Έφυγε τελευταίος από τον καφέ. Λες και κάτι τον κράταγε. Όλοι φυλλορρόησαν ένας-ένας, μία-μία, στο τέλος είχε μείνει μόνο η μάνα και δυο τρεις πολύ δικοί, ώσπου κάποια στιγμή σηκώθηκαν κι αυτοί, σαν ένα σώμα. Συντρόφεψε τη μάνα ως το αυτοκίνητο, χρονοτριβώντας με κουβέντες στοργικές και ανήμπορες.
Ύστερα έμεινε μόνος.
Κατηφόρισε κατά την παραλία. Πήρε το δρόμο κατά πέρα, άδειο από ανθρώπους, μονάχα δυο τρία θαλασσοπούλια στέγνωναν τα φτερά τους στην άκρη της προβλήτας. Έμεινε ώσπου ο ήλιος πήρε να τον καίει και να του λιώνει το μυαλό. Όταν δεν άντεχε άλλο πια, γύρισε και μπήκε στο αμάξι. Μηχανικά έκανε όπισθεν, έστριψε δεξιά στον κεντρικό για να φύγει, ασυναίσθητα όμως έκοψε πάλι το τιμόνι αριστερά, κατά το κοιμητήριο.
Διάβηκε ξανά τον λευκό περίβολο, καρδιοχτυπώντας. Διέσχισε ξανά τα άδεια μονοπάτια, μέσα στην εκκωφαντική σιωπή. Ιχνηλάτησε την ίδια πάλι διαδρομή, μόνος αυτή τη φορά, ίσαμε το μνήμα. Δυο κυπαρίσσια παραστέκονται, ακοίμητοι φρουροί και σύντροφοι, πλάι στο φρεσκοσκαμμένο χώμα. Λευκά τριαντάφυλλα στεφάνι κι ένας λευκός σταυρός: «ΣΤΟ ΠΟΛΥΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΜΟΥ ΠΑΙΔΙ. Η ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ.»
Και σαν ξανάρχισε ο χρόνος να κυλάει, ξύπνησε με κόπο τα μουδιασμένα μέλη του. Δεν άντεχε να φύγει έτσι, μόνος, άδειος. Άπλωσε το χέρι και τράβηξε ένα λευκό τριαντάφυλλο. Κρατώντας το σαν σκήπτρο έφτασε στο αμάξι μα καθώς έκανε να μπει, ένα δυο πέταλα έπεσαν στο χώμα. Ακράγγιξε το λευκό μπουμπούκι και είδε πως το κεφαλάκι κιόλας έγερνε, μαδούσε. Άλλα δυο πέταλα στροβιλίστηκαν προς τα κάτω. Στην άλλη μεριά του δρόμου είδε ένα αμπέλι. Το έφτασε με δυο δρασκελιές, τέντωσε το χέρι και σκόρπισε ό,τι απόμενε απ’ το άνθος. Λευκές μνήμες φτερούγισαν στο φως του φθινοπώρου.
Ύστερα μπήκε ξανά στο αμάξι και πήρε τον δρόμο του γυρισμού.
«Όλα τα κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχτα.
Όλα τα δάχτυλα.
Σιωπή.»