Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2018

Αυτοί οι ενοχλητικοί

Κάθε χρόνο εκεί γύρω στις γιορτές, πάντα ανοίγουν συζητήσεις μεταξύ γονέων με θέμα τον Άγιο Βασίλη. Το κυρίαρχο ερώτημα είναι, να πω στο παιδί μου ότι δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης; Σε ποια ηλικία; Με τι τρόπο; Το έμαθε ήδη και με ρωτάει αν είναι αλήθεια, πώς να το διαχειριστώ; Έχει και μικρότερο αδελφάκι που ακόμη πιστεύει, τι να κάνω; Έχει μεγαλύτερο αδελφάκι που ξέρει την αλήθεια, τι να του πω; Και ούτω καθ’ εξής.

Οι περισσότερες απαντήσεις κυμαίνονται στο κλίμα «Μην καταστρέφεις τη μαγεία», «Μην του στερείς το όνειρο», «Μην του χαλάς το παραμύθι», «Μην του περιορίζεις τη φαντασία», «Άσε το να πιστεύει όσο είναι μικρό». Δειλά-δειλά τα τελευταία χρόνια ακούγονται και μερικές αντίθετες φωνές, που υπενθυμίζουν ότι η μαγεία δεν έχει ανάγκη το ψέμα, ότι άλλα παραμύθια δεν τα σερβίρουμε σαν γεγονότα, ότι η φαντασία δεν γνωρίζει σύνορα. Ότι μπορούμε να πούμε στα παιδιά μας την αλήθεια χωρίς να τα πληγώσουμε και χωρίς να τους στερήσουμε τίποτα.

Όπως ο Λάζαρος, που κάθε χρόνο ντύνεται άγιος Βασίλης και μοιράζει τα δώρα μέσα στα γέλια των παιδιών του, που συμμετέχουν στο παιχνίδι, απολαμβάνοντας τη μαγεία χωρίς μυθολογία. Όπως η Μαρίνα, που βάζει στα παπούτσια της οικογένειας τα δώρα και την άλλη μέρα λέει «Ελάτε να δούμε τι δώρα έφεραν οι τρεις μάγισσες!» – η μάνα της, η πεθερά της και η κουνιάδα της. Όπως ο Σήφης, που παίρνει το δοντάκι κάτω απ’ το μαξιλάρι και αφήνει ένα δωράκι στην κορούλα του, για να το δει την άλλη μέρα, να γελάει και να λέει «Πάλι ήρθε εκείνη η ψηλή νεράιδα με τα μούσια!»



Γιατί τα παιδιά είναι σε θέση να κατανοήσουν θαυμάσια την αλήθεια – ότι ο Άγιος Βασίλης είναι ένα όμορφο παραμύθι που λέμε τις γιορτές για να δώσουμε δώρα ο ένας στον άλλον, ένα παιχνίδι ρόλων που μοιραζόμαστε μεταξύ μας, ένα θέατρο που παίζουμε όλοι παρέα. Και όπως στο θέατρο, όλοι μας, ηθοποιοί και θεατές, γνωρίζουμε ότι αυτό που παρακολουθούμε δεν είναι η πραγματικότητα αλλά ένας μύθος.

Δειλά-δειλά τα τελευταία χρόνια γινόμαστε περισσότεροι εμείς που μεγαλώνουμε τα παιδιά μας από την αρχή με την αλήθεια. Λέγοντας και δείχνοντας με τη στάση μας ότι αυτά όλα είναι παραμύθια, παιχνίδια, που αφηγούμαστε και παίζουμε όλοι μαζί για να χαρούμε τις γιορτές. Παραμύθια όπως αυτά με τις νεράιδες και τους δράκους, που κανείς δεν διανοείται να παρουσιάσει ως αληθινά «για να μην καταστρέψει τη μαγεία», «Για να μην περιορίσει τη φαντασία» ή «Για να μην στερήσει το όνειρο».

Όταν όμως το αναφέρουμε στις συζητήσεις, είναι πολλές οι αντιδράσεις εκείνων που ενοχλούνται. Γιατί; Μα γιατί τους χαλάμε το παραμύθι. Όχι στα παιδιά τους: στους ίδιους. Γιατί αν υπάρχει έστω κι ένα παιδάκι στην παρέα που ξέρει ότι δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης, γίνεται πολύ πιο δύσκολο να συντηρήσεις τον μύθο. Μπορεί να το πει στο δικό σου παιδάκι και να το κάνει να πληγωθεί ή να θυμώσει ή να αρχίσει τις ερωτήσεις, αναγκάζοντάς σε να προσγειωθείς απότομα.

Γι’ αυτό όσοι συντηρούν το παραμύθι του Άγιου Βασίλη δεν δέχονται απλά ότι κάποιοι έχουν διαφορετική προσέγγιση από τους ίδιους, αλλά ενοχλούνται.

Για τον ίδιο λόγο που ενοχλούνται και οι θρήσκοι από την ύπαρξη άθεων: επειδή τους χαλάνε το παραμύθι.

Απαραίτητη προϋπόθεση για να ζήσεις ένα παραμύθι σαν αληθινό, είναι να κάνουν το ίδιο και όλοι γύρω σου. Δεν είναι ανάγκη να το πιστεύουν, είναι ανάγκη όμως να κάνουν ότι το πιστεύουν, να προσποιούνται, για να συντηρείται ο μύθος. Αν έστω κι ένας πει ανοιχτά την αλήθεια, αν έστω κι ένας πάψει να προσποιείται, ο μύθος καταρρέει.

Αν λοιπόν είσαι θρήσκος που ζει σε θρησκευόμενο περιβάλλον και ξαφνικά σκάσει μύτη ένας άθεος, ενοχλεί. Ενοχλεί και μόνο που υπάρχει. Γιατί η ύπαρξή του ταράζει τα νερά. Γιατί η παρουσία του αποτελεί μια διαρκή υπενθύμιση του γεγονότος ότι τα αφηγήματα της θρησκείας σου είναι παραμύθια. Γιατί η γνώση ότι υπάρχει έστω κι ένας που δεν τα πιστεύει, γίνεται η μικρή καρφίτσα που σκάει την τεράστια φούσκα της αυταπάτης.

Γι’ αυτό πολλοί θρήσκοι παρουσιάζουν τους άθεους με μελανά χρώματα, ως εγωιστές, ανήθικούς, καιροσκόπους, ανενδοίαστους, αντικοινωνικούς. Γι’ αυτό η αθεΐα παρουσιάζεται ως άρνηση του θεού που δεδομένα υπάρχει, ως παιδιάστικο πείσμα, ως αντίδραση στο κατεστημένο και ως δογματική απόρριψη της ύπαρξης θεού, αντί γι’ αυτό που πραγματικά είναι: απόρριψη της πίστης σε θεούς.

Γι’ αυτό είναι τόσο έντονο το αίτημα να παραμείνουμε στη ντουλάπα. Γι’ αυτό θεωρείται προκλητικό το να δηλώνουμε τις πεποιθήσεις μας ανοιχτά. Γι’ αυτό εκλαμβάνεται ως αγένεια το να μιλάμε για τις απόψεις μας και ως πολιτική ορθότητα να σωπαίνουμε. Γι’ αυτό τόσο πολλοί άθεοι δεν εκδηλώνονται, λέγοντας ότι η αθεΐα τους «δεν αφορά κανέναν» και «δεν χρειάζεται να το πουν». Γι’ αυτό προτιμούν να μείνουν στη αφάνεια.

Μην ξεγελιόμαστε, είναι βαριά τα εχθρικά βλέμματα που αντιμετωπίζουμε όταν σκάμε τη φούσκα των πολλών. Είναι πολύ πιο εύκολο να πείσουμε τον εαυτό μας ότι αποφεύγοντας να μιλάμε γινόμαστε «ανώτεροι» και «ευγενέστεροι» όσων εκδηλώνονται, αντιμετωπίζοντας τους θρήσκους με την ίδια συγκατάβαση που επιφυλάσσουν οι «σοφοί ενήλικες» για τα «αθώα παιδάκια» που πιστεύουν στον Άγιο Βασίλη.

Όμως τα παιδιά δεν είναι κατώτερά μας, ούτε διανοητικά ούτε συναισθηματικά. Πιστεύουν στον Άγιο Βασίλη επειδή εμείς τους είπαμε ότι υπάρχει. Το δέχτηκαν και δεν το αμφισβήτησαν, όχι επειδή ήταν ανόητα ή ανώριμα, αλλά επειδή μας εμπιστεύονταν. Όπως ακριβώς και οι ενήλικες που πιστεύουν στον θεό επειδή όταν ήταν παιδιά οι ενήλικες που εμπιστεύονταν τους είπαν ότι υπάρχει. Και τα δύο παραμύθια χαίρουν κοινωνικής αποδοχής και στήριξης. Η μόνη διαφορά ανάμεσα στα δύο παραμύθια είναι ότι το ένα η κοινωνία φροντίζει να το απομυθοποιήσει ενώ το άλλο φροντίζει να το συντηρήσει.

Η φανερή ύπαρξη αθέων ενοχλεί, γιατί δυσχεραίνει αφάνταστα τη συντήρηση του μύθου του θεού.

Είναι πολύ ενοχλητικό να σου γκρεμίζουν τους μύθους. Όμως τον μύθο του Άγιου Βασίλη όλοι τον γκρεμίζουν κάποτε. Γιατί όχι και τον μύθο των θεών;

Καλές γιορτές σε όλο τον κόσμο!

Πέμπτη 5 Ιουλίου 2018

Αθηναϊκός διάλογος


Ηλεκτρικός, γραμμή Πειραιάς-Κηφισιά, μεσημέρι. Περίπου απέναντί μου, στο κέντρο της γαλαρίας, προσγειώνεται θορυβωδώς ένας εύσωμος άντρας. Πετάει κάτω ένα σακ-βουαγιάζ, σωριάζεται στο κάθισμα. Ξεφυσά ιδρωμένος, κοιτάζει γύρω του ερευνητικά.

Αριστερά στον διάδρομο κάθεται ένας νεαρός με ασιατικά χαρακτηριστικά. Ο ταξιδιώτης του απευθύνει τον λόγο.

-Βιετνάμ, Βιετνάμ;

-What?

-Λέω, απ’ το Βιετνάμ είσαι; Βιετναμέζος;

-No, not Vietnam.

-Κίνα; Κορέα;

-No, no.

-Ελληνικά δεν ξέρεις; Ελληνικά;

-I don’t understand.

-Γίδια ξέρεις να φυλάς; Γίδια;

-Sorry, I...

-Ξέρεις από γίδια, λέω;

-I don’t understand.

Με τρώει η γλώσσα μου, μπαίνω στην κουβέντα.

-You’re not missing anything.

-I guess not.

-Then again, maybe you are.

Εκεί δεν κρατιέμαι πια, με πιάνουν τα γέλια.

-Εσύ ξέρεις Ελληνικά;

-Ναι, ξέρω. Ελληνίδα είμαι.

-Όλοι στη μαμά Ελλάδα έρχονται.

-Ξέρετε, από τον τρόπο που μιλάει, νομίζω ότι μάλλον είναι…

Προσπαθώ να αποφύγω τη λέξη «Αμερική» και τα παράγωγά της, για να μην καταλάβει ο περί ου ο λόγος ότι τον σχολιάζω.

-…από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

-Αμερικάνος;

Οι προφυλάξεις μου πήγαν χαμένες, αλλά ήταν περιττές. Ο νεαρός έχει οχυρωθεί ανέκφραστος πίσω από το κινητό του.

-Είναι πιθανό.

-Δεν ξέρουν από γίδια αυτοί.

-Εσύ ξέρεις από γίδια;

-Ε, βέβαια! Εγώ, όλη μέρα με τα γίδια.

-Έχεις δικά σου;

-Βέβαια!

-Πού τα έχεις;

-Στο Ναύπλιο.

-Μπα, έχει στο Ναύπλιο γίδια;

-Πώς δεν έχει! Στο Ναύπλιο δε θα έχει; Τι έχει δηλαδή στο Ναύπλιο

-Ξέρω που έχει πορτοκαλολέμονα, τέτοια…

-Έχει και πορτοκάλια, και λεμόνια. Έχει και γίδια. Εκεί από πάνω.

Κάνει μια κίνηση με το χέρι, δείχνει πίσω του.

-Σ’ αρέσει εκεί, με τα γίδια;

-Ε, βέβαια! Ωραία ζωή. Εσείς οι Αθηναίοι εδώ…

Σουφρώνει τη μύτη του, στραβώνει τα χείλη.

-…δεν τα έχετε σε υπόληψη τα γίδια. Τα έχετε για παρακατιανά.

-Μπα, μην το λες. Εγώ λέω πως είναι η καλύτερη ζωή. Είσαι έξω στη φύση, δεν έχεις κανέναν πάνω απ’ το κεφάλι σου…

-Ε, βέβαια, η καλύτερη ζωή! Έχεις γιαούρτι, τυράκι…

Φουρφουρίζουν τα μάτια του, φουσκώνει από καμάρι.

-Και τι ήρθες να κάνεις εδώ; Δεν καθόσουν με τα γίδια;

-Ήρθα να πάω στο ΚΑΤ. Ο ώμος μου…

Κάνει μια γκριμάτσα, πιάνει τον ώμο του.

-Ναι, αυτό είναι ένα θέμα… Εδώ έχει πολλά και καλά νοσοκομεία, όχι πως στο Ναύπλιο δεν έχει, αλλά…

-Είχε παλιά έναν ορθοπαιδικό στο Ναύπλιο πολύ καλό. Τώρα πάει, πέθανε.

-Καλά, ένας ήταν σε όλο το Ναύπλιο;

-Ήταν πάρα πολύ καλός. Εσύ από δω είσαι;

-Εδώ έχω μεγαλώσει, το ίδιο κι οι γονείς μου.

-Εγώ έχω δυο αγόρια. Είπαν να έρθουν σήμερα, τους λέω, άσε καλύτερα. Εκεί στο γιατρό μπορεί να πετάξω καμιά χοντράδα και να ντρέπεστε.

Γελάει.

-Έχουν σπουδάσει και οι δύο, αλλά δεν βρίσκουν δουλειά.

-Μήπως καλύτερα να έρθουν στα γίδια;

-Αυτό τους λέω. Άμα δεν βρείτε, βουρ για πάνω. Ο μεγάλος το λέει κιόλας. Μπαμπά, μου λέει, θα έρθω πάνω. Τι να κάνει;

Από τα μεγάφωνα ακούγεται, επόμενος σταθμός, Ειρήνη, Olympic stadium.

-Α, ώστε εδώ είναι το Ολυμπιακό στάδιο;

-Εδώ είναι.

-Τι είναι όλα τούτα;

-Έχει πολλές εγκαταστάσεις, γήπεδο, στίβο, έχει και κολυμβητήρια…

Προχωράμε προς Νεραντζιώτισσα.

-Κι αυτό εκεί το μεγάλο, τι είναι;

-Για να δω… Δεν ξέρω.

-Κι εκείνο;

-Ούτε αυτό ξέρω. Αλλά αυτό δεξιά είναι ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο.

-Πφ, σιγά! Στο Ναύπλιο έχουμε το παζάρι.

-Μπράβο, το καλύτερο!

Πιάνει το μπλουζάκι του, τραβάει το ύφασμα.

-Ορίστε. Τρία ευρώ.

-Μια χαρά.

-Έβαλα ό,τι με βόλευε. Όπως στα γίδια. Η γυναίκα μου μού είπε, βάλε κάτι καλύτερο βρε άνθρωπέ μου. Αλλά εγώ αυτά βολεύομαι. Έβαλα και τις παντόφλες και να ‘μαι.

-Καλά έκανες, όπως βολεύεσαι, μια χαρά είσαι.

Δίπλα μου όλη την ώρα κάθεται ένας ηλικιωμένος άντρας με στραπατσαρισμένα ρούχα και εμφάνιση. Τραγιάσκα, καρό πουκάμισο, τριμμένο χοντρό παντελόνι που του πέφτει φαρδύ και το ‘χει δέσει με σπάγκο στη μέση, στραβοπατημένα παπούτσια. Αν με ρωτούσαν ποιος απ’ τους δυο φυλάει γίδια, αυτόν θα είχα πει. Όλη την ώρα ακούει, παρακολουθεί, αλλά δεν μιλάει. Βλέπω τα μάτια του να παίζουν, στις άκρες των χειλιών του μια υποψία χαμόγελου, μα τίποτ’ άλλο. Βουβό πρόσωπο. Και καθώς φτάνουμε στο Μαρούσι, κατεβαίνει.

Στο ΚΑΤ κατεβαίνουμε κι εμείς.

-Από πού πάμε τώρα;

-Από δω έλα, απ’ την άλλη δεν βγαίνει. Θα σου πω πώς θα πας στο νοσοκομείο. Θα έρθω μαζί σου ως τη γωνία.

-Δεν είναι ανάγκη, άμε στη δουλειά σου, στο σπίτι σου.

-Ως τη γωνία μονάχα, να σου δείξω. Μετά θα φύγω. Θα πάω σπίτι.

-Κατεβαίνεις καμιά φορά κάτω;

-Πού, στο Ναύπλιο; Μπα…

-Εδώ έχεις οικογένεια;

-Εννοείς αν έχω άντρα και παιδιά; Ναι, έχω.

-Οι γυναίκες εδώ στην Αθήνα ψάχνονται για άντρα.

-Γιατί, στο Ναύπλιο τι κάνουν;

-Ου, εκεί είναι αλλιώς. Εδώ… Να βγάλουν το ψωμί τους, τι να κάνουν;

-Λοιπόν, θα πας αριστερά, πλάι πλάι στα κάγκελα ώσπου να βρεις την είσοδο. Εντάξει;

-Σ’ ευχαριστώ πολύ! Να ‘σαι καλά.

-Κι εσύ το ίδιο. Περαστικά. Και καλό δρόμο.

Παρασκευή 29 Ιουνίου 2018

μικρό αθηναϊκό


Ιπποκράτους, Δευτέρα απόγευμα. Έχω ένα δίωρο κενό στη διάθεσή μου. Έχω μαζί βιβλίο, αλλά το φως με προσκαλεί να περπατήσω. Ανεβαίνω τη Βαλτετσίου. Από ένα ύψος και μετά, γίνεται πεζόδρομος. Εκβάλλει σε έναν άλλο πεζόδρομο, την Πρασσά, με πυκνοφυτεμένα παρτέρια και χτιστά παγκάκια σε τρίγωνη διάταξη. Πίσω του ένας κήπος. Αριστερά μου ψηλός τοίχος και μια τεράστια σιδερένια πόρτα, με ένα μικρό παραθυράκι στη μέση, σαν αυτά στα κελιά των φυλακών. Πέμπτο Γενικό Λύκειο Αθηνών. Κοιτάζω μέσα, λίγο διστακτικά. Μια μικρή τσιμεντένια αυλή και λιγοστά αγόρια, λευκά και μελαψά. Ο πεζόδρομος είναι ήσυχος, δροσερός. Ένα παπάκι στρίβει και περνά δίπλα μου. Στα παρτέρια χαρτιά, πλαστικά, ανθρώπινες ακαθαρσίες. Τα παγκάκια παλιά, ξεφλουδισμένα. Στο τέλος του πεζόδρομου, ένα πάρκο. Σε ένα παγκάκι μια νέα γυναίκα με μαντήλα πλένει ρούχα σε μια κόκκινη πλαστική λεκάνη.

Ανηφορίζω δεξιά μέσα από το πάρκο. Δέντρα και θάμνοι, ένα πεύκο ξαπλωτό και συστραμμένο, σαν γιαπωνέζικο χαρακτικό. Δεξιά μου ένα μεγάλο κτίριο. Πολιτιστικό αθλητικό κέντρο. Ανοιχτές πόρτες, παιδικές και νεανικές φωνές. Διαλέγω το αριστερό μονοπατάκι. Μια βρύση με δροσίζει. Κι ανάμεσα στους θάμνους μια χαμηλή μπλε σκηνούλα, αθέατη από τα περισσότερα σημεία. Ανηφορίζω δεξιά. Μια παιδική χαρά γεμάτη γέλια, ένα γηπεδάκι. Σκαλιά, πολλά σκαλιά. Μια εφηβική παρέα κατρακυλά προς τα κάτω.

Σκαλιά, πάρκα, πεζόδρομοι, πράσινο. Αλήθεια είμαι στην Αθήνα; Σε ποια εποχή;

Ανεβαίνω τα σκαλιά, βγαίνω στο ηλιοβασίλεμα. Πορτοκαλής ουρανός μέσα από κλαδιά και φυλλωσιές. Στη Δαφνομήλη, κάθομαι σε ένα μικρό παρκάκι, σε ένα παγκάκι μέσα στα δέντρα, διαβάζω για λίγη ώρα το βιβλίο μου. Δύο πιτσιρικάδες περνούν πίσω μου, χοροπηδώντας πάνω στο πεζούλι. Κι άλλα σκαλιά, κι άλλα. Και στο τέλος Λυκαβηττός. Να ανέβω; Είναι αργά. Ανεβαίνω λίγο. Λίγο ακόμη. Κοντοστέκομαι. Γύρω μου φύση. Μπροστά μου πιάτο η Αθήνα. Ένα ζευγάρι Ισπανοί κατηφορίζουν μ’ έναν χάρτη. Μια οικογένεια Γάλλων σκαρφαλώνει μ’ ένα μικρό αγοράκι. Κατεβαίνοντας, μια Ασιάτισσα με ρωτάει σε σπασμένα αγγλικά, είναι δύσκολη η ανάβαση; Όχι πολύ. Πόση ώρα θέλει; Εξαρτάται, ίσως είκοσι λεπτά. Ευχαριστώ, χαμόγελα.

Σουρουπώνει.

Οδός Δοξαπατρή.

Δέκατο τέταρτο Δημοτικό Σχολείο Αθηνών «Δημήτρης Πικιώνης». Τρεις τέσσερις έφηβοι μέσα στην αυλή ενθαρρύνουν μια κοπέλα να μπει κι εκείνη. Τα μυτερά, γυριστά προς τα έξω κάγκελα είναι κομμένα ακριβώς δίπλα στην πύλη κι εκείνη είναι καβάλα, μισή μέσα μισή έξω. Έλα, περνάς από δω το πόδι, έτσι μπράβο, έλα και το άλλο, δεν είναι τίποτα, είδες; Και γέλια. Στο παγκάκι μου ένας ηλικιωμένος. Στο γηπεδάκι, έφηβοι παίζουν μπάσκετ. Στην παιδική χαρά, γελαστές γυναίκες με μαντήλες και μικρά παιδιά στην τραμπάλα.

Από το πολιτιστικό κέντρο βγαίνουν τρέχοντας τρία παιδιά, μια κοπελίτσα δέκα έντεκα χρονών και δυο μικρότερα αγόρια, ένα ξανθό, ένα καστανό. Προσπαθεί να τα συγκρατήσει, Πρόσεχε, μην πατήσεις καμιά πρέζα! Σιγά, δεν έχει τίποτα εδώ. Εδώ έχει πρέζες, ανεβάζει τη φωνή, θες να πατήσεις καμιά πρέζα;

Στο παρκάκι η νέα γυναίκα έχει τελειώσει τη μπουγάδα. Δυο νέες γυναίκες μιλούν μια γλώσσα άγνωστη, στο τρανζίστορ τραγούδια ανατολίτικα, με κοιτούν λοξά. Μπροστά μου μια μεγάλη εκκλησία, οχυρωμένη με κουλουριασμένο αγκαθωτό σύρμα. Μπαίνω στην αυλή, καλοκουρεμένοι νεαροί με πουκάμισα συζητούν, ρίχνω μια ματιά στο χαμηλό σπιτάκι πίσω, κατηφορίζω. Στάση Αγίου Νικολάου. Στον πεζόδρομο της Δερβενίων, κομψά ζευγάρια δειπνούν στο Pink Elephant. Πιο κάτω ένα καφέ, μια άλλη στάση, κόσμος περιμένει. Δυο νεαροί με προσπερνάνε βιαστικά, θραύσματα κουβέντας, "Η κοπέλα του αδερφού μου είναι από ένα μικρό χωριό στο Ιράν". Αριστερά μου ένα ερείπιο και πάνω του με σπρέι ένα τεράστιο γενειοφόρο πρόσωπο και δίπλα

ΜΗΝ

ΥΠΩ

ΤΙΜΑΤΕ

ΤΗΝ

ΠΕΙΝΑ.

Βραδιάζει.

Παρασκευή 30 Μαρτίου 2018

Ο Ιησους και η θυσία του αποδιοπομπαίου αμνού

Το παρακάτω κείμενο προέρχεται από ανάρτηση στο Facebook, στην ομάδα "Έλληνες άθεοι και αγνωστικιστές", από τον Nikos Alex και αναδημοσιεύεται με την άδειά του. Κατά τα λεγόμενά του, βασίστηκε σε διάφορα βίντεο και πρόσθεσε δικές του παρεμβάσεις.

Ποιος είμαι; Ποιος πραγματικά είμαι; Ας υποθέσουμε πως σ' ένα τραπέζι έχουμε 3 κόκκους ρύζι ή 3 βώλους ή ό,τι θέλει ο καθένας. Έναν πράσινο, έναν κόκκινο κι έναν κίτρινο. Εγώ είμαι ο πράσινος βώλος. Ο κόκκινος βώλος είναι αυτά που θέλω. Μια καλή κοπέλα, λεφτά, σεβασμό, likes στα σχόλιά μου κ.λπ. Ό,τι θέλει ο καθένας. Όλοι ξέρουμε τι θέλουμε. Και τα θέλουμε επειδή απλά "τα θέλουμε". Ξέρουμε τον εαυτό μας, έχουμε ελεύθερη βούληση και ο καθένας έχει τα δικά του θέλω, σωστά;

Ίσως... :)

Ο ανθρωπολόγος René Girard πίστευε πως τα "θέλω" δεν έρχονται με τη γεννά. Ναι, το οξυγόνο και το φαΐ είναι "ανάγκες", αλλά το γρήγορο αμάξι ή το μοδάτο φόρεμα, είναι κάτι που τα μαθαίνουμε στην πορεία της ζωής μας να τα θέλουμε. Δεν είναι "αναγκαία" στην επιβίωση. Πώς τα αποκτάμε αυτά τα "θέλω"; Με τον μιμητισμό. Κι άδω μπαίνει στο παιχνίδι ο μπλε βώλος, που θα τον πούμε "Μοντέλο" Το πράσινο δηλαδή είμαι εγώ, κόκκινο είναι τα θέλω μου, και το μπλε είναι το μοντέλο.

Οι γονείς μας είναι ο μπλε βώλος, ο Αϊνστάιν για κάποιους είναι ο μπλε βώλος, ο Σβαρτσενέγκερ για κάποιους άλλους, ο Ντόκινς, ο θειος που είναι το μαύρο πρόβατο στο σόι, όλοι είναι "μπλε βώλοι". Αν τον ξέρεις ή απλά έχεις μόνο διαβάσει γι' αυτόν, δεν έχει σημασία. Αυτό ονομάζεται "Μιμητική Επιθυμία". "Θέλω να γίνω Ωνάσης" λέγαμε παλιά, σήμερα λέμε θέλω να γίνω Bill Gates, ή Λεωνίδας, ή...

Γιατί μιλάμε ελληνικά; Επειδή μιμηθήκαμε το περιβάλλον μας, τους γονείς μας. Για τον ίδιο λόγο κλαίμε, γελάμε, αγκαλιάζουμε.... Μάθαμε να εκφραζόμαστε έτσι λόγω της μίμησης απ' τη βρεφική ηλικία. Τη πρώτη μίμησή μας, να βγάζουμε τη γλώσσα όταν τη βγάζει και κάποιος άλλος, την κάνουμε μόλις 42 λεπτά απ' όταν γεννηθούμε. Ναι, 42. :)

Αρχίζεις να γίνεσαι ΕΣΥ, όταν αρχίζεις να γίνεσαι κάποιος άλλος.... "Γεννιόμαστε" με το να κάνουμε μιμήσεις, άρα και η ανθρώπινη κοινωνία εξελίσσεται μέσω του μιμητισμού. Η "μιμητική κουλτούρα" (mimetic culture) είναι αυτό που μας ξεχωρίζει απ' τα ζώα, που μιμούνται με trial and error (episodic culture) αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση.

Σύμφωνα με τους ανθρωπολόγους, η κοινωνία μας εξελίχτηκε μιμούμενοι ο ένας τους "κόκκινους βώλους" των άλλων, μέχρι το σημείο που ξεκίνησαν οι φιλονικίες και οι τσακωμοί. Δεν είμαστε "μοναχικά" ζώα, και τη "Μαρία" μπορεί να τη θέλουν και ο πράσινος αλλά και ο μπλε βώλος. Η "Μαρία" μπορεί να είναι οτιδήποτε, ακόμα και η "Γη Χαναάν"...

Όσο μαζευόμασταν λοιπόν σε μεγαλύτερες κοινότητες, οι καβγάδες ήταν η λογική συνέχεια, και οι καβγάδες φέρνουν βία, και η βία φέρνει ανισορροπία στην ομάδα. Τι κάναμε σ' αυτήν την περίπτωση; Θυσιάζαμε μια κατσικά..... περίπου.

Ο μηχανισμός του Αποδιοπομπαίου Τράγου λέει ότι μπορείς να μεταθέσεις όλη αυτή την επιθετικότητα και τη βία σε κάποιον τρίτο, δεν έχει σημασία αν είναι αθώος, και να τον διώξεις απ’ την κοινότητα. Με τον καιρό, αυτός ο μηχανισμός πέρασε και στις θρησκείες όταν τις εφεύραμε, και τον χρησιμοποιούσαμε για οποιοδήποτε πρόβλημα. Κάνει σεισμούς; Φταίει ο Μήτσος που έκοψε τα νύχια του Παρασκευή. Ας τον κυνηγήσουμε να σταματήσουν οι σεισμοί... Αφήστε εμένα που βίαζα το κοριτσάκι επί χρόνια, εγώ θα κοινωνήσω κι όλα ΟΚ. Τον Μήτσο που ακούει ροκ να κυνηγήσουμε...

Ένας άθλιος και πρωτόγονος μηχανισμός, που φυσικά δεν φέρνει αποτελέσματα, όσους gay και να κάψεις δεν σταματάμε οι σεισμοί, αλλά επειδή λειτουργεί στο να φεύγει (προσωρινά) η επιθετικότητα στην ομάδα, που θα υπήρχε ούτως ή άλλως, χρησιμοποιήθηκε από "διάφορους" για να κυνηγήσουν όποιον ήθελαν να κυνηγήσουν. Προσωρινά δουλεύει, και για μια κοντόφθαλμη κοινωνία είναι όντως λειτουργικός. Μέχρι τον επόμενο σεισμό. Μέχρι να αυτοκτονήσει η επόμενη κοπέλα που θα πέσει στα χέρια αυτού του παπά....

Η κοντόφθαλμη κοινωνία όμως θα χρησιμοποιήσει και πάλι αυτόν τον μηχανισμό. Ο ίδιος ο παπάς θα τον χρησιμοποιήσει για να καλύψει την αλήθεια από τον όχλο και να σώσει το άθλιο τομάρι του. Είναι ο ΜΟΝΟΣ μηχανισμός που μπορεί να χρησιμοποιήσει.

Οι χριστιανοί εδώ και αιώνες κυνήγησαν ένα σωρό κόσμο. Αμέτρητες κοινωνικές ομάδες. Είναι όμως μόνο το συμφέρον της στιγμής, ή αυτό είναι Η ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ; Χρησιμοποίησαν το μηχανισμό του αποδιοπομπαίου τράγου όπως κάνανε και οι άλλες θρησκείες πριν, ή η Ρώμη πήρε τον μηχανισμό του απ. τράγου και τον έκανε θρησκεία κανονική για να σταθεροποιηθεί μια αυτοκρατορία που βάραγε διάλυση; Μήπως το να βρίσκουμε συνέχεια αποδιοπομπαίους τράγους είναι στον χριστιανισμό μια "πρακτική", υπάρχει δεν υπάρχει πρόβλημα, για να έχει ο κόσμος να ασχολείται και να μην ασχολείται με πράγματα που ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ να ασχολείται;

Ξέρουμε όλη την απάντηση και δεν χρειάζεται ανάλυση όταν μιλάμε για "αυτόν που θυσιάστηκε για εμάς" κι αν αναλογιστούμε τον ρόλο που παίζει η "αμαρτία". "Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις." Είπε ο Καβάφης στο "Περιμένοντας τους Βαρβάρους", και ουσιαστικά τα είπε όλα. Τι κάνουμε; Εδώ είναι η ουσία. Ο μηχανισμός του αποδιοπομπαίου τράγου λειτουργεί μόνο όσο είμαστε πεπεισμένοι ότι ο "τράγος" όντως φταίει. Αν έστω και για μια στιγμή αναρωτηθούμε το αντίθετο, αρκεί για να φύγει ο καπνός και να φανεί η αληθινή βία που κρύβεται από πίσω. Τα αληθινά αίτια. Δύσκολο αυτό... Πολύ δύσκολο!

Όπως είπα τον μιμητισμό τον έχουμε στο DNA μας και όταν όλοι γύρω μας το πιστεύουν, συνήθως το πιστεύουμε κι εμείς. Φοβόμαστε τον "εξοστρακισμό" από την μικροκοινωνία μας. Σίγουρα πολλοί στο χωριό ήξεραν αλλά "φοβόντουσαν" να μιλήσουν. Δεν ήθελαν να "μπλέξουν". Είναι πολύ μοναχικό και δεν μας αρέσει η μοναξιά.

Ο Ντοστογέφσκυ, που κι αυτόν τον είχε εξορίσει η κοινωνία του, είχε γράψει "Είμαι ένας και είναι όλοι". Τα βιβλία του μεταφράστηκαν σε πάνω από 150 γλώσσες. Έγινε κι αυτός ένας "μπλε βώλος", ένα Μοντέλο, σε εκατομμύρια πράσινους βώλους. Έγινε δικός μου, όπως χιλιάδες άλλοι "μπλε βώλοι" απ’ όταν έχω γεννηθεί, μέσα στο πολύχρωμο βαζάκι με βώλους που λέγεται Νίκος. Αυτό είμαι πραγματικά.

Όσοι άντεξαν να διαβάσουν αυτό το "σεντόνι", έχουν πάρει έναν μικρό "μπλε βώλο" από μένα, όπως κι εγώ παίρνω από δεκάδες σχόλια που διαβάζω. Ο ένας έγινε μέρος του άλλου, κι όλοι μας είμαστε αυτό το άθροισμα βώλων.

Κατά μία έννοια λοιπόν, ο Ντοστογέφσκυ έκανε λάθος...
Δεν είσαι μόνος, ΕΙΣΑΙ ΟΛΟΙ.

Και το ίντερνετ, η επικοινωνία που μας έδωσε, αυτό το "παλιόπραμα του σατανά", μας κάνει και το νιώθουμε όλο και πιο πολύ. Φεύγουμε απ’ τις μικροκοινωνίες. Αν έχουμε ανοιχτό μυαλό θα φύγει το παραπέτασμα καπνού που λέγεται αποδιοπομπαίος τράγος. Και πρέπει να το λέμε, να το φωνάζουμε όταν ανακαλύψουμε τον πραγματικό ένοχο. Και δύναμη για να το επιτύχουμε αυτό, όπως και υποστήριξη τώρα πια που όλος ο πλανήτης κοντεύει να ενωθεί, είναι να θυμόμαστε πως...

Δεν είσαι ποτέ μόνος.

Είσαι όλοι!