ο Φώντας είμαι. Κοίτα, ξέρω ότι εσείς είστε οικολόγοι και τέτοια, αλλά εγώ θα σ' το πω μπας και σου χρειαστεί. Ένας γνωστός πουλάει ξύλα για το τζάκι, καλά ξύλα, από βουνό, με 90 ευρώ τον τόνο, μόνο σε δικούς μας ανθρώπους. Ξεφορτώνει νύχτα, μην μας πάρει και κανένα μάτι. Άμα είναι πες μου να κανονίσουμε ρε συ. Σκέψου το, εντάξει;
- Πάνω από το πτώμα μου!
- Καλά ρε συ, πώς κάνεις έτσι; Εγώ εσάς σκέφτηκα, ξέρω πώς έχουν σφίξει τα πράγματα, είναι άνεργη και η Ματίνα τόσον καιρό... Σκέψου το πάντως κι αν αλλάξεις γνώμη πες μου.
- Ξέχνα το, άντε μην τα πάρω στο κρανίο...
- Καλά, 'νταξει, αμάν πια! Λοιπόν άντε τα λέμε.
Ο Βαγγέλης ο ταξιτζής, που δεν έχει φέτος να αγοράσει πετρέλαιο και δεν ανάβουν καλοριφέρ στο σπίτι, που αγοράζει τα πιο φτηνά ξύλα - λεμονιές και άλλα οπωροφόρα από τον κάμπο - με 140 ευρώ τον τόνο, κλείνει το τηλέφωνο και πάει να καθήσει μπροστά στο σβηστό τζάκι - είναι νωρίς ακόμη για να ανάψει, κι ας κάνει λίγο ψύχρα.
Αυτή η πικρή, μικρή, πέρα για πέρα αληθινή ιστορία έληξε εκεί, με ένα τέλος που δεν ξέρω αν πρέπει να το χαρακτηρίσω αίσιο, αλλά που σίγουρα είναι ελπιδοφόρο για το μέλλον της ανθρώπινης φυλής και των ελληνικών δασών. Πολύ φοβάμαι όμως ότι σε όλα τα άλλα τηλεφωνήματα που θα κάνει ο Φώντας, το τέλος θα είναι λιγότερο ελπιδοφόρο. Γιατί έχω την εντύπωση ότι είναι πολύ περισσότεροι οι Φώντες παρά οι Βαγγέληδες σε αυτόν τον τόπο.
Και αν στους καιρούς των παχιών αγελάδων ανθούσε η λαμογιά και η αλόγιστη εκμετάλλευση της φύσης, δεν τολμώ ούτε να φανταστώ τι θα γίνει τώρα, που οι αγελάδες όχι μόνον είναι ισχνές, αλλά πολύ συχνά λείπουν και ολότελα.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)