Σκηνές απείρου κάλλους Οδηγώ το αμάξι μου στη λεωφόρο Πεντέλης, στα Βριλήσσια. Έχω φορτωμένη τη μάνα και την κόρη μου και κατευθυνόμαστε προς το σπίτι μιας φίλης μου. Ψιλοβρέχει και η κίνηση είναι απίστευτη. Για μια διαδρομή ενός τετάρτου έχουμε κάνει ήδη τρία τέταρτα. Στο φανάρι έχει μια ουρά ατελείωτη η οποία ξεφεύγει από την ειδική λωρίδα που προορίζεται για να περιμένεις να στρίψεις αριστερά και προεκτείνεται στην κανονική αριστερή λωρίδα της λεωφόρου, δυσχεραίνοντας την κυκλοφορία. Για δευτερόλεπτα μπαίνω στον πειρασμό να μπω μπροστά, αμέσως όμως λειτουργεί το software της πολιτικής ορθότητας, δεν είναι σωστό, λέω μέσα μου, τι σου φταίνε οι άλλοι, άλλωστε δεν βιάζεσαι πραγματικά, επίσκεψη πάτε, τι κι αν αργήσετε λίγο; Ότι θα βαρεθεί το χαϊδεμένο σου; Γιατί, όλοι οι άλλοι στα άλλα αυτοκίνητα δεν βαριούνται, δεν κουράζονται, δεν θέλουν να φτάσουν μια ώρα αρχύτερα στον προορισμό τους;
Στέκομαι λοιπόν νομότυπα στη σειρά μου μαζί με όλους. Ανάβει ένα φανάρι, ανάβουν δύο, ανάβουν τρία. Έχω φτάσει πλέον να είμαι δεύτερη στην ουρά. Μπροστά μου μόνον ένα αυτοκίνητο και το γνωστό κενό, όπου ως συνήθως χώνονται οι διάφοροι «βιαστικοί». Προς το παρόν δεν υπάρχει κανένας, περνά αρκετή ώρα και αρχίζω να αισιοδοξώ, πλην όμως λίγο πριν ανάψει το φανάρι, εμφανίζεται ένα αυτοκίνητο και χώνεται μπροστά, ενώ ακριβώς πίσω του μπαστακώνεται ένα τζιπάκι. Σαν να μην έφτανε αυτό, με το που ανοίγει το φανάρι, οι κρετίνοι δεν το αντιλαμβάνονται με την πρώτη (τι έγινε ρε παιδιά, βιαζόμαστε;), δεν ξεκινούν αμέσως, οι πίσω κορνάρουν, εγώ κορνάρω, το σύμπαν κορνάρει, ξεκουνιούνται, φεύγουμε.
Μιλάμε τα έχω πάρει στο κρανίο.
Όσες φορές και να μου συμβεί αυτό το πράμα, δεν μπορώ να το χωνέψω.
Θέλω να τους την πω, αλλά δεν μπορώ. Ο δρόμος είναι φαρδύς αλλά διπλής κατεύθυνσης. Το να προσπεράσω και να πλασαριστώ δίπλα τους και να αρχίσω να ψέλνω είναι κάτι που θα έκανα αν ήμουν μόνη, αλλά με τη μάνα και την κόρη μέσα, λέω να μην κάνω ταρζανιές. Ακολουθώ λοιπόν και βράζω στο ζουμί μου. Πλην όμως κατά σατανική σύμπτωση, ο ένας εκ των δύο – όχι το τζιπ, ο άλλος – στρίβει στον ίδιο δρόμο που στη συνέχεια στρίβω κι εγώ, και παρκάρει λίγο πίσω από το σημείο που παρκάρω τελικά εγώ. Κατεβαίνω, τον πλησιάζω. Άρρεν, κάτω των τριάντα, αψηλός μελαχρινός και ευειδής. Τον προσεγγίζω ευγενικά και συγκρατημένα.
- Καλησπέρα. Να σε ρωτήσω κάτι; Γιατί χώθηκες μπροστά στο φανάρι;
Αιφνιδιάζεται, αλλά αμέσως ανασυντάσσεται. Λέει κάποιες άσχετες ατάκες για να κερδίσει χρόνο να ανασυγκροτηθεί.
- Ποιο φανάρι;
- Στην Πεντέλης.
- Με είδατε στο φανάρι;
- Ήμουν πίσω σου, το δεύτερο αυτοκίνητο.
- Περιμένατε στη σειρά;
(θα μου κάνεις και ανάκριση μαλάκα;)
- Ναι. Μπορείς να μου πεις για ποιο λόγο χώθηκες μπροστά;
- Βιαζόμουν πολύ, είχα ένα ραντεβού και είχα αργήσει.
(αν το παραμύθι του Πινόκιο ήταν αληθινό, η μύτη του τύπου θα με είχε σουβλίσει).
- Και πού ξέρεις ότι δεν βιαζόμασταν και όλοι εμείς οι άλλοι; Εγώ ας πούμε βιαζόμουν.
- Δεν το ξέρω.
- Και τότε πώς πας και χώνεσαι μπροστά;
- Να σας πω κάτι; Φταίει η κατάσταση στην Πεντέλης. Έτσι που τα έχουν κάνει με τα έργα, δεν χωράει κανείς να σταθεί στην ουρά. Η κατάσταση είναι απαράδεκτη, δεν μπορεί κανείς να κυκλοφορήσει.
- Για να καταλάβω: επειδή τα έχεις πάρει με το δήμαρχο, ή με το υπουργείο, ή με όποιον κάνει τα έργα, καταπατάς τα δικά μου δικαιώματα;
- Δεν καταπάτησα τα δικαιώματά σας. Μπορείτε να πάτε κι εσείς μπροστά.
- Τι λογική είναι αυτή; Δηλαδή άμα δεν χωράμε πίσω, να έρθουμε να χωθούμε όλοι μπροστά; Και δηλαδή μπροστά θα χωρέσουμε;
- Δεν ξέρω τι να κάνετε εσείς, εγώ για τον εαυτό μου έκανα την προσωπική μου επιλογή.
- Προσωπική επιλογή; Προσωπική επιλογή;! Μα τι λες; Και αν εγώ κάνω τώρα την προσωπική επιλογή να σου σκίσω τα λάστιχα, τι θα μου πεις;
- Θα σας καταγγείλω, αυτό είναι παράνομο.
- Κι αυτό που έκανες εσύ, παράνομο είναι.
- Ποιος το λέει αυτό;
- Ο κώδικας οδικής κυκλοφορίας.
- Ο κώδικας; Κοιτάξτε, δεν πέρασα με κόκκινο. Στάθηκα πίσω από το φανάρι.
- Ναι, αλλά μπροστά από τη λευκή γραμμή.
- Α όχι, όχι, δεν έχετε δίκιο. Υπάρχει το δεύτερο φανάρι απέναντι, στη νησίδα.
- Μα τι λες; Έκλεινες τη διασταύρωση!
- Να σας πω κάτι; Δεν είμαι και ο πρώτος που στέκεται μπροστά στο φανάρι.
- Τι επιχείρημα είναι αυτό; Αν κάποιος μου βουτήξει το πορτοφόλι, δεν θα είναι ο πρώτος που έκλεψε ποτέ του. Αλλά δεν παύει να είναι κλοπή.
- Δεν σας έκλεψα.
- Δεν λέω αυτό! Λέω ότι το γεγονός ότι δεν είσαι ο πρώτος που το κάνει δεν δικαιολογεί αυτό που έκανες.
- Σας είπα, εγώ κάνω τις προσωπικές μου επιλογές. Το τι θα κάνουν οι άλλοι είναι δικό τους ζήτημα.
- Δεν είμαστε καλά. Εγώ τι είμαι δηλαδή που περιμένω στην ουρά, μαλάκας; Εσύ είσαι ο έξυπνος που κάνει τη σωστή επιλογή;
- Μόνη σας χαρακτηρίζετε τον εαυτό σας.
- Εσύ με χαρακτηρίζεις, με τη συμπεριφορά σου απέναντί μου. Δεν το λες, αλλά το δείχνεις με τη στάση σου.
- Λέτε ότι θέλετε, δεν ακούω άλλο.
Έχω φορτώσει. Έχω φορτώσει απίστευτα.
- Ώστε δεν ακούς! Κοντολογίς, μου λες ότι με έχεις γραμμένη.
- Δεν το λέω εγώ, εσείς το λέτε.
- Είσαι με τα καλά σου; Μόλις μου είπες ότι δεν με ακούς. Τουλάχιστον να ακούς τι λες.
Πάνω εκεί μου τη σβουρίζει. Λέω, τι κάθομαι και συζητώ. Ο τύπος τοποθετήθηκε ξεκάθαρα: δεν με νοιάζει, δεν ακούω, δεν λογαριάζω κανέναν.
Γυρνώ και φεύγω, αλλά εξακολουθώ να φωνάζω:
- Άκου τι λες τουλάχιστον. Βάλε το μυαλό σου να δουλέψει. Έχεις έναν εγκέφαλο εκεί μέσα, βάλ’ τον να πάρει καμμιά στροφή.
Τρέμω από τα νεύρα μου. Στο σπίτι της φίλης κουβεντιάζουμε το περιστατικό. Η τοποθέτησή της με αφήνει κατάπληκτη: τι τα θες και μιλάς, μπορεί να φας και καμμιά, δώσε τόπο στην οργή. Μου περιγράφει ένα περιστατικό με τον άντρα της όπου κάποιος έκανε μια παρανομία στο δρόμο, ο άντρας της φίλης μου του έπαιξε τα φώτα και του κορνάρισε, και ο άλλος φρενάρισε απότομα, με αποτέλεσμα παραλίγο να τρακάρουνε.
Όχι, της λέω, δεν μπορώ να το δεχτώ αυτό. Δεν μπορώ να δεχτώ τη νοοτροπία αυτή. Να μου τη βγαίνουνε, να καταπατούν τα δικαιώματά μου, και να μην τολμώ ούτε να μιλήσω γιατί θα με δείρουνε; Και αυτήν την κατάσταση να τη θεωρώ δεδομένη; Όχι, με σοκάρει αυτή η αντιμετώπιση. Αυτή η στάση που είναι τόσο διαδεδομένη στη ζωή μας, στη χώρα μας, στην κοινωνία που ζούμε. Εγώ θα συνεχίσω να μιλάω όπου και όπως και όσο μπορώ. Με την ελπίδα κάπου, κάποτε, κάποιος να ακούσει.