Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011

ΑΘΕΟΙ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ

Εχτές το απόγευμα στο καφέ Αθηναίων Πολιτεία στο Θησείο έγινε η κοπή της πρωτοχρονιάτικης πίτας της Ένωσης Άθεων. Η ιδέα για την πίτα ήταν δική μου και έτυχε ευρείας θετικής αποδοχης από τα μέλη της Ένωσης. Ωστόσο υπήρξαν ορισμένοι που όταν το άκουσαν ανασήκωσαν τα φρύδια παραξενεμένοι - οι άθεοι ακολουθούν ένα χριστιανικό έθιμο?

Ομολογώ πως ούτε που μου είχε περάσει απ' το μυαλό πως το έθιμο της πίτας είναι "χριστιανικό". Για μένα είναι απλώς κάτι που κάναμε στο πατρικό μου σπίτι κάθε χρόνο και ήταν διασκεδαστικό και ευχάριστο - ένα νόστιμο γλυκό, ευχές για την καινούρια χρονιά, και ένα "τυχερό" νόμισμα που συνήθως μάλιστα έπεφτε στημένα στον μικρότερο της παρέας (για αρκετά χρόνια δηλαδή σε μένα, κι αργότερα στα ανίψια μου). Είναι γεγονός ότι ο μπαμπάς μου έκοβε ένα κομμάτι του χριστού (μερικοί πιο θρήσκοι κόβουν και της παναγίας και των αγίων), όμως αυτό το κομμάτι έτσι κι αλλιώς εμείς το τρώγαμε, κι άλλωστε κοίταζε να το κόψει μικρό, μην πάει και χαραμιστεί το φλουρί - έχω την εντύπωση πως κάνα δυο φορές το παρέλειψε και τελείως κι έκοψε μόνο του σπιτιού και του φτωχού.

Όταν έκανα δική μου οικογένεια άρχισα να φτιάχνω πίτα στο δικό μου σπίτι, και ποτέ μου δεν έκοψα κομμάτια για υπερφυσικές οντότητες. Με ντροπή ομολογώ ότι και του φτωχού το έχω καταργήσει - η μάνα μου όταν έπεφτε το νόμισμα στον φτωχό, το έδινε στον πρώτο ζητιάνο που συναντούσαμε, μαζί με το κομμάτι της πίτας κι ένα κατοστάρικο (δραχμές ντε!). Κόβω μόνο του σπιτιού και της δουλειάς, μετά του νοικοκύρη και της νοικοκυράς, και μετά όλων των παρευρισκομένων, κι αν περισσεύει πίτα κόβω και για αγαπητούς απόντες, λόγου χάρη για συγγενείς που βρίσκονται στο εξωτερικό (πράγμα που σημαίνει ότι θα φάμε πίτα και την άλλη μέρα).

Το "χριστιανικό" αυτό έθιμο πολύ εύκολα αποσυνδέθηκε στο μυαλό μου από το χριστιανισμό κι έγινε απλώς ένα έθιμο για την πρωτοχρονιά. Ουσιαστικά δεν είναι και πολύ χριστιανικό: δεν έχει αναφορές σε θρησκευτικά θέματα ούτε κανένα θρησκευτικό συμβολισμό, και τα δυο κομμάτια που κόβονται για χριστούς και αγίους εύκολα παραλείπονται χωρίς να χάσει το έθιμο τίποτε από την ουσία του, που είναι η ανταλλαγή ευχών για τον καινούριο χρόνο μεταξύ των μελών της οικογένειας ή μιας οποιασδήποτε ομάδας ανθρώπων.

Στην ανάρτηση που ανέβασα στο forum Αθεϊα και στη σχετική εκδήλωση του facebook, κάτω από την πρόσκληση για την κοπή της πίτας, έγραψα κι ένα κειμενάκι για την ιστορία του εθίμου. Το παραθέτω κι εδώ:

Η βασιλόπιτα είναι αρχαίο ρωμαϊκό αγροτικό έθιμο. Το όνομά της σημαίνει "πίτα του βασιλιά" επειδή όποιος έβρισκε το φλουρί ήταν ο "βασιλιάς" των εορτών. Σε λατινόφωνες χριστιανικές χώρες (Γαλλία, Ισπανία κλπ) η λέξη "βασιλιάς" συνδέθηκε με τους "βασιλείς μάγους", ενώ στην Ελλάδα με το όνομα του Αγίου Βασίλειου, και δημιουργήθηκαν οι σχετικοί μύθοι.

Το έθιμο της πρωτοχρονιάτικης πίτας σχετιζόταν με τα Σατουρνάλια (ελληνικά Κρόνια) και αργότερα, όπως γνωρίζουμε, συνδέθηκε με το χριστιανισμό. Συνηθίζεται σε πολλές χώρες της Ευρώπης (Γαλλία, Βέλγιο, Ελβετία, Ισπανία, Πορτογαλία, Βουλγαρία, Ελλάδα και Κύπρο). Επίσης σε όλη τη λατινική Αμερική αλλά και στις ΗΠΑ, όπου συνδέεται με τη γιορτή Mardi Gras.

Στην αρχική του μορφή ήταν δύο ξεχωριστά έθιμα: (1) ανταλλαγή δώρων που περιείχαν ένα τυχερό νόμισμα και (2) παρασκευή ενός γλυκίσματος που περιείχε ένα κουκί, και όποιος το έβρισκε γινόταν ο "βασιλιάς" των εορτών (γνωστός ως "βασιλιάς του κουκιου"). Από το συνδυασμό αυτών των δύο προέκυψε η πίτα με το τυχερό νόμισμα καθώς και άλλες παραλλαγές (στην Ισπανία λόγου χάρη βάζουν ένα κουκί και μια φιγούρα βασιλιά, όποιος βρίσκει το κουκί είναι ο γκαντέμης και κάνει μια αγγαρεία, π.χ. πλύσιμο πιάτων ή πληρώνει το λογαριασμό, ενώ όποιος βρίσκει το βασιλιά είναι ο τυχερός της χρονιάς). Αφότου ο Ιούλιος Καίσαρ μετακίνησε την πρωτοχρονιά κοντά στις ημερομηνίες των γιορτών αυτών, το έθιμο συνδέθηκε και με την αρχή του νέου έτους.

Πηγές:
1. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια (Δρανδάκης 1956)
2. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα
3. Βικιπαίδεια
4. Προσωπικές εμπειρίες (για τα ισπανικά έθιμα)

Θα ήταν πολύ εύκολο να βασιστώ σε όλα τα παραπάνω και να ισχυριστώ ότι "η βασιλόπιτα δεν είναι χριστιανική, επομένως μπορούμε να τηρήσουμε το έθιμο κι εμείς οι άθεοι". Η ουσία του πράγματος όμως δεν βρίσκεται εκεί. Η βασιλόπιτα βεβαίως και είναι χριστιανική - και παγανιστική επίσης. Βεβαίως είναι ελληνική - και ρωμαϊκή, και γαλλική, και ισπανική, και βελγική και πάει λέγοντας.

Αλλά και τι σημαίνει αυτό? Όταν ένα έθιμο έχει συνδεθεί με μια παράδοση, εθνική, θρησκευτική, τοπική, γλωσσική, μήπως αυτό θα πρέπει να σημαίνει ότι απαγορεύεται να το υιοθετήσει και μια άλλη παράδοση και να το προσαρμόσει στα δικά της δεδομένα? Υπάρχει μήπως κάποια επιτροπή καθαρότητας παραδόσεων που επιθεωρεί τα έθιμα και τα κρατά περιορισμένα στα στενά πλαίσια ενός έθνους ή ενός θρησκεύματος?

Οι παραδόσεις ταξιδεύουν, διαχέονται, μεταλλάσονται, παραλλάσονται. Τα περισσότερα χριστιανικά έθιμα είναι αρχαία παγανιστικά αγροτικά έθιμα που ενσωματώθηκαν στο corpus της χριστιανικής παραδοσης, περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά. Τα κόλλυβα, τα τρίμερα, εννιάμερα και σαραντάμερα μνημόσυνα, η τελετή ονοματοδοσίας του βρέφους με περιφορά γύρω από την εστία, τι είναι αυτά αν όχι αρχαία ελληνικά έθιμα?

Τα έθιμα ταξιδεύουν στο χώρο και στο χρόνο. Τα έθιμα δεν γνωρίζουν σύνορα ούτε περιορισμούς θρησκευτικούς, εθνικούς, γλωσσικούς ή άλλους. Όταν ένας λαός που έχει μια σειρά από έθιμα έρχεται σε επαφή με μια νέα παράδοση κατά κανόνα υιοθετεί ορισμένα από τα νέα έθιμα, αλλάζει κάποια από τα δικά του ώστε να ταιριάξουν με αυτήν, και προχωράει. Και πολύ σύντομα τα νέα έθιμα είναι πια παράδοση, και κανείς δεν θυμάται ότι κάποτε ήταν ξένα.

Ακόμη και τα ίδια τα "χριστούγεννα" αυτό ακριβώς είναι, μια χριστιανική γιορτή που φορέθηκε πάνω από τις αρχαίες γιορτές για το χειμερινό ηλιοστάσιο, το οποίο ξεκινά στις 21 και λήγει στις 24 Δεκεμβρίου. Αλλά ποιος το θυμάται, και ποιος σκοτίζεται? Είναι μια όμορφη γιορτή, είναι παράδοση, αυτό αρκεί.

Το έθιμο του χριστουγεννιάτικου δέντρου είναι βορειοευρωπαϊκό, πράγμα λογικό διότι στην Ελλάδα δεν είναι και τόσο σύνηθες να έχεις έλατο στον κήπο του σπιτιού σου. Ωστόσο άρεσε, πούλησε, και καθιερώθηκε. Σήμερα κάθε σπιτικό έχει το δέντρο του τα χριστούγεννα, ακόμη και το δικό μας, κι ας μην είμαστε χριστιανοί. Δεν γιορτάζουμε τη γέννηση του χριστού, βέβαια, μια που δεν μας αφορά, αλλά στολίζουμε το σπίτι, γιατί είναι όμορφο να στολίζεις το σπίτι και να κρεμάς παντού φωτάκια και γιρλάντες, ασχέτως ποια είναι η αφορμή. Θα μπορούσα να πω ότι γιορτάζω φερ' επείν το χειμερινό ηλιοστάσιο ή την πρωτοχρονιά, αλλά και τι σημασία έχει? Γιορτάζω τη γιορτή, γιορτάζω τη χαρά, γιορτάζω τη φύση, γιορτάζω τους ανθρώπους. Γιορτάζω, κι αυτό αρκεί.

Η σχέση των ελλήνων άθεων με τα έθιμα είναι κάπως αμήχανη, γιατί τα περισσότερα έθιμα είναι συνδεδεμένα με τη χριστιανική θρησκεία. Ωστόσο τα έθιμα δεν τα τηρούμε για τις θρησκευτικές τους προεκτάσεις: τα τηρούμε επειδή αυτά μας δίνουν την αίσθηση ότι είμαστε μέλη μιας ομάδας ανθρώπων, ότι ανήκουμε κάπου. Τα τηρούμε επειδή μας θυμίζουν τα παιδικά μας χρόνια. Τα τηρούμε επειδή έχουν πλάκα ή επειδή μας συγκινούν.

Τα έθιμα και η παραδόσεις ανήκουν σε όλους μας, θρήσκους και άθεους. Και όλοι μπορούμε να τα τηρήσουμε, κρατώντας από αυτά ό,τι μας εκφράζει και αφαιρώντας ή αλλάζοντας ό,τι δεν μας εκφράζει.

Έτσι λοιπόν μπορούμε να κόβουμε πρωτοχρονιάτικη πίτα παραλείποντας απλώς τα κομμάτια των μεταφυσικών οντοτήτων, να τρώμε ταραμοσαλάτα και λαγάνα χωρίς να νηστεύουμε, να βάφουμε αυγά σε ό,τι χρώμα θέλουμε και να τα τσουγκρίζουμε λέγοντας "καλή άνοιξη" αντί για "χριστός ανέστη", να τρώμε μαγειρίτσα και σουβλιστά αρνιά (χωρίς καμμία παραλλαγή αυτά!), να ανάβουμε φωτιές του Άι Γιαννιού (άλλη παγανιστική γιορτή αυτή - μα και ποια δεν είναι? - για το θερινό ηλιοστάσιο), να χορεύουμε στα πανηγύρια του δεκαπενταύγουστου για να γιορτάσουμε το μεσοκαλόκαιρο και όχι την παναγία, και ούτω καθ' εξής.

Για τα καρναβάλια, τον χαρταετό, το πρωτομαγιάτικο στεφάνι και άλλα παρόμοια, δεν το συζητώ καν: δεν έχουν καμμιά σχέση με χριστιανισμό ούτως ή άλλως.

Και φυσικά μπορούμε να γιορτάσουμε τη γέννηση και την ονοματοδοσία του παιδιού μας μοιράζοντας μπομπονιέρες και την ένωσή μας με το σύντροφό μας πετώντας ρύζι, μπορούμε να πενθήσουμε το θάνατο των δικών μας μοιράζοντας κόλλυβα, μπορούμε ακόμη και να γιορτάσουμε πράγματα που οι χριστιανοί δεν μπορούν, όπως λόγου χάρη το διαζύγιό μας, που γίνεται αφορμή για μια καινούρια αρχή.

Οι άθρησκες τελετές ήδη έχουν μπει στη ζωή μας. Είναι καιρός να μπουν και τα άθρησκα έθιμα.

Είναι στο χέρι μας.

Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2011

ΚΑΙΝΟΥΡΙΟ ΚΟΣΚΙΝΑΚΙ ΜΟΥ

Ε ναι, άνοιξα καινούριο μπλογκ. Κυρίως για μεταφραστικά θέματα, και κυρίως για προσωπικές μου εμπειρίες με τη μετάφραση και την ανάγνωση.

Εξομολογήσεις ενός προδότη: ιστορίες και εμπειρίες μετάφρασης.

Εισέρχεστε με δική σας ευθύνη.

Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2011

ΣΑΝ ΒΓΕΙΣ ΣΤΟΝ ΠΗΓΑΙΜΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ...

Το άρθρο αυτό αφιερώνω με αγωνιστικούς χαιρετισμούς σε όλους τους συντρόφους συμπολίτες που βρίσκονται σήμερα στους δρόμους, προσπαθώντας να φτάσουν στον προορισμό τους, εν μέσω απεργίας των λεωφορείων.

Λίγες μέρες πριν τα χριστούγεννα, είχα την ευκαιρία να ταξιδέψω με τις αστικές συγκοινωνίες από Κηφισιά προς Αθήνα τη μέρα της Στάσης Εργασίας. Έχοντας πληροφορηθεί ότι τα λεωφορεία θα κυκλοφορούσαν από εννέα το πρωί έως εννέα το βράδυ, σκέφτηκα πονηρά σαν αλεπού και έπραξα ανάλογα. Αφ' ενός πήγα να πάρω το λεωφορείο από το τέρμα του, στο Άλσος Κηφισιάς, και όχι από τη στάση που είναι πιο κοντά στο σπίτι μου, με το σκεπτικό ότι στο τέρμα θα είναι άδειο κι επομένως πιο εύκολα θα μπω μέσα, ίσως μάλιστα να βρω και θέση να καθήσω (φρούδες ελπίδες των θνητών...). Αφ' ετέρου πήγα στις δέκα και μισή, με το σκεπτικό ότι τα πρώτα λεωφορεία που θα έφευγαν στις εννιά και στις εννιάμιση θα ήταν γεμάτα κόσμο, ενώ μετά τις δέκα θα είχε σπάσει η κίνηση (οποία αφελής προσδοκία...). Και φυσικά πήγα ψυχολογικά προετοιμασμένη για το χειρότερο, γνωρίζοντας ότι θα έχει μποτιλιάρισμα στο δρόμο και θα καθυστερήσουμε.

Η πραγματικότητα όμως, όπως συνήθως, ξεπέρασε κάθε προσδοκία.

Στις δέκα και μισή, όταν έφτασα στη στάση, η ουρά είχε εξελιχθεί σε μικρή διαδήλωση. Όπως πληροφορήθηκα από τους παλαιότερους, δεν είχε φανεί ακόμη κανένα λεωφορείο από τα τρία που κάνουν τέρμα στο Άλσος, ούτε και το ένα διερχόμενο που κάνει στάση εκεί. Η πλέον αληθοφανής ερμηνεία ήταν ότι στις εννέα, ώρα λήξης της στάσης εργασίας, τα λεωφορεία ξεκινούν από το αμαξοστάσιο στο Ρέντη και όχι από τα τέρματα και τις αφετηρίες.

Το Α7 στο οποίο βάσιζα τις ελπίδες μου δεν έλεγε να εμφανιστεί, ούτε άλλωστε και τα Χ14 και 550. Κατά τις έντεκα φάνηκε το Β7 να έρχεται από Ερυθραία - γεμάτο κόσμο φυσικά. Η λαοθάλασσα που πλημμύριζε τη στάση κινήθηκε απειλητικά προς το μέρος του. Ο οδηγός άνοιξε θαρρετά τις πόρτες. Σβέλτη σαν αίλουρος γλίστρησα μέσα από τη μπροστινή πόρτα. Φρόντισα να κρατηθώ κοντά στο καγκελάκι που βρίσκεται μπροστά στη ρόδα του λεωφορείου κι έχει από πίσω ένα ραφάκι - έτσι εξασφάλιζα τα νώτα μου. Το ήδη ασφυκτικά γεμάτο λεωφορείο γέμισε ασφυκτικότερα. Κάθε έμφρων άνθρωπος θα νόμιζε ότι δεν χωράει άλλος - μα θα έκανε λάθος, όπως απέδειξε η εμπειρία των επόμενων στάσεων. Ο οδηγός, φανερά οπαδός της ισοτιμίας μεταξύ των πολιτών, δεν παρέλειψε ούτε μια στάση. Ίσως και να ήξερε ότι ήταν αδύνατον: μια δυο φορές που επιχείρησε να σταθεί και να κατεβάσει κόσμο πριν ή μετά τη στάση, ώστε να μην προλάβουν να μπουν άλλοι, το πλήθος των αναμενόντων συνέρρευσε προς το μέρος του λεωφορείου με ταχύτητα που θα ζήλευαν πειρατές σε ρεσάλτο.

Σύντομα αντιλήφθηκα ότι η σωματική και ψυχική μου ακεραιότητα διέτρεχε θανάσιμο κίνδυνο. Αν δεν ενεργούσα αμέσως μπορούσα να υποστώ ανεπανόρθωτες βλάβες. Σαν άνθρωπος της δράσης που είμαι, δεν άργησα να βρω τη λύση. Ήταν βεβαίως κάπως ανορθόδοξη και είχε αρκετά μειονεκτήματα, αλλά στην κατάστασή μου δεν μπορούσα να ελπίζω σε κάτι καλύτερο. Με έναν ελιγμό Τιραμόλα τρύπωσα κάτω από το καγκελάκι, σύρθηκα στην καμπύλη του καλύμματος της ρόδας και βρέθηκα καθισμένη πάνω στο ραφάκι. Δηλαδή όχι ακριβώς στο ραφάκι: πάνω στο εσωτερικό κιγκλίδωμα που περιβάλλει το ραφάκι, το οποίο ραφάκι ήταν ήδη κατειλλειμμένο από χαρτοφύλακες, γυναικείες τσάντες, σακούλες με ψώνια και άλλες αποσκευές επιβατών.

Ο κίτρινος μεταλλικός σωλήνας πάνω στον οποίο βολεύτηκα δεν ήταν σχεδιασμένος για κάθισμα. Ευχαρίστησα νοερά τον ευφυή σχεδιαστή του σύμπαντος για τους φαρδείς μαλακούς γλουτούς με τους οποίους επρονόησε να εφοδιάσει τους ανθρώπους - γνωρίζοντας αναμφίβολα πόσο χρήσιμοι θα τους φαίνονταν σε τέτοιες καταστάσεις. Βέβαια τα πράγματα θα ήταν καλύτερα αν τα πόδια μου ήταν κατά 30 περίπου εκατοστά μακρύτερα και διέθεταν άλλη μία άρθρωση - κατά προτίμηση σφαιροειδή όπως εκείνη του ισχίου, διότι έτσι όπως είχαν τα πράγματα δυσκολευόμουν να αντιμετωπίσω την πρόκληση της προσαρμογής στην καμπύλη επιφάνεια που κατέληγε στο πάτωμα - αλλά δεν παραπονούμαι: είμαι βεβαία ότι τα πάντα εν σοφία εποιήθησαν, γλουτοί, αρθρώσεις, άνθρωποι και λεωφορεία.

Άλλωστε η θέση μου, καίτοι κάπως άβολη, ήταν εν τούτοις αρκετά καλύτερη από εκείνη των συνταξιδιωτών μου: δεν με έσπρωχνε ούτε μπορούσε να με σπρώξει κανείς, δεν έσπρωχνα ούτε μπορούσα να σπρώξω κανέναν, ήμουν τρόπον τινά καθισμένη, και είχα ακριβώς δίπλα στο κεφάλι μου ένα ανοιχτό παράθυρο από το οποίο εισέρρεε αέρας δροσερότερος και καθαρότερος από εκείνον που ανέπνεαν οι υπόλοιποι.

Ήμουν προνομιούχα.

Θωρακισμένη πλέον καλά ενάντια στις κακουχίες του ταξιδιού, αφοσιώθηκα σε ανθρωπολογικές παρατηρήσεις. Το πρώτο πράγμα που είχα την ευκαιρία να μελετήσω ήταν αυτό που ο Konrad Lorenz ονομάζει (έκπληξη!) το "σύνδρομο του γεμάτου λεωφορείου". Πρόκειται για το γνωστό φαινόμενο κατά το οποίο ένα γεμάτο λεωφορείο ανοίγει τις πόρτες του στη στάση, οι υποψήφιοι επιβάτες προσπαθούν να εισχωρήσουν με φωνές και διαμαρτυρίες, οι ήδη επιβάτες αντιτάσσουν άλλες διαμαρτυρίες διατεινόμενοι ότι "δεν χωράει άλλος", οι έξωθεν επιμένουν, κατορθώνουν να εισβάλλουν, και στην επόμενη στάση έχοντας πλέον κατοχυρώσει τα κεκτημένα τους δικαιώματα, είναι αυτοί οι ίδιοι που, ως υπερασπιστές πλέον του οχυρού, διατείνονται ότι "δεν χωράει άλλος" και διαμαρτύρονται κατά της εφόδου των νέων έξωθεν εισβολέων.

Αφήνω σε σας να αναπτύξετε τις προεκτάσεις του φαινομένου αυτού στην νοοτροπία των νοικοκυραίων, στο μεταναστευτικό ζήτημα και στην ιστορία της ανθρωπότητας, και συνεχίζω.

Σε γενικές γραμμές ήμασταν τυχεροί: δεν προέκυπταν έντονες συζητήσεις ούτε καυγάδες, φαινόμενο τραγικά συχνό και απόλυτα κατανοητό σε τέτοιες καταστάσεις. Ωστόσο δίπλα μου ακριβώς, έξω από το καγκελάκι, στεκόταν ένας κύριος που μιλούσε διαρκώς μόνος του. Ο μονόλογός του περιστρεφόταν γύρω από το θέμα των κακών απεργών που μας ταλαιπωρούν και καταστρέφουν τη χώρα. Πρόκειται για το είδος της διαλεκτικής που διανθίζεται κατά κανόνα από την επωδό "μια χούντα σας χρειάζεται". Κατέβαλλα φιλότιμες προσπάθειες να τον αγνοήσω - αντιλαμβάνεσθε ότι θα ήταν τεράστιο λάθος να ανοίξω συζήτηση υπό τις συνθήκες εκείνες - ομολογώ όμως ότι κάποιες στιγμές δυσκολευόμουν υπερβολικά. Ο καλός αυτός άνθρωπος πετούσε μια ατάκα, περίμενε λίγο ελπίζοντας να την πιάσει κανείς και του απαντήσει, στη συνέχεια πετούσε την επόμενη, και ούτω καθ' εξής. Ήταν φανερό ότι γύρευε ανταπόκριση. Ευτυχώς - ή δυστυχώς - κάπου εκεί στο ύψος του Νέου Ψυχικού ανέβηκε στο λεωφορείο ένας άλλος κύριος με τον οποίο συμφώνησαν αμέσως, και άρχισαν να συζητούν μεταξύ τους.

Μόλις φτάσαμε στο Γηροκομείο, άρχισε να βρέχει. Στην αρχή ήταν μια ψιχάλα, σιγά σιγά όμως δυνάμωσε. Η θέση μου ήταν δεινή, διότι από το παράθυρο όλη η βροχή ερχόταν μέσα. Δεν μπορούσα να βάλω το πανοφώρι μου, διότι το είχα μετατρέψει σε κάθισμα πάνω στο καγκελάκι, οι πιέσεις του οποίου από μια στιγμή και μετά είχαν καταστεί ανυπόφορες. Παρ' όλα αυτά, δεν απαρνήθηκα το κάστρο μου. Κάλιο βρεμμένη και αλώβητη, παρά στεγνή και τσαλαπατημένη.

Λίγα θυμάμαι από το υπόλοιπο ταξίδι. Κατέβηκα μια στάση πριν το τέρμα, ενώ το λεωφορείο ήταν ακόμη πολύ γεμάτο. Διεκπεραίωσα την υπόθεσή μου, πράγμα που μου πήρε κάτι λιγότερο από μισή ώρα, μαζί με τη διαδρομή από και προς τη στάση. Κατευθύνθηκα προς το τέρμα του λεωφορείου, αν και υπήρχε στάση πιο κοντά, με το ίδιο πάλι σκεπτικό: μήπως το πετύχω άδειο. Νόμιζα μάλιστα, μέσα στην πλέρια αθωότητά μου, ότι τώρα πια (κόντευε μία το μεσημέρι) ο κόσμος θα είχε αραιώσει, μια και η στάση εργασίας είχε λήξει πάνω από τέσσερις ώρες νωρίτερα.

Μόλις έστριψα στην Κάνιγγος οι ελπίδες μου εξανεμίστηκαν πιο γρήγορα κι από παγάκι στο τηγάνι. Ο κόσμος που περίμενε κάλυπτε ολόκληρη τη μία πλευρά του οικοδομικού τετραγώνου όπου βρισκόταν η στάση. Πήρα θέση σε ένα σημείο όπου μπορούσα ν' αναπνεύω αλλά και να βρίσκομαι σχετικά κοντά στην άκρη της στάσης. Σύντομα το λεωφορείο ήρθε γεμάτο κόσμο, και στάθηκε ένα τετράγωνο πιο πριν για να αδειάσει. Το σμάρι των ανθρώπων άρχισε να κυλάει προς τα εκεί. Πριν προλάβει να φτάσει, οι πόρτες έκλεισαν και το λεωφορείο προχώρησε πάλι μπροστά. Ο κόσμος ξεχύθηκε ευφυώς στη μέση του δρόμου για να το προϋπαντήσει, εμποδίζοντας έτσι τη διέλευση. Ο οδηγός όμως, έμπειρος ως φαίνεται από τέτοιες καταστάσεις, αντί να σταματήσει πάτησε γκάζι ευθαρσώς. Το πλήθος διαλύθηκε έντρομο, με φωνές διαμαρτυρίας. Οι πόρτες άνοιξαν και άρχισε η έφοδος. Ήμουν από τους τυχερούς αγωνιστές που κατόρθωσαν να μπουν: δεν το πέτυχαν όλοι. Ίσως θα έπρεπε να νιώθω τύψεις που μπήκα εγώ ενώ δεν μπήκαν ίσως άνθρωποι που περίμεναν εκεί πριν από μένα. Τι να γίνει όμως; Αυτά έχει ο πόλεμος.

Αυτή τη φορά δεν κατάφερα να εξασφαλίσω κάποια θέση τόσο καλή όσο όταν πήγαινα. Στάθηκα απλώς μπροστά στα δυο καθίσματα που βρίσκονται ακριβώς πριν τη φυσαρμόνικα της μέσης (ήταν από τα διπλά λεωφορεία που "σπάνε" στη μέση). Δίπλα μου ακριβώς, στο σημείο όπου τελειώνει ο στενός διάδρομος και αρχίζει η κάπως φαρδύτερη κυκλική "πλατεία" της φυσαρμόνικας, εγκαταστάθηκε μια μικροκαμωμένη κυρία με ένα καρότσι της λαϊκής. Προς έκπληξή μου, κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε. Τόλμησα να της παρατηρήσω ότι έτσι όπως στεκόταν, έκλεινε τελείως το διάδρομο. "Και πού να πάω;" ήταν η απάντηση. "Ίσως λίγο πιο μπροστά;" πρότεινα. Πράγματι, υπήρχε λίγος χώρος μπροστά της, σαφώς περισσότερος απ' όσος εκεί που στεκόταν. Με κοίταξε αηδιασμένη. "Και πώς θα στέκομαι;" αντιγύρισε. "Όπως κι εδώ", της είπα. Δεν σχολίασε. "Εδώ που στέκεστε, θα σας ενοχλούν όλοι για να περάσουν", επισήμανα, ελπίζοντας έτσι να της δώσω ένα κίνητρο. "Πρόβλημά τους", αποφάνθηκε. "Και δικό σας", παρατήρησα. Δεν έλαβα απάντηση και προτίμησα να αγνοήσω το θέμα. Σε όλη την υπόλοιπη διαδρομή, άνθρωποι στριμώχνονταν για να περάσουν από δίπλα της, κανείς όμως δεν της έκανε παρατήρηση: έμοιαζαν να δέχονται μοιρολατρικά ότι "έτσι είναι στα λεωφορεία".

Για λόγους που αγνοώ, ενώ το όχημα ξεκίνησε και πάλι ασφυκτικά γεμάτο και συνέχισε να γεμίζει για μερικές στάσεις, από ένα σημείο και μετά πήρε ν' αδειάζει, μάλιστα μετά τους Αμπελόκηπους άρχισαν ν' αδειάζουν και κάποια καθίσματα. Φυσικά για να προλάβεις να καθήσεις έπρεπε να έχεις την τύχη να βρίσκεσαι ακριβώς δίπλα τη στιγμή που σηκωνόταν ο προκάτοχος - κάπως σα να ψάχνεις πάρκινγκ γύρω από την Ομόνοια. Μετά το Φάρο Ψυχικού είχα την τύχη να σηκωθεί μια κυρία ακριβώς δίπλα μου και να καθήσω. Από εκεί και μετά όλα ήταν εύκολα: έπρεπε μόνο να κάνω υπομονή μέχρι να φτάσουμε, πράγμα που συνέβη μετά από άλλα τρία τέταρτα της ώρας περίπου.

Βγαίνοντας στο Άλσος Κηφισιάς, μόνο που δεν έπεσα στα γόνατα να φιλήσω τα άγια χώματά του. Ήμουν πίσω στην πατρίδα μετά από μια Οδύσσεια που θα τη ζήλευε κι ο ομώνυμος ήρωας. Για μια διαδρομή δύο ωρών, είχα κάνει συνολικά πάνω από τέσσερις ώρες.

Αλλά άξιζε τον κόπο: πώς αλλιώς θα είχα την ευκαιρία να γνωρίσω τόσες συναρπαστικές πτυχές της ανθρώπινης ψυχής;

Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2011

ΑΣ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ ΓΙΑ ΓΑΤΕΣ

Σε πρόσφατη συνάντηση με φίλους ιστολόγους, ρωτήθηκα γιατί τώρα τελευταία γράφω, λέει, όλο προπαγάνδα. Ομολογώ ότι με στενοχώρησε το ερώτημα, επειδή πράγματι έχω αμελήσει το μπλογκ μου, κυρίως λόγω έλλειψης χρόνου. Θα προτιμούσα κατά βάθος να σταματήσω τελείως να γράφω για ένα διάστημα - όμως η εμπλοκή μου στο αθεϊστικό κίνημα και ιδιαίτερα στην Ένωση Άθεων εμπεριέχει μια δέσμευση την οποία δεν μπορώ να αγνοήσω. Αυτός είναι και ο λόγος που όταν έχω λίγο χρόνο να αφιερώσω στο μπλογκ, γράφω κυρίως για αθεϊστικά θέματα, όπως εξήγησα στους φίλους.

Για να σπάσουμε λοιπόν λίγο το "προπαγανδιστικό" κλίμα και να θυμηθούμε ότι υπάρχουν κι άλλα πράματα στον κόσμο, είπα να ξεκινήσω την καινούρια χρονιά με μια ανάρτηση άσχετη με τα θεολογικά. Την αφιερώνω στους αγαπητούς Άκη (Υψικάμινος) και Β. (Ροβιθέ), με πολλή αγάπη και με θερμές ευχές για τον καινούριο χρόνο. Είθε να φέρει ο άγιος Γούγλης πολλούς και καλούς αναγνώστες στα εξαιρετικά τους ιστολόγια!

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Προσφάτως έτυχε να φιλοξενηθώ σε φιλικό σπίτι στην επαρχία, στις παρυφές ενός μικρού χωριού. Μονοκατοικία με κήπο, με συγκατοίκους δύο ανθρώπους, δύο σκύλους, και δύο γάτες. Καθένας έχει τη θέση του: οι άνθρωποι στον όροφο, οι σκύλοι στο άκτιστο ακόμη ισόγειο και την αυλή, και οι γάτες παντού - μήπως βρέθηκε ακόμη τρόπος να περιορίσει κανείς μια γάτα;

Η "γάτα του σπιτιού" είναι η Σακάρα*, φουντωτή τιγρέ και ακατάδεκτη. Ήταν απόλυτη κυρία του σπιτιού μέχρι πριν λίγους μήνες, όταν ένας από τους ανθρώπους συγκατοίκους της είχε την ατυχή έμπνευση να περιμαζέψει απ' το δρόμο ένα γατάκι σε κακή κατάσταση που έχρηζε περίθαλψης.

Το νεαρό γατί, καίτοι θηλυκό, ονομάστηκε Νικήτας, δεν ξέρω αν από παρεξήγηση ως προς το φύλο του, ή για άλλους λόγους. Το όνομα αυτό όμως περιέπεσε σε αχρησία προς χάριν του Τοσο(δ)ούλα, παρατσούκλι που οφείλεται στο πάλαι ποτέ μικρό του μέγεθος, και το οποίο διατηρεί παρά το γεγονός ότι δεν είναι πια καθόλου τοσοούλι.

Αφού εκδιώχθηκαν οι ψύλλοι και θεραπεύθηκε στο μέτρο του δυνατού το άρρωστο αριστερό του μάτι, το γατί ξεπετάχτηκε, ξεθάρρεψε και εισέβαλε σε όλους τους χώρους του σπιτιού, προς φρίκη της Σακάρας, η οποία για να δείξει τη δυσαρέσκειά της πήρε των ομαθιών της και διατηρεί απόσταση ασφαλείας από το σπίτι, όπου επιστρέφει πλέον μόνο για να φάει και ξαναφεύγει αμέσως.


Η Σακάρα σε καλλιτεχνική πόζα, στη γωνιά του κιγκλιδώματος της βεράντας.

Για λόγους οικονομικούς η μόνη θέρμανση του σπιτιού ήταν το τζάκι στο σαλόνι, κι αυτό ακόμη δεν έκαιγε συνέχεια, παρά μόνον όταν υπήρχαν επισκέπτες, και τότε πάλι δεν άναβε από το πρωί, αλλά κατά το βραδάκι που έσφιγγε το κρύο. Καθώς πλησίαζε η ώρα του ύπνου, ανησυχούσα για το πώς θα αντιμετώπιζα το κρύο, εγώ η καλομαθημένη από το κεντρικώς θερμαινόμενο διαμέρισμα με την αυτονομία.

Τα δύο παπλώματα που μου παραχώρησε η οικοδέσποινα ήταν ευτυχώς αρκετά για να με κρατήσουν ζεστή. Εκτός από αυτά όμως, υπήρχε και μια ανέλπιδη και διασκεδαστική πηγή θέρμανσης: η Τοσοούλα, που πριν ακόμη πάω να ξαπλώσω, είχε στρογγυλοξαπλώσει στα πόδια του κρεβατιού, δείχνοντας καθαρά την πρόθεσή της να παραμείνει εκεί ολη τη νύχτα.


Η Τοσοούλα σε ρόλο θερμοφόρας.

Την άλλη μέρα το πρωί, ξύπνησα από ένα παγωμένο άγγιγμα στη μύτη: ήταν η Τοσοούλα που ακροπατούσε στο προσκέφαλο και με μύριζε εκ του σύνεγγυς, αγνοώ με τι σκοπό. Την εκδίωξα με τρόπο ομολογουμένως όχι πολύ ευγενικό, αλλά δεν έμοιασε να ενοχλήθηκε καθόλου. Επέστρεψε στα πόδια μου όπου και παρέμεινε μέχρι να σηκωθώ.

Η Τοσοούλα σε πρωινή εγερτήρια εξόρμηση στα κρεβάτια.

Η Σακάρα και η Νικήτας-Τοσοούλα έχουν ένα μεγάλο πλεονέκτημα σε σχέση με τις γάτες διαμερίσματος: την ελευθερία να κυκλοφορούν στα πέριξ όταν και όπως αυτές επιθυμούν, διατηρώντας τη δυνατότητα όποτε θέλουν να επιστρέφουν στη θαλπωρή και την ασφάλεια του σπιτιού.**


Η Τοσοούλα εγκατεστημένη στη θαλπωρή μιας φλοκάτης.

Είχα πολύ καιρό να βρεθώ τόσο κοντά με τόσο νεαρό γατί, και είχα ξεχάσει πόσο απίστευτα διασκεδαστικό είναι. Όσοι έχουν γάτες ξέρουν τα ατέλειωτα παιχνίδια που κάνουν με κάθε τι που κινείται - από ένα σπάγγο μ' ένα στυλό δεμένο στην άκρη, ως τις παντόφλες μας ή τα δάχτυλα του χεριού μας. Έχω αρκετές λεπτές γραντζουνιές στο χέρι μου ενθύμιο από την Τοσοούλα. Έχουν δίκιο όσοι λένε ότι οι γάτες είναι από τα καλύτερα αντικαταθλιπτικά: δεν αφήνουν σε χλωρό κλαρί, με αποτέλεσμα να μην προλαβαίνεις να πέσεις σε κατάθλιψη.

Έχω τόσο πολύ συνηθίσει να γράφω πάντα με σκοπό να καταλήξω σε κάποιο συμπέρασμα, κάποιο ούτως ειπείν ηθικό δίδαγμα, ώστε νιώθω πως αν δεν το κάνω, η ανάρτηση κατά κάποιον τρόπο θα είναι λειψή. Ορίστε λοιπόν το επιμύθιον:

"Όποιος σηκώνεται από το μαξιλάρι του, όταν γυρίσει βρίσκει πάνω του μια γάτα!"


Η Τοσοούλα απολαμβάνει τη λιακάδα έχοντας εξασφαλίσει μόνωση από τα κρύα πλακάκια της βεράντας, εκμεταλλευόμενη την στιγμιαία απουσία του ανθρώπου που καθόταν στο μαξιλάρι.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

*Σακάρα: δεν πρόκειται για τη γνωστή νεκρόπολη της Αιγύπτου, αλλά για μια λέξη που, αν δεν απατώμαι (κι ας με διορθώσει η φίλη μου αν θυμάμαι λάθος) σε κάποιες περιοχές της βόρειας Ελλάδας (κατοικούμενες κυρίως από Μικρασιάτες) υποδηλώνει την μαύρη αγελάδα με ένα άσπρο σημάδι στο μέτωπο (ενδεχομένως να ισχύει και για άλλο χρωματικό συνδυασμό, αν κάποιος αναγνώστης γνωρίζει κάτι σχετικά, παρακαλώ να μας διαφωτίσει). Η γάτα βέβαια δεν είναι μαύρη, αλλά έχει ένα πορτοκαλί σημάδι στο μέτωπο, γεγονός που έδωσε την αφορμή για το όνομά της.

**
Βέβαια οι γάτες αυτές δεν έχουν τη δυνατότητα να τεκνοποιήσουν (η Σακάρα έχει στειρωθεί, και αργότερα μάλλον και θα ακολουθήσει και η Νικήτα), πράγμα που στην περίπτωση των γάτων σημαίνει ότι δεν έχουν και σεξουαλική ζωή. Ωστόσο το κάθε τι έχει το τίμημά του, κι επειδή οι απόψεις μου για τη φιλοζωία είναι γνωστές και ο στόχος της ανάρτησης είναι να αποφύγουμε την προπαγάνδα γενικώς, δεν θα επεκταθώ εδώ.