(Αφιερωμένο στη Μαρία που τα έζησε και τα ζει διαρκώς, σε ένα μικρό χωριό της ελληνικής επικράτειας).
Σήμερα θα κατέβω στην πόλη. Έχω πολλά να κάνω και δεν
γίνονται όλα εξ αποστάσεως. Γι’ αυτό και βρίσκομαι τώρα στη στάση του ΚΤΕΛ,
μαζί με άλλους πεντ’ έξι, εκ των οποίων οι δύο φορούν μάσκα-υπογένειο, οι άλλοι
δύο μάσκα-σκουλαρίκι και οι ρέστοι καθόλου μάσκα. Μεταξύ αυτών μια κυρία με ένα
αγόρι, ίσαμε δέκα-δώδεκα χρονών. Το λεωφορείο φτάνει, οι ημιμασκοφόροι
εισέρχονται απερίσπαστοι. Όταν έρχεται η σειρά της κυρίας, ο οδηγός λέει:
-Μάσκα δεν έχεις;
Η κυρία βγάζει μια μάσκα και την επιδεικνύει.
-Και το παιδί;
-Θα τη μοιραστούμε.
Μετά από αρκετές διαφωνίες και διαπραγματεύσεις, με
κάποιον τρόπο βρίσκεται άλλη μία μάσκα. Έτσι, κρατώντας και τις δύο, το ζεύγος
κάθεται θριαμβευτικά στις θέσεις του. Εγώ κουρνιάζω σ’ ένα κάθισμα όσο το
δυνατόν πιο απομονωμένο – περιττή προφύλαξη, καθώς το λεωφορείο γεμίζει όλο και
πιο ασφυκτικά, ενώ εγώ προσπαθώ να μην αναπνέω, μιμούμενη τους γιόγκι που είχα
δει κάποτε σ’ ένα ντοκυμανταίρ.
Επιτέλους, φτάνουμε στην πόλη. Ξεκινώ απ’ τη Vodafone. Περιμένω έξω στην
ουρά, ενώ μέσα ένας υπάλληλος προσπαθεί να βρει άκρη με έναν πελάτη που έχει
μπει χωρίς μάσκα.
-Κύριε, παρακαλώ φορέστε μάσκα.
-Δεν έχω.
-Τότε παρακαλώ περάστε έξω.
-Τι τρόπος είναι αυτός;
-Κύριε, δεν επιτρέπετε να είστε μέσα χωρίς μάσκα.
-Εξυπηρέτηση το λέτε αυτό;
-Κύριε, σας παρακαλώ πολύ...
-Έτσι φέρεστε στους πελάτες;
-Η χρήση μάσκας είναι υποχρεωτική.
-Δε θέλω να βάλω μάσκα!
-Αν δεν φοράτε μάσκα θα πρέπει να βγείτε έξω.
Βγαίνει οργίλος έξω, πλησιάζει ένα αυτοκίνητο και λέει
στη γυναίκα που είναι μέσα:
-Άντε, δώσε μια μάσκα!
Τη μάσκα που «δεν είχε»...
Νιώθω ότι αρχίζω να φορτώνω. Το κεφάλι μου βαραίνει.
Παίρνω βαθιές ανάσες. Ηρεμία, μη μας πιάσει τώρα πονοκέφαλος, έχω να κάνω και
ψώνια.
Στο σούπερ μάρκετ, στα τυριά, είναι ένας κύριος και
περιμένει. Στέκομαι πίσω του, δυο μέτρα και βάλε. Ένας ακόμη έρχεται μετά από
μένα, κρατά κι αυτός απόσταση. Σκάει μια κυρία και χώνεται μπροστά μου – αφού
έχει χώρο! Γυρνά ανέμελα, χαζεύει τριγύρω με βλέμμα απλανές. Με βλέπει, κάτι
στο ύφος μου μάλλον την υποψιάζει.
-Κι εσείς εδώ περιμένετε;
-Ναι, είναι κι άλλοι πίσω...
-Α εντάξει, δε σας παίρνω τη σειρά...
Μένει εκεί, στο μισό μέτρο από μένα, χαλαρή. Στο μεταξύ ο
προηγούμενος από μένα έχει ανοίξει έναν διάλογο τύπου:
-Οκτώ φέτες σας είπα, δέκα βάλατε.
-Οκτώ είναι, κύριε.
-Εγώ δέκα είδα...
-Οκτώ έβαλα...
-Μετρήστε τις σας παρακαλώ.
Και όσο διεκτραγωδούνται αυτά, οι άλλοι όλοι εκεί,
αντάμα, περιμένουμε. Ενώ τριγύρω μας περνοδιαβαίνουν οι υπόλοιποι πελάτες του
σούπερ μάρκετ, ανάμεσά τους μια κυρία παρέα με μια έφηβη κοπελίτσα που
αναρωτιέσαι γιατί την πήρε μαζί και δεν την άφησε σπίτι ή έστω στο αυτοκίνητο
και μια τετραμελής οικογένεια που προφανώς θεωρεί ότι βγήκε βόλτα να ξεσκάσουν
λίγο τα παιδιά.
Υπομονή. Παίρνω αυτά που θέλω και φτάνω στο ταμείο.
Ετοιμάζομαι να αρχίσω να βάζω επάνω τα πράγματα, όταν σκάει ένας κύριος που
κρατά μόνο ένα γάλα.
-Μόνο αυτό έχετε;
-Ναι...
-Ε, περάστε.
Περνάει, δίνει το γάλα στην ταμία.
-Έχετε κάρτα μπόνους;
-Ναι, αλλά δεν την έχω μαζί...
-Θυμάστε αριθμό;
-Ναι!
Κατεβάζει χαλαρά τη μάσκα για να ακούγονται καθαρά τα
νούμερα και αρχίζει να αραδιάζει τα δεν-ξέρω-πόσα ψηφία του αριθμού της κάρτας.
Δεν ακούγεται καλά με το πλέξιγκλας και επαναλαμβάνει την απαγγελία.
Τελείωσε, δεν τον γλιτώνω πια τον πονοκέφαλο.