Κυριακή πρωί στην Πεντέλη,
ετοιμαζόμαστε για πεζοπορία. Ο καιρός υπέροχος, η ομάδα όπως πάντα ετερόκλητη,
αρκετά νέα παιδιά, πολλά χαμόγελα. Ξεκινάμε και πιάνω κουβέντα πότε με τον
έναν, πότε με τον άλλον, πότε περπατάω μόνη μου, γιατί αν μ’ αρέσει κάτι στην
πεζοπορία είναι η ησυχία και η επαφή με τη φύση χωρίς περισπασμούς, και γιατί
άμα μιλάω ανεβαίνοντας το βουνό μου κόβεται η ανάσα, δεν είμαι και τζόβενο, να
τα λέμε και αυτά.
Κάποια στιγμή με πλευρίζει ένας
πιτσιρικάς και με ρωτάει:
-Ξέρετε αν θα πάμε κι απ’ τη
σπηλιά του Νταβέλη;
-Τι να σου πω, δεν νομίζω, δεν το
είδα στο πρόγραμμα. Γιατί δεν ρωτάς τον αρχηγό;
Τον ρωτάει, ο αρχηγός λέει όχι,
είναι άλλη διαδρομή, ο μικρός όμως θέλει πληροφορίες για τη σπηλιά.
-Είναι μεγάλη;
-Έχει μια μεγάλη αίθουσα και δυο
λαγούμια.
-Τα λαγούμια αυτά είναι βαθιά;
-Όχι, μάλλον ρηχά, τελειώνουν
σύντομα.
-Δεν έχει τίποτε σήραγγες, τίποτε
περάσματα;
Εγώ έχω καταλάβει πού το πάει και
επεμβαίνω – που να δάγκωνα τη γλώσσα μου:
-Αν εννοείς τις ιστορίες που λένε
ότι βγαίνει κάτω ως το μέγαρο της Πλακεντίας κι ότι περνούσε ο Νταβέλης να πάει
να την βρει, ξέχνα το, μούφες είναι.
-Μούφες, ε;
-Ναι. Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα,
διαπιστωμένα. Έχω πάει, έχω κι έναν φίλο στον ΣΠΕΛΕΟ, δεν έχει βρεθεί τίποτα.
Η πορεία συνεχίζεται, αλλά ο
μικρός με έχει από κοντά.
-Νομίζω ότι πρέπει κανείς να έχει
ανοιχτό μυαλό, εσείς τι λέτε;
-Βέβαια, αλλά όχι και τόσο που να
του πέσει έξω απ’ το κεφάλι.
-Δεν νομίζετε ότι υπάρχουν πολλά
πράγματα που δεν ξέρουμε;
-Έτσι όπως το θέτεις, δεν μπορώ
παρά να συμφωνήσω. Τι πράγματα έχεις κατά νου, όμως;
-Δεν πιστεύετε ας πούμε ότι
υπάρχουν μυστικές στρατιωτικές βάσεις κάτω από το έδαφος;
-Τι να σου πω, δεν μπορώ να το
αποκλείσω, δεν έχω τρόπο να το ξέρω. Οπωσδήποτε είναι πιο πιθανό από τις
ιστορίες για κούφια γη και μικρά ανθρωπάκια που ζουν μέσα της.
-Εγώ πιστεύω ότι είναι πολλά αυτά
που δεν μας λένε.
-Όπως;
-Εσείς πιστεύετε ότι από το 1973
δεν έχουνε ξαναπάει στο φεγγάρι;
-Τι να σου πω, τα στοιχεία αυτό
δείχνουν.
-Μα τόση τεχνολογία, είναι
δυνατόν να μην ξαναπήγαν; Αφού μπορούν.
-Και δηλαδή εσύ τι νομίζεις ότι
έγινε;
-Ότι έχουν ξαναπάει πολλές φορές.
Όχι μόνο στο φεγγάρι, και σε άλλους πλανήτες. Φτιάχνουν αποικίες.
-Δεν νομίζεις ότι αν είχε γίνει
αυτό, θα το ξέραμε;
-Όχι, γιατί δεν μας το λένε.
Θέλουν να μας κρατάνε στο σκοτάδι.
-Κοίταξε να σου πω, δεν μπορώ
βέβαια να το ελέγξω, αλλά σκέφτομαι το εξής: ποιοι μπορούν να κάνουν κάτι σαν
αυτό που λες; Ελάχιστοι: Αμερική, Ρωσία, Κίνα, ίσως Ινδία… αν το έκανε ένας από
αυτούς, δεν αν το καταλάβαιναν οι άλλοι; Με τόσους δορυφόρους, τόση τεχνολογία,
όπως λες; Ακόμη κι αν δεν το ανακοίνωναν οι ίδιοι, θα το ανακοίνωνε κάποιος
άλλος.
-Γιατί να το ανακοινώσει;
-Επειδή είναι ανταγωνιστές.
-Μπορεί να είναι ανταγωνιστές,
αλλά σε αυτό συμφωνούν: θέλουν όλοι τους να μας κρατάνε στο σκοτάδι. Τη γη την
ελέγχουν μαφίες και πολυεθνικές. Νομίζετε πως αυτοί που κυβερνάνε έχουν
εξουσία; Τσίπρας, Ομπάμα, όλοι είναι μαριονέτες.
-Σίγουρα υπάρχουν ισχυρά άτομα
που επηρεάζουν τις κυβερνήσεις, αλλά δεν θα έφτανα μέχρι του σημείου να αρχίσω
να λέω για μασόνους και παγκόσμια συνωμοσία.
-Μα εγώ δεν είπα τίποτα για
μασόνους. Αλλά αυτοί που κυβερνάνε δεν είναι αυτοί που φαίνονται. Δεν έχει νόημα να ψηφίζουμε. Οι εκλογές είναι
μόνο για να νομίζουμε ότι μπορούμε να επηρεάσουμε την κατάσταση. Στην
πραγματικότητα δεν αλλάζει τίποτα, αυτοί βάζουν επάνω όποιους θέλουν.
-Σε αυτό οφείλω να συμφωνήσω σε
κάποιο βαθμό.
Είναι και η ρημάδα η ανηφόρα
είπαμε. Και προσπαθώ να γυρίσω την κουβέντα και να βρω άλλον συνοδοιπόρο.
Ευτυχώς η ομάδα είναι μεγάλη και τη σκαπουλάρω.
Αλλά η μοίρα είχε άλλα σχέδια για μένα. Κατά το τέλος της διαδρομής,
μετά από διάφορα φιδογυρίσματα, η ομάδα έχει αραιώσει πολύ, τόσο που δεν βλέπω
πια τους μπροστινούς και κοντεύω να χάσω οπτική επαφή και με τους τελευταίους,
καθώς προσπαθώ να ανοίξω λίγο βήμα. Κι έτσι το ’φερε η τύχη να βρεθώ πάλι παρέα
με τον πιτσιρικά και να είναι από πάνω μας χιαστί τα κάτασπρα, αφράτα ίχνη δύο αεροπλάνων.
Και μου τα δείχνει και λέει:
-Δε μου λέτε, αυτό εκεί πώς σας
φαίνεται;
-Τι να σου πω, ωραίο είναι.
-Και τι νομίζετε ότι είναι;
-Ίχνη από εξατμίσεις αεροπλάνων.
-Έχετε ακούσει αυτό που λένε ότι
μας ψεκάζουνε;
-Ναι, το έχω ακούσει.
-Και τι γνώμη έχετε;
-Δε θες να μάθεις τη γνώμη μου.
-Τι εννοείτε δηλαδή;
-Ότι είναι ΑΠΙΣΤΕΥΤΗ ΓΕΛΟΙΟΤΗΤΑ
και δεν αξιζει καν να το συζητάμε.
-Μα γιατί το θεωρείτε γελοιότητα;
Εδώ, φίλοι μου, θέλω να με
καταλάβετε. Έχω πεντέμιση ώρες που περπατάω στα κατσάβραχα. Είναι υπέροχα, αλλά
και κουραστικά. Έχω φάει τον γάιδαρο ή την καμήλα αν προτιμάτε και μου μένει η
ουρά. Ο αρχηγός μας έχει γειώσει κι έχει φύγει μπροστά, χωρίς να αφήσει άλλον
πίσω, ενδεχομένως επειδή θεωρεί ότι τώρα πια αφού το χωριό φαίνεται καθένας ας
τα βγάλει πέρα μόνος του. Προσπαθώ να αποφασίσω ποια είναι η σωστή διαδρομή και
θέλω πλέον να φτάσω στο αυτοκίνητό μου, γιατί είμαι κουρασμένη και πεινάω και
θέλω να πάω σπιτάκι μου να αράξω.
Και έχω έναν τύπο να μου λέει ότι
μας ψεκάζουνε. Και δεν υπάρχει άλλος άνθρωπος τριγύρω. Και επιμένει.
Ξέρω ότι το σωστό είναι να επιχειρηματολογήσω
ψύχραιμα, μπας και τελικά χωρέσει κάτι μέσα στο κεφάλι του, αλλά το λάδι της
υπομονής εσώθη εις το κανδήλιον. Επιπλέον δεν τα θυμάμαι και καλά. Ξέρω ότι έχει
κάτι να κάνει με την υγρασία στην ατμόσφαιρα, αλλά δεν θυμάμαι λεπτομέρειες,
και φοβάμαι πως ό,τι πω δεν θα ακουστεί πειστικό. Δεν ξέρω τι να πω πια.
-Κοίτα, καλέ μου, δεν αντέχω τόση
συνωμοσιολογία. Δεν αντέχω κάθε τόσο να ακούω φαντασιόπληκτες θεωρίες,
κουράστηκα.
-Καλά κυρία Τατιάνα μου, συγγνώμη
κυρία Τατιάνα μου.
-Μη μου ζητάς συγγνώμη, δεν είναι
θέμα συγγνώμης. Εγώ σου ζητώ συγγνώμη αν ήμουν απότομη ή αγενής. Το θέμα είναι
ότι αυτά δεν ισχύουν.
-Πώς είστε τόσο σίγουρη; Δεν
πρέπει να τα ψάχνουμε αυτά;
-Ακριβώς επειδή το έχω ψάξει και
είδα ότι δεν ισχύουν μιλάω έτσι. Έχω διαβάσει. Έχω και γνωστούς επιστήμονες,
έχω έναν φίλο στον Δημόκριτο. Αυτά είναι ίχνη που αφήνουν τα καύσιμα.
-Μα είναι φυσιολογικό να είναι
τόσο πυκνά;
-Ναι, είναι.
-Μα δείτε κυρία Τατιάνα μου αυτά
τα σύννεφα, είναι φυσιολογικά;
-Απολύτως φυσιολογικά είναι.
-Μα δείτε το σχήμα τους, πριν δεν
ήταν έτσι.
-Είναι απολύτως φυσιολογικά.
Διάβασε λίγη μετεωρολογία σε παρακαλώ.
-Παλιά όμως δεν άφηναν τέτοια
ίχνη τα αεροπλάνα. Εσείς που είστε μεγαλύτερη, θα το θυμάστε.
-Πράγματι, θυμάμαι πολύ καλά ότι
και πριν σαράντα χρόνια τέτοια ίχνη άφηναν τα τζετ.
-Δεν υπήραν όμως τόσο πολλά.
-Υπήρχαν πολλά και τα θυμάμαι,
από παιδί χάζευα τα ίχνη που άφηναν στον ουρανό. Δε μου λες τώρα, από πού πάμε;
Ευθεία ή δεξιά;
Κατάφερα να εστιάσω τη συζήτηση
στο μονοπάτι και γλίτωσα για λίγο από το βάσανο. Με το μπούρου μπούρου όμως
είχαμε καταφέρει να χαθούμε τελείως, και αντί να βγούμε στο σημείο εκκίνησης,
στην πλατεία Παλιάς Πεντέλης, καταλήξαμε στην πλατεία Νέας Πεντέλης. Επρεπε
όμως να γυρίσουμε πίσω, γιατί είχα αφήσει εκεί το αυτοκίνητο κι ο συνοδοιπόρος
ήθελε να συναντήσει την παρέα. Η άλλη πλατεία είναι μισή ώρα με τα πόδια από
εκεί, αλλά δεν είχα όρεξη να περπατήσω άλλο, τα είχα πάρει και λίγο στο κρανίο
που χαθήκαμε, οπότε του λέω, εγώ θα πάρω ταξί, αν θες να σε πάω.
Τηλεφωνώ σε ράδιο ταξί (και όχι,
δεν έχω ίντερνετ στο κινητό, άρα δεν μπορώ να πάρω beat και plon και άλλα
ωραία), αλλά μου λένε ότι θα αργήσει, γιατί δεν έχει οδηγό κοντά μου. Καλά, τους
λέω, αν βρω ταξί στο μεταξύ θα σας πάρω να ακυρώσω. Περνάει ένα ταξί, το
σταματάω, μπαίνω μέσα. Μεγάλο αμάξι, καινούριο, άνετο, προσεγμένο, πεντακάθαρο.
Στο τιμόνι σεβάσμιος ηλικιωμένος με μακριά λευκά μαλλιά και ιερατική γενειάδα,
στο σκιάδιο της θέσης του οδηγού ταπετσαρία από εικονίτσες με αγίους,
παναγίτσες, και κάτω δεξιά ο γέρων Παΐσιος. Παίρνω το ράδιο ταξί και ακυρώνω
την κλήση.
-Ποιους είχατε πάρει;
-Τον Αστέρα. Εσείς είστε σε
κάποιο δίκτυο;
-Μπα, δεν τα θέλω αυτά. Για να
μπεις πρέπει να έχεις τζιπιές, τάμπλετ, εγώ δε θέλω τέτοια πράματα, τι το θέλω
το τάμπλετ, τι το θέλω το τζιπιές; Αυτά είναι για να μας παρακολουθούνε, δεν τα
θέλω.
-Μάλιστα.
-Τι να τα κάνεις τα τάμπλετ; Αφού
έρχεται πόλεμος, καταστροφή έρχεται, αίμα ποτάμι. Τι να τα κάνω αυτά; Εδώ ο
κόσμος θα χαθεί.
-Χμφ.
-Θέλουν να μας ελέγχουνε, γι’
αυτό τα βάζουνε. Θέλουν να μας κρατάνε στο σκοτάδι. Δεν μπορούμε να κάνουμε
τίποτα, είναι όλοι μαριονέτες. Μας βάζουν να ψηφίζουμε μόνο για να νομίζουμε
ότι κάτι κάνουμε. Αλλά μετά βγάζουν όποιους θέλουν αυτοί. Δεν έχει νόημα να ψηφίζουμε.
-Δίκιο έχετε! πετάγεται ο νέος από
πίσω.
-Τι νόημα έχει να ψηφίζουμε; Εγώ
έχω να ψηφίσω από το ενενήντα τρία.
-Καλά τα λέτε.
Ευτυχώς η διαδρομή είναι σκάρτα
πέντε λεπτά. Την έχω βγάλει κουνώντας το κεφάλι και κάνοντας «μμμ». Κερνάω την
κούρσα.
-Μα όχι κυρία Τατιάνα μου, δεν
είναι σωστό!
-Μην το συζητάς. Εγώ θα έπαιρνα
ταξί ούτως ή άλλως, ενώ εσύ όχι.
-Μα σας παρακαλώ, ελάτε τώρα.
-Όχι, σε παρακαλώ, χαρά μου. Κάναμε
και τόσο ωραία συζήτηση. Χάρηκα πολύ, άντε καλό δρόμο!
Και όπου φύγει φύγει, καλοί μου
φίλοι. Και τώρα διαβάζω εντατικά για τα ίχνη καυσίμων των αεροπλάνων, ώστε να
είμαι έτοιμη να δώσω διάλεξη την επόμενη φορά. Γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι θα σου
τύχει. Ζούμε ανάμεσά τους.