...ή αλλιώς,
Περί επιπολαιότητας και προκατάληψης
Δεν έχει μείνει, φαντάζομαι, ιντερναύτης για ιντερναύτης εν Ελλάδι, που να μην παρακολούθησε το περίφημο βίντεο της συνέντευξης του Νίκου Μιχαλολιάκου μετά τις εκλογές. Δεν σταθώ εδώ στα όσα σχολιάστηκαν μέχρις αηδίας - τη ναζιστική έπαρση, την φασιστική συμπεριφορά, τις εθνικιστικές κορώνες, τους ρατσιστικούς αφορισμούς, την αγένεια - αλλά σε μια λεπτομέρεια από την οποία αρπάχτηκαν και άλλοι για να του καταλογίσουν, εκτός όλων των άλλων, και αμορφωσιά:
Veni, vidi, vici
δήλωσε, μεταξύ άλλων, ο Νίκος Μιχαλολιάκος, και για διευκόλυνση όσων δεν θέλουν να καθήσουν να δουν το βίντεο για να ακούσουν τη συγκεκριμένη φράση:
Βένι, βίντι, βίκι
γεγονός που έδωσε αφορμή σε πλείστα όσα σχόλια. Ορισμένοι αναρωτήθηκαν τι θέλει και μιλάει αφού δεν ξέρει, άλλοι δήλωσαν ότι πιάστηκε η κοιλιά τους από τα γέλια, ενώ πολλοί εκφράσθηκαν ειρωνικά για την αμορφωσιά του. Ο λόγος για την προφορά τής τελευταίας λέξης, την οποία θεώρησαν ότι έπρεπε να την έχει προφέρει "βίτσι" και όχι "βίκι".
Εγώ λατινομαθής δεν είμαι και το έχω δηλώσει ξανά στο διαδίκτυο. Τελείωσα πρώτη δέσμη, και είχα την ατυχία να φοιτήσω σε μια εποχή που τα αρχαία ελληνικά διδάσκονταν μόνο στο λύκειο,με αποτέλεσμα να κάνω μόνο δύο χρόνια, αφού τη χρονιά της δέσμης εμείς στην πρώτη δεν κάναμε αρχαία, και τα λατινικά μόνο στην τρίτη λυκείου και μόνο στην τρίτη δέσμη, με αποτέλεσμα να μην τα διδαχθώ καθόλου. Επειδή όμως μου αρέσουν οι γλώσσες και η εγκυκλοπαιδική μόρφωση, αγόρασα τα βιβλία του λυκείου - τα "Λατινικά λυκείου" των Πασχάλη και Σαβαντίδη, με τα κειμενάκια, και την "Λατινική γραμματική" του Αχιλλέα Τζάρτζανου - και μελέτησα μόνη μου, για να αποκτήσω τουλάχιστον μια γενική ιδέα. Ανάμεσα στα άλλα που έμαθα εκεί μέσα, ήταν ότι το C στα κλασσικά λατινικά προφέρεται πάντοτε Κ - πράγμα που σημαίνει ότι το vici, σύμφωνα τουλάχιστον με τους κανόνες που δέχεται ο Τζάρτζανος, διαβάζεται όντως βίκι.
Να λοιπόν που ο Μιχαλολιάκος ήταν σωστός, τουλάχιστον στο θέμα της εκφοράς της περίφημης φράσης του Ιούλιου Καίσαρα - ή τουλάχιστον θυμόταν τα λατινικά που έμαθε στο λύκειο, και άρα το όποιο λάθος μπορούμε να το καταλογίσουμε στον Αχιλλέα Τζάρτζανο και όχι στην αμορφωσιά του Μιχαλολιάκου.
Θα μπορούσε φαντάζομαι κάποιος να έχει αντίρρηση ως προς την ερασμιακή προφορά που χρησιμοποίησε ο Μιχαλολιάκος και να επιχειρηματολογήσει σχετικά. Θα μπορούσε φερ' ειπείν να αντιπαραβάλει τα εκκλησιαστικά λατινικά, όπου το vici όντως διαβάζεται βίτσι. Θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι, αφού είναι τόσο καθαρολόγος και προφέρει το C ερασμιακά, θα πρέπει να προφέρει και το V ως ΟΥ, μια που στα κλασσικά λατινικά δεν υπήρχε διάκριση μεταξύ V και U. Όμως εγώ δεν είδα αντιρρήσεις αλλά ειρωνείες περί αμορφωσιάς - πράγμα που σημαίνει ότι πολλοί δεν γνώριζαν καν την ύπαρξη της Ερασμιακής προφοράς. Δηλαδή, όσοι σχολίασαν δυσμενώς την λατινική προφορά του Μιχαλολιάκου, δεν γνώριζαν καν λατινικά - διότι αν γνώριζαν, θα είχαν τουλάχιστον ακουστά την προφορά αυτή.
Και αναρωτιέται κανείς: δεν ήξεραν, δεν ρώταγαν;
Σίγουρα κανείς δεν δικαιούται να επικαλεστεί αδυναμία πληροφόρησης. Ζούμε στην εποχή της πληροφορίας. Όποιος ψάχνει, βρίσκει. Κατά ειρωνικό τρόπο μάλιστα η πληροφορία για το βίκι βρίσκεται πολύ ευκολα ακόμη και στην Βικιπαίδεια, γνωστή με το χαϊδευτικό Βίκη. Η Βίκη λοιπόν μας πληροφορεί ότι η προφορά αυτή προτάθηκε από τον Έρασμο στο έργο του Dialogus de recta Latini Graecique sermonis pronuntiatione (Διάλογος περί της ορθής προφοράς του λατινικού και του ελληνικού λόγου). Εκεί μαθαίνουμε επίσης ότι το CE, CI διαβαζόταν πριν τον Έρασμο ως ΤΣΕ, ΤΣΙ, όπως στα σύγχρονα ιταλικά. Αλλά ο Έρασμος διατύπωσε επιφυλάξεις οι οποίες και έγιναν δεκτές ως φαίνεται από την επιστημονική κοινότητα, διαφορετικά δεν θα βλέπαμε την προφορά αυτή στη γραμματική του Τζάρτζανου, φαντάζομαι.
Γιατί λοιπόν τόσο πολύς κόσμος ένιωθε τόσο σίγουρος ότι το vici προφέρεται βίτσι, και γιατί ένιωθαν όλοι τόσο δικαιωμένοι στις κατηγορίες τους;
Ως προς το πρώτο, θα έλεγα ότι φταίει η επιπολαιότητα αφ' ενός, και η τεράστια αδιαφορία γύρω από το θέμα της προφοράς ξένων γλωσσών αφ' ετέρου. Πολύς κόσμος επαναπαύεται σε μια επιφανειακή πληροφορία, αρκεί να ακούγεται πειστική, και δεν το ψάχνει παραπάνω. Στις ξένες γλώσσες γενικά επικρατεί μια τάση να γενικεύουμε τις γνώσεις που έχουμε από μία ή δύο γλώσσες (συνήθως από τα αγγλικά και από κάποια άλλη ευρωπαϊκή γλώσσα, κατά κανόνα ιταλικά ή γαλλικά) και να τις εφαρμόζουμε σε όλες τις άλλες. Με το σύστημα αυτό έχουν κακοπάθει πάρα πολλά ονόματα - από τον Σάντσο Πάνθα που έγινε Σάντσο Πάντσα (διότι μία από τις πρώτες μεταφράσεις του Δον Κιχώτη έγινε από τα ιταλικά, όπου το Z προφέρεται ΤΣ), ως τον Τσε Γκεβάρα που τον τραγούδησε ο μακαρίτης ο Λοΐζος ως Τσε Γκουεβάρα. Από τα πιο κακοπαθημένα ονόματα, απ' όσο ξέρω, είναι τα ολλανδικά: πρόσφατα χρειάστηκε να μεταγράψω το όνομα του Huizinga, το οποίο προφέρεται κάπως σαν Χάουζινχα, και στα ελληνικά έχει μεταγραφεί - έκπληξη! - Χουιζίνγκα.
Ειδικά στο θέμα της προφοράς των λατινικών έχω παρτηρήσει ότι επικρατεί δυστυχώς άγνοια και αδιαφορία ακόμη και μεταξύ ειδικών επιστημόνων. Δεν μιλώ εδώ για φιλολόγους, αλλά για ειδικότητες των θετικών επιστημών, κυρίως για βιολόγους, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγομαι και εγώ. Το πέρασμά μου από το πανεπιστήμιο και η τριβή μου με διάφορες περιβαλλοντικές οργανώσεις με έχει φέρει σε επαφή με αρκετούς επιστήμονες - κυρίως ορνιθολόγους, βοτανολόγους, ερπετολόγους. Οι άνθρωποι αυτοί χρησιμοποιούν τις επιστημονικές ονομασίες των ζωντανών οργανισμών, οι οποίες δεν είναι βέβαια ακριβώς λατινικές, αλλά έχουν λατινική μορφολογία, ακολουθούν τους γραμματικούς κανόνες των λατινικών και λογικά θα πρέπει να ακολουθούν και τους κανόνες προφοράς, αν θέλουμε πραγματικά να εκπληρώσουν τον σκοπό τους, που είναι η συνεννόηση των επιστημόνων σε διεθνές επίπεδο. Πραγματικά, αν ο κινέζος επιστήμονας προφέρει το C ως K, ο ιταλός το διαβάζει ΤΣ και ο ισπανός Θ, δεν μπορεί κανείς να πει ότι προάγεται η συνεννόηση. Και όμως, αυτό ακριβώς συμβαίνει.
Αν λοιπόν οι ειδικοί επιστήμονες που χρησιμοποιούν τα λατινικά στην επιστήμη τους (την συστηματική κατάταξη των ζωντανών οργανισμών, εν προκειμένω) δείχνουν αδιαφορία και βασίζονται στη προφορά που φαντάζεται καθένας τους ότι "ταιριάζει" κρίνοντας κατ' αναλογία από τις άλλες (σύγχρονες) γλώσσες που γνωρίζουν - συνήθως αγγλικά (ίσως κι επειδή πολλά σημαντικά πανεπιστήμια είναι αγγλόφωνα και το μεγαλύτερο μέρος της βιβλιογραφίας είναι στα αγγλικά) και άλλοτε ιταλικά ή άλλες γλώσσες που τους φαίνονται συναφείς - και μάλιστα όταν πας να τους πεις κάτι σχετικά, δεν δείχνουν κατά κανόνα και μεγάλο ενδιαφέρον, τι να περιμένει κανείς από τους μη ειδικούς και μη επιστήμονες;
Όσο για το άλλο ερώτημα - το γιατί όλοι ένιωθαν τόσο δικαιωμένοι στις κατηγορίες τους - αυτό νομίζω ότι είναι πιο σημαντικό και αξίζει να σταθούμε εδώ λίγο περισσότερο.
Ο Μιχαλολιάκος ενοχλεί πολλούς. Και όταν κάποιος μας ενοχλεί, θέλουμε οπωσδήποτε να του βρούμε ψεγάδι, γυρεύουμε μια οποιαδήποτε αφορμή για να τον κατηγορήσουμε, να τον υποτιμήσουμε. Κάθε τι που λέει είναι λάθος, πρέπει να είναι λάθος - δεν ανεχόμαστε να λέει κάτι σωστό. Αν την ίδια ατάκα την πέταγε κάποιος που συμπαθούσαμε, είτε (στην καλύτερη περίπτωση) θα την περνούσαμε στο ντούκου, είτε (στην χειρότερη) θα τον δικαιολογούσαμε παντοιοτρόπως. Όταν όμως την πετάει αυτός που αντιπαθούμε, φυλάμε καραούλι με το δίκανο να τον τουφεκίσουμε.
Αγαπάει ο θεός όμως τον νοικοκύρη, αγαπάει και τον κλέφτη - γιατί στη συγκεκριμένη περίπτωση μας γύρισαν τα σκάγια μπούμεραγκ.
Και καλά έκαναν, κατά τη γνώμη μου. Διότι όσο κι αν αντιπαθώ κι εγώ τον Μιχαλολιάκο - όχι ως πρόσωπο, δεν τον γνωρίζω προσωπικά, αλλά ως εκπρόσωπο μιας συγκεκριμένης πολιτικής ιδεολογίας - το να βρίσκουμε αφορμή να τον κράξουμε για το κάθε τι, βρωμάει προκατάληψη.
Και η προκατάληψη τυφλώνει.
Ας ακούσουμε λοιπόν τον Μιχαλολιάκο. Ας δούμε τι έχει να πει. Ας ζυγίσουμε τα επιχειρήματά του, ας μελετήσουμε τις θέσεις του, ας αξιολογήσουμετη στάση του. Ήρεμα, ψύχραιμα και αντικειμενικά - ως οφείλουμε να κάνουμε με όλα τα πολιτικά πρόσωπα και με όλους τους συνομιλητές μας. Και ας τον κρίνουμε αντικειμενικά και βάσιμα, όχι παρορμητικά και βεβιασμένα. Όπως πραγματικά μας συμφέρει για να είμαστε ενημερωμένοι, όχι όπως μας βολεύει για να νιώσουμε δικαιωμένοι. Λόγοι δεν λείπουν άλλωστε για να τον κατηγορήσει κανείς αν θέλει - για ρατσισμό, για φασισμό, για αγένεια. Αλλά όχι για λειψά λατινικά.
Ας είμαστε όσο μπορούμε νηφάλιοι. Για να μπορέσουμε κι εμείς να γυρίσουμε και να πούμε, βάσιμα πλέον:
veni, vidi, denegavi.
(Όχι, δεν κάνω την έξυπνη και την ψευτομετριόφρονα - δεν ξέρω καθόλου λατινικά. Ξέρω όμως να ψάχνω στο διαδίκτυο, όπου και βρήκα ότι denegare σημαίνει απορρίπτω, και ότι o παρακείμενος είναι denegavi. Αν κανώ λάθος, βεβαίως θα χαρώ να με διορθώσει όποιος ξέρει καλύτερα.)
Παιδιά μου συγγνώμη, αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί διυλίζουμε τον κώνωπα. Εδώ έχουμε ολόκληρη κάμηλο να καταπιούμε, οι κώνωπες μας μάραναν;
Δηλαδή αν όλοι οι Χρυσαυγίτες ήξεραν τέλεια λατινικά κι ελληνικά, αρχαία και νέα, δεν θα είχαμε κανένα πρόβλημα με την ιδεολογία και με την συμπεριφορά τους; Και αντίστροφα: το πρόβλημα δηλαδή το έχουμε επειδή ίσως κάνουν φραστικά λάθη;
Παράρτημα
Αξίζει εδώ να γίνει μνεία στο περίφημο "Εγέρθητι" (ή "Εγέρθητοι" όπως το είπε ο Σαραντάκος, ή "Εγέρθητω" όπως άκουσαν άλλοι - έγω πάντως "Εγέρθητι" άκουσα, αλλά ας μην το κάνουμε θέμα). Γίνεται ολόκληρη κουβέντα γύρω από το αν το είπε σωστά το παλικάρι, και σε περίπτωση που το είπε σωστά, το εννοούσε σωστά, δηλαδή με γιώτα στο τέλος, ή το εννοούσε λάθος, με όμικρον γιώτα;Παιδιά μου συγγνώμη, αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί διυλίζουμε τον κώνωπα. Εδώ έχουμε ολόκληρη κάμηλο να καταπιούμε, οι κώνωπες μας μάραναν;
Δηλαδή αν όλοι οι Χρυσαυγίτες ήξεραν τέλεια λατινικά κι ελληνικά, αρχαία και νέα, δεν θα είχαμε κανένα πρόβλημα με την ιδεολογία και με την συμπεριφορά τους; Και αντίστροφα: το πρόβλημα δηλαδή το έχουμε επειδή ίσως κάνουν φραστικά λάθη;