Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2011

ΕΙΠΕ Ο ΓΑΪΔΑΡΟΣ...

Όσο ψυλλιασμένη κι αν είμαι, το μεγαλείο των ιεραρχών της Ορθοδοξίας δεν παύει να με εκπλήσσει. Πληροφορούμαι άναυδη από Τα Νέα ότι ο μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ κατέθεσε μήνυση κατά του ρωμαιοκαθολικού επισκόπου Νικολάου, επειδή στο εκπαιδευτήριο του ρωμαιοκαθολικού μοναχικού τάγματος του Αγίου Ιωσήφ τελείται αγιασμός για τα χριστούγεννα από ρωμαιοκαθολικό ιερέα (οποία έκπληξις, πράγματι! μα τι περίμενε; να καλέσουν ορθόδοξο;) στον οποίο παρίστανται και οι ορθόδοξοι μαθητές (και φοβάται μην κολλήσουν καθολικισμό, φτου σκόρδο!), γεγονός το οποίο, λέει, εμπίπτει στις διατάξεις περί προσηλυτισμού.

Το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα διδάσκεται στα δημόσια σχολεία, ο αγιασμός τελείται από ορθόδοξους χριστιανικούς ιερείς για όλους τους μαθητές ανεξαρτήτως δόγματος, το ίδιο και η καθημερινή ορθόδοξη χριστιανική προσευχή, και μάλιστα όπως ορίζει το Π.Δ. 201/98 (ΦΕΚ 161Α), άρθρο 13, §10, οι αλλόθρησκοι και ετερόδοξοι μαθητές οφείλουν παρευρίσκονται στο χώρο της συγκέντρωσης*, τηρώντας απόλυτη ησυχία, σεβόμενοι τους δασκάλους και τους συμμαθητές τους που προσεύχονται, χωρίς κανείς να θίγεται ή να τολμά να μιλήσει περί επιβολής και περί προσηλυτισμού.

Αν υποθέσουμε ότι υφίστανται προσηλυτισμό οι ορθόδοξοι μαθητές που παρίστανται στον αγιασμό του σχολείου αυτού, στο οποίο οι γονείς επέλεξαν να τα εγγράψουν γνωρίζοντας αναφίβολα ότι διευθύνεται από ρωμαιοκαθολικούς, τι θα πρέπει να σκεφτούμε τότε για τους μαθητές άλλων δογμάτων που παρίστανται στον αγιασμό και την προσευχή όλων των δημόσιων σχολείων, χωρίς ούτε οι γονείς τους ούτε οι ίδιοι να έχουν άλλη επιλογή;

Κι έρχεται τώρα ο μητροπολίτης μας, ο καλός αυτός άνθρωπος, και ενοχλείται από το γεγονός ότι τελείται αγιασμός από ρωμαιοκαθολικό ιερέα σε εκπαιδευτήριο που ανήκει σε ρωμαιοκαθολικό μοναστικό τάγμα. Η καταγγελία του μητροπολίτη μπορεί να είναι νομότυπη, αλλά όζει μισαλλοδοξίας και προκατάληψης. Αν το σύνταγμα και οι νόμοι δικαιώνουν μια τέτοια καταγγελία, καιρός είναι να συνειδητοποιήσουμε ότι πρέπει να αλλάξουν. Δεν είναι δυνατόν να θεωρείται "προσηλυτισμός" το ένα και να διώκεται, και "διαπαιδαγώγηση" το άλλο και να προωθείται από τη δημόσια παιδεία. Πιο κατάφωρη και αισχρή διάκριση δεν μπορεί να υπάρξει. Και καλά ο μητροπολίτης δεν μπορεί να δει πέρα από τις παρωπίδες του. Οι κρατικοί μας λειτουργοί, οι υπουργοί, οι βουλευτές, οι κυβερνήσεις, ως πού βλέπουν; Και ως πότε;

Ο μητροπολίτης έχει δικαίωμα να μηνύσει τους ρωμαιοκαθολικούς που στο δικό τους το σχολείο τέλεσαν τον δικό τους αγιασμό. Εγώ που δεν είμαι χριστιανή ορθόδοξη και το παιδάκι μου παρακολουθεί αγιασμό στην αρχή της χρονιάς από ορθόδοξο χριστιανό ιερέα, ακούει στα μαθήματα της γλώσσας, της ιστορίας, ακόμη και της μουσικής ένα σωρό ορθόδοξες χριστιανικές αναφορές, βλέπει κάθε μέρα ένα ορθόδοξο χριστιανικό εικόνισμα πάνω από την έδρα της δασκάλας του, και παρίσταται συμφώνως τω νόμω κάθε μέρα στην ορθόδοξη χριστιανική προσευχή κι έχει συνηθίσει να κάνει και το σταυρό του, σε ποιον μπορώ να κάνω μήνυση πείτε μου;

*Το ΠΔ διευκρινίζει βεβαίως ότι οι αλλόθρησκοι και ετερόδοξοι δεν συμμετέχουν στην προσευχή (αυτό πάει να πει απλώς ότι δεν τους υποχρεώνουν να την απαγγείλουν οι ίδιοι), και παρίστανται μόνον εφόσον προσέλθουν πριν αυτή γίνει - δεν είναι δηλαδή υποχρεωτικό να παρευρίσκονται. Πείτε μου όμως, ποιος γονιός είναι δυνατόν να κάθεται με το ρολόι στο χέρι έξω από το σχολείο ώστε να στείλει το παιδί του μέσα ακριβώς τη στιγμή που τελειώνει η προσευχή; Δεν μπορεί να καθυστερήσει περισσότερο, γιατί αμέσως μετά την προσευχή μπαίνουν στις τάξεις, ούτε να το βάλει νωρίτερα αν δεν θέλει να ακούσει την προσευχή: πρέπει να καραδοκεί για το σωστό δευτερολεπτο. Μιλάμε για παράλογα πράγματα.

Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2011

ΠΕΡΙ ΠΙΣΤΕΩΣ

Από καιρό θέλω να γράψω ένα άρθρο σχετικά με την έννοια της πίστης. Ήρθε ο καιρός λοιπόν να το κάνω, παίρνοντας αφορμή από ένα περιστατικό που μου συνέβη πρόσφατα.

Είχα πάει στο σπίτι μιας φίλης και της πήγα μερικές κάρτες της Ένωσης Άθεων. Μια άλλη φίλη της που βρισκόταν εκεί τις είδε, της άρεσαν πολύ και με ρώτησε πού τις βρήκα. Της είπα, με ρώτησε αν είμαι άθεη, απάντησα καταφατικά και ξεκίνησε μια κουβέντα για το θέμα του θεού και της πίστης. Παραθέτω τμήμα του διαλόγου, όσο καλύτερα το θυμάμαι, ελπίζοντας ότι δεν τον έχω παραποιήσει σημαντικά.
- Εσύ δεν πιστεύεις στον θεό;
- Πες μου τι εννοείς όταν λες "θεός".
- Κοίταξε... εγώ πάντως πιστεύω ότι υπάρχει κάτι.
- Δεν νομίζεις ότι είναι κάπως αόριστο αυτό;
- Όχι, όχι, καθόλου αόριστο!
- Μα η λέξη "κάτι" δεν είναι και πολύ συγκεκριμένη. Μπορείς να μου εξηγήσεις τι εννοείς με αυτήν;
- Ρε παιδί μου, πιστεύω... αισθάνομαι... ας πούμε μια ενέργεια, κάτι μεγαλύτερο, κάτι έξω από μένα, ή κάτι μέσα μου...
- Μισό λεπτό, μισό λεπτό. Μιλάς για πολλά διαφορετικά πράγματα, ασαφή και αντιφατικά. Είναι έξω από σένα, ή μέσα σου; Για τι μορφής ενέργεια μιλάς; Και μεγαλύτερο από τι;
- Κοίταξε να σου πω, έχω παρατηρήσει πολλές φορές, από την εμπειρία μου, περιστατικά που δείχνουν... θα σου πω ένα παράδειγμα. Κάποτε χρειαζόμουν 65 ευρώ για να εξοφλήσω ένα χρέος. Δεν ήξερα πού να τα βρω, δεν ήξερα τι να κάνω... και με παίρνει μια φίλη μου και μου λέει ότι από την τελευταία εκδρομή που κάναμε με μια μεγάλη παρέα περίσσεψαν 65 ευρώ - πρόσεξε, ούτε 60 ούτε 70, 65 ακριβώς - και αμέσως βγάζει και μου δίνει τα χρήματα... δεν ξέρω πώς σκέφτηκε εμένα, ίσως επειδή ήξερε ότι γενικά έχω δυσκολίες... τέτοια περιστατικά μου συμβαίνουν συχνά. Θυμάμαι να σου πω πάρα πολλά.
- Πολύ χαίρομαι που ήσουν τόσο τυχερή. Πες μου όμως σε παρακαλώ, θυμάσαι καθόλου περιστατικά όπου χρειαζόσουν τα 65 ευρώ και δεν τα βρήκες;
- Δεν θέλω να τα σκέφτομαι αυτά, αυτή είναι αρνητική σκέψη!
- Ίσως, αλλά για να βγάλεις κάποιο συμπέρασμα, θα πρέπει να έχεις όλα τα δεδομένα, έτσι δεν είναι;
- Εγώ πιστεύω ότι υπάρχει μια θετική ενέργεια που πραγματοποιεί τις επιθυμίες μας, υπάρχει κάτι ρε παιδί μου... αυτό εγώ το λέω θεό. Θα μου πεις βέβαια, γιατί να το πεις θεό; Κάποιοι του έχουν βάλει κάποια ταμπέλα...
- Αυτό ακριβώς θα σου πω. Θα σε ρωτήσω επίσης πώς ξέρεις ότι υπάρχει όντως αυτή η ενέργεια ή αν δεν το ξέρεις σίγουρα γιατί πιστεύεις ότι υπάρχει. Όμως είτε υπάρχει είτε όχι, γιατί να το πεις θεό; Δεν είναι παραπλανητικό;
- Ναι, αλλά το γεγονός ότι κάποιοι του έχουν βάλει ταμπέλα, δεν σημαίνει τίποτε... καθένας εννοεί αυτό που αισθάνεται...
- Όταν όμως καθένας δίνει άλλη έννοια στη λέξη, υπάρχει πρόβλημα συνεννόησης. Πρέπει να δώσουμε έναν ορισμό στη λέξη θεός και να μείνουμε σε αυτόν, για να μπορούμε να βγάλουμε κάποιο συμπέρασμα. Και πρέπει να λάβουμε υπ’ όψη μας την ταμπέλα που έχει ήδη δοθεί στη λέξη, γιατί διαφορετικά δημιουργούνται παρεξηγήσεις. Η λέξη έχει μια σημασία, δεν μπορούμε να το αγνοούμε και να της δίνουμε διαρκώς άλλη όπως μας βολεύει.
- Εσύ δεν πιστεύεις σε κάτι;
- Πες μου τι εννοείς όταν λες "πιστεύω" και θα σου πω.
- Ε, τώρα... δεν πιστεύεις στη φίλη σου, ας πούμε; Στην αγάπη; Στους ανθρώπους;
- Πάλι αναφέρεις πολλά και διαφορετικά πράγματα σαν να είναι ίδια. Ας τα πάρουμε ένα ένα. Πιστεύω στη φίλη μου σημαίνει ότι έχω εμπιστοσύνη στη φίλη μου, επειδή την γνωρίζω.
- Όχι, δεν λέω την εμπιστοσύνη, λέω αν πιστεύεις. Εγώ πιστεύω σε αυτήν.
- Πίστεψες σε αυτήν μόλις την είδες, με το καλημέρα; Ή πίστεψες αφού την γνώρισες πρώτα και σχημάτισες μια εικόνα για τον χαρακτήρα της;
- ...
- Η "πίστη" σε έναν άνθρωπο χτίζεται σταδιακά, είναι δείγμα εμπιστοσύνης. Η πίστη στην αγάπη , είπες, είναι διαφορετική. Όταν λες ότι πιστεύεις στην αγάπη, μήπως στην πραγματικότητα εννοείς ότι θεωρείς την αγάπη αξία;
- Ναι, αυτό λέω, πιστεύω στην αγάπη, εννοώ ότι πιστεύω στην αξία της αγάπης... αλλά αυτό για τους φίλους, δεν είναι το ίδιο, άλλο η πίστη και άλλο η εμπιστοσύνη... εγώ πιστεύω στη φίλη μας...
- Όταν λέμε ότι πιστεύουμε στους φίλους μας, εννοούμε ότι τους έχουμε εμπιστοσύνη, επειδή τους γνωρίζουμε και ξέρουμε την αξία τους, τις αρχές τους, τις δυνατότητές τους, τις προθέσεις τους. Όταν λέμε ότι πιστεύουμε στην αγάπη, εννοούμε ότι την υιοθετούμε ως αξία στη ζωή μας. Όταν λέμε ότι πιστεύουμε στον θεό, εννοούμε ότι τρέφουμε την πεποίθηση πως υπάρχει, χωρίς να διαθέτουμε αποδείξεις και τεκμήρια για το γεγονός αυτό. Είναι πολύ διαφορετικά πράγματα.
- Τι να σου πω, αυτό μου ακούγεται κάπως, είναι πολύ...
- ...λογικό μήπως;
- Ναι, κοίταξε, καλή είναι η λογική, αλλά χρειάζεται και άλλα πράγματα, το συναίσθημα ας πούμε...
- Φυσικά και χρειάζομαι το συναίσθημα για να σχετιστώ με τους φίλους μου και τους άλλους ανθρώπους. Όταν όμως θέλω να κατανοήσω πώς λειτουργεί ο κόσμος και ποια είναι η πραγματικότητα, χρειάζομαι τη λογική.
- Α, είναι πολύ εγκεφαλικό για μένα αυτό.

Ανάλυση

Κατά την άποψή μου, η λέξη πίστη χρησιμοποιείται στην καθομιλουμένη με πολλές διαφορετικές έννοιες.
Όλες τους λίγο έως πολύ οι έννοιες του "πιστεύω" μπορούν να αναχθούν στη φράση "τρέφω την πεποίθηση", όπου η εν λόγω πεποίθηση είναι περισσότερο ή λιγότερο βάσιμη - κι εκεί έγκειται η διαφορά και η διάκρισή τους, όπως θα αναλύσω παρακάτω.

1. Εμπιστοσύνη, π.χ. "πιστεύω σε εσένα" σημαίνει "σε εμπιστεύομαι".
Όταν λέμε ότι πιστεύουμε σε κάποιον εννοούμε ότι έχουμε σχηματίσει την πεποίθηση, από την μέχρι τώρα συμπεριφορά του και όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με εκείνον, ότι θα μας φερθεί καλοπροαίρετα, ή/και ότι έχει τις ικανότητες που απαιτούνται για να πετύχει έναν συγκεκριμένο στόχο. Πιστεύουμε ότι είναι καλός φίλος, πιστεύουμε ότι θα περάσει τις εξετάσεις του, πιστεύουμε ότι θα πάρει τη δουλειά - το συμπεραίνουμε από τα δεδομένα που έχουμε συλλέξει γι' αυτόν τον άνθρωπο, έστω και ασυναίσθητα.
Η πεποίθησή μας αυτή έχει μια βάση, επηρεάζεται όμως και από τα συναισθήματά μας, που μας κάνουν να μεροληπτούμε, είτε ασυναίσθητα είτε συνειδητά. Θέλουμε να είναι ο φίλος μας καλός μαζί μας, επομένως προτιμάμε να το πιστέψουμε. Αρχικά βέβαια περιμένουμε να τον γνωρίσουμε καλά πριν τον εμπιστευθούμε, μόλις όμως χτιστεί η αρχική εμπιστοσύνη, προσπαθούμε να την διατηρήσουμε, επιλέγοντας πολλές φορές να αγνοήσουμε ενδείξεις που την καταρρίπτουν. Αν όμως οι ενδείξεις αυτές γίνουν πολλές και σαρωτικές, ή αν τελικά γίνουν αποδείξεις, τότε και η εμπιστοσύνη καταρρέει.
Κάτι ανάλογο γίνεται και με την πεποίθηση ότι ο φίλος μας θα έχει επιτυχίες, επαγγελματικές ή άλλες. Αξιολογούμε βέβαια τις πραγματικές του ικανότητες, συχνά όμως επιλέγουμε, περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά, να εναποθέσουμε περισσότερη εμπιστοσύνη σε αυτόν απ' όσο θα δικαιολογούσαν τα δεδομένα μας, επειδή επιθυμούμε να πετύχει, και επειδή επιθυμούμε να του μεταδώσουμε την πεποίθησή μας, να του χαρίσουμε αυτοπεποίθηση, να του τονώσουμε το ηθικό. Και εδώ όμως, αν τα δεδομένα στραφούν κατάφωρα εναντίον μας, η εμπιστοσύνη μας θα κλονιστεί.
Ώστε λοιπόν η πίστη στον φίλο είναι εμπιστοσύνη, η οποία είναι εν μέρει βάσιμη (προϊόν δεδομένων και λογικής επεξεργασίας) κι εν μέρει αβάσιμη (προϊόν ευσεβούς πόθου). Η πίστη αυτή μπορεί βεβαίως να προδοθεί ή να κλονιστεί, αυτό όμως τι σημαίνει; Σημαίνει ότι είτε είχαμε εξ αρχής εσφαλμένα ή ελλιπή δεδομένα, είτε δεν τα επεξεργαστήκαμε σωστά, είτε τα δεδομένα άλλαξαν στην πορεία και δεν το αντιληφθήκαμε, είτε επιλέξαμε να εναποθέσουμε εμπιστοσύνη σε ανάξιο γι' αυτήν άτομο.

2. Υιοθέτηση αξίας, π.χ. "πιστεύω στην αγάπη" σημαίνει "υιοθετώ την αγάπη ως αξία στη ζωή μου".
Όταν λέμε ότι πιστεύουμε στην αγάπη, δεν εννοούμε ότι διαπιστώσαμε την ύπαρξη της αγάπης, ούτε ότι τρέφουμε την πεποίθηση πως υπάρχει χωρίς όμως να έχουμε καμία απόδειξη γι' αυτό. Η αγάπη υπάρχει διαπιστωμένα, είτε μας αρέσει είτε όχι, είτε το θέλουμε είτε όχι - όπως και το μίσος, η καλοσύνη, η ζήλια, η ευγένεια, η εχθρότητα, κι ένα σωρό άλλες πτυχές της ανθρώπινης συμπεριφοράς και των ανθρώπινων συναισθημάτων.
Βιώνουμε την αγάπη μέσα από τις σχέσεις μας, την βρίσκουμε ικανοποιητική, την αξιολογούμε ως πολύτιμη, και την ενσωματώνουμε στο σύστημα αξιών μας. Μέχρις εδώ έχουμε βασιστεί σε δεδομένα και έχουμε πάρει μια προσωπική και επομένως υποκειμενική απόφαση. Από εκεί και μετά ενδέχεται να μεροληπτούμε ως προς τη δύναμη της αγάπης, ως προς το κατά πόσον είναι διαδεδομένη, κατά πόσον μπορεί να διαδοθεί, κατά πόσον μπορεί να επιβληθεί και να εξαπλωθεί.
Όταν λέμε λοιπόν ότι πιστεύουμε στην αγάπη εννοούμε ότι μας δίνει ικανοποίηση, ότι προσπαθούμε να την καλλιεργούμε, ότι την έχουμε υιοθετήσει ως αξία, ότι ελπίζουμε πως θα επικρατήσει έναντι του μίσους, καθώς επίσης και ότι τρέφουμε την πεποίθηση πως μπορεί να επηρεάσει τους ανθρώπους, πως είναι ισχυρότερη από το μίσος, πως μπορεί να επικρατήσει στον κόσμο, πεποιθήσεις οι οποίες είναι εν μέρει βάσιμες κι εν μέρει αβάσιμες

3. Βάσιμη εκτίμηση, π.χ. "πιστεύω ότι το τάδε άλογο θα κερδίσει τον αγώνα" σημαίνει "εκτιμώ βάσει των δεδομένων ότι το τάδε άλογο έχει περισσότερες πιθανότητες από τα άλλα να κερδίσει τον αγώνα".
Όταν χρησιμοποιούμε το "πιστεύω" με την έννοια αυτή μπορεί να θεωρηθεί περίπου συνώνυμο με το "θεωρώ" και το "νομίζω", και κατά τη γνώμη μου στην περίπτωση αυτή είναι απείρως προτιμότερο να χρησιμοποιούμε αυτά, προς αποφυγήν παρεξηγήσεων. Συνήθως χρησιμοποιούμε το "πιστεύω" όταν η πεποίθησή μας είναι ισχυρότερη και τα "θεωρώ" ή "νομίζω" όταν είναι λιγότερο ισχυρή. Σε κάθε περίπτωση όμως, με λίγη συζήτηση διαφαίνεται ότι η πεποίθησή μας είναι αρκετά βάσιμη και συνιστά προϊόν λογικής επεξεργασίας δεδομένων, αν και βεβαίως δεν μπορεί να θεωρηθεί βεβαιότητα ούτε και αξιώνουμε κάτι τέτοιο.
Ο άνθρωπος που τρέφει μια τέτοια πεποίθηση δεν προσβάλεται αν αυτή αμφισβητηθεί, και είναι διατεθειμένος να την συζητήσει και να ακούσει επιχειρήματα για άλλες θέσεις, ακόμη και διαμετρικά αντίθετες. Κανείς δεν θέλει να χάσει στο στοίχημα του ιπποδρόμου, όσο λοιπόν κι αν πιστεύει ότι το τάδε άλογο θα κερδίσει, αν έχει μια αξιόπιστη πληροφορία για το αντίθετο, θα την αξιολογήσει και θα την λάβει σοβαρά υπ' όψη του.
Εδώ μπορεί να ενταχθεί και η υποτιθέμενη "πίστη" σε κάποια επιστημονική θεωρία ή στην επιστήμη γενικά. Οι επιστημονικές θεωρίες διατυπώνονται βάσει παρατηρήσεων και λογικής επεξεργασίας και καταβάλλεται μεγάλη προσπάθεια να προσεγγίσουν την πραγματικότητα. Εάν δε τα δεδομένα τις αντικρούσουν, απορρίπτονται χωρίς δεύτερη σκέψη. Πλήρης αντίθεση με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις που διατυπώνονται με μόνο γνώμονα να ικανοποιήσουν συναισθηματικές ανάγκες των πιστών και δεν επιδέχονται λογική αμφισβήτηση ούτε απόρριψη. Η επιστήμη λειτουργεί με βάση τις επιστημονικές θεωρίες όπως τις περιγράψαμε πιο πάνω, με βάση δηλαδή τα τεκμήρια, τη λογική επεξεργασία και την επαλήθευση, και συνιστά διαπιστωμένα τον μόνο αξιόπιστο και αποτελεσματικό τρόπο κατανόησης και χειρισμού του κόσμου.
Ώστε όταν λέμε πιστεύω ότι το τάδε άλογο θα κερδίσει ή πιστεύω ότι θα πέσουν οι τιμές στο χρηματιστήριο ή πιστεύω ότι θα βρέξει αύριο και τα όμοια, αναφερόμαστε σε μια βάσιμη πεποιθηση που σχηματίσαμε με βάση πραγματικά δεδομένα και λογική επεξεργασία - τις επιδόσεις του αλόγου, την κίνηση του χρηματιστηρίου, τις καιρικές συνθήκες που παρατηρήσαμε.

4. Αβάσιμη πεποίθηση, π.χ. "πιστεύω στις νεράιδες" σημαίνει "τρέφω την πεποίθηση ότι υπάρχουν νεράιδες παρά το γεγονός ότι δεν διαθέτω αποδείξεις και παρά το γεγονός ότι υπάρχουν πολλές ενδείξεις για το αντίθετο".
Εδώ εντάσσεται επίσης η πίστη στους καλικάντζαρους, στα ζώδια, στον άγιο Βασίλη, στο γέτι των Ιμαλαΐων, στους δαίμονες και στους θεούς. Όλες αυτές οι οντότητες, καθώς και άλλες πολλές, είναι προϊόντα μυθοπλασίας κατά συνεπώς πάσα πιθανότητα φανταστικές, γεγονός που κάθε λογικός άνθρωπος αναγνωρίζει και παραδέχεται. Δεν υφίσταται κανένα τεκμήριο για την ύπαρξή τους, όλες οι ιστορίες που τα αφορούν είναι ανεκδοτολογικές και μυθολογικές, πολλά στοιχεία συνηγορούν υπέρ της ανυπαρξίας τους, και παρ' όλ' αυτά πολλοί άνθρωποι τρέφουν την πεποίθηση ότι υπάρχουν.
Τέτοιες πεποιθήσεις, ακριβώς επειδή δεν βασίζονται σε δεδομένα ούτε σε λογική αλλά έρχονται σε αντίθεση και με τα δύο, τοποθετούνται υπεράνω αμφισβήτησης από όσους τις τρέφουν. Η πίστη, δηλαδή η εμμονή στην αβάσιμη πεποίθηση σε πείσμα των δεδομένων και της λογικής, υιοθετείται ως αξία, και όσο περισσότερο αμφισβητείται η πίστη από άλλους ανθρώπους ή αντικρούεται από τα δεδομένα, τόσο ο πιστός αισθάνεται δικαιωμένος και ικανοποιημένος για την ικανότητά του να παραμένει προσκολλημένος στην πεποίθησή του.
Όταν λοιπόν μιλάμε για πίστη στο θεό, εννοούμε αβάσιμη πεποίθηση η οποία δεν επιδέχεται αμφισβήτηση.

Συμπέρασμα

Η τεράστια παρεξήγηση που δημιουργείται εξαιτίας όλων αυτών είναι ότι στη φράση "πιστεύω στον θεό" παραλείπουμε ως αυτονόητο τη λέξη "ύπαρξη": στην πραγματικότητα εννοούμε "πιστεύω ότι υπάρχει θεός".

Αντίθετα όταν λέμε "πιστεύω στον φίλο μου" ή "πιστεύω στην αγάπη" προφανώς δεν εννοούμε "πιστεύω ότι υπάρχει ο φίλος μου" ή "πιστεύω ότι υπάρχει η αγάπη", αλλά "πιστεύω ότι ο φίλος μου έχει καλό χαρακτήρα" ή "πιστεύω ότι ο φίλος μου έχει ικανότητες" και "πιστεύω ότι η αγάπη είναι πολύτιμη" ή "πιστεύω ότι η αγάπη είναι ισχυρή" αντίστοιχα.

Το γεγονός ότι ο φίλος μου υπάρχει δεν χρειάζεται να το πιστέψω: το διαπιστώνω με τις αισθήσεις και την αντίληψή μου, και μπορεί να το διαπιστώσει καθένας, μπορεί να τον βγάλει φωτογραφία, να τον ζυγίσει, να τον μετρήσει, να του κάνει ανάλυση αίματος πράγματα που δεν μπορεί κανείς να κάνει με τον θεό.

Το γεγονός ότι υπάρχει αγάπη μπορούμε επίσης να το διαπιστώσουμε: είναι μια πτυχή της ανθρώπινης συμπεριφοράς, τόσο αληθινή όσο και το μίσος, είτε μας αρέσει είτε όχι, είτε το θέλουμε είτε όχι, είτε την νιώθουμε είτε όχι. Δεν χρειάζεται να πιστέψουμε ότι υπάρχει, το παρατηρούμε καθημερινά στη συμπεριφορά των ανθρώπων γύρω μας.

Το γεγονός ότι υπάρχει θεός όμως δεν μπορούμε να το διαπιστώσουμε: για να το δεχτεί κάποιος πρέπει να το πιστέψει, δηλαδή να κάνει στην άκρη τη λογική του, να αγνοήσει την ανυπαρξία τεκμηρίων υπέρ της ύπαρξής του και την αφθονία ενδείξεων της ανυπαρξίας του, και να πει "υπάρχει" γιατί έτσι, γιατί έτσι θέλει, γιατί έτσι του αρέσει, γιατί έτσι του είπε η μαμά του ή γιατί αισθάνεται καλά όταν το λέει, και τέρμα.

Έχει μια μικρή διαφορά, δεν νομίζετε;

Μια μικρή ειδοποιό διαφορά που θεωρώ σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε όλοι, πιστοί και άπιστοι, και να λαμβάνουμε υπ' όψη μας όταν χρησιμοποιούμε λέξεις όπως "πιστεύω" και "πίστη".

Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011

ΤΟ εΛΛΗΝΑΚΙ

Προσφάτως συνειδητοποίησα ότι είχα παραλείψει να προσθέσω στη λίστα με τα μπλογκ που παρακολουθώ ένα από τα καλύτερα: Το ελληνάκι.

Έβαλα με μικρό αρχικό έψιλον τον τίτλο στον τίτλο, επειδή το ίδιο το ελληνάκι το θέλει το μικρό αρχικό του, κατ' αντιδιαστολή με τον κάθε ΕΛΛΗΝΑΡΑ που είναι όλο κεφαλαία και σκάει μόλις τον τρυπήσεις με καρφίτσα.

Πολλά λόγια δεν χρειάζονται, άλλωστε δεν είναι νέο μπλογκ. Ρίξτε μια ματιά και πεισθείτε μόνοι σας.

Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2011

ΤΙΜΗΣ ΕΝΕΚΕΝ

Κάθε φορά που καθαρίζω το σπίτι, θυμάμαι την Αγγελική.

Η Αγγελική ερχόταν μια φορά την εβδομάδα στο πατρικό μου και καθάριζε. Ερχόταν τόσο πολλά χρόνια ώστε έμοιαζε πλέον "της οικογένειας". Όσο κι αν έμοιαζε, όμως, ήξερε και ξέραμε ότι δεν ήταν.

Η Αγγελική άρχισε να εργάζεται από 11 ετών. Δεδομένου ότι σήμερα τα έχει πατήσει τα εβδομήντα, μιλάμε περίπου για το 1940. Ήταν από πολύ φτωχή οικογένεια, νομίζω ορφανή από πατέρα. Κάποιος συγγενής της πρότεινε σε μια θεία της μητέρας μου να την πάρει εσωτερική, χωρίς μισθό, για να κάνει τις δουλειές και "να τρώει και κάτι", γιατί στο δικό της σπιτικό δεν είχαν να φάνε. Είναι πιθανό να επρόκειτο για την περίοδο της κατοχής, που το φαγητό σπάνιζε, αν και δεν είμαι σίγουρη: ενδεχομένως να ήταν προπολεμικά. Θα πρέπει να ρωτήσω τη μητέρα μου, θεματοφύλακα των οικογενειακών μύθων.

Όπως και να έχει, η ενδεκάχρονη τότε Αγγελική πήγε στο σπίτι της εικοσάχρονης περίπου και νιόπαντρης τότε θείας της μητέρας μου, σε μια επαρχιακή πόλη. Ο θρύλος λέει ότι ήταν τόσο καχεκτική και αδύνατη που φαινόταν οκτώ χρονών και όχι έντεκα. Η αφεντικίνα της ευτυχώς δεν της έβαλε βαριές δουλειές. Από την άποψη αυτή ήταν τυχερή, γιατί δεν θα ήταν καθόλου παράξενο για τα δεδομένα της εποχής να την βάλουν να σκοτώνεται στη δουλειά από το πρωί ως το βράδυ και να της ρίχνουν και κανένα σκαμπίλι. Για καλή της τύχη όμως δεν έγινε έτσι: βοηθούσε σε διάφορες ελαφρές δουλειές και σίγουρα έτρωγε πολύ καλύτερα απ' όσο στο σπίτι της.

Όταν γεννήθηκε η κόρη της αφεντικίνας της, η Αγγελική έγινε σωστή μάνα. Η αληθινή μάνα του μωρού για κάποιο λόγο δεν το άντεχε. Το κλάμα την εκνεύριζε, η φροντίδα του παιδιού την κούραζε και την απωθούσε, με αποτέλεσμα η Αγγελική, μεγαλύτερη τώρα πια, να επιφορτιστεί μετά χαράς όλες τις απεχθείς μικροδουλειές που αφορούσαν το μωρό: τάισμα, πλύσιμο, ντύσιμο, κοίμισμα, βόλτα. Το παιδάκι έφτασε να θεωρεί την Αγγελική μάνα του περισσότερο απ' όσο θεωρούσε την φυσική του μητέρα. Όταν, μετά από μερικά χρόνια, η Αγγελική έφυγε για την Αθήνα, για να εργαστεί στο πατρικό μου σπίτι, το καημένο το παιδί πλάνταξε στο κλάμα: "Αλικό μου! Αλικό μου!"

Έτσι η Αγγελική βρέθηκε να ζει στο σπίτι όπου πολύ αργότερα θα γεννιόμουν εγώ. Απ' όσο ξέρω δεν έμεινε πολύν καιρό εκεί: παντρεύτηκε και άνοιξε δικό της σπιτικό. Μετά απ' αυτό συνέχισε να εργάζεται σε σπίτια σαν καθαρίστρια, ξεκινώντας από τα σπίτια συγγενών και γνωστών όπου την είχαν συστήσει οι δικοί μου. Και μέχρι την ημέρα που σταμάτησε να εργάζεται, πολύ μεγάλη πλέον, με κιρσούς στα πόδια και με αρθρίτιδα, ακόμη και όταν είχε αφήσει τους περισσότερους πελάτες της γιατί ήταν πια κουρασμένη και σε ηλικία συνταξιοδότησης, εξακολούθησε να καθαρίζει το δικό μας σπίτι.

Από παιδί θυμάμαι την Αγγελική να έρχεται κάθε Παρασκευή, γελαστή, κεφάτη, πάντα ευδιάθετη. Πήγαινε στο μικρό μπάνιο και άλλαζε, φυλώντας τα ρούχα της σε ένα ντουλάπι που βρισκόταν απ' έξω, το ίδιο ντουλάπι που βάζαμε τις σκούπες και τα ξεσκονόπανα. Ύστερα ξεσήκωνε το σπίτι και άρχιζε. Όταν είχε σειρά να καθαρίσει κάποιο δωμάτιο, τίποτε δεν τη σταματούσε: όποιος κι αν ήταν μέσα, ό,τι κι αν έκανε, έμπαινε φουριόζα κι έβαζε μπρος την ηλεκτρική. Το μόνο μέρος που είχε μια σχετική ασυλία ήταν το γραφείο του πατέρα μου, αλλά και εκεί ακόμη διεκδικούσε το δικαίωμα να το καθαρίσει, ακόμη κι αν εκείνος είχε κάποια δουλειά. Το μόνο που δεν πείραζε ήταν τα χαρτιά του: της το είχε απαγορεύσει. Ξεσκόνιζε μόνος του την επιφάνεια του γραφείου, για να μην του τα ανακατέψουν. Όσο εκείνη επέμενε ότι έπρεπε να καθαρίσει, εκείνος απαντούσε: "Η σκόνη που κάθεται δεν ενοχλεί κανέναν. Η σκόνη που ανακατεύετε εσείς με τα ξεσκονόπανα, αυτή είναι που μας χώνεται στη μύτη."

Όταν έπιανε το σαλόνι, αναποδογύριζε τις καρέκλες για να σκουπίσει κάτω από το τραπέζι. Έπιανε κάθε μια καρέκλα, ξύλινη, βαριά, με δερμάτινο κάθισμα και ράχη, και με το ξεσκονόπανο καθάριζε τα πόδια και τα δυο ξύλα που ενώνονταν χιαστί ανάμεσά τους και τα στήριζαν. Ύστερα κάθιζε την καρέκλα ανάποδα πάνω στην επιφάνεια του μετάλου τραπεζιού με τα σκαλιστά πόδια, πιο χοντρά από τα δικά μου, ενωμένα κι αυτά με φαρδιά ξύλα σε σχήμα >--<, όπου μου άρεσε να κάθομαι και να παίζω, ιδίως όταν ήταν στρωμένο κανένα φαρδύ τραπεζομάντηλο και ο χώρος αποκάτω θύμιζε σπηλιά ή κρυφό καταφύγιο.

Αυτήν την κίνηση, το αναποδογύρισμα, το ξεσκόνισμα, αυτό θυμάμαι κάθε φορά που καθαρίζω την κουζίνα μου. Εγώ βλέπετε δεν έχω τραπεζαρία, δεν είμαστε τέτοιο στυλ, τρώμε στην κουζίνα, μόνο χριστούγεννα και πάσχα τρώμε στο σαλόνι, και τότε φέρνουμε μέσα το πτυσσόμενο τραπέζι απ' το μπαλκόνι μας και του πετάμε ένα ωραίο τραπεζομάντιλο. Την παλιά τραπεζαρία την έχει κρατήσει η αδελφή μου, μαζί με τον ασορτί μπουφέ, αλλά την έχει κι εκείνη χωμένη σε μια αποθήκη, γιατί θέλει πολύ μεγάλο σαλόνι για να τα χωρέσει αυτά. Το πατρικό μου ήταν τεράστιο βλέπετε, το δικό μου σπίτι δεν είναι ούτε το μισό.

Κάθε φορά που καθαρίζω την κουζίνα μου, θυμάμαι την Αγγελική. Που ήταν της οικογένειας κι ας μην ήταν. Γιατί μπορεί η μάνα μου να με έμαθε να φτιάχνω πατάτες γιαχνί και ο πατέρας μου να με έμαθε να αλλάζω μια πρίζα, αλλά η Αγγελική με έμαθε να αναποδογυρίζω τις καρέκλες, να τους ξεσκονίζω τα πόδια και να τις ακουμπάω ανάποδα πάνω στο τραπέζι για να σκουπίσω και να σφουγγαρίσω από κάτω.

Ποτέ μου δεν πήρα "γυναίκα". Καθαρίζω μόνη μου το σπίτι. Όχι για λόγους οικονομικούς, αλλά από θέση. Γιατί δεν θέλω να έχω δούλους, και έχω παρατηρήσει ότι στους καθαριστές και τους κάθε λογής υπηρέτες συμπεριφερόμαστε αναπόφευκτα σαν σε δούλους - έστω κι αν είμαστε ευγενικοί και συκακταβατικοί αφεντάδες, δεν παύουμε να νιώθουμε αφεντάδες - και γιατί πιστεύω ότι το καθάρισμα του σπιτιού είναι όπως η προσωπική καθαριότητα: κάτι που καθένας οφείλει να κάνει μόνος του για τον εαυτό του. Θεωρώ ότι καθένας πρέπει να καθαρίζει αυτά που λερώνει και να τακτοποιεί αυτά που αναστατώνει. Μάλιστα πιστεύω ότι το ίδιο ισχύει και σε κοινωνικό επίπεδο: όλοι θα έπρεπε να κάνουμε μια εξάμηνη θητεία ως οδοκαθαριστές ή έστω κάποιες βάρδιες. Νομίζω ότι αν το κάναμε, θα προσέχαμε πολύ περισσότερο να μην ρυπάνουμε. Ακόμη και τα πολύ "σημαίνοντα" πρόσωπα, ας πούμε ο πρόεδρος της δημοκρατίας ή ένας διάσημος νευροχειρουργός. Πάντα μπορεί να βρεθεί λίγος χρόνος, έστω και μια φορά το μήνα, κι άλλωστε δεν είναι κανείς πρόεδρος όλη του τη ζωή.

Γι' αυτό λοιπόν καθαρίζω μόνη μου το σπίτι μου, αλλά και γιατί δεν μου αρέσει να χώνεται άλλος στον προσωπικό μου χώρο: νιώθω ότι τον σφετερίζεται. Γιατί αν δεν καθαρίσω μόνη μου την κουζίνα, πώς θα κρατήσω ζωντανή την μνήμη της Αγγελικής;

Όταν τελείωνε με το σπίτι, έπιανε τη βεράντα, μεγάλη όσο το σαλόνι κι ακόμη μεγαλύτερη. Με το ένα χέρι έριχνε νερό με το λάστιχο και με το άλλο χέρι κρατούσε τη σκούπα και έσπρωχνε τα νερά προς την άκρη, να πέσουν στο χώμα του κήπου. Καμιά φορά μου άρεσε να της κρατώ εγώ το λάστιχο, ή να σπρώχνω τα νερά με τη σκούπα, γιατί ήταν διασκεδαστικό, και γιατί η Αγγελική ήταν πάντα γελαστή και πάντα ευχάριστη παρέα.

Κι όταν απόσωνε όλες τις δουλειές, πήγαινε πάλι στο μικρό μπάνιο, άλλαζε ρούχα, και τότε η μάνα μου της έδινε ένα μασούρι με χρήματα που τα έβαζε στην τσάντα της. Και γύριζε σπίτι της, με δύο λεωφορεία, ως την επόμενη φορά.

Μέχρι που μεγάλωσε πολύ δεν μπορούσε πια να εργαστεί, αλλά σε μας ερχόταν ακόμη, νομίζω πιο πολύ από συνήθεια, κάπως σα να λέμε τιμής ένεκεν. Γιατί δεν έκανε πια πολλές δουλειές, δεν είχε αντοχή, και η μητέρα μου ήταν κι αυτή μεγάλη, και άρχισε να παίρνει και μιαν άλλη γυναίκα κάθε δεκαπέντε. Αλλά η Αγγελική ερχόταν, όσο άντεχε, και αναποδογύριζε τις καρέκλες και τις περνούσε με το ξεσκονόπανο.

Κι όταν πια δεν μπορούσε ούτε αυτό να κάνει, σταμάτησε πια να 'ρχεται. Έγινε σαν μια μακρινή ξαδέλφη που τηλεφωνεί στις γιορτές και περνά μια δυο φορές το χρόνο για έναν καφέ. Μαθαίνω νέα της από τη μάνα μου. Σπάνια τη βλέπω πια.

Μα την θυμάμαι κάθε φορά που καθαρίζω την κουζίνα και αναποδογυρίζω τις καρέκλες.

Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2011

ΟΧΙ ΑΛΛΗ ΑΝΟΧΗ

Οι τακτικοί αναγνώστες μου γνωρίζουν ότι το μόνο περιοδικό έντυπο που διαβάζω είναι το ένθετο της κυριακάτικης El País, κι αυτό επειδή ο άντρας μου αγοράζει την εφημερίδα.

Στο τελευταίο τεύχος λοιπόν, με αφορμή την επέτειο των 35 ετών του ένθετου, σε ένα παλιό άρθρο σχετικά με την μετανάστευση, διαβάζω για την Μελίγια, το ένα από τα δύο ισπανικά προπύργια στην βόρεια ακτή της Αφρικής, ότι ονομάζεται και "πόλη της ανεκτικότητας" ("ciudad de la tolerancia") επειδή εκεί συμβιώνουν αρμονικά μουσουλμάνοι, χριστιανοί και εβραίοι (αρμονικά πάει να πει, υποθέτω, ότι δεν σφάζονται αναμεταξύ τους, αν μη τι άλλο).

Η λέξη "ανεκτικότητα" ήταν που με έβαλε σε σκέψεις.

Στην σύγχρονη προοδευτική κοινωνία μας, η ανεκτικότητα (tolerance όπως λέμε στα ελληνικά) προβάλλεται ως ιδανικό.

Μιλάμε για "ανεξιθρησκεία" και θεωρούμε ότι είναι μια ιδανική κατάσταση για τις σχέσεις μεταξύ ανθρώπων με διαφορετικές θρησκευτικές πεποιθήσεις. Είναι και που αυτό το "ανεξι" στο πρώτο συνθετικό θυμίζει κάπως την "ανεξαρτησία" που ακούγεται ωραία και απελευθερωτικά, και δεν συνειδητοποιούμε ίσως ότι στην πραγματικότητα προέρχεται από την "ανοχή", πάει να πει ότι ανεχόμαστε όλες τις θρησκείες - κάπως όπως ανεχόμαστε την κυβέρνηση ή τις αλλαγές του καιρού: σαν αναγκαία ή αναπόφευκτα δεινά.

Ανεχόμαστε τους "αλλόθρησκους", ανεχόμαστε τους "αλλοδαπούς", ανεχόμαστε κάθε τι "άλλο" και "ξένο", με την ανωτερότητα και τη μεγαλοθυμία των πολιτισμένων. Ή τέλος πάντων, παριστάνουμε ότι τα ανεχόμαστε, αρκεί να μην μας ενοχλούν, να ξέρουν ποια είναι η θέση τους, βρε αδελφέ, να μην αξιώνουν τίποτε παραπάνω από αυτήν την ανεκτικότητα. Οι αλλόθρησκοι να αρκούνται στο δικαίωμα απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών και από τη συμμετοχή σε τελετές, να μην ζητούν κατάργηση του μαθήματος και των τελετών, να αρκούνται στο δικαίωμα της λατρείας, να μην ζητούν κατασκευή τεμένους για να ασκήσουν αυτό τους το υποτιθέμενο δικαίωμα. Οι αλλοδαποί να αρκούνται στις δουλειές δεύτερης και τρίτης κατηγορίας , να μην ζητούν πιο αξιόλογη καριέρα, να αρκούνται στην σιωπηρή ανοχή της παρουσίας τους και στην σιωπηρή εκμετάλλευσή τους, να μην ζητούν κοινωνική ένταξη και ισοτιμία στην εργασία.

Οι λευκοί, χριστιανοί, παραδοσιακοί ευρωπαίοι της Γαλλίας, της Ελβετίας, του Βελγίου, ανέχονται τους σκούρους μουσουλμάνους μετανάστες - ή και όχι τόσο μετανάστες πια, μετά από δυο και τρεις γενιές - και τούμπαλλιν: οι μετανάστες ανέχονται τους γηγενείς (των οποίων οι πρόγονοι μετανάστευσαν εκεί μάλλον αρκετά παλαιότερα κι έτσι έχουν κατακτήσει το δικαίωμα να νιώθουν ότι ο τόπος είναι "δικός τους"). Περνούν ο ένας δίπλα από τον άλλον ρίχνοντας κλεφτές ματιές, οι μουσουλμάνες κυρίες με τις μαντίλες τους, προμαχώνα της εθνικής και θρησκευτικής τους ταυτότητας για εκείνες, εξοβελισταίο σύμβολο καταπίεσης της γυναίκας για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Ανέχονται την παρουσία ο ένας του άλλου, αν όμως ο γιος ετούτων θελήσει να παντρευτεί την κόρη εκείνων, θα πρέπει να υπερπηδήσει μια σειρά από εμπόδια συχνά ανυπέρβλητα - τα δάκρυα, το θυμό, την ανησυχία, την αποξένωση - με αποτέλεσμα στην πλειονότητα των περιπτώσεων να μην το διανοηθεί καν.

Μαύροι ανέχονται λευκούς, γαύροι ανέχονται βάζελους, θρήσκοι ανέχονται άθεους, όλοι τελικά ανεχόμαστε όλους τους "άλλους" - γείτονες, συναδέλφους, συνανθρώπους, συγκατοίκους στον πλανήτη Γη - και κάτω από τη λεπτή κρούστα της ανοχής σιγοβράζει η ενόχληση, η απέχθεια, η μισαλλοδοξία, η οργή. Είναι αυτό τελικά το ζητούμενο;

Είναι άραγε αρκετό να ανεχόμαστε τους άλλους, ή μήπως χρειάζεται κάτι παραπάνω; Μήπως χρειάζεται να ενθαρρύνουμε τα παιδιά μας να παίξουν μαζί, αντί να τα διδάσκουμε να φέρονται αναμεταξύ τους με συγκατάβαση; Μήπως χρειάζεται να δεχτούμε την κυρία με την μαντίλα της και να την καλοσωρίσουμε, σεβόμενοι την επιλογή της, και εκείνη από τη μεριά της χρειάζεται να την βγάλει αυθόρμητα, τιμώντας το δικό μας καλοσώρισμα; Μήπως χρειάζεται να ανοίξουμε διάπλατα τις πόρτες και να στρώσουμε το καλό σερβίτσιο, αντί να ανοίγουμε μια χαραμάδα με την αλυσίδα κουμπωμένη και να ρίχνουμε στα κλεφτά ένα ξεροκόμματο;

Είναι δύσκολο, το ξέρω. Κι εγώ που τα λέω, δύσκολα με βλέπω να πίνω τσάι και να κουβεντιάζω με τον αφγανό μετανάστη - αν μη τι άλλο, υπάρχει πρόβλημα γλώσσας: τα ελληνικά του είναι πενιχρά και τα αφγανικά μου ανύπαρκτα.

Δεν μπορώ όμως να μην παρατηρήσω ότι η "ανεκτικότητα" δεν επαρκεί, ότι αυτό που χρειάζεται δεν είναι ανοχή αλλά αποδοχή.

Και ότι το αντίθετο του μίσους δεν είναι η ανεκτικότητα, αλλά η αγάπη.