Είναι η πρώτη φορά που η τάξη της κόρης μου συμμετέχει σε γιορτή του σχολείου. Τετάρτη Δημοτικού, δεκάξι Νοεμβρίου δύο χιλιάδες δώδεκα. Οκτώ παρά δέκα είμαστε εκεί. Καλημέρα, τι κάνεις; Ήρθαμε να καμαρώσουμε τους πρωταγωνιστές, ε βέβαια, η δική μου είναι ενθουσιασμένη, ναι κι εμένα, θα τραβήξεις βίντεο;, μπορείς να μου κάνεις ένα αντίγραφο μετά;, λέω να κάψω δισκάκια για όλους, α ωραία.
Η αίθουσα ανοίγει, σειρές άδειες καρέκλες, πλησιάζω τη θυρωρό και τη δασκάλα: μήπως να κρατούσαμε τις δυο πρώτες σειρές για τα παιδιά της πέμπτης και της έκτης, που θα βγουν μετά;, βέβαια, κι εμείς το λέγαμε, να τους το πούμε. Να το πουν ποιοι σε ποιους;, αναρωτιέμαι, καθώς πλησιάζω - εγώ, όχι η θυρωρός, ούτε η δασκάλα - τους γονείς που μπαίνουν και τους λέω, ν' αφήσουμε τις μπροστινές για τα παιδιά;, πόσες ν' αφήσουμε;, δυο σειρές καλά είναι, εντάξει.
Κατευθύνομαι αριστερά, στην άλλη άκρη της αίθουσας, βρίσκω μια θέση τρίτη σειρά διάδρομο, για να τραβάω φωτογραφίες. Ο κόσμος μαζεύεται, η αίθουσα κοντεύει να γεμίσει. Στη δεύτερη σειρά αριστερα, στην άκρη, ένας άντρας έχει καθήσει μαζί με τα παιδιά. Πάλι καλά, μόνο ένας, σκέφτομαι, και μετά σκέφτομαι πόσο θλιβερή είναι αυτή η σκέψη. Να πάω να του πω κάτι;, όχι, δεν είναι δουλειά μου, ας πάνε οι διοργανωτές, έχω βαρεθεί να κάνω την κακιά.
Δυο αγόρια που κάθονται δεξιά στη δεύτερη αφήνουν τα παλτά τους στις καρέκλες, σηκώνονται και πάνε να δούνε κάποιους φίλους τους. Μια κυρία με ένα κοριτσάκι έρχονται και κάθονται στις θέσεις τους. Την ξέρω, είναι δασκάλα στο σχολείο, δεν ξέρω όμως το όνομα ούτε την τάξη της. Το ένα αγόρι επιστρέφει σε λίγο, η κυρία δασκάλα χαζεύει γύρω και χαμογελά. Μια άλλη κυρία που κάθεται πίσω, φίλη της μάνας του αγοριού, του λέει: πήγαινε κάτσε μπροστά, να έχει κι άλλα παιδιά εκεί. Μπροστά στη σκηνή, στο πάτωμα, πολλά παιδιά κάθονται σταυροπόδι γιατί δεν έχει άλλες θέσεις. Πίσω στον τοίχο αρκετοί στέκουν όρθιοι. Μια άλλη κυρία καταφτάνει, χαιρετά την προηγούμενη, της κάνουν λίγο χώρο και κάθεται κι εκείνη στη δεύτερη σειρά, μαζί με την κόρη της κυρίας δασκάλας, στις καρέκλες που κρέμονται ακόμη τα παλτά των δυο αγοριών.
Η παράσταση αρχίζει. Κόσμος συνεχίζει να μπαίνει, γονείς, παπούδες, κάποιοι περνούν μπροστά από όλα τα καθίσματα για να πάνε στην άλλη άκρη της αίθουσας, κοντοστέκονται, κοιτάζουν γύρω, ψάχνουν γνωστούς ή θέσεις να καθήσουν, άλλοι μετακινούνται αναζητώντας καλύτερο σημείο για φωτογραφίες ή βίντεο, άλλοι φωνάζουν το παιδί τους, άλλοι αδιαφορούν για το δικό τους που τριγυρνά στο διάδρομο.
Το πρώτο μέρος τελειώνει, η κόρη μου έρχεται σε μένα και κάθεται πάνω μου. Σύντομα αρχίζω να πιάνομαι, έχει βαρύνει, δεν είναι πια μωρό, κουράστηκα, της λέω, κάτσε εσύ εδώ, εγώ πάω πίσω. Σκυφτά τρέχω στο πίσω μέρος της αίθουσας και κάθομαι στην προτελευταία σειρά. Τα παιδιά της πέμπτης απαγγέλουν ποιήματα του Ελύτη, του Λειβαδίτη και άλλων, η χορωδία τραγουδά Λοΐζο, δυο κυρίες μπροστά μου κουβεντιάζουν αδιάλειπτα, μια παρέα στην τελευταία σειρά σχολιάζει και γελά μεγαλόφωνα, ένας πατέρας φωνάζει την κόρη του, ρυθμικά σουτ, σουτ, κρατούν το ίσο.
Ακούγεται ένας ξαφνικός κρότος, κάποια παιδιά έχουν βγει έξω και βροντάνε την τζαμόπορτα, τραβάνε το πόμολο και χτυπάνε, γελάνε. Κάποιοι κοιτούν ενοχλημένοι, άλλοι βαριούνται, άλλοι έχουν φύγει. Τα παιδιά τελειώνουν και αποχωρούν ένα ένα, διαβάζει καθένα από ένα όνομα νεκρού και την ηλικία του, Διομήδης Κομνηνός 17 ετών, Αικατερίνη Αργυροπούλου 76 ετών, Βασιλική Μπεκιάρη 17 ετών, Βασίλειος Φάμελος 26 ετών, Δημήτρης Θεοδωράς ετών 5μιση.
Πεντέμιση;, μα είναι δυνατόν;, πού βρέθηκε αυτό το παιδάκι μέσα στο χαμό;, το τελευταίο παιδί αποχωρεί από τη σκηνή, οι δυο κυρίες μπροστά μου σηκώνονται, μια γενικότερη κίνηση αποχώρησης, λες και με το ζόρι κρατιόνταν τόση ώρα, μια βαριά αντρική φωνή: δεν τελείωσε ακόμη!, η μια κυρία ξανακάθεται, η άλλη στέκει όρθια στο διάδρομο με το παιδί της κρατημένο από το χέρι, πράγματι τα παιδιά μαζεύονται μπροστά στη σκηνή και η δασκάλα της μουσικής κάθεται στο πιάνο. Τραγουδάνε κάτι σαν χιπ-χοπ, είναι το καλύτερο απ' όλα όσα ακούστηκαν ως τώρα, ποιο τραγούδι είναι;, να θυμηθώ να ρωτήσω μετά, αλλά φυσικά το ξεχνώ μέσα στη γενική χάβρα.
Η γιορτή ολοκληρώνεται με την πέμπτη και την έκτη να τραγουδούν τον εθνικό ύμνο επί σκηνής, όχι άσκημα είν' αλήθεια, όλοι στέκουν όρθιοι ευλαβικά, πάλι καλά, σκέφτομαι, τουλάχιστον είναι ένας ύμνος στην ελευθερία.
Μα ποια ελευθερία; Την ελευθερία να διδάσκουμε στο παιδί μας ότι ως πρόσωπο κύρους μπορούμε να παίρνουμε με τσαμπουκά ό,τι θέλουμε, την ελευθερία να διδάσκουμε στα ξένα παιδιά ότι έχουν λιγότερα δικαιώματα από τους ενήλικες και ότι πρέπει να υποχωρούν μπροστά στις αρχές, την ελευθερία να τραγουδάμε κάτω ο φασισμός ενώ συμπεριφερόμαστε σαν φασίστες.
Φοβάμαι. Φοβάμαι τις δασκάλες που με δερμάτινα γάντια, γούνα και κοσμήματα κλέβουν με το χαμόγελο τις θέσεις των παιδιών. Φοβάμαι τις μανάδες που κουτσομπολεύουν και χασκογελάνε όταν τα ξένα παιδιά απαγγέλουν Αναγνωστάκη. Φοβάμαι τους παπούδες που βλέπουν μόνο το βίντεο κι όχι το εγγόνι τους. Φοβάμαι τους ανθρώπους που σιγοτραγουδούν Ελύτη μηχανικά με ψιλή φωνή. Φοβάμαι τους έλληνες που στέκουν κλαρίνο στον εθνικό ύμνο μόνο και μόνο γιατί τόσα χρόνια πρωινής προσευχής, ανάπαυσης και προσοχής, τους έμαθαν να κάνουν ησυχία, "σεβόμενοι τους συμμαθητές τους που προσεύχονται", παναπεί να μην ενοχλούν την εξουσία.
Δεν θα περάσει ο φασισμός, βέβαια, έχει ήδη περάσει, είναι γύρω μας, μέσα μας. Το λαμπρό ήθος που οικοδομήσαμε μέσα από την παιδεία μας χάρη στο ελληνορθόδοξο πνεύμα, δίνει καρπούς. Μάθαμε να υποκρινόμαστε στην εντέλεια, ευγενικοί εκεί που μας ζορίζουν, τομαρόφιλοι εκεί που μας παίρνει, σάματις ποια η διαφορά; Μικροδιαθφορά, μεγαλοδιαφθορά, μόνο στην κλίμακα διαφέρουν.
Οργίζομαι, το στομάχι μου κάνει σπασμούς αναγούλας, θλίβομαι και αηδιάζω, και ταυτόχρονα συγκινούμαι, μέχρι που βουρκώνω, μάλιστα, και πώς να το μαζέψω, ρεζίλι θα γίνω. Με συγκινούν τα τραγούδια και τα ποιήματα, άκουσον άκουσον, υπερευαίσθητη έχω γίνει, θα φταίει η κλιμακτήριος. Μα πώς να μη βουρκώσεις, διάολε, είκοσι, εικοσιδύο, δεκαεφτά χρονών παιδιά, πού ήταν οι μανάδες τους; Σε δέκα χρόνια και το δικό μου παιδί θα είναι εκεί, ποιος ξέρει τι θα βρει μπροστά του, η ανάσα μου κόβεται: ορκίζομαι στον εαυτό μου πώς αν βρεθεί μπροστά σε τανκς, θα μπω ασπίδα ανάμεσά τους, θα παλέψω με τάπερ γεμάτα κοτόσουπα και με βελόνες του πλεξίματος, τίποτα δεν θα 'ναι πιο δυνατό από την αγάπη μου.
Η εκδήλωσε τελείωσε, αποχωρούμε. Πόσο δύσκολο ήταν, αναρωτιέμαι, να μπουν χαρτάκια σε δυο τρεις σειρές καρέκλες, "για τα παιδιά", να ξέρουν τα παιδιά ότι αυτές θα είναι οι θέσεις τους, να αναλάβει η θυρωρός να κατευθύνει τον κόσμο ώστε να κάθεται σωστά, ώστε οι καθυστερημένοι να περνούν από το πλάι και πίσω κι όχι από μπροστά, ώστε όσοι έρχονται αργότερα να καθονται τελευταίοι και όχι πρώτοι, ώστε να μην βολτάρουν όλοι ανεξέλεγκτα στη διάρκεια της παράστασης, ώστε να μην σηκώνονται να φεύγουν ούτε να χασκογελάνε όταν πέρασε η σειρά του παιδιού τους; Πολύ πιο εύκολο σίγουρα από το να πλάσεις ήθος, στα παιδιά ίσως όχι τόσο, αλλά τους μεγάλους, τους γονείς και τους δασκάλους, ποιος θα τους μορφώσει; Πού 'σαι Παπαδόπουλε...
Πριν φύγουμε, κατά παράκληση μιας δασκάλας μερικοί από μας βοηθάμε να μαζευτούν οι καρέκλες. Στον τοίχο της σκηνής μένουν πολύχρωμα πλακάτ, κάτω η χούντα, κάτω ο φασισμός, ψωμί παιδεία ελευθερία. Σκέφτομαι ότι τουλάχιστον στην Ελλάδα έχουμε μια εθνική γιορτή για την εξέγερση κατά του φασισμού, πού αλλού γίνεται αυτό;, έστω κι έτσι.
Ίσως να μην πήγε εντελώς χαμένη η θυσία εκείνων των ανθρώπων, ίσως κάτι να αξίζει ακόμη η μνήμη τους. Ίσως.
Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2012
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)