Κυριακή 18 Μαΐου 2025

Χαρμολύπη

Κυριακή απόγευμα στη Λαροσέτ, ένα μικρό χωριό στο Λουξεμβούργο με μεγάλη πορτογαλική παροικία, όπου γίνεται φεστιβάλ φάδο. Ακούω τη συναυλία στην πλατεία, μπαινοβγαίνω στα καφέ με τη μουσική, τριγυρίζω στα καλντερίμια, ανηφορίζω προς το κάστρο και χαζεύω. Παλιά σπίτια, πέτρινοι τοίχοι, στενά μπαλκόνια, ξύλινες πόρτες... Σε μια ανηφόρα ένα παλιό κτίριο με μια στρογγυλή πύλη από κάτω, στέκομαι και φωτογραφίζω, αλλάζω οπτική γωνία, το κοιτάζω, το ξανακοιτάζω... 


Και ξαφνικά βλέπω δίπλα μου μια γυναίκα, μικρή το δέμας, μεγάλη στα χρόνια. Κοντά γκρίζα μαλλιά, ζωηρά ματάκια. Φοράει μια βαμβακερή εμπριμέ ρόμπα και παντούφλες.

-Αυτό εδώ, μου λέει, είναι πολύ παλιό.

-Ναι, της λέω, φαίνεται. Εσείς μένετε καιρό εδώ;

-Ου, μου κάνει σαράντα έξι χρόνια!

-Μια ζωή ολόκληρη. Είστε από την Πορτογαλία;

-Ναι, από την Πορτογαλία... Αλλά εδώ έζησα τόσα χρόνια. Έκανα τέσσερα παιδιά, έχω κι εγγόνια... Αλλά δεν ήταν εύκολα... Έχω χάσει τους γονείς μου, τα πιο πολλά αδέρφια μου, δυο παιδιά...

Βουρκώνει. Πιάνεται η ψυχή μου. Την αγκαλιάζω και της λέω:

-Είναι σκληρή καμιά φορά η ζωή.

-Αχ ναι, είναι σκληρή η ζωή...

-Ναι, της λέω, αλλά έχει και χαρές... Έχετε τα άλλα σας τα παιδιά, τα εγγόνια... Είστε γερή, έχετε υγεία...

Γνέφει γνοιασμένη, μου δείχνει το κεφάλι της και λέει:

-Το κεφάλι δε δουλεύει πάντα καλά.

Τη σφίγγω στην αγκαλιά μου, ναι, της λέω, καταλαβαίνω. Σφουγγίζει τα δάκρυα και μου λέει:

-Θέλετε να έρθετε μέσα για καφέ;

Την κοιτάζω ξαφνιασμένη, χαρούμενη και τρομαγμένη κάπως, να πάω στο ξένο σπίτι έτσι, στα καλά καθούμενα; Την κοιτάζω, με κοιτάζει και τα ματάκια της λάμπουν.

-Ναι, της λέω, θέλω.

Μπαίνουμε μέσα, σαλοτραπεζαρία που θυμίζει Ελλάδα δεκαετίας 1960, το σύνθετο με τη βιτρίνα. Δυο μικρές κοπελίτσες μ' ένα σκυλάκι Πομερανίας, βουλιαγμένοι κι οι τρεις στον καναπέ. Νιώθω αμήχανα.

-Καλησπέρα, λέω, γνωριστήκαμε με τη γιαγιά στον δρόμο και με κάλεσε για έναν καφέ, δεν θέλω να σας ξεβολέψω, μην ενοχλείστε...

Το σκυλάκι γρυλίζει και με κοιτάζει καχύποπτα.

-Μπορώ να το πλησιάσω;

-Είναι άρρωστο, λέει η μια κοπελίτσα.

-Εντάξει, δεν θέλω να ενοχλήσω, ξαναλέω.

-Καθήστε, μου λέει η γιαγιά, τραβώντας μια καρέκλα της τραπεζαρίας. 

Πάνω στο τραπέζι ένα πιάτο γεμάτο κρέπες κι ένα κουτί σοκολατάκια. Η γιαγιά χώθηκε στην κουζίνα να φτιάξει τον καφέ. Πήγα μαζί της.

-Θέλετε βοήθεια;

-Όχι όχι, να, όλα έτοιμα είναι.

Μου σέρβιρε μια μεγάλη κούπα φρέσκο, καυτό καφέ. Πήρα μόνη μου ζάχαρη από ένα τάπερ πάνω στον πάγκο της κουζίνας, την έριξα στην κούπα μου και κάθησα στο τραπέζι

-Καθήστε κι εσείς, να τα πούμε λίγο.

-Τώρα, τώρα, έρχομαι.

Μου 'φερε γάλα για τον καφέ κι ένα πακέτο μπισκότα τύπου Πτι Μπέρ, φλασιά στο παρελθόν. Θέλω να χαμογελάσω, χαμογελάω, αλλά μέσα μου σα να βουρκώνω λιγάκι.

-Θέλετε μια κρέπα;

-Εσείς τις φτιάξατε;

-Η εγγονή μου.

Δείχνει τη μικρή με καμάρι.

-Όχι ευχαριστώ, θα πάω για φαγητό μετά, έχω κανονίσει με φίλους.

Βουτάω ένα μπισκότο στον καφέ. Διαλύεται, το μαζεύω με το κουταλάκι. Γελάω και κλαίω μέσα μου.

-Μου θυμίζετε τη γιαγιά μου.

Καθόμαστε και μιλάμε, για τη ζωή, για τη δουλειά, για τα παιδιά και τα εγγόνια. Δυο γυναίκες, δυο γενιές, δυο χώρες, δυο κόσμοι, δυο ζωές που είναι τόσο αλλιώτικες και τόσο ίδιες. Ίδιες έγνοιες, ίδιες χαρές, ίδια στραπάτσα.

Ίσα που απόσωνα τον καφέ, γύρισε η κόρη της από τη δουλειά. Συστήθηκα, της έδωσα και μια κάρτα επισκεπτηρίου, της είπα ξανά το ποίημα της τυχαίας γνωριμίας, ότι δεν θέλω να ενοχλήσω και να μην ανησυχεί. Εκείνη γύρισε στη μάνα της και την πήρε παραμάζωμα στα πορτογαλικά: που μαζεύεις ξένους απ' το δρόμο και τους κουβαλάς εδώ, που δεν ξέρεις από πού κρατά η σκούφια τους, και καλά η κυρία είναι καλή κυρία, αλλά πού ξέρεις ποιος είναι ο καθένας, καμιά ώρα θα μας τα σηκώσουν όλα από το σπίτι, εμένα δε με σκέφτεσαι, τα παιδιά δεν τα σκέφτεσαι;

-Έχετε δίκιο, της λέω, καταλαβαίνω, κι εγώ ίσως δεν έπρεπε να έρθω, αλλά είναι τόσο γλυκιά, δεν μπόρεσα να αντισταθώ, μου θύμισε τη γιαγιά μου, τις θειάδες μου, τις μανάδες φίλων μου...

-Εσείς δεν φταίτε, αλίμονο, μ' εκείνη τα έχω, που βάζει στον σπίτι τον έναν και τον άλλον. Ο κόσμος είναι κακός, εντάξει εσείς, αλλά υπάρχουν άλλοι...

Εκείνη την άκουγε σκυφτή, σαν άτακτο παιδάκι.

-Έχει δίκιο η κόρη σας, λέω, σας νιώθω όμως και σας. Παλιά καλούσαμε τον κόσμο μέσα για καφέ και δεν φοβόμασταν, και στην Ελλάδα θυμάμαι έτσι ήταν παλιά, ιδίως στα χωριά, μου είχε τύχει και μένα, τώρα πια όμως...

-Δίκιο έχετε, παλιά είχαμε τις πόρτες ανοιχτές, δε φοβόμασταν, σήμερα είναι αλλιώς, ο κόσμος έχει αλλάξει...

-Έχει μαλλιάσει η γλώσσα μου, παραπονιέται η κόρη, δεν είναι κατάσταση αυτή!

-Δίκιο έχετε. Συγγνώμη που σας ανησύχησα, μη σας κρατώ άλλο, να πηγαίνω

Η γιαγιά μόλις το άκουσε αυτό πετάχτηκε πάνω:

-Όχι καλέ, καθήστε!

-Με περιμένουν οι φίλοι μου, έχω αργήσει, θα πάμε για φαγητό.

-Πάρτε τουλάχιστον κάτι μαζί!

Μου δίνει τα μπισκότα, τα σοκολατάκια. 

-Όχι, όχι, να χαρείτε, δεν είναι ανάγκη...

-Μα σας παρακαλώ, δε θα φύγετε έτσι με άδεια χέρια!

-Μαμά, άσε την κυρία, αφού σου λέει δε θέλει.

-Δε γίνεται, κάτι θα πάρετε!

-Εντάξει, εντάξει, θα πάρω κάτι.

Βάζω στην τσάντα μου τα σοκολατάκια. Καθώς σηκώνομαι ρωτάω:

-Πώς σας λένε;

-Μαρία.

-Χάρηκα πάρα πολύ που σε γνώρισα, Μαρία. Είσαι υπέροχος άνθρωπος.

Την αγκαλιάζω. Με σφίγγει στην αγκαλιά της. Μια τόσο ζεστή αγκαλιά.

-Άμα σε φέρει ο δρόμος από δω, χτύπα την πόρτα και πέρνα μέσα να πιεις έναν καφέ.

-Ευχαριστώ, κυρία Μαρία, θα περάσω. Αντίο και πάλι ευχαριστώ.

Η κόρη με συνοδεύει ως έξω. 

-Ξέρετε, της λέω, έχετε μεγάλο δίκιο, όμως γι' αυτήν είναι αλλιώς, είναι η ζωή της έτσι και...

Μπερδεύω τα λόγια μου, κομπιάζω.

-Ξέρετε, δε θα τους έχουμε πάντα κοντά μας. Να την αγαπάτε τώρα που την έχετε.

-Το ξέρω, τι να την κάνω, τέτοια είναι, το ξέρω. Να είστε καλά. 

-Κι εσείς. Χίλια ευχαριστώ.

Παλιά καλντερίμια, ζεστός καφές, μπισκότα.

Χαρμολύπη.