Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2011

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΜΙΑΣ ΑΘΕΗΣ 1


Με αφορμή την πρόσκληση του Στέλιου Φραγκόπουλου για συμμετοχή στη σειρά δημοσιεύσεων με θέμα "Αποχαιρετισμός στη θρησκευτική πίστη", κάθησα και έγραψα ένα κείμενο που από καιρό είχα κατά νου και που αφορά την προσωπική μου πορεία προς την αθεΐα. Ενώ όμως ξεκίνησα να γράψω για το πώς απομυθοποίησα τον Χριστούλη, για κάποιο λόγο μου βγήκε αρχικά το πώς απομυθοποίησα τον Άη Βασίλη. Ίσως επειδή δεν έχουν και μεγάλη διαφορά...

Όταν ήμουν μικρή, πίστευα στον Άη Βασίλη. Πόσο μικρή; Ε, ας πούμε ίσαμε επτά οκτώ χρονών. Παραμονές χριστουγέννων παρέδιδα το γραμματάκι μου στη μαμά μου να του το στείλει, κι εκείνος ανελλιπώς μου έφερνε τα δώρα που είχα ζητήσει. Βεβαίως δεν ζητούσα και τίποτε ανεδαφικό, καμμιά κουκλίτσα, κανένα τραινάκι, εφικτά πράγματα. Το πρόβλημα ξεκίνησε όταν ζήτησα ανέφικτα.

Εκείνη την εποχή ήταν της μόδας ο Φασόλας της El Greco, ένας μεγάλος, αστείος πάνινος κούκλος, το εγκώμιο του οποίου έχει πλέξει στο άρθρο της «Σεξουαλική αγωγή» η αξεπέραστη Κουρούνα. Οι γονείς μου, εκτός από το Φασόλα, μου είχαν πάρει και τη Φασολίνα, τη γυναίκα του. Εύλογο ήταν λοιπόν να θέλω να αποκτήσω και το Φασολάκι, το παιδάκι τους, για να συμπληρωθεί η κουκλίστικη ευτυχία τους. Τι καλύτερη ευκαιρία από το να ζητήσω απ’ τον Άη Βασίλη να μου το φέρει;

Την πρώτη του Γενάρη άνοιξα τα δώρα μου με λαχτάρα, για να βρεθώ φάτσα με φάτσα με ένα άλλο κουκλάκι – όχι το πολυπόθητο Φασολάκι. Του έμοιαζε βέβαια αρκετά, αλλά δεν ήταν το ίδιο: ήταν άλλη μάρκα, και εμφανώς δεν μπορούσε να είναι παιδί της ίδιας οικογένειας (τουλάχιστον όχι εξ αίματος). Αυτή η απογοήτευση ήταν η πρώτη υποψία που είχα πως κάτι δεν πήγαινε καλά με τον Άη Βασίλη. Πώς ήταν δυνατόν ο παντοδύναμος Άγιος, που άκουγε όλα τα παιδιά, που γνώριζε κάθε τους επιθυμία, που είχε το μαγικό σακούλι με τα άπειρα δώρα, να κάνει λάθος στο κουκλάκι μου;

Την επόμενη χρονιά ήρθε η καταστροφή. Είχα αρχίσει να μεγαλώνω πια, μου άρεσε η μουσική, και ζήτησα ένα πικάπ. Την πρωτοχρονιά δίπλα στο τζάκι (ναι, είχαμε τζάκι, και ευρύχωρη καμινάδα για να περνάει ο δωροδότης άγιος) υπήρχε ένα μεκανό και ένα γράμμα από τον Άη Βασίλη, όπου μου εξηγούσε ότι δυστυχώς δεν είχε πικάπ στο σακούλι του, αλλά ότι ο μπαμπάς μου μπορούσε να επισκευάσει το παλιό μας πικάπ και να μου το χαρίσει.

Δεν είχε πικάπ στο σακούλι του???!!! Το μαγικό σακούλι που χωρά τα πάντα, δεν χωρούσε ένα πικάπ? Ή μήπως του είχαν τελειώσει? Ούτε το Μινιόν στις εκπτώσεις να ήτανε! Η αθώα παιδική πίστη μου κλονίστηκε από τη σύγκρουση με τα αμείλικτα γεγονότα. Τότε, εξετάζοντας εξονυχιστικά την μεταφυσικής προελεύσεως επιστολή, διαπίστωσα ότι ο γραφικός χαρακτήρας του αγίου είχε ύποπτα έντονη ομοιότητα με εκείνον της μεγάλης αδελφής μου.

Ήταν η αρχή του τέλους.

Κατάλαβα ότι τόσον καιρό με εξαπατούσαν. Όλοι τους, γονείς, μεγάλη αδελφή, θείοι, θείες, παππούδες, γιαγιάδες. Πληγώθηκα και θύμωσα πολύ. Όχι επειδή δεν υπήρχε άγιος που να φέρνει δώρα, αλλά επειδή με είχαν κοροϊδέψει. Μου είχαν πει ψέματα, γελοία, ηλίθια, άχρηστα ψέματα, χωρίς κανένα λόγο. Με είχαν αφήσει να πιστεύω μια ανοησία, να επικοινωνώ με ένα πλάσμα της φαντασίας, να επενδύω συναισθηματικά σε μια ανύπαρκτη οντότητα, να εναποθέτω τις προσδοκίες μου σε ένα κενό είδωλο. Γιατί? Γιατί διάολε, γιατί? Τους ζήτησα εγώ να εφεύρουν αυτό το απίθανο παραμύθι? Εξέφρασα ποτέ εγώ την ανάγκη να υπάρχει ένας άγιος που φέρνει δώρα? Τι τους έκανε να νομίζουν ότι όφειλαν να μου δημιουργήσουν αυτή την αυταπάτη?

Ήμουν παιδί. Δεν ήμουν εύπιστη ούτε ανόητη: είχα εμπιστοσύνη. Εμπιστοσύνη στους ενήλικες που γνωρίζουν τον κόσμο, που έχουν μεγαλύτερη εμπειρία από μένα, που θα με κατευθύνουν στα πρώτα μου βήματα και θα με μάθουν τις αλήθειες της ζωής. Δέχτηκα αυτό που μου είπαν, γιατί εμπιστευόμουν. Όπως κάθε υγιές ζώο, όσο ήμουν μικρή εμπιστευόμουν τους μεγαλύτερους, γιατί δεν είχα ακόμη τη δυνατότητα να στηριχτώ στις δικές μου δυνάμεις. Και όπως κάθε υγιές ζώο, μόλις απέκτησα δύναμη και ικανότητα σκέψης, άφησα στην άκρη το στήριγμα και στάθηκα στα δικά μου πόδια – διανοητικά και από κάθε άλλη άποψη. Έβαλα κάτω όλα όσα μέχρι τότε δεχόμουν άκριτα, και με την νεόκοπη ικανότητα λογικής σκέψης που είχα αναπτύξει, συνδύασα τα δεδομένα και έβγαλα τα δικά μου συμπεράσματα.

Αυτή λοιπόν ήταν η αρχή του τέλους.

Το τέλος του τέλους ήρθε πολλά χρόνια αργότερα, όταν διαπίστωσα μετά από πολύ ψάξιμο, διάβασμα και εσωτερική αναζήτηση, ότι το παραμύθι του Χριστούλη διέφερε σε τίποτα από εκείνο του Άη Βασίλη. Η μόνη διαφορά είναι ότι το πρώτο εξακολουθούν να το παίρνουν στα σοβαρά ένα σωρό ευφυείς ενήλικες, ενώ το δεύτερο όχι. Με αποτέλεσμα το πρώτο να διαθέτει ένα πανίσχυρο πολιτικό λόμπυ με τεράστια επιρροή που επηρεάζει την παγκόσμια οικονομία και τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων, ενώ το δεύτερο δίνει τροφή μονάχα στα μαγαζιά των παιχνιδιών και τη βιομηχανία του θεάματος.

Θα μου πείτε, κι αυτή η βιομηχανία δεν είναι ισχυρή, κι αυτή δεν βγάζει χρήματα; Βεβαίως, τουλάχιστον όμως δεν σου πουλά φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Ξέρεις ότι αγοράζεις παραμύθι, ξέρεις ότι αγοράζεις ψευδαίσθηση. Έτσι μπορείς να αξιολογήσεις το προϊόν εν γνώσει σου. Ενώ στην εμπορία μεταφυσικής ελπίδας που επιδίδονται τα οργανωμένα θρησκεύματα, σου παρουσιάζουν το ψεύτικο για αληθινό, το πλασματικό για υπαρκτό, και στο χρεώνουν υπέρογκα - και μάλιστα χωρίς την άδειά σου.

Όταν αγοράζεις έναν λούτρινο Άη Βασίλη, το κόστος εξοφλείται στο ταμείο του Μινιόν (και παίρνεις και απόδειξη για την εφορία). Όταν αγοράζεις ελπίδα για τη μετά θάνατον ζωή, το κόστος το πληρώνεις με τους φόρους σου (χώρια το παγκάρι, αν είσαι τέτοιος τύπος, και χωρίς απόδειξη), χωρίς να έχεις λόγο και έλεγχο στη διαχείρισή τους, και με την πολιτική ισχύ που αποκτά το ιερατείο για να ασκεί εξουσία εξ ονόματός σου. Και το κακό είναι ότι το κόστος αυτό δεν το πληρώνει μόνον αυτός που ενδιαφέρεται για το προϊόν, αλλά και όλοι οι άλλοι πολίτες του κράτους, χωρίς να ερωτηθούν.

Γι’ αυτό λοιπόν καλό είναι τα παραμύθια να μπαίνουν στη θέση τους, και η ιστορία της βίβλου να μπει στο ράφι με τα έργα φαντασίας, όπου ανήκει. Για να ξεχωρίζουμε τον μύθο από την πραγματικότητα.

Περισσότερα για το παραμύθι της θρησκείας και την προσωπική μου πορεία προς την απομυθοποίησή του, στην επόμενη ανάρτηση.

5 σχόλια:

Elias είπε...

Βρε Αόρατη Μελάνη, πώς να σε πω άθεη όταν έχεις φάτσα-κάρτα John Lilly στο μπλογκ σου!
Εντάξει, ξέρω ότι δε θα διαβάσω τον Πειραιώς Σεραφείμ εδώ μέσα, όμως δε σ' έχω για άθεη ("αγνωστικίστρια" κ.λπ., μην παίζουμε με τις λέξεις τώρα).

makis είπε...

Καλά να αμφισβητείται ο Χριστούλης, αλλά και ο Αηβασίλης; Αυτό πάει πολύ, ξεπερνάει τις αντοχές της ελληνικής κοινωνίας... ;-)

Αόρατη Μελάνη είπε...

Ο John Lilly υπήρξε όντως, σε αντίθεση με τον θεό. Ο μόνος λόγος που βάζω το όνομά του κάτω από την ατάκα του είναι για να μην φανεί ότι κλέβω ατάκες, και όχι για να δηλώσω πως οτιδήποτε είπε ο Lilly είναι σωστό και πως συμφωνώ μαζί του σε όλα.

Και ορισμένα από αυτά που φέρεται να είπε ο Ιησούς είναι ωραίες ατάκες. Το οποίο δε σημαίνει αυτομάτως ότι ήταν υιός του θεού ή ότι ήταν ο ίδιος θεός, οτιδήποτε κι αν σημαίνει αυτό.

Για τη διάκριση αγνωστικισμού από αθεϊα δεν ξέρω πια κι εγώ τι να κάνω για να ξεκαθαρίσω τη θέση μου. Αφού δεν πιστεύω στο θεό είμαι άθεη, ακόμη και σύμφωνα με το Μπαμπινιώτη. Τώρα αν εσύ προτιμάς να με λες αγνωστικίστρια, δε θα τα χαλάσουμε εκεί. Μπορούμε να πιούμε ένα τσίπουρο και να το συζητήσουμε. :)

Elias είπε...

Άθεη, αγνωστικίστρια, θρησκευόμενη, οτιδήποτε, όλα εγκρίνονται. Μόνο σκεπτόμενο ΠΑΣΟΚ να μην είσαι, αυτό δεν εγκρίνεται με τίποτα...

Στο τσίπουρο πάντα λέμε "ναι", όμως μάλλον θ' αργήσει κομματάκι.

Πού πήγε το σίκουελ; Το βλέπω στον Google Reader αλλά όχι και στο μπλογκ, εξαφανίστηκε σαν προεκλογική υπόσχεση του Παπανδρέου.

Αόρατη Μελάνη είπε...

Προσπάθησα να το προγραμματίσω για το βράδυ, αλλά τα έκανα μπάχαλο. Άντε θα το ανεβάσω τώρα, έτσι κι αλλιώς ο κόσμος το έχει τούμπανο.