Κάθε χρόνο εκεί γύρω στις γιορτές, πάντα ανοίγουν συζητήσεις μεταξύ γονέων με θέμα τον Άγιο Βασίλη. Το κυρίαρχο ερώτημα είναι, να πω στο παιδί μου ότι δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης; Σε ποια ηλικία; Με τι τρόπο; Το έμαθε ήδη και με ρωτάει αν είναι αλήθεια, πώς να το διαχειριστώ; Έχει και μικρότερο αδελφάκι που ακόμη πιστεύει, τι να κάνω; Έχει μεγαλύτερο αδελφάκι που ξέρει την αλήθεια, τι να του πω; Και ούτω καθ’ εξής.
Οι περισσότερες απαντήσεις κυμαίνονται στο κλίμα «Μην καταστρέφεις τη μαγεία», «Μην του στερείς το όνειρο», «Μην του χαλάς το παραμύθι», «Μην του περιορίζεις τη φαντασία», «Άσε το να πιστεύει όσο είναι μικρό». Δειλά-δειλά τα τελευταία χρόνια ακούγονται και μερικές αντίθετες φωνές, που υπενθυμίζουν ότι η μαγεία δεν έχει ανάγκη το ψέμα, ότι άλλα παραμύθια δεν τα σερβίρουμε σαν γεγονότα, ότι η φαντασία δεν γνωρίζει σύνορα. Ότι μπορούμε να πούμε στα παιδιά μας την αλήθεια χωρίς να τα πληγώσουμε και χωρίς να τους στερήσουμε τίποτα.
Όπως ο Λάζαρος, που κάθε χρόνο ντύνεται άγιος Βασίλης και μοιράζει τα δώρα μέσα στα γέλια των παιδιών του, που συμμετέχουν στο παιχνίδι, απολαμβάνοντας τη μαγεία χωρίς μυθολογία. Όπως η Μαρίνα, που βάζει στα παπούτσια της οικογένειας τα δώρα και την άλλη μέρα λέει «Ελάτε να δούμε τι δώρα έφεραν οι τρεις μάγισσες!» – η μάνα της, η πεθερά της και η κουνιάδα της. Όπως ο Σήφης, που παίρνει το δοντάκι κάτω απ’ το μαξιλάρι και αφήνει ένα δωράκι στην κορούλα του, για να το δει την άλλη μέρα, να γελάει και να λέει «Πάλι ήρθε εκείνη η ψηλή νεράιδα με τα μούσια!»
Γιατί τα παιδιά είναι σε θέση να κατανοήσουν θαυμάσια την αλήθεια – ότι ο Άγιος Βασίλης είναι ένα όμορφο παραμύθι που λέμε τις γιορτές για να δώσουμε δώρα ο ένας στον άλλον, ένα παιχνίδι ρόλων που μοιραζόμαστε μεταξύ μας, ένα θέατρο που παίζουμε όλοι παρέα. Και όπως στο θέατρο, όλοι μας, ηθοποιοί και θεατές, γνωρίζουμε ότι αυτό που παρακολουθούμε δεν είναι η πραγματικότητα αλλά ένας μύθος.
Δειλά-δειλά τα τελευταία χρόνια γινόμαστε περισσότεροι εμείς που μεγαλώνουμε τα παιδιά μας από την αρχή με την αλήθεια. Λέγοντας και δείχνοντας με τη στάση μας ότι αυτά όλα είναι παραμύθια, παιχνίδια, που αφηγούμαστε και παίζουμε όλοι μαζί για να χαρούμε τις γιορτές. Παραμύθια όπως αυτά με τις νεράιδες και τους δράκους, που κανείς δεν διανοείται να παρουσιάσει ως αληθινά «για να μην καταστρέψει τη μαγεία», «Για να μην περιορίσει τη φαντασία» ή «Για να μην στερήσει το όνειρο».
Όταν όμως το αναφέρουμε στις συζητήσεις, είναι πολλές οι αντιδράσεις εκείνων που ενοχλούνται. Γιατί; Μα γιατί τους χαλάμε το παραμύθι. Όχι στα παιδιά τους: στους ίδιους. Γιατί αν υπάρχει έστω κι ένα παιδάκι στην παρέα που ξέρει ότι δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης, γίνεται πολύ πιο δύσκολο να συντηρήσεις τον μύθο. Μπορεί να το πει στο δικό σου παιδάκι και να το κάνει να πληγωθεί ή να θυμώσει ή να αρχίσει τις ερωτήσεις, αναγκάζοντάς σε να προσγειωθείς απότομα.
Γι’ αυτό όσοι συντηρούν το παραμύθι του Άγιου Βασίλη δεν δέχονται απλά ότι κάποιοι έχουν διαφορετική προσέγγιση από τους ίδιους, αλλά ενοχλούνται.
Για τον ίδιο λόγο που ενοχλούνται και οι θρήσκοι από την ύπαρξη άθεων: επειδή τους χαλάνε το παραμύθι.
Απαραίτητη προϋπόθεση για να ζήσεις ένα παραμύθι σαν αληθινό, είναι να κάνουν το ίδιο και όλοι γύρω σου. Δεν είναι ανάγκη να το πιστεύουν, είναι ανάγκη όμως να κάνουν ότι το πιστεύουν, να προσποιούνται, για να συντηρείται ο μύθος. Αν έστω κι ένας πει ανοιχτά την αλήθεια, αν έστω κι ένας πάψει να προσποιείται, ο μύθος καταρρέει.
Αν λοιπόν είσαι θρήσκος που ζει σε θρησκευόμενο περιβάλλον και ξαφνικά σκάσει μύτη ένας άθεος, ενοχλεί. Ενοχλεί και μόνο που υπάρχει. Γιατί η ύπαρξή του ταράζει τα νερά. Γιατί η παρουσία του αποτελεί μια διαρκή υπενθύμιση του γεγονότος ότι τα αφηγήματα της θρησκείας σου είναι παραμύθια. Γιατί η γνώση ότι υπάρχει έστω κι ένας που δεν τα πιστεύει, γίνεται η μικρή καρφίτσα που σκάει την τεράστια φούσκα της αυταπάτης.
Γι’ αυτό πολλοί θρήσκοι παρουσιάζουν τους άθεους με μελανά χρώματα, ως εγωιστές, ανήθικούς, καιροσκόπους, ανενδοίαστους, αντικοινωνικούς. Γι’ αυτό η αθεΐα παρουσιάζεται ως άρνηση του θεού που δεδομένα υπάρχει, ως παιδιάστικο πείσμα, ως αντίδραση στο κατεστημένο και ως δογματική απόρριψη της ύπαρξης θεού, αντί γι’ αυτό που πραγματικά είναι: απόρριψη της πίστης σε θεούς.
Γι’ αυτό είναι τόσο έντονο το αίτημα να παραμείνουμε στη ντουλάπα. Γι’ αυτό θεωρείται προκλητικό το να δηλώνουμε τις πεποιθήσεις μας ανοιχτά. Γι’ αυτό εκλαμβάνεται ως αγένεια το να μιλάμε για τις απόψεις μας και ως πολιτική ορθότητα να σωπαίνουμε. Γι’ αυτό τόσο πολλοί άθεοι δεν εκδηλώνονται, λέγοντας ότι η αθεΐα τους «δεν αφορά κανέναν» και «δεν χρειάζεται να το πουν». Γι’ αυτό προτιμούν να μείνουν στη αφάνεια.
Μην ξεγελιόμαστε, είναι βαριά τα εχθρικά βλέμματα που αντιμετωπίζουμε όταν σκάμε τη φούσκα των πολλών. Είναι πολύ πιο εύκολο να πείσουμε τον εαυτό μας ότι αποφεύγοντας να μιλάμε γινόμαστε «ανώτεροι» και «ευγενέστεροι» όσων εκδηλώνονται, αντιμετωπίζοντας τους θρήσκους με την ίδια συγκατάβαση που επιφυλάσσουν οι «σοφοί ενήλικες» για τα «αθώα παιδάκια» που πιστεύουν στον Άγιο Βασίλη.
Όμως τα παιδιά δεν είναι κατώτερά μας, ούτε διανοητικά ούτε συναισθηματικά. Πιστεύουν στον Άγιο Βασίλη επειδή εμείς τους είπαμε ότι υπάρχει. Το δέχτηκαν και δεν το αμφισβήτησαν, όχι επειδή ήταν ανόητα ή ανώριμα, αλλά επειδή μας εμπιστεύονταν. Όπως ακριβώς και οι ενήλικες που πιστεύουν στον θεό επειδή όταν ήταν παιδιά οι ενήλικες που εμπιστεύονταν τους είπαν ότι υπάρχει. Και τα δύο παραμύθια χαίρουν κοινωνικής αποδοχής και στήριξης. Η μόνη διαφορά ανάμεσα στα δύο παραμύθια είναι ότι το ένα η κοινωνία φροντίζει να το απομυθοποιήσει ενώ το άλλο φροντίζει να το συντηρήσει.
Η φανερή ύπαρξη αθέων ενοχλεί, γιατί δυσχεραίνει αφάνταστα τη συντήρηση του μύθου του θεού.
Είναι πολύ ενοχλητικό να σου γκρεμίζουν τους μύθους. Όμως τον μύθο του Άγιου Βασίλη όλοι τον γκρεμίζουν κάποτε. Γιατί όχι και τον μύθο των θεών;
Καλές γιορτές σε όλο τον κόσμο!
Οι περισσότερες απαντήσεις κυμαίνονται στο κλίμα «Μην καταστρέφεις τη μαγεία», «Μην του στερείς το όνειρο», «Μην του χαλάς το παραμύθι», «Μην του περιορίζεις τη φαντασία», «Άσε το να πιστεύει όσο είναι μικρό». Δειλά-δειλά τα τελευταία χρόνια ακούγονται και μερικές αντίθετες φωνές, που υπενθυμίζουν ότι η μαγεία δεν έχει ανάγκη το ψέμα, ότι άλλα παραμύθια δεν τα σερβίρουμε σαν γεγονότα, ότι η φαντασία δεν γνωρίζει σύνορα. Ότι μπορούμε να πούμε στα παιδιά μας την αλήθεια χωρίς να τα πληγώσουμε και χωρίς να τους στερήσουμε τίποτα.
Όπως ο Λάζαρος, που κάθε χρόνο ντύνεται άγιος Βασίλης και μοιράζει τα δώρα μέσα στα γέλια των παιδιών του, που συμμετέχουν στο παιχνίδι, απολαμβάνοντας τη μαγεία χωρίς μυθολογία. Όπως η Μαρίνα, που βάζει στα παπούτσια της οικογένειας τα δώρα και την άλλη μέρα λέει «Ελάτε να δούμε τι δώρα έφεραν οι τρεις μάγισσες!» – η μάνα της, η πεθερά της και η κουνιάδα της. Όπως ο Σήφης, που παίρνει το δοντάκι κάτω απ’ το μαξιλάρι και αφήνει ένα δωράκι στην κορούλα του, για να το δει την άλλη μέρα, να γελάει και να λέει «Πάλι ήρθε εκείνη η ψηλή νεράιδα με τα μούσια!»
Γιατί τα παιδιά είναι σε θέση να κατανοήσουν θαυμάσια την αλήθεια – ότι ο Άγιος Βασίλης είναι ένα όμορφο παραμύθι που λέμε τις γιορτές για να δώσουμε δώρα ο ένας στον άλλον, ένα παιχνίδι ρόλων που μοιραζόμαστε μεταξύ μας, ένα θέατρο που παίζουμε όλοι παρέα. Και όπως στο θέατρο, όλοι μας, ηθοποιοί και θεατές, γνωρίζουμε ότι αυτό που παρακολουθούμε δεν είναι η πραγματικότητα αλλά ένας μύθος.
Δειλά-δειλά τα τελευταία χρόνια γινόμαστε περισσότεροι εμείς που μεγαλώνουμε τα παιδιά μας από την αρχή με την αλήθεια. Λέγοντας και δείχνοντας με τη στάση μας ότι αυτά όλα είναι παραμύθια, παιχνίδια, που αφηγούμαστε και παίζουμε όλοι μαζί για να χαρούμε τις γιορτές. Παραμύθια όπως αυτά με τις νεράιδες και τους δράκους, που κανείς δεν διανοείται να παρουσιάσει ως αληθινά «για να μην καταστρέψει τη μαγεία», «Για να μην περιορίσει τη φαντασία» ή «Για να μην στερήσει το όνειρο».
Όταν όμως το αναφέρουμε στις συζητήσεις, είναι πολλές οι αντιδράσεις εκείνων που ενοχλούνται. Γιατί; Μα γιατί τους χαλάμε το παραμύθι. Όχι στα παιδιά τους: στους ίδιους. Γιατί αν υπάρχει έστω κι ένα παιδάκι στην παρέα που ξέρει ότι δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης, γίνεται πολύ πιο δύσκολο να συντηρήσεις τον μύθο. Μπορεί να το πει στο δικό σου παιδάκι και να το κάνει να πληγωθεί ή να θυμώσει ή να αρχίσει τις ερωτήσεις, αναγκάζοντάς σε να προσγειωθείς απότομα.
Γι’ αυτό όσοι συντηρούν το παραμύθι του Άγιου Βασίλη δεν δέχονται απλά ότι κάποιοι έχουν διαφορετική προσέγγιση από τους ίδιους, αλλά ενοχλούνται.
Για τον ίδιο λόγο που ενοχλούνται και οι θρήσκοι από την ύπαρξη άθεων: επειδή τους χαλάνε το παραμύθι.
Απαραίτητη προϋπόθεση για να ζήσεις ένα παραμύθι σαν αληθινό, είναι να κάνουν το ίδιο και όλοι γύρω σου. Δεν είναι ανάγκη να το πιστεύουν, είναι ανάγκη όμως να κάνουν ότι το πιστεύουν, να προσποιούνται, για να συντηρείται ο μύθος. Αν έστω κι ένας πει ανοιχτά την αλήθεια, αν έστω κι ένας πάψει να προσποιείται, ο μύθος καταρρέει.
Αν λοιπόν είσαι θρήσκος που ζει σε θρησκευόμενο περιβάλλον και ξαφνικά σκάσει μύτη ένας άθεος, ενοχλεί. Ενοχλεί και μόνο που υπάρχει. Γιατί η ύπαρξή του ταράζει τα νερά. Γιατί η παρουσία του αποτελεί μια διαρκή υπενθύμιση του γεγονότος ότι τα αφηγήματα της θρησκείας σου είναι παραμύθια. Γιατί η γνώση ότι υπάρχει έστω κι ένας που δεν τα πιστεύει, γίνεται η μικρή καρφίτσα που σκάει την τεράστια φούσκα της αυταπάτης.
Γι’ αυτό πολλοί θρήσκοι παρουσιάζουν τους άθεους με μελανά χρώματα, ως εγωιστές, ανήθικούς, καιροσκόπους, ανενδοίαστους, αντικοινωνικούς. Γι’ αυτό η αθεΐα παρουσιάζεται ως άρνηση του θεού που δεδομένα υπάρχει, ως παιδιάστικο πείσμα, ως αντίδραση στο κατεστημένο και ως δογματική απόρριψη της ύπαρξης θεού, αντί γι’ αυτό που πραγματικά είναι: απόρριψη της πίστης σε θεούς.
Γι’ αυτό είναι τόσο έντονο το αίτημα να παραμείνουμε στη ντουλάπα. Γι’ αυτό θεωρείται προκλητικό το να δηλώνουμε τις πεποιθήσεις μας ανοιχτά. Γι’ αυτό εκλαμβάνεται ως αγένεια το να μιλάμε για τις απόψεις μας και ως πολιτική ορθότητα να σωπαίνουμε. Γι’ αυτό τόσο πολλοί άθεοι δεν εκδηλώνονται, λέγοντας ότι η αθεΐα τους «δεν αφορά κανέναν» και «δεν χρειάζεται να το πουν». Γι’ αυτό προτιμούν να μείνουν στη αφάνεια.
Μην ξεγελιόμαστε, είναι βαριά τα εχθρικά βλέμματα που αντιμετωπίζουμε όταν σκάμε τη φούσκα των πολλών. Είναι πολύ πιο εύκολο να πείσουμε τον εαυτό μας ότι αποφεύγοντας να μιλάμε γινόμαστε «ανώτεροι» και «ευγενέστεροι» όσων εκδηλώνονται, αντιμετωπίζοντας τους θρήσκους με την ίδια συγκατάβαση που επιφυλάσσουν οι «σοφοί ενήλικες» για τα «αθώα παιδάκια» που πιστεύουν στον Άγιο Βασίλη.
Όμως τα παιδιά δεν είναι κατώτερά μας, ούτε διανοητικά ούτε συναισθηματικά. Πιστεύουν στον Άγιο Βασίλη επειδή εμείς τους είπαμε ότι υπάρχει. Το δέχτηκαν και δεν το αμφισβήτησαν, όχι επειδή ήταν ανόητα ή ανώριμα, αλλά επειδή μας εμπιστεύονταν. Όπως ακριβώς και οι ενήλικες που πιστεύουν στον θεό επειδή όταν ήταν παιδιά οι ενήλικες που εμπιστεύονταν τους είπαν ότι υπάρχει. Και τα δύο παραμύθια χαίρουν κοινωνικής αποδοχής και στήριξης. Η μόνη διαφορά ανάμεσα στα δύο παραμύθια είναι ότι το ένα η κοινωνία φροντίζει να το απομυθοποιήσει ενώ το άλλο φροντίζει να το συντηρήσει.
Η φανερή ύπαρξη αθέων ενοχλεί, γιατί δυσχεραίνει αφάνταστα τη συντήρηση του μύθου του θεού.
Είναι πολύ ενοχλητικό να σου γκρεμίζουν τους μύθους. Όμως τον μύθο του Άγιου Βασίλη όλοι τον γκρεμίζουν κάποτε. Γιατί όχι και τον μύθο των θεών;
Καλές γιορτές σε όλο τον κόσμο!