Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2020

καί εἰς χοῦν ἀπελεύσει

Έφυγε τελευταίος από τον καφέ. Λες και κάτι τον κράταγε. Όλοι φυλλορρόησαν ένας-ένας, μία-μία, στο τέλος είχε μείνει μόνο η μάνα και δυο τρεις πολύ δικοί, ώσπου κάποια στιγμή σηκώθηκαν κι αυτοί, σαν ένα σώμα. Συντρόφεψε τη μάνα ως το αυτοκίνητο, χρονοτριβώντας με κουβέντες στοργικές και ανήμπορες.

Ύστερα έμεινε μόνος.

Κατηφόρισε κατά την παραλία. Πήρε το δρόμο κατά πέρα, άδειο από ανθρώπους, μονάχα δυο τρία θαλασσοπούλια στέγνωναν τα φτερά τους στην άκρη της προβλήτας. Έμεινε ώσπου ο ήλιος πήρε να τον καίει και να του λιώνει το μυαλό. Όταν δεν άντεχε άλλο πια, γύρισε και μπήκε στο αμάξι. Μηχανικά έκανε όπισθεν, έστριψε δεξιά στον κεντρικό για να φύγει, ασυναίσθητα όμως έκοψε πάλι το τιμόνι αριστερά, κατά το κοιμητήριο.

Διάβηκε ξανά τον λευκό περίβολο, καρδιοχτυπώντας. Διέσχισε ξανά τα άδεια μονοπάτια, μέσα στην εκκωφαντική σιωπή. Ιχνηλάτησε την ίδια πάλι διαδρομή, μόνος αυτή τη φορά, ίσαμε το μνήμα. Δυο κυπαρίσσια παραστέκονται, ακοίμητοι φρουροί και σύντροφοι, πλάι στο φρεσκοσκαμμένο χώμα. Λευκά τριαντάφυλλα στεφάνι κι ένας λευκός σταυρός: «ΣΤΟ ΠΟΛΥΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΜΟΥ ΠΑΙΔΙ. Η ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ.»

Και σαν ξανάρχισε ο χρόνος να κυλάει, ξύπνησε με κόπο τα μουδιασμένα μέλη του. Δεν άντεχε να φύγει έτσι, μόνος, άδειος. Άπλωσε το χέρι και τράβηξε ένα λευκό τριαντάφυλλο. Κρατώντας το σαν σκήπτρο έφτασε στο αμάξι μα καθώς έκανε να μπει, ένα δυο πέταλα έπεσαν στο χώμα. Ακράγγιξε το λευκό μπουμπούκι και είδε πως το κεφαλάκι κιόλας έγερνε, μαδούσε. Άλλα δυο πέταλα στροβιλίστηκαν προς τα κάτω. Στην άλλη μεριά του δρόμου είδε ένα αμπέλι. Το έφτασε με δυο δρασκελιές, τέντωσε το χέρι και σκόρπισε ό,τι απόμενε απ’ το άνθος. Λευκές μνήμες φτερούγισαν στο φως του φθινοπώρου.

Ύστερα μπήκε ξανά στο αμάξι και πήρε τον δρόμο του γυρισμού.

«Όλα τα κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχτα.

Όλα τα δάχτυλα.

Σιωπή.»


 


Δευτέρα 27 Απριλίου 2020

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΜΙΑΣ ΑΘΕΗΣ ΣΤΗ ΔΥΣΚΟΛΗ ΩΡΑ

 «Άθεοι μέχρι να πέσει το αεροπλάνο». Πόσο συχνά έχετε ακούσει αυτή την επωδό;

Είναι πολύ διαδεδομένη η αντίληψη ότι «Στη δύσκολη ώρα όλοι στρέφονται στον Θεό». Επικρατεί η εντύπωση ότι οι άθεοι απαξιώνουν τον θεό, σαν πεισματάρικα παιδιά που αρνούνται τη βοήθεια του πατέρα, αλλά μόλις βρεθούν στην ανάγκη του γυρίζουν μετανιωμένα στη θαλπωρή της αγκαλιάς του, ως άλλοι άσωτοι υιοί και άσωτες θυγατέρες. Είναι όμως αλήθεια αυτό;

Φυσικά και όχι.

Η διαφορά του άθεου από τον θεϊστή δεν είναι ότι ο πρώτος απαρνιέται τον θεό, αλλά ότι απορρίπτει την πίστη.  Όταν λέμε ότι ο άθεος δεν πιστεύει στον θεό, δεν εννοούμε «δεν πιστεύει ότι τον χρειάζεται» αλλά «δεν πιστεύει ότι υπάρχει». Δεν εννοούμε ότι δεν τον εμπιστεύεται, αλλά ότι δεν έχει πεισθεί για την ύπαρξή του. Δεν έχει πεισθεί, επειδή προσεγγίζει το ερώτημα περί ύπαρξης θεού με σκεπτικισμό και όχι με πίστη. Δεν έχει πεισθεί, επειδή εξετάζει με τη λογική όλα τα στοιχεία περί της ύπαρξης θεού και βλέπει ότι δεν έχει αποδειχθεί αυτή η ύπαρξη. Δεν έχει πεισθεί, επειδή έχει καταλάβει ότι η γνώση αποκτάται μόνο με έρευνα και όχι με πίστη. Και δεν πρόκειται να πεισθεί ξαφνικά μόνο και μόνο επειδή βρέθηκε μπροστά σε μια δυσκολία της ζωής.

Έχω γράψει παλιότερα για το θέμα της πίστης και των διαφορετικών εννοιών του ρήματος «πιστεύω».

Οι άθεοι δεν είναι αρνητές του θεού, αλλά αρνητές της πίστης. Πράγμα που δυσκολεύονται αφάνταστα να συλλάβουν οι περισσότεροι πιστοί, καθώς θεωρούν απολύτως δεδομένη την ύπαρξη θεού. Δεν χωράει στη μυαλό τους πώς μπορεί κάποιος να μην πιστεύει ότι υπάρχει θεός. Είναι απολύτως βέβαιοι ότι υπάρχει ο θεός τους, το θεωρούν εξίσου προφανές για όλους και νομίζουν ότι οι άθεοι τρόπον τινά «κάνουν μούτρα» στον θεό, αλλά μόλις βρεθούν στα δύσκολα, έρχονται στα συγκαλά τους και κόβουν τα ναζάκια.

Προσωπικά, δεν έχω γνωρίσει ποτέ μου άθεο που να έγινε ξανά πιστός λόγω μιας δυσκολίας στη ζωή (ούτε και για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εδώ που τα λέμε). Κυκλοφορούν διάφορες υποτιθέμενες «προσωπικές ιστορίες» άθεων που έγιναν θρήσκοι, αλλά οι περισσότερες, αν όχι όλες, κατόπιν διερεύνησης αποδεικνύονται πλαστές ή τουλάχιστον ανεπιβεβαίωτες, από τρίτο ή τέταρτο χέρι πάντα. Αντιθέτως, υπάρχουν πολλές ιστορίες άθεων που αντιμετώπισαν κάποια σοβαρή δυσκολία στη ζωή τους, ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο με τον θάνατο και παρέμειναν άθεοι. Τέτοιες ιστορίες έχω ακούσει από πρώτο χέρι, από τα ίδια τα άτομα που τις έζησαν.

Μάλιστα, έτυχε να ζήσω μια τέτοια ιστορία κι εγώ η ίδια.

Πριν από έντεκα χρόνια, είχα ένα ορειβατικό ατύχημα. Μάλιστα με αφορμή αυτό έγραψα παλιότερα ένα άρθρο για τους άνδρες των σωμάτων ασφαλείας. Σήμερα θα γράψω πάλι για εκείνο το περιστατικό, από μια πιο προσωπική σκοπιά.

Ξεκινήσαμε με μια φίλη και με τη σκυλίτσα μου να πάμε στο Χελμό, στο Μαυρονέρι, που συνδέεται με τη  μυθική Στύγα. Απολαμβάναμε τη διαδρομή μέσα στο υπέροχο τοπίο ώσπου φτάσαμε στο φαράγγι της Στύγας. Ο καταρράκτης φαινόταν στο βάθος, αριστερά μας σε μεγάλο βάθος ήταν ο ποταμός, μπροστά και αριστερά απλωνόταν μια μεγάλη σάρα, πολλές δεκάδες μέτρα πλάτος, από την οποία περνούσε το μονοπάτι. Στα δεξιά του μονοπατιού, κατά διαστήματα, υπήρχαν σιδερένιοι κρίκοι, από τους οποίους, όπως μάθαμε αργότερα, κανονικά περνούσε ένα συρματόσχοινο που για άγνωστους λόγους, όταν περάσαμε εμείς, είχε αφαιρεθεί.

Στην αρχή τα πήγαμε καλά, αλλά σε ένα δύσκολο σημείο η φίλη μου κώλωσε. Εγώ πέρασα  πατώντας σταθερά. Μου λέει, «Πώς τα κατάφερες;» «Με αυτοπεποίθηση», της απαντώ. Την είδα που δυσκολευόταν και έκανα να γυρίσω να τη βοηθήσω, αλλά στο δεύτερο βήμα, το έδαφος υποχώρησε και βρέθηκα να γλιστρώ ταχύτατα προς τα κάτω. Προσπαθούσα να αρπαχτώ από κάπου, να βρω κάποιο πάτημα, αλλά όλα ήταν σαθρά. Συνέχισα να πέφτω με την κοιλιά, οι πέτρες μου κατάκοβαν τα δάχτυλα, το σώμα. Αγωνιζόμουν να αναχαιτίσω την πτώση μου χωρίς επιτυχία, ώσπου κάποια στιγμή το ένα μου πόδι κάπου σκάλωσε. Σταμάτησα να πέφτω, ήμουν όμως ακόμη πεσμένη μπρούμυτα μέσα στη σάρα. Κοίταξα επάνω αλλά δεν είδα τη φίλη μου. Η σκυλίτσα προσπαθούσε να έρθει σ' εμένα αλλά καθώς ερχόταν, έριχνε κι άλλες πέτρες πάνω μου. Έκανα μια κίνηση για να ανέβω, αλλά μόλις κινήθηκα, το πάτημά μου κατέρρευσε και ξανάρχισα να πέφτω. Μετά από λίγο σκάλωσα κάπου αλλού, ξαναπροσπάθησα να ανέβω και ξανάπεσα. Αυτό συνέβη άλλες δυο φορές. Κάθε φορά ανέβαινα μισό μέτρο και έπεφτα πολλά μέτρα. Σε κάποιο σημείο, η σάρα τελείωνε και άρχιζε γκρεμός - κάθετη πτώση ως το ποτάμι, πάνω από πενήντα μέτρα. Κοιτώντας κάτω έβλεπα το χείλος του γκρεμού κάθε φορά όλο και πιο κοντά. Άλλη μια πτώση και δεν θα υπήρχε γυρισμός.

Βρισκόμουν πεσμένη μπρούμυτα μέσα στα χώματα, μέσα στις πέτρες, μέσα στα αίματα, χωρίς κάποιο πραγματικά σταθερό σημείο να κρατηθώ. Ήξερα ότι με την παραμικρή κίνηση θα έπεφτα ξανά και η πτώση θα ήταν τελειωτική. Αν έπεφτα στον γκρεμό, θα σκοτωνόμουν, χωρίς αμφιβολία. Σκέφτηκα τους ανθρώπους που με αγαπούν. Σκέφτηκα το παιδί μου, έξι χρονών τότε, που δεν θα ξανάβλεπε τη μάνα του, και μου ήρθαν δάκρυα στα μάτια. Σκέφτηκα, πόσο θα ήθελα τώρα να υπήρχε η Παναγία! Να υπήρχε μια καλόβολη, παντοδύναμη θεά να με ακούσει, να με στηρίξει. Να υπήρχε μια θεά να προσευχηθώ, με όλη τη δύναμη της καρδιάς μου, να με γλιτώσει. Τι δεν θα έδινα για να υπήρχε μια τέτοια θεότητα!

Ήξερα όμως ότι δεν υπάρχει. Όσο κι αν ήθελα να υπήρχε, το γεγονός αυτό δεν μπορούσε να αλλάξει. Ήξερα με μεγάλη βεβαιότητα ότι καμία από τις θεότητες του χριστιανικού πανθέου δεν υπάρχει. Δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι δεν υπάρχει κανένας θεός, αλλά όπως έγραψα και άλλοτε, μπορώ να είμαι σίγουρη ότι δεν υπάρχει καμία από τις γνωστές θεότητες των θρησκειών των ανθρώπων. Δεν υπάρχει καμιά παντοδύναμη και πανάγαθη θεότητα. Δεν υπάρχει καμιά θεότητα που να ικανοποιεί τις προσευχές των ανθρώπων. Αυτό το είχα καταλάβει χρόνια πριν, το είχα συνειδητοποιήσει και το ήξερα πέρα από κάθε αμφιβολία. Όση ανάγκη κι αν είχα για βοήθεια, δεν θα μπορούσα ποτέ να ακυρώσω αυτή τη συνειδητοποίηση.

Εκείνη τη στιγμή, κατά παράδοξο τρόπο, αντί να νιώσω εγκαταλειμμένη και ανίσχυρη, ένιωσα να παίρνω δυνάμεις. Είπα στον εαυτό μου «Εδώ είσαι μόνη σου και ό,τι είναι να καταφέρεις, θα το καταφέρεις μόνη σου». Σκέφτηκα πάλι τους ανθρώπους που αγαπώ και πήρα δύναμη.

Κοίταξα δεξιά κι αριστερά να δω από πού θα μπορούσα να πιαστώ για να βρεθώ σε πιο ασφαλές σημείο. Δεξιά μου υπήρχε ένας καχεκτικός θάμνος, αλλά ήταν πάνω από δυο μέτρα μακριά και φοβόμουν ότι δεν θα προλάβαινα να τον φτάσω πριν πέσω πάλι. Αριστερά μου υπήρχε μια μικρή προεξοχή ενός βράχου, πάρα πολύ μικρή και στενή, ούτε μισό μέτρο, αλλά φαινόταν σταθερή και ήταν αρκετά πιο κοντά μου. Άρχισα να έρπω προς τα εκεί με μεγάλη προσοχή. Τα κομματιασμένα μου δάχτυλα πονούσαν αφόρητα, όλο μου το σώμα ήταν μια πληγή, αλλά κατάφερα να συρθώ ως την προεξοχή και να καθίσω.

Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Έβγαλα το κινητό και επικοινώνησα με τη φίλη μου. Είχε επιχειρήσει να γυρίσει προς τα πίσω αλλά είχε πέσει κι εκείνη και βρισκόταν κι αυτή παγιδευμένη σε ένα άλλο σημείο, χωρίς να τολμά να κινηθεί. Κάλεσε την πυροσβεστική, ζήτησε βοήθεια και μετά δεν είχαμε παρά να περιμένουμε. Ήμασταν σε διαρκή τηλεφωνική επαφή με ένα μέλος του ορειβατικού συλλόγου Καλαβρύτων. Η σκυλίτσα μου πηγαινοερχόταν ανάμεσα στις δυο μας, γιατί μας είχε και τις δύο έγνοια, αλλά τη δεύτερη φορά που το έκανε της έβαλα λουρί και την κράτησα αγκαλιά μαζί μου, γιατί αφ' ενός έριχνε πέτρες πάνω μου κάθε φορά που κατέβαινε, αφ' ετέρου φοβόμουν μην τυχόν πέσει στον γκρεμό. Ευτυχώς είχα ακόμη στην πλάτη μου το σακίδιό μου με ένα μπουκάλι νερό και ένα μήλο. Είχα και δυο βιβλιαράκια, φυλλαδιάκια μάλλον, ένα με φυτά κι ένα με πουλιά, που διάβαζα και ξαναδιάβαζα για να απασχοληθώ. Εκείνες τις τρεις ώρες που περίμενα καθηλωμένη, πίστεψα ότι δεν θα θελήσω να ξανακούσω ποτέ μου τον ήχο καταρράκτη. Όλα όμως πέρασαν - και τα τραύματα και η τρομάρα και η ανία.

Αλλά έμεινε η ανάμνηση - και η βεβαιότητα ότι δεν υπάρχει περίπτωση ποτέ μου να "στραφώ στον θεό".

Και δεν ήταν η μόνη φορά. Έχω βρεθεί κι άλλη φορά πολύ κοντά στον θάνατο, έχω ξυπνήσει στην εντατική, γεμάτη σωληνάκια, ποτέ μου όμως δεν διανοήθηκα να προσευχηθώ, ποτέ μου δεν ένιωσα ότι θα μπορούσα να πιστέψω ξανά ότι υπάρχει θεός. Από τη στιγμή που αποδομείς την πίστη, είναι αδύνατον πια να πιστέψεις, ακόμη κι αν το θέλεις. Από τη στιγμή που ξέρεις ότι κάτι δεν είναι αληθινό, δεν μπορείς να πείσεις τον εαυτό σου ότι είναι αληθινό. Από τη στιγμή που θα συνειδητοποιήσεις ότι οι θεοί είναι μυθικά όντα, δεν μπορείς ποτέ πια να ξαναπιστέψεις ότι είναι αληθινά, όπως ακριβώς δεν μπορείς να πιστέψεις ότι υπάρχει ο Άι Βασίλης, ο Σούπερμαν, ο Δίας, το Γέτι και άλλα μυθικά όντα.

Οι άθεοι δεν "απαρνούνται τον θεό". Αυτός που απαρνείται τον θεό, που πιστεύει δηλαδή στην ύπαρξη του θεού αλλά αρνείται να συνταχθεί μαζί του, λέγεται αρνησίθεος, όχι άθεος. Ο άθεος δεν πιστεύει στην ύπαρξη θεού. Και δεν υπάρχει περίπτωση να πιστέψει μόνο και μόνο επειδή αντιμετωπίζει δυσκολίες στη ζωή. Γνωρίζω πολλούς άθεους που βρέθηκαν σε πολύ δεινή θέση, αντιμέτωποι με τον θάνατο, και ωστόσο δεν πίστεψαν σε θεό.

Και ο αληθινός θάνατος, όμως; Τι γίνεται με τον αληθινό θάνατο; Στο κάτω κάτω όλοι αυτοί οι άθεοι που ζορίστηκαν αλλά δεν πίστεψαν, τελικά δεν πέθαναν, αφού έζησαν και μας το διηγούνται. Άρα δεν ήρθαν πραγματικά αντιμέτωποι με το τέλος τους. Μήπως λοιπόν όλοι αυτοί δεν πίστεψαν επειδή δεν είχε έρθει ακόμη η τελευταία τους ώρα; Μήπως όταν έρθει πραγματικά η ύστατη ώρα, θα πιστέψουν;

Αντί άλλου επιλόγου, θα δώσω τον λόγο στον Μπέρτραντ Ράσελ, σε αυτό το βίντεο:
-Φοβάστε καθόλου μήπως σας συμβεί κάτι που συμβαίνει συχνά σε ανθρώπους οι οποίοι ήταν σε όλη τους τη ζωή άθεοι ή αγνωστικιστές και στράφηκαν λίγο πριν πεθάνουν σε κάποια μορφή θρησκείας;
-Ξέρετε, αυτό δεν συμβαίνει τόσο συχνά όσο νομίζουν οι θρήσκοι. Γιατί οι περισσότεροι θρήσκοι νομίζουν πως είναι ενάρετη πράξη το να λένε ψέματα για τα νεκροκρέβατα των αγνωστικιστών. Στην πραγματικότητα, αυτό δεν συμβαίνει καθόλου συχνά.