Πέμπτη 5 Ιουλίου 2018

Αθηναϊκός διάλογος


Ηλεκτρικός, γραμμή Πειραιάς-Κηφισιά, μεσημέρι. Περίπου απέναντί μου, στο κέντρο της γαλαρίας, προσγειώνεται θορυβωδώς ένας εύσωμος άντρας. Πετάει κάτω ένα σακ-βουαγιάζ, σωριάζεται στο κάθισμα. Ξεφυσά ιδρωμένος, κοιτάζει γύρω του ερευνητικά.

Αριστερά στον διάδρομο κάθεται ένας νεαρός με ασιατικά χαρακτηριστικά. Ο ταξιδιώτης του απευθύνει τον λόγο.

-Βιετνάμ, Βιετνάμ;

-What?

-Λέω, απ’ το Βιετνάμ είσαι; Βιετναμέζος;

-No, not Vietnam.

-Κίνα; Κορέα;

-No, no.

-Ελληνικά δεν ξέρεις; Ελληνικά;

-I don’t understand.

-Γίδια ξέρεις να φυλάς; Γίδια;

-Sorry, I...

-Ξέρεις από γίδια, λέω;

-I don’t understand.

Με τρώει η γλώσσα μου, μπαίνω στην κουβέντα.

-You’re not missing anything.

-I guess not.

-Then again, maybe you are.

Εκεί δεν κρατιέμαι πια, με πιάνουν τα γέλια.

-Εσύ ξέρεις Ελληνικά;

-Ναι, ξέρω. Ελληνίδα είμαι.

-Όλοι στη μαμά Ελλάδα έρχονται.

-Ξέρετε, από τον τρόπο που μιλάει, νομίζω ότι μάλλον είναι…

Προσπαθώ να αποφύγω τη λέξη «Αμερική» και τα παράγωγά της, για να μην καταλάβει ο περί ου ο λόγος ότι τον σχολιάζω.

-…από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

-Αμερικάνος;

Οι προφυλάξεις μου πήγαν χαμένες, αλλά ήταν περιττές. Ο νεαρός έχει οχυρωθεί ανέκφραστος πίσω από το κινητό του.

-Είναι πιθανό.

-Δεν ξέρουν από γίδια αυτοί.

-Εσύ ξέρεις από γίδια;

-Ε, βέβαια! Εγώ, όλη μέρα με τα γίδια.

-Έχεις δικά σου;

-Βέβαια!

-Πού τα έχεις;

-Στο Ναύπλιο.

-Μπα, έχει στο Ναύπλιο γίδια;

-Πώς δεν έχει! Στο Ναύπλιο δε θα έχει; Τι έχει δηλαδή στο Ναύπλιο

-Ξέρω που έχει πορτοκαλολέμονα, τέτοια…

-Έχει και πορτοκάλια, και λεμόνια. Έχει και γίδια. Εκεί από πάνω.

Κάνει μια κίνηση με το χέρι, δείχνει πίσω του.

-Σ’ αρέσει εκεί, με τα γίδια;

-Ε, βέβαια! Ωραία ζωή. Εσείς οι Αθηναίοι εδώ…

Σουφρώνει τη μύτη του, στραβώνει τα χείλη.

-…δεν τα έχετε σε υπόληψη τα γίδια. Τα έχετε για παρακατιανά.

-Μπα, μην το λες. Εγώ λέω πως είναι η καλύτερη ζωή. Είσαι έξω στη φύση, δεν έχεις κανέναν πάνω απ’ το κεφάλι σου…

-Ε, βέβαια, η καλύτερη ζωή! Έχεις γιαούρτι, τυράκι…

Φουρφουρίζουν τα μάτια του, φουσκώνει από καμάρι.

-Και τι ήρθες να κάνεις εδώ; Δεν καθόσουν με τα γίδια;

-Ήρθα να πάω στο ΚΑΤ. Ο ώμος μου…

Κάνει μια γκριμάτσα, πιάνει τον ώμο του.

-Ναι, αυτό είναι ένα θέμα… Εδώ έχει πολλά και καλά νοσοκομεία, όχι πως στο Ναύπλιο δεν έχει, αλλά…

-Είχε παλιά έναν ορθοπαιδικό στο Ναύπλιο πολύ καλό. Τώρα πάει, πέθανε.

-Καλά, ένας ήταν σε όλο το Ναύπλιο;

-Ήταν πάρα πολύ καλός. Εσύ από δω είσαι;

-Εδώ έχω μεγαλώσει, το ίδιο κι οι γονείς μου.

-Εγώ έχω δυο αγόρια. Είπαν να έρθουν σήμερα, τους λέω, άσε καλύτερα. Εκεί στο γιατρό μπορεί να πετάξω καμιά χοντράδα και να ντρέπεστε.

Γελάει.

-Έχουν σπουδάσει και οι δύο, αλλά δεν βρίσκουν δουλειά.

-Μήπως καλύτερα να έρθουν στα γίδια;

-Αυτό τους λέω. Άμα δεν βρείτε, βουρ για πάνω. Ο μεγάλος το λέει κιόλας. Μπαμπά, μου λέει, θα έρθω πάνω. Τι να κάνει;

Από τα μεγάφωνα ακούγεται, επόμενος σταθμός, Ειρήνη, Olympic stadium.

-Α, ώστε εδώ είναι το Ολυμπιακό στάδιο;

-Εδώ είναι.

-Τι είναι όλα τούτα;

-Έχει πολλές εγκαταστάσεις, γήπεδο, στίβο, έχει και κολυμβητήρια…

Προχωράμε προς Νεραντζιώτισσα.

-Κι αυτό εκεί το μεγάλο, τι είναι;

-Για να δω… Δεν ξέρω.

-Κι εκείνο;

-Ούτε αυτό ξέρω. Αλλά αυτό δεξιά είναι ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο.

-Πφ, σιγά! Στο Ναύπλιο έχουμε το παζάρι.

-Μπράβο, το καλύτερο!

Πιάνει το μπλουζάκι του, τραβάει το ύφασμα.

-Ορίστε. Τρία ευρώ.

-Μια χαρά.

-Έβαλα ό,τι με βόλευε. Όπως στα γίδια. Η γυναίκα μου μού είπε, βάλε κάτι καλύτερο βρε άνθρωπέ μου. Αλλά εγώ αυτά βολεύομαι. Έβαλα και τις παντόφλες και να ‘μαι.

-Καλά έκανες, όπως βολεύεσαι, μια χαρά είσαι.

Δίπλα μου όλη την ώρα κάθεται ένας ηλικιωμένος άντρας με στραπατσαρισμένα ρούχα και εμφάνιση. Τραγιάσκα, καρό πουκάμισο, τριμμένο χοντρό παντελόνι που του πέφτει φαρδύ και το ‘χει δέσει με σπάγκο στη μέση, στραβοπατημένα παπούτσια. Αν με ρωτούσαν ποιος απ’ τους δυο φυλάει γίδια, αυτόν θα είχα πει. Όλη την ώρα ακούει, παρακολουθεί, αλλά δεν μιλάει. Βλέπω τα μάτια του να παίζουν, στις άκρες των χειλιών του μια υποψία χαμόγελου, μα τίποτ’ άλλο. Βουβό πρόσωπο. Και καθώς φτάνουμε στο Μαρούσι, κατεβαίνει.

Στο ΚΑΤ κατεβαίνουμε κι εμείς.

-Από πού πάμε τώρα;

-Από δω έλα, απ’ την άλλη δεν βγαίνει. Θα σου πω πώς θα πας στο νοσοκομείο. Θα έρθω μαζί σου ως τη γωνία.

-Δεν είναι ανάγκη, άμε στη δουλειά σου, στο σπίτι σου.

-Ως τη γωνία μονάχα, να σου δείξω. Μετά θα φύγω. Θα πάω σπίτι.

-Κατεβαίνεις καμιά φορά κάτω;

-Πού, στο Ναύπλιο; Μπα…

-Εδώ έχεις οικογένεια;

-Εννοείς αν έχω άντρα και παιδιά; Ναι, έχω.

-Οι γυναίκες εδώ στην Αθήνα ψάχνονται για άντρα.

-Γιατί, στο Ναύπλιο τι κάνουν;

-Ου, εκεί είναι αλλιώς. Εδώ… Να βγάλουν το ψωμί τους, τι να κάνουν;

-Λοιπόν, θα πας αριστερά, πλάι πλάι στα κάγκελα ώσπου να βρεις την είσοδο. Εντάξει;

-Σ’ ευχαριστώ πολύ! Να ‘σαι καλά.

-Κι εσύ το ίδιο. Περαστικά. Και καλό δρόμο.