Οι τακτικοί αναγνώστες μου γνωρίζουν ότι το μόνο περιοδικό έντυπο που διαβάζω είναι το ένθετο της κυριακάτικης El País, κι αυτό επειδή ο άντρας μου αγοράζει την εφημερίδα.
Στο τελευταίο τεύχος λοιπόν, με αφορμή την επέτειο των 35 ετών του ένθετου, σε ένα παλιό άρθρο σχετικά με την μετανάστευση, διαβάζω για την Μελίγια, το ένα από τα δύο ισπανικά προπύργια στην βόρεια ακτή της Αφρικής, ότι ονομάζεται και "πόλη της ανεκτικότητας" ("ciudad de la tolerancia") επειδή εκεί συμβιώνουν αρμονικά μουσουλμάνοι, χριστιανοί και εβραίοι (αρμονικά πάει να πει, υποθέτω, ότι δεν σφάζονται αναμεταξύ τους, αν μη τι άλλο).
Η λέξη "ανεκτικότητα" ήταν που με έβαλε σε σκέψεις.
Στην σύγχρονη προοδευτική κοινωνία μας, η ανεκτικότητα (tolerance όπως λέμε στα ελληνικά) προβάλλεται ως ιδανικό.
Μιλάμε για "ανεξιθρησκεία" και θεωρούμε ότι είναι μια ιδανική κατάσταση για τις σχέσεις μεταξύ ανθρώπων με διαφορετικές θρησκευτικές πεποιθήσεις. Είναι και που αυτό το "ανεξι" στο πρώτο συνθετικό θυμίζει κάπως την "ανεξαρτησία" που ακούγεται ωραία και απελευθερωτικά, και δεν συνειδητοποιούμε ίσως ότι στην πραγματικότητα προέρχεται από την "ανοχή", πάει να πει ότι ανεχόμαστε όλες τις θρησκείες - κάπως όπως ανεχόμαστε την κυβέρνηση ή τις αλλαγές του καιρού: σαν αναγκαία ή αναπόφευκτα δεινά.
Ανεχόμαστε τους "αλλόθρησκους", ανεχόμαστε τους "αλλοδαπούς", ανεχόμαστε κάθε τι "άλλο" και "ξένο", με την ανωτερότητα και τη μεγαλοθυμία των πολιτισμένων. Ή τέλος πάντων, παριστάνουμε ότι τα ανεχόμαστε, αρκεί να μην μας ενοχλούν, να ξέρουν ποια είναι η θέση τους, βρε αδελφέ, να μην αξιώνουν τίποτε παραπάνω από αυτήν την ανεκτικότητα. Οι αλλόθρησκοι να αρκούνται στο δικαίωμα απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών και από τη συμμετοχή σε τελετές, να μην ζητούν κατάργηση του μαθήματος και των τελετών, να αρκούνται στο δικαίωμα της λατρείας, να μην ζητούν κατασκευή τεμένους για να ασκήσουν αυτό τους το υποτιθέμενο δικαίωμα. Οι αλλοδαποί να αρκούνται στις δουλειές δεύτερης και τρίτης κατηγορίας , να μην ζητούν πιο αξιόλογη καριέρα, να αρκούνται στην σιωπηρή ανοχή της παρουσίας τους και στην σιωπηρή εκμετάλλευσή τους, να μην ζητούν κοινωνική ένταξη και ισοτιμία στην εργασία.
Οι λευκοί, χριστιανοί, παραδοσιακοί ευρωπαίοι της Γαλλίας, της Ελβετίας, του Βελγίου, ανέχονται τους σκούρους μουσουλμάνους μετανάστες - ή και όχι τόσο μετανάστες πια, μετά από δυο και τρεις γενιές - και τούμπαλλιν: οι μετανάστες ανέχονται τους γηγενείς (των οποίων οι πρόγονοι μετανάστευσαν εκεί μάλλον αρκετά παλαιότερα κι έτσι έχουν κατακτήσει το δικαίωμα να νιώθουν ότι ο τόπος είναι "δικός τους"). Περνούν ο ένας δίπλα από τον άλλον ρίχνοντας κλεφτές ματιές, οι μουσουλμάνες κυρίες με τις μαντίλες τους, προμαχώνα της εθνικής και θρησκευτικής τους ταυτότητας για εκείνες, εξοβελισταίο σύμβολο καταπίεσης της γυναίκας για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Ανέχονται την παρουσία ο ένας του άλλου, αν όμως ο γιος ετούτων θελήσει να παντρευτεί την κόρη εκείνων, θα πρέπει να υπερπηδήσει μια σειρά από εμπόδια συχνά ανυπέρβλητα - τα δάκρυα, το θυμό, την ανησυχία, την αποξένωση - με αποτέλεσμα στην πλειονότητα των περιπτώσεων να μην το διανοηθεί καν.
Μαύροι ανέχονται λευκούς, γαύροι ανέχονται βάζελους, θρήσκοι ανέχονται άθεους, όλοι τελικά ανεχόμαστε όλους τους "άλλους" - γείτονες, συναδέλφους, συνανθρώπους, συγκατοίκους στον πλανήτη Γη - και κάτω από τη λεπτή κρούστα της ανοχής σιγοβράζει η ενόχληση, η απέχθεια, η μισαλλοδοξία, η οργή. Είναι αυτό τελικά το ζητούμενο;
Είναι άραγε αρκετό να ανεχόμαστε τους άλλους, ή μήπως χρειάζεται κάτι παραπάνω; Μήπως χρειάζεται να ενθαρρύνουμε τα παιδιά μας να παίξουν μαζί, αντί να τα διδάσκουμε να φέρονται αναμεταξύ τους με συγκατάβαση; Μήπως χρειάζεται να δεχτούμε την κυρία με την μαντίλα της και να την καλοσωρίσουμε, σεβόμενοι την επιλογή της, και εκείνη από τη μεριά της χρειάζεται να την βγάλει αυθόρμητα, τιμώντας το δικό μας καλοσώρισμα; Μήπως χρειάζεται να ανοίξουμε διάπλατα τις πόρτες και να στρώσουμε το καλό σερβίτσιο, αντί να ανοίγουμε μια χαραμάδα με την αλυσίδα κουμπωμένη και να ρίχνουμε στα κλεφτά ένα ξεροκόμματο;
Είναι δύσκολο, το ξέρω. Κι εγώ που τα λέω, δύσκολα με βλέπω να πίνω τσάι και να κουβεντιάζω με τον αφγανό μετανάστη - αν μη τι άλλο, υπάρχει πρόβλημα γλώσσας: τα ελληνικά του είναι πενιχρά και τα αφγανικά μου ανύπαρκτα.
Δεν μπορώ όμως να μην παρατηρήσω ότι η "ανεκτικότητα" δεν επαρκεί, ότι αυτό που χρειάζεται δεν είναι ανοχή αλλά αποδοχή.
Και ότι το αντίθετο του μίσους δεν είναι η ανεκτικότητα, αλλά η αγάπη.
Στο τελευταίο τεύχος λοιπόν, με αφορμή την επέτειο των 35 ετών του ένθετου, σε ένα παλιό άρθρο σχετικά με την μετανάστευση, διαβάζω για την Μελίγια, το ένα από τα δύο ισπανικά προπύργια στην βόρεια ακτή της Αφρικής, ότι ονομάζεται και "πόλη της ανεκτικότητας" ("ciudad de la tolerancia") επειδή εκεί συμβιώνουν αρμονικά μουσουλμάνοι, χριστιανοί και εβραίοι (αρμονικά πάει να πει, υποθέτω, ότι δεν σφάζονται αναμεταξύ τους, αν μη τι άλλο).
Η λέξη "ανεκτικότητα" ήταν που με έβαλε σε σκέψεις.
Στην σύγχρονη προοδευτική κοινωνία μας, η ανεκτικότητα (tolerance όπως λέμε στα ελληνικά) προβάλλεται ως ιδανικό.
Μιλάμε για "ανεξιθρησκεία" και θεωρούμε ότι είναι μια ιδανική κατάσταση για τις σχέσεις μεταξύ ανθρώπων με διαφορετικές θρησκευτικές πεποιθήσεις. Είναι και που αυτό το "ανεξι" στο πρώτο συνθετικό θυμίζει κάπως την "ανεξαρτησία" που ακούγεται ωραία και απελευθερωτικά, και δεν συνειδητοποιούμε ίσως ότι στην πραγματικότητα προέρχεται από την "ανοχή", πάει να πει ότι ανεχόμαστε όλες τις θρησκείες - κάπως όπως ανεχόμαστε την κυβέρνηση ή τις αλλαγές του καιρού: σαν αναγκαία ή αναπόφευκτα δεινά.
Ανεχόμαστε τους "αλλόθρησκους", ανεχόμαστε τους "αλλοδαπούς", ανεχόμαστε κάθε τι "άλλο" και "ξένο", με την ανωτερότητα και τη μεγαλοθυμία των πολιτισμένων. Ή τέλος πάντων, παριστάνουμε ότι τα ανεχόμαστε, αρκεί να μην μας ενοχλούν, να ξέρουν ποια είναι η θέση τους, βρε αδελφέ, να μην αξιώνουν τίποτε παραπάνω από αυτήν την ανεκτικότητα. Οι αλλόθρησκοι να αρκούνται στο δικαίωμα απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών και από τη συμμετοχή σε τελετές, να μην ζητούν κατάργηση του μαθήματος και των τελετών, να αρκούνται στο δικαίωμα της λατρείας, να μην ζητούν κατασκευή τεμένους για να ασκήσουν αυτό τους το υποτιθέμενο δικαίωμα. Οι αλλοδαποί να αρκούνται στις δουλειές δεύτερης και τρίτης κατηγορίας , να μην ζητούν πιο αξιόλογη καριέρα, να αρκούνται στην σιωπηρή ανοχή της παρουσίας τους και στην σιωπηρή εκμετάλλευσή τους, να μην ζητούν κοινωνική ένταξη και ισοτιμία στην εργασία.
Οι λευκοί, χριστιανοί, παραδοσιακοί ευρωπαίοι της Γαλλίας, της Ελβετίας, του Βελγίου, ανέχονται τους σκούρους μουσουλμάνους μετανάστες - ή και όχι τόσο μετανάστες πια, μετά από δυο και τρεις γενιές - και τούμπαλλιν: οι μετανάστες ανέχονται τους γηγενείς (των οποίων οι πρόγονοι μετανάστευσαν εκεί μάλλον αρκετά παλαιότερα κι έτσι έχουν κατακτήσει το δικαίωμα να νιώθουν ότι ο τόπος είναι "δικός τους"). Περνούν ο ένας δίπλα από τον άλλον ρίχνοντας κλεφτές ματιές, οι μουσουλμάνες κυρίες με τις μαντίλες τους, προμαχώνα της εθνικής και θρησκευτικής τους ταυτότητας για εκείνες, εξοβελισταίο σύμβολο καταπίεσης της γυναίκας για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Ανέχονται την παρουσία ο ένας του άλλου, αν όμως ο γιος ετούτων θελήσει να παντρευτεί την κόρη εκείνων, θα πρέπει να υπερπηδήσει μια σειρά από εμπόδια συχνά ανυπέρβλητα - τα δάκρυα, το θυμό, την ανησυχία, την αποξένωση - με αποτέλεσμα στην πλειονότητα των περιπτώσεων να μην το διανοηθεί καν.
Μαύροι ανέχονται λευκούς, γαύροι ανέχονται βάζελους, θρήσκοι ανέχονται άθεους, όλοι τελικά ανεχόμαστε όλους τους "άλλους" - γείτονες, συναδέλφους, συνανθρώπους, συγκατοίκους στον πλανήτη Γη - και κάτω από τη λεπτή κρούστα της ανοχής σιγοβράζει η ενόχληση, η απέχθεια, η μισαλλοδοξία, η οργή. Είναι αυτό τελικά το ζητούμενο;
Είναι άραγε αρκετό να ανεχόμαστε τους άλλους, ή μήπως χρειάζεται κάτι παραπάνω; Μήπως χρειάζεται να ενθαρρύνουμε τα παιδιά μας να παίξουν μαζί, αντί να τα διδάσκουμε να φέρονται αναμεταξύ τους με συγκατάβαση; Μήπως χρειάζεται να δεχτούμε την κυρία με την μαντίλα της και να την καλοσωρίσουμε, σεβόμενοι την επιλογή της, και εκείνη από τη μεριά της χρειάζεται να την βγάλει αυθόρμητα, τιμώντας το δικό μας καλοσώρισμα; Μήπως χρειάζεται να ανοίξουμε διάπλατα τις πόρτες και να στρώσουμε το καλό σερβίτσιο, αντί να ανοίγουμε μια χαραμάδα με την αλυσίδα κουμπωμένη και να ρίχνουμε στα κλεφτά ένα ξεροκόμματο;
Είναι δύσκολο, το ξέρω. Κι εγώ που τα λέω, δύσκολα με βλέπω να πίνω τσάι και να κουβεντιάζω με τον αφγανό μετανάστη - αν μη τι άλλο, υπάρχει πρόβλημα γλώσσας: τα ελληνικά του είναι πενιχρά και τα αφγανικά μου ανύπαρκτα.
Δεν μπορώ όμως να μην παρατηρήσω ότι η "ανεκτικότητα" δεν επαρκεί, ότι αυτό που χρειάζεται δεν είναι ανοχή αλλά αποδοχή.
Και ότι το αντίθετο του μίσους δεν είναι η ανεκτικότητα, αλλά η αγάπη.
7 σχόλια:
Μωρέ δίκιο έχεις, έτσι είναι, πρόκειται λίγο για ανεκτικότητα αφ υψηλού.
Άλλωστε για αυτό φτιάχτηκε η παροιμία "δώσε αέρα στον χωριάτη..." κ.λπ..
Οπότε το "αγαπάτε αλλλήλους" είναι ένα πολύ ωραίο σύνθημα και στόχος.
Πάντως η αίσθηση τής συμμετοχής σε ένα clan και η επιφύλαξη ή απόρριψη των γειτονικών, είναι εν πολλοίς βιολογικά καθορισμένη, ιδιαίτερα στα θηλαστικά. Οπότε κατά μία έννοια, η ανοχή που οι "πολιτισμένοι" δείχνουμε, είναι μία ένδειξη προόδου.
Αλλά σαφώς θα ήταν πιο ωραία να υπήρχε μεγαλύτερη συναδέρφωση - και να την καλλιεργούμε βεβαίως βεβαίως.
Idom
Αν θυμάμαι καλά ήταν ο Ζαν Κοκτώ που είχε πει "με προσβάλλει να με ανέχονται".
@ Idom
Χαίρομαι που συμφωνούμε, για μια φορά τουλάχιστον!
Τώρα αυτό το "αγαπάτε αλλήλους", αν και ηχεί ωραία και είναι πιασιάρικο, θέλει λιγάκι προσοχή σε αυτό το "αλλήλους": ποιους ακριβώς μας παροτρύνει να αγαπάμε; Όλους τους ανθρώπους; Τους ομοθρήσκους; Τους ομοεθνείς; Αυτούς που γουστάρουμε; Το άφησε πολύ φλου ο ποιητής, και το ερμηνεύουμε κατά βούλησιν.
@ Rowlf,
Σε ευχαριστώ, με τιμά που ο Κοκτώ σκεφτόταν όπως εγώ, τουλάχιστον στο συγκεκριμένο θέμα!
Σεβασμός.
Αυτό λείπει. Να σεβόμαστε. Τις διαφορές. Την προσφορά. Τη φιλοξενία. ..Και να μην ξεχνάμε. Γιατί η λήθη μας έφτασε στην παρούσα πραγματικότητα.
Μις Μελάνη, συμφωνώ με όλη την καρδιά μου και υπογράφω με χέρια και με πόδια κάθε σου λέξη. Παρόλα αυτά όμως, μην υποτιμάς τη σημασία της ανεκτικότητας. Είναι τεράστιο βήμα αν το δεις σε σχέση με τη σύγκρουση και τον ρατσισμό. Και το λέω αυτό γιατί στη γωνιά του πλανήτη που ζω, υπήρξαν και υπάρχουν πολλά προβλήματα μη-ανοχής. Οπότε το να μπορούμε να συνυπάρχουμε μαζί χωρίς ο ένας να ορμάει στο λαιμό του άλλου, είναι ήδη ένα μεγάλο βήμα. Για τα περαιτέρω θα φροντίσουν οι επόμενες γενιές, οι οποίες θα είναι πολύ πιο ανοιχτόμυαλες από μας. Εγώ πάντως νιώθω ικανοποιημένος όταν καταφέρνω να μεταδώσω το μήνυμα: "live and let live", νιώθω σαν αντισηπτικό που μόλις σκότωσε έναν ιό.
Ηλία μου,
έχεις δίκιο φυσικά. Νομίζω ότι έχω γίνει υπερβολικά αυστηρή και άτεγκτη (βλέπε ξυνή).
Μου χρειάζεται μια καλή κούρα με ούζο και μεζέ και μπόλικη ανεκτικότητα.
Όχι, ρε συ, εντάξει, μην το σκέφτεσαι έτσι! Όλοι τεντωνόμαστε κατά καιρούς και χτυπάμε κόκκινο, γινόμαστε απόλυτοι. Εγώ να δεις.
Ηρεμία θέλει, χαλάρωση, και το ούζο πάντα βοηθάει. Είναι δύσκολη η ζωή, ποιος είπε το αντίθετο;
Παραδόξως όμως όλα θα πάνε καλά.
Δημοσίευση σχολίου