Κάθε φορά που καθαρίζω το σπίτι, θυμάμαι την Αγγελική.
Η Αγγελική ερχόταν μια φορά την εβδομάδα στο πατρικό μου και καθάριζε. Ερχόταν τόσο πολλά χρόνια ώστε έμοιαζε πλέον "της οικογένειας". Όσο κι αν έμοιαζε, όμως, ήξερε και ξέραμε ότι δεν ήταν.
Η Αγγελική άρχισε να εργάζεται από 11 ετών. Δεδομένου ότι σήμερα τα έχει πατήσει τα εβδομήντα, μιλάμε περίπου για το 1940. Ήταν από πολύ φτωχή οικογένεια, νομίζω ορφανή από πατέρα. Κάποιος συγγενής της πρότεινε σε μια θεία της μητέρας μου να την πάρει εσωτερική, χωρίς μισθό, για να κάνει τις δουλειές και "να τρώει και κάτι", γιατί στο δικό της σπιτικό δεν είχαν να φάνε. Είναι πιθανό να επρόκειτο για την περίοδο της κατοχής, που το φαγητό σπάνιζε, αν και δεν είμαι σίγουρη: ενδεχομένως να ήταν προπολεμικά. Θα πρέπει να ρωτήσω τη μητέρα μου, θεματοφύλακα των οικογενειακών μύθων.
Όπως και να έχει, η ενδεκάχρονη τότε Αγγελική πήγε στο σπίτι της εικοσάχρονης περίπου και νιόπαντρης τότε θείας της μητέρας μου, σε μια επαρχιακή πόλη. Ο θρύλος λέει ότι ήταν τόσο καχεκτική και αδύνατη που φαινόταν οκτώ χρονών και όχι έντεκα. Η αφεντικίνα της ευτυχώς δεν της έβαλε βαριές δουλειές. Από την άποψη αυτή ήταν τυχερή, γιατί δεν θα ήταν καθόλου παράξενο για τα δεδομένα της εποχής να την βάλουν να σκοτώνεται στη δουλειά από το πρωί ως το βράδυ και να της ρίχνουν και κανένα σκαμπίλι. Για καλή της τύχη όμως δεν έγινε έτσι: βοηθούσε σε διάφορες ελαφρές δουλειές και σίγουρα έτρωγε πολύ καλύτερα απ' όσο στο σπίτι της.
Όταν γεννήθηκε η κόρη της αφεντικίνας της, η Αγγελική έγινε σωστή μάνα. Η αληθινή μάνα του μωρού για κάποιο λόγο δεν το άντεχε. Το κλάμα την εκνεύριζε, η φροντίδα του παιδιού την κούραζε και την απωθούσε, με αποτέλεσμα η Αγγελική, μεγαλύτερη τώρα πια, να επιφορτιστεί μετά χαράς όλες τις απεχθείς μικροδουλειές που αφορούσαν το μωρό: τάισμα, πλύσιμο, ντύσιμο, κοίμισμα, βόλτα. Το παιδάκι έφτασε να θεωρεί την Αγγελική μάνα του περισσότερο απ' όσο θεωρούσε την φυσική του μητέρα. Όταν, μετά από μερικά χρόνια, η Αγγελική έφυγε για την Αθήνα, για να εργαστεί στο πατρικό μου σπίτι, το καημένο το παιδί πλάνταξε στο κλάμα: "Αλικό μου! Αλικό μου!"
Έτσι η Αγγελική βρέθηκε να ζει στο σπίτι όπου πολύ αργότερα θα γεννιόμουν εγώ. Απ' όσο ξέρω δεν έμεινε πολύν καιρό εκεί: παντρεύτηκε και άνοιξε δικό της σπιτικό. Μετά απ' αυτό συνέχισε να εργάζεται σε σπίτια σαν καθαρίστρια, ξεκινώντας από τα σπίτια συγγενών και γνωστών όπου την είχαν συστήσει οι δικοί μου. Και μέχρι την ημέρα που σταμάτησε να εργάζεται, πολύ μεγάλη πλέον, με κιρσούς στα πόδια και με αρθρίτιδα, ακόμη και όταν είχε αφήσει τους περισσότερους πελάτες της γιατί ήταν πια κουρασμένη και σε ηλικία συνταξιοδότησης, εξακολούθησε να καθαρίζει το δικό μας σπίτι.
Από παιδί θυμάμαι την Αγγελική να έρχεται κάθε Παρασκευή, γελαστή, κεφάτη, πάντα ευδιάθετη. Πήγαινε στο μικρό μπάνιο και άλλαζε, φυλώντας τα ρούχα της σε ένα ντουλάπι που βρισκόταν απ' έξω, το ίδιο ντουλάπι που βάζαμε τις σκούπες και τα ξεσκονόπανα. Ύστερα ξεσήκωνε το σπίτι και άρχιζε. Όταν είχε σειρά να καθαρίσει κάποιο δωμάτιο, τίποτε δεν τη σταματούσε: όποιος κι αν ήταν μέσα, ό,τι κι αν έκανε, έμπαινε φουριόζα κι έβαζε μπρος την ηλεκτρική. Το μόνο μέρος που είχε μια σχετική ασυλία ήταν το γραφείο του πατέρα μου, αλλά και εκεί ακόμη διεκδικούσε το δικαίωμα να το καθαρίσει, ακόμη κι αν εκείνος είχε κάποια δουλειά. Το μόνο που δεν πείραζε ήταν τα χαρτιά του: της το είχε απαγορεύσει. Ξεσκόνιζε μόνος του την επιφάνεια του γραφείου, για να μην του τα ανακατέψουν. Όσο εκείνη επέμενε ότι έπρεπε να καθαρίσει, εκείνος απαντούσε: "Η σκόνη που κάθεται δεν ενοχλεί κανέναν. Η σκόνη που ανακατεύετε εσείς με τα ξεσκονόπανα, αυτή είναι που μας χώνεται στη μύτη."
Όταν έπιανε το σαλόνι, αναποδογύριζε τις καρέκλες για να σκουπίσει κάτω από το τραπέζι. Έπιανε κάθε μια καρέκλα, ξύλινη, βαριά, με δερμάτινο κάθισμα και ράχη, και με το ξεσκονόπανο καθάριζε τα πόδια και τα δυο ξύλα που ενώνονταν χιαστί ανάμεσά τους και τα στήριζαν. Ύστερα κάθιζε την καρέκλα ανάποδα πάνω στην επιφάνεια του μετάλου τραπεζιού με τα σκαλιστά πόδια, πιο χοντρά από τα δικά μου, ενωμένα κι αυτά με φαρδιά ξύλα σε σχήμα >--<, όπου μου άρεσε να κάθομαι και να παίζω, ιδίως όταν ήταν στρωμένο κανένα φαρδύ τραπεζομάντηλο και ο χώρος αποκάτω θύμιζε σπηλιά ή κρυφό καταφύγιο.
Αυτήν την κίνηση, το αναποδογύρισμα, το ξεσκόνισμα, αυτό θυμάμαι κάθε φορά που καθαρίζω την κουζίνα μου. Εγώ βλέπετε δεν έχω τραπεζαρία, δεν είμαστε τέτοιο στυλ, τρώμε στην κουζίνα, μόνο χριστούγεννα και πάσχα τρώμε στο σαλόνι, και τότε φέρνουμε μέσα το πτυσσόμενο τραπέζι απ' το μπαλκόνι μας και του πετάμε ένα ωραίο τραπεζομάντιλο. Την παλιά τραπεζαρία την έχει κρατήσει η αδελφή μου, μαζί με τον ασορτί μπουφέ, αλλά την έχει κι εκείνη χωμένη σε μια αποθήκη, γιατί θέλει πολύ μεγάλο σαλόνι για να τα χωρέσει αυτά. Το πατρικό μου ήταν τεράστιο βλέπετε, το δικό μου σπίτι δεν είναι ούτε το μισό.
Κάθε φορά που καθαρίζω την κουζίνα μου, θυμάμαι την Αγγελική. Που ήταν της οικογένειας κι ας μην ήταν. Γιατί μπορεί η μάνα μου να με έμαθε να φτιάχνω πατάτες γιαχνί και ο πατέρας μου να με έμαθε να αλλάζω μια πρίζα, αλλά η Αγγελική με έμαθε να αναποδογυρίζω τις καρέκλες, να τους ξεσκονίζω τα πόδια και να τις ακουμπάω ανάποδα πάνω στο τραπέζι για να σκουπίσω και να σφουγγαρίσω από κάτω.
Ποτέ μου δεν πήρα "γυναίκα". Καθαρίζω μόνη μου το σπίτι. Όχι για λόγους οικονομικούς, αλλά από θέση. Γιατί δεν θέλω να έχω δούλους, και έχω παρατηρήσει ότι στους καθαριστές και τους κάθε λογής υπηρέτες συμπεριφερόμαστε αναπόφευκτα σαν σε δούλους - έστω κι αν είμαστε ευγενικοί και συκακταβατικοί αφεντάδες, δεν παύουμε να νιώθουμε αφεντάδες - και γιατί πιστεύω ότι το καθάρισμα του σπιτιού είναι όπως η προσωπική καθαριότητα: κάτι που καθένας οφείλει να κάνει μόνος του για τον εαυτό του. Θεωρώ ότι καθένας πρέπει να καθαρίζει αυτά που λερώνει και να τακτοποιεί αυτά που αναστατώνει. Μάλιστα πιστεύω ότι το ίδιο ισχύει και σε κοινωνικό επίπεδο: όλοι θα έπρεπε να κάνουμε μια εξάμηνη θητεία ως οδοκαθαριστές ή έστω κάποιες βάρδιες. Νομίζω ότι αν το κάναμε, θα προσέχαμε πολύ περισσότερο να μην ρυπάνουμε. Ακόμη και τα πολύ "σημαίνοντα" πρόσωπα, ας πούμε ο πρόεδρος της δημοκρατίας ή ένας διάσημος νευροχειρουργός. Πάντα μπορεί να βρεθεί λίγος χρόνος, έστω και μια φορά το μήνα, κι άλλωστε δεν είναι κανείς πρόεδρος όλη του τη ζωή.
Γι' αυτό λοιπόν καθαρίζω μόνη μου το σπίτι μου, αλλά και γιατί δεν μου αρέσει να χώνεται άλλος στον προσωπικό μου χώρο: νιώθω ότι τον σφετερίζεται. Γιατί αν δεν καθαρίσω μόνη μου την κουζίνα, πώς θα κρατήσω ζωντανή την μνήμη της Αγγελικής;
Όταν τελείωνε με το σπίτι, έπιανε τη βεράντα, μεγάλη όσο το σαλόνι κι ακόμη μεγαλύτερη. Με το ένα χέρι έριχνε νερό με το λάστιχο και με το άλλο χέρι κρατούσε τη σκούπα και έσπρωχνε τα νερά προς την άκρη, να πέσουν στο χώμα του κήπου. Καμιά φορά μου άρεσε να της κρατώ εγώ το λάστιχο, ή να σπρώχνω τα νερά με τη σκούπα, γιατί ήταν διασκεδαστικό, και γιατί η Αγγελική ήταν πάντα γελαστή και πάντα ευχάριστη παρέα.
Κι όταν απόσωνε όλες τις δουλειές, πήγαινε πάλι στο μικρό μπάνιο, άλλαζε ρούχα, και τότε η μάνα μου της έδινε ένα μασούρι με χρήματα που τα έβαζε στην τσάντα της. Και γύριζε σπίτι της, με δύο λεωφορεία, ως την επόμενη φορά.
Μέχρι που μεγάλωσε πολύ δεν μπορούσε πια να εργαστεί, αλλά σε μας ερχόταν ακόμη, νομίζω πιο πολύ από συνήθεια, κάπως σα να λέμε τιμής ένεκεν. Γιατί δεν έκανε πια πολλές δουλειές, δεν είχε αντοχή, και η μητέρα μου ήταν κι αυτή μεγάλη, και άρχισε να παίρνει και μιαν άλλη γυναίκα κάθε δεκαπέντε. Αλλά η Αγγελική ερχόταν, όσο άντεχε, και αναποδογύριζε τις καρέκλες και τις περνούσε με το ξεσκονόπανο.
Κι όταν πια δεν μπορούσε ούτε αυτό να κάνει, σταμάτησε πια να 'ρχεται. Έγινε σαν μια μακρινή ξαδέλφη που τηλεφωνεί στις γιορτές και περνά μια δυο φορές το χρόνο για έναν καφέ. Μαθαίνω νέα της από τη μάνα μου. Σπάνια τη βλέπω πια.
Μα την θυμάμαι κάθε φορά που καθαρίζω την κουζίνα και αναποδογυρίζω τις καρέκλες.
Η Αγγελική ερχόταν μια φορά την εβδομάδα στο πατρικό μου και καθάριζε. Ερχόταν τόσο πολλά χρόνια ώστε έμοιαζε πλέον "της οικογένειας". Όσο κι αν έμοιαζε, όμως, ήξερε και ξέραμε ότι δεν ήταν.
Η Αγγελική άρχισε να εργάζεται από 11 ετών. Δεδομένου ότι σήμερα τα έχει πατήσει τα εβδομήντα, μιλάμε περίπου για το 1940. Ήταν από πολύ φτωχή οικογένεια, νομίζω ορφανή από πατέρα. Κάποιος συγγενής της πρότεινε σε μια θεία της μητέρας μου να την πάρει εσωτερική, χωρίς μισθό, για να κάνει τις δουλειές και "να τρώει και κάτι", γιατί στο δικό της σπιτικό δεν είχαν να φάνε. Είναι πιθανό να επρόκειτο για την περίοδο της κατοχής, που το φαγητό σπάνιζε, αν και δεν είμαι σίγουρη: ενδεχομένως να ήταν προπολεμικά. Θα πρέπει να ρωτήσω τη μητέρα μου, θεματοφύλακα των οικογενειακών μύθων.
Όπως και να έχει, η ενδεκάχρονη τότε Αγγελική πήγε στο σπίτι της εικοσάχρονης περίπου και νιόπαντρης τότε θείας της μητέρας μου, σε μια επαρχιακή πόλη. Ο θρύλος λέει ότι ήταν τόσο καχεκτική και αδύνατη που φαινόταν οκτώ χρονών και όχι έντεκα. Η αφεντικίνα της ευτυχώς δεν της έβαλε βαριές δουλειές. Από την άποψη αυτή ήταν τυχερή, γιατί δεν θα ήταν καθόλου παράξενο για τα δεδομένα της εποχής να την βάλουν να σκοτώνεται στη δουλειά από το πρωί ως το βράδυ και να της ρίχνουν και κανένα σκαμπίλι. Για καλή της τύχη όμως δεν έγινε έτσι: βοηθούσε σε διάφορες ελαφρές δουλειές και σίγουρα έτρωγε πολύ καλύτερα απ' όσο στο σπίτι της.
Όταν γεννήθηκε η κόρη της αφεντικίνας της, η Αγγελική έγινε σωστή μάνα. Η αληθινή μάνα του μωρού για κάποιο λόγο δεν το άντεχε. Το κλάμα την εκνεύριζε, η φροντίδα του παιδιού την κούραζε και την απωθούσε, με αποτέλεσμα η Αγγελική, μεγαλύτερη τώρα πια, να επιφορτιστεί μετά χαράς όλες τις απεχθείς μικροδουλειές που αφορούσαν το μωρό: τάισμα, πλύσιμο, ντύσιμο, κοίμισμα, βόλτα. Το παιδάκι έφτασε να θεωρεί την Αγγελική μάνα του περισσότερο απ' όσο θεωρούσε την φυσική του μητέρα. Όταν, μετά από μερικά χρόνια, η Αγγελική έφυγε για την Αθήνα, για να εργαστεί στο πατρικό μου σπίτι, το καημένο το παιδί πλάνταξε στο κλάμα: "Αλικό μου! Αλικό μου!"
Έτσι η Αγγελική βρέθηκε να ζει στο σπίτι όπου πολύ αργότερα θα γεννιόμουν εγώ. Απ' όσο ξέρω δεν έμεινε πολύν καιρό εκεί: παντρεύτηκε και άνοιξε δικό της σπιτικό. Μετά απ' αυτό συνέχισε να εργάζεται σε σπίτια σαν καθαρίστρια, ξεκινώντας από τα σπίτια συγγενών και γνωστών όπου την είχαν συστήσει οι δικοί μου. Και μέχρι την ημέρα που σταμάτησε να εργάζεται, πολύ μεγάλη πλέον, με κιρσούς στα πόδια και με αρθρίτιδα, ακόμη και όταν είχε αφήσει τους περισσότερους πελάτες της γιατί ήταν πια κουρασμένη και σε ηλικία συνταξιοδότησης, εξακολούθησε να καθαρίζει το δικό μας σπίτι.
Από παιδί θυμάμαι την Αγγελική να έρχεται κάθε Παρασκευή, γελαστή, κεφάτη, πάντα ευδιάθετη. Πήγαινε στο μικρό μπάνιο και άλλαζε, φυλώντας τα ρούχα της σε ένα ντουλάπι που βρισκόταν απ' έξω, το ίδιο ντουλάπι που βάζαμε τις σκούπες και τα ξεσκονόπανα. Ύστερα ξεσήκωνε το σπίτι και άρχιζε. Όταν είχε σειρά να καθαρίσει κάποιο δωμάτιο, τίποτε δεν τη σταματούσε: όποιος κι αν ήταν μέσα, ό,τι κι αν έκανε, έμπαινε φουριόζα κι έβαζε μπρος την ηλεκτρική. Το μόνο μέρος που είχε μια σχετική ασυλία ήταν το γραφείο του πατέρα μου, αλλά και εκεί ακόμη διεκδικούσε το δικαίωμα να το καθαρίσει, ακόμη κι αν εκείνος είχε κάποια δουλειά. Το μόνο που δεν πείραζε ήταν τα χαρτιά του: της το είχε απαγορεύσει. Ξεσκόνιζε μόνος του την επιφάνεια του γραφείου, για να μην του τα ανακατέψουν. Όσο εκείνη επέμενε ότι έπρεπε να καθαρίσει, εκείνος απαντούσε: "Η σκόνη που κάθεται δεν ενοχλεί κανέναν. Η σκόνη που ανακατεύετε εσείς με τα ξεσκονόπανα, αυτή είναι που μας χώνεται στη μύτη."
Όταν έπιανε το σαλόνι, αναποδογύριζε τις καρέκλες για να σκουπίσει κάτω από το τραπέζι. Έπιανε κάθε μια καρέκλα, ξύλινη, βαριά, με δερμάτινο κάθισμα και ράχη, και με το ξεσκονόπανο καθάριζε τα πόδια και τα δυο ξύλα που ενώνονταν χιαστί ανάμεσά τους και τα στήριζαν. Ύστερα κάθιζε την καρέκλα ανάποδα πάνω στην επιφάνεια του μετάλου τραπεζιού με τα σκαλιστά πόδια, πιο χοντρά από τα δικά μου, ενωμένα κι αυτά με φαρδιά ξύλα σε σχήμα >--<, όπου μου άρεσε να κάθομαι και να παίζω, ιδίως όταν ήταν στρωμένο κανένα φαρδύ τραπεζομάντηλο και ο χώρος αποκάτω θύμιζε σπηλιά ή κρυφό καταφύγιο.
Αυτήν την κίνηση, το αναποδογύρισμα, το ξεσκόνισμα, αυτό θυμάμαι κάθε φορά που καθαρίζω την κουζίνα μου. Εγώ βλέπετε δεν έχω τραπεζαρία, δεν είμαστε τέτοιο στυλ, τρώμε στην κουζίνα, μόνο χριστούγεννα και πάσχα τρώμε στο σαλόνι, και τότε φέρνουμε μέσα το πτυσσόμενο τραπέζι απ' το μπαλκόνι μας και του πετάμε ένα ωραίο τραπεζομάντιλο. Την παλιά τραπεζαρία την έχει κρατήσει η αδελφή μου, μαζί με τον ασορτί μπουφέ, αλλά την έχει κι εκείνη χωμένη σε μια αποθήκη, γιατί θέλει πολύ μεγάλο σαλόνι για να τα χωρέσει αυτά. Το πατρικό μου ήταν τεράστιο βλέπετε, το δικό μου σπίτι δεν είναι ούτε το μισό.
Κάθε φορά που καθαρίζω την κουζίνα μου, θυμάμαι την Αγγελική. Που ήταν της οικογένειας κι ας μην ήταν. Γιατί μπορεί η μάνα μου να με έμαθε να φτιάχνω πατάτες γιαχνί και ο πατέρας μου να με έμαθε να αλλάζω μια πρίζα, αλλά η Αγγελική με έμαθε να αναποδογυρίζω τις καρέκλες, να τους ξεσκονίζω τα πόδια και να τις ακουμπάω ανάποδα πάνω στο τραπέζι για να σκουπίσω και να σφουγγαρίσω από κάτω.
Ποτέ μου δεν πήρα "γυναίκα". Καθαρίζω μόνη μου το σπίτι. Όχι για λόγους οικονομικούς, αλλά από θέση. Γιατί δεν θέλω να έχω δούλους, και έχω παρατηρήσει ότι στους καθαριστές και τους κάθε λογής υπηρέτες συμπεριφερόμαστε αναπόφευκτα σαν σε δούλους - έστω κι αν είμαστε ευγενικοί και συκακταβατικοί αφεντάδες, δεν παύουμε να νιώθουμε αφεντάδες - και γιατί πιστεύω ότι το καθάρισμα του σπιτιού είναι όπως η προσωπική καθαριότητα: κάτι που καθένας οφείλει να κάνει μόνος του για τον εαυτό του. Θεωρώ ότι καθένας πρέπει να καθαρίζει αυτά που λερώνει και να τακτοποιεί αυτά που αναστατώνει. Μάλιστα πιστεύω ότι το ίδιο ισχύει και σε κοινωνικό επίπεδο: όλοι θα έπρεπε να κάνουμε μια εξάμηνη θητεία ως οδοκαθαριστές ή έστω κάποιες βάρδιες. Νομίζω ότι αν το κάναμε, θα προσέχαμε πολύ περισσότερο να μην ρυπάνουμε. Ακόμη και τα πολύ "σημαίνοντα" πρόσωπα, ας πούμε ο πρόεδρος της δημοκρατίας ή ένας διάσημος νευροχειρουργός. Πάντα μπορεί να βρεθεί λίγος χρόνος, έστω και μια φορά το μήνα, κι άλλωστε δεν είναι κανείς πρόεδρος όλη του τη ζωή.
Γι' αυτό λοιπόν καθαρίζω μόνη μου το σπίτι μου, αλλά και γιατί δεν μου αρέσει να χώνεται άλλος στον προσωπικό μου χώρο: νιώθω ότι τον σφετερίζεται. Γιατί αν δεν καθαρίσω μόνη μου την κουζίνα, πώς θα κρατήσω ζωντανή την μνήμη της Αγγελικής;
Όταν τελείωνε με το σπίτι, έπιανε τη βεράντα, μεγάλη όσο το σαλόνι κι ακόμη μεγαλύτερη. Με το ένα χέρι έριχνε νερό με το λάστιχο και με το άλλο χέρι κρατούσε τη σκούπα και έσπρωχνε τα νερά προς την άκρη, να πέσουν στο χώμα του κήπου. Καμιά φορά μου άρεσε να της κρατώ εγώ το λάστιχο, ή να σπρώχνω τα νερά με τη σκούπα, γιατί ήταν διασκεδαστικό, και γιατί η Αγγελική ήταν πάντα γελαστή και πάντα ευχάριστη παρέα.
Κι όταν απόσωνε όλες τις δουλειές, πήγαινε πάλι στο μικρό μπάνιο, άλλαζε ρούχα, και τότε η μάνα μου της έδινε ένα μασούρι με χρήματα που τα έβαζε στην τσάντα της. Και γύριζε σπίτι της, με δύο λεωφορεία, ως την επόμενη φορά.
Μέχρι που μεγάλωσε πολύ δεν μπορούσε πια να εργαστεί, αλλά σε μας ερχόταν ακόμη, νομίζω πιο πολύ από συνήθεια, κάπως σα να λέμε τιμής ένεκεν. Γιατί δεν έκανε πια πολλές δουλειές, δεν είχε αντοχή, και η μητέρα μου ήταν κι αυτή μεγάλη, και άρχισε να παίρνει και μιαν άλλη γυναίκα κάθε δεκαπέντε. Αλλά η Αγγελική ερχόταν, όσο άντεχε, και αναποδογύριζε τις καρέκλες και τις περνούσε με το ξεσκονόπανο.
Κι όταν πια δεν μπορούσε ούτε αυτό να κάνει, σταμάτησε πια να 'ρχεται. Έγινε σαν μια μακρινή ξαδέλφη που τηλεφωνεί στις γιορτές και περνά μια δυο φορές το χρόνο για έναν καφέ. Μαθαίνω νέα της από τη μάνα μου. Σπάνια τη βλέπω πια.
Μα την θυμάμαι κάθε φορά που καθαρίζω την κουζίνα και αναποδογυρίζω τις καρέκλες.
2 σχόλια:
Αχ, τι ωραία ανάρτηση!
Έχει, αίσθημα, ηθογραφικά στοιχεία, Χριστούγεννα, Πάσχα!...
Θα σε επιπλήξουν από τον σύλλογο Αθέων! :-))
Να 'ναι καλά η κυρία Αγγελική λοιπόν και να είστε φίλοι για πολλά πολλά χρόνια ακόμα.
Πολύ σοφό εκείνο που έγραψες ότι ο καθείς πρέπει να καθαρίζει τα σκουπίδια που παράγει.
Μία φίλη μού είχε πει ότι το κοινωνικά σημαντικότερο επάγγελμα είναι αυτό των «σκουπιδιάρηδων».
Η αλήθεια είναι ότι για όλα υπάρχουν ταλέντα και μάθηση. Έχω περάσει αρκετές μέρες (στο σύνολο) τής ζωής μου, προσπαθώντας να καθαρίσω, σκουπίσω, πλύνω, σφουγγαρίσω κ.λπ.. Το αποτέλεσμα ήταν πάντα πολύ φτωχό σε σχέση με τον χρόνο που επένδυα. Σήμερα ευχαρίστως θα έδινα ένα μεροκάματό μου σε κάποιον/α οικιακή βοηθό, μια φορά την εβδομάδα για να κάνει αποδοτικά, αυτά που εμένα θα μού έπειρναν 3 ημέρες...
Σκεφτόμουν ότι ίσως σε κοινωνικό επίπεδο, η ασχολία τού αποκομιστή σκουπιδιών θα «έπρεπε» να αντιστοιχεί σε υποχρεωτική κοινωνική θητεία – για όλους τους πολίτες. Άραγε, σε ότι αφορά τα πρακτικά, θα ήταν πιο αποδοτικό το σύστημα;
Αλλά πάλι, θα χάνονταν πολλές θέσεις εργασίας και αυτή την εποχή δεν είμαστε για τέτοια...
Idom
Η κυρία Αγγελική είναι μια χαρά, έχει και μια συνονόματη εγγονή που τη λένε Άντζελα :))
Όλα καλά και χαίρομαι που συμφωνούμε πάλι (παράξενο αυτό, να το κοιτάξεις!).
Δημοσίευση σχολίου