Τετάρτη 15 Ιουνίου 2016

ΑΚΑΠΝΑ ΘΕΡΙΝΑ ΣΙΝΕΜΑ




Ανοιχτή επιστολή προς τους ιδιοκτήτες θερινών κινηματογράφων στην Ελλάδα
Ιούνιος 2016
Αγαπητοί φίλοι,
Είμαστε μια ομάδα ανθρώπων που προσπαθούμε να συνδυάσουμε την ανάγκη μας για ψυχαγωγία με την ανάγκη μας να αναπνέουμε καθαρό αέρα, ελεύθερο από καπνό τσιγάρου. Αγαπάμε πολύ τον κινηματογράφο και έχουμε ιδιαίτερη αδυναμία στα θερινά σινεμά, αυτόν τον ιδιαίτερο και όμορφο θεσμό, τόσο χαρακτηριστικό στη χώρα μας και ανάμνηση των παιδικών μας χρόνων.
Σας είμαστε ευγνώμονες για την προσφορά σας και σας συγχαίρουμε που εν μέσω κρίσης εξακολουθείτε να στηρίζετε αυτό το κομμάτι του πολιτισμού μας, τόσο καθιερωμένο στην πατρίδα μας ώστε να θεωρείται παράδοση. Επιθυμία μας είναι να συνεχίσουμε κι εμείς να σας στηρίζουμε με την σταθερή παρουσία μας και για να το πετύχουμε αυτό χρειαζόμαστε τη βοήθειά σας.
Σε όλους τους υπαίθριους χώρους, όπως αυτός των θερινών σινεμά, θεωρείται δεδομένο ότι το κάπνισμα επιτρέπεται απρόσκοπτα. Ωστόσο και σε έναν υπαίθριο χώρο, όταν κάποιος βρίσκεται κοντά σε καπνιστές, είναι επόμενο να αναπνεύσει μεγάλο μέρος του καπνού. Ιδίως στο σινεμά, όπου δεν έχει κανείς την ευχέρεια να μετακινηθεί ανά πάσα στιγμή, είναι πολύ συχνό το φαινόμενο να βρίσκεται καθηλωμένος κοντά σε καπνιστές και αναγκασμένος να εισπνέει τον καπνό των τσιγάρων τους. Η επιλογή μιας άκαπνης θέσης είναι δύσκολη, καθώς δεν μπορεί κανείς να γνωρίζει εκ των προτέρων αν οι διπλανοί του είναι καπνιστές ή όχι. Η εκ των υστέρων μετακίνηση δεν είναι εύκολη, ιδίως αν ο κινηματογράφος είναι σχετικά γεμάτος, και σε κάθε περίπτωση είναι άδικη για τον μη καπνιστή, που αναγκάζεται να επιλέξει μια θέση ίσως λιγότερο ευνοϊκή για να αποφύγει μια όχληση.
Σκεφτήκαμε μια πολύ απλή, πρακτική και εύκολα εφαρμόσιμη λύση:
την καθιέρωση χώρου καπνιστών και μη καπνιστών.
Κάθε ιδιοκτήτης αίθουσας μπορεί να προσδιορίσει και να οριοθετήσει τους αντίστοιχους χώρους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ανάλογα με τη διαρρύθμιση της συγκεκριμένης αίθουσας. Μια προφανής και εύκολη διάκριση θα ήταν δεξιά και αριστερά από τον κεντρικό διάδρομο, ο οποίος υπάρχει στις περισσότερες αίθουσες. Σίγουρα εσείς μπορείτε να σκεφτείτε άλλους πιθανούς τρόπους διάκρισης.
Ως λάτρεις των θερινών σινεμά, θέλουμε να συνεχίσουμε να σας στηρίζουμε με την παρουσία μας και να χαιρόμαστε την ξεχωριστή γοητεία αυτών των χώρων. Ελπίζουμε ότι θα μας στηρίξετε κι εσείς, εξασφαλίζοντας έναν χώρος απαλλαγμένο από τον καπνό, ώστε να μπορούμε όλοι, καπνιστές και μη, να απολαύσουμε εξίσου τη μαγεία του κινηματογράφου.

Βαμβάκου Νατάσα                Κυρίτση Άννα                        Πάπιστας Ναπολέων
Βλασσοπούλου Ευαγγελία   Μαρκουίζος Αντώνης          Πολυζώη Άρτεμις
Γιαννακόπουλος Θανάσης    Μαυρίδου Δήμητρα            Πόρος Αθανάσιος
Γεωργιάδης Παναγιώτης      Μουρατίδης Δημήτρης       Πουλόπουλος Νίκος
Γιαννακόπουλος Σταύρος     Μπερταχάς Θανάσης          Ραπακούλια Μαρίνα-Τατιάνα
Καμχή Ρεβέκκα                       Νάτσης Διαμαντης               Σαραντάκος Νίκος
Κασσωτάκη Εύη                     Νεοφωτίστου Ελίνα             Σπανουδάκης Νίκος
Κασσωτάκης Άρης                 Ντάνου Αναστασία
Καστανάς Παύλος                 Παπανικολάου Κωνσταντίνος



Μέλη της ομάδας «Ψυχαγωγία χωρίς καπνό»
(η ομάδα έχει πάνω από 5.000 μέλη στο facebook)

Η επιστολή έχει αναρτηθεί και στο avaaz.org για συλλογή υπογραφών.
 
Κλικ εδώ για να κατεβάσετε την επιστολή σε pdf

Τετάρτη 27 Απριλίου 2016

ΓΙΑΤΙ "ΦΑΝΕΡΟΣ ΔΕΙΠΝΟΣ";

Με αφορμή ένα ερώτημα που τέθηκε στο facebook, θέλω να γράψω εδώ την απάντηση με μορφή ποστ, ώστε να μπορεί καθένας να τη δει και να σχολιάσει.
 
Πριν 6 χρόνια, ήμουν τότε πρόεδρος της Ένωσης Αθέων, πολλά άτομα εξέφρασαν την επιθυμία να μαζευτούμε Μεγάλη Παρασκευή να φάμε σουβλάκια. Εμένα δεν μου έκανε αίσθηση αυτό, μου φάνηκε κάπως παιδιάστικο και μάλλον ανόητο, να πω την αλήθεια. Προσπάθησα μάλιστα να το αποφύγω, είδα όμως ότι πολλά άτομα το ήθελαν, και ότι πολλά από αυτά ήταν άτομα αξιόλογα, μορφωμένα, συγκροτημένα, ψαγμένα, άτομα που εκτιμούσα! Δεν ήταν τίποτε επιπόλαιοι, αντιδραστικοί ή κάφροι, δεν ήθελαν να προκαλέσουν ούτε να ενοχλήσουν, ήθελαν όμως να σπάσουν τη νηστεία.

Σκέφτηκα λοιπόν ότι, για να το θέλουν τόσοι άνθρωποι, και αξιόλογοι άνθρωποι, και μια που δεν βλάπτει κανέναν, εγώ ως πρόεδρος οφείλω όχι μόνο να το σεβαστό αλλά και να το στηρίξω, ασχέτως αν δεν συμμερίζομαι την ανάγκη τους.

Έτσι οργάνωσα τον πρώτο Φανερό Δείπνο, και του έδωσα αυτό το όνομα γιατί μου φάνηκε διασκεδαστικό το λογοπαίγνιο με τον Μυστικό Δείπνο και δηλωτικό του σκοπού της εκδήλωσης: να κάνουμε ακριβώς αυτό που οι Χριστιανοί δεν κάνουν, και να το κάνουμε φανερά, όχι κρυφά.*

Αυτό το φανερά κι όχι κρυφά νομίζω ότι τελικά έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Ως γνωστόν ελάχιστοι από όσους δηλώνουν Χριστιανοί νηστεύουν τη μεγάλη εβδομάδα, κανείς όμως δεν το κάνει θέμα, δεν βγαίνουν στις ειδήσεις ούτε θεωρείται αυτό προκλητικό. Η πρόκληση εδώ ήταν μάλλον ακριβώς το φανερό του θέματος, ότι βγήκαμε και το είπαμε, ότι δώσαμε και τίτλο στην εκδήλωσή μας που να δείχνει τι ακριβώς κάνουμε. Ότι απέχουμε από τη νηστεία λόγω θέσης και άποψης, όχι από απλή αδιαφορία.

Για ποιον λόγο όμως να το κάνουμε αυτό; 
Όπως είπα, εγώ δεν ένιωθα την ανάγκη να το κάνω. Προσπάθησα όμως να αφουγκραστώ την ανάκη των άλλων, να την κατανοήσω, να καταλάβω γιατί ήθελαν τόσο πολύ να το κάνουν αυτό. Το σκέφτηκα πολύ και κατέληξα σε κάποια συμπεράσματα, τα οποία πιστεύω ότι δεν απέχουν πολύ από την πραγματικότητα.

Πιστεύω ότι πολλοί Έλληνες έχουν ανατραφεί ως Χριστιανοί ορθόδοξοι και έχουν εξαναγκαστεί να τηρούν τα έθιμα, είτε τους άρεσε αυτό είτε όχι, κυρίως σε παιδική κι εφηβική ηλικία, αλλά πολύ συχνά και ως ενήλικες, λόγω της κοινωνικής πίεσης, άλλοτε εντονότερης κι άλλοτε ηπιότερης αλλά πάντα υπαρκτής. Το γεγονός αυτό νομίζω ότι έχει δημιουργήσει μέσα τους μια αντίδραση, περισσότερο ή λιγότερο έντονη, μια ενόχληση που συσσωρεύεται και με τα χρόνια γίνεται έως και αγανάκτηση, μια ανάγκη εκτόνωσης.

Πιστεύω επίσης ότι πολλοί Έλληνες που έπαψαν να είναι Χριστιανοί, ζώντας σε μια χώρα όπου ο χριστιανισμός είναι πανταχού παρών, αισθάνονται μονίμως περιθωριοποιημένοι, αγνοημένοι, πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Το γεγονός αυτό γίνεται φανερό σε μικρά πράγματα, όπως αν θελήσεις να φας ένα σουβλάκι την Μεγάλη Παρασκευή: τα περισσότερα σουβλατζίδικα είναι κλειστά.

Σαφώς δεν είναι κάτι πολύ σημαντικό, υπάρχουν άλλα πράγματα πολύ σημαντικότερα - όπως οι εικόνες στα δικαστήρια, τα θρησκευτικά στα σχολεία, ο αγιασμός και η προσευχή, η καταγραφή του θρησκεύματος στο ληξιαρχείο και τόσα άλλα πράγματα πουσίας που διεκδικούμε  να αλλάξουν - ενώ αυτό είναι κάτι πολύ μικρό αλλά και πολύ φανερό, που έρχεται εκεί που δεν το περιμένεις, στη μέρα της αργίας σου, όπου βλέπεις καθαρά πώς η βούληση των πολλών καθορίζει και τη δική σου ζωή.

Για όλους αυτούς τους λόγους, κατάλαβα ότι αυτή η τόσο μικρή και τόσο απλή πράξη, όπως το να φας κάτι μη νηστήσιμο σε μια μέρα μεγάλης νηστείας, ήταν για τους ανθρώπους αυτούς μια πράξη απελευθέρωσης.

Με μηδενικό κόστος και βλάβη, ένα μικρό αλλά σημαντικό για εκείνους κέρδος.

Έτσι λοιπόν οργανώθηκε ο πρώτος Φανερός Δείπνος.
Λένε πολλοί ότι δεν είναι αθεϊστικό, είναι αντιχριστιανικό. Πράγματι είναι, αλλά όχι όπως το εννοούν αυτοί. Δεν στρέφεται κατά των Χριστιανών, αλλά κατά της επιβολής του Χριστιανισμού. Είναι μια δήλωση αντίθεσης στο Χριστιανικό εθιμοτυπικό, μια δήλωση άρνησης συμμετοχής, μια δήλωση αποστασίας. Απλή, μικρή και ανώδυνη, αλλά αρκετά ισχυρή μέσα στον απλό συμβολισμό της. 

Αυτό λοιπόν είναι ο Φανερός Δείπνος: ούτε λίγο ούτε πολύ, μια δήλωση αποστασίας.

Και ένας ευχάριστος τρόπος να περάσουμε με καλή παρέα τη μέρα της αργίας μας.

Σημειώσεις:
Αναφέρθηκε επίσης ότι ο Φανερός Δείπνος προωθεί την κρεοφαγία, πράγμα που δεν ισχύει. Το μόνο πράγμα που προωθεί είναι η αποχή από τη νηστεία. Από εκεί και πέρα καθένας μπορεί να φάει ό,τι θέλει - κρέας, ψάρι, μπρόκολα και κουνουπίδια και φακές αλάδωτες αν του κάνει κέφι. Αρκεί να του κάνει κέφι και να μην το τρώει καταναγκαστικά, επειδή αν δεν το κάνει "ο Χριστούλης θα κλαίει" και όλοι θα τον κοιτάνε σαν ένοχο εσχάτης προδοσίας.

*Μου επεσήμαναν στα σχόλια, εδώ και αλλού, ότι το επίθετο "μυστικός" αναφέρεται στον μυητικό και μυστικιστικό χαρακτήρα του τελευταίου δείπνου του Ιησού με τους μαθητές του και όχι στο γεγονός ότι ήταν κρυφός (που δεν ήταν). Πράγματι, έτσι είναι και το ξέρω, αλλά τυχαίνει η λέξη να έχει διπλή σημασία και να προσφέρεται για λογοπαίγνιο.

Κι όσο το σκέφτομαι, τόσο πιο εύστοχο βρίσκω αυτό το αυθόρμητο λογοπαίγνιο: είναι πράγματι σημαντικό να σπάσουμε τη νηστεία συνειδητά και όχι τυχαία, φανερά και όχι κρυφά. Να βγούμε από τη ντουλάπα, όλοι εμείς οι πρώην Χριστιανοί, όλοι οι Έλληνες Μη Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Κι αυτός είναι ένας απλός τρόπος να γίνει φανερό.

Τετάρτη 13 Απριλίου 2016

ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΤΡΙΠΤΥΧΟ



Κυριακή πρωί στο τραίνο. Μπαίνουμε από Κηφισιά. Πηγαίνω με την κόρη μου στο Φεστιβάλ Επιστήμης, στο Γκάζι. Καθόμαστε απέναντι από έναν ηλικιωμένο κύριο με γλυκό πρόσωπο. Φτηνό κοστούμι κι ένα κλειστό τριαντάφυλλο στο χέρι, κομμένο από κήπο. Κοιτάζει αφηρημένος έξω από το παράθυρο.
Στη Νερατζιώτισσα μπαίνουν τέσσερις πέντε νεαροί, μεγαλόσωμοι, γυμνασμένοι, ο ένας πολύ ψηλός και παχύς. Κάθονται δίπλα μας κι αρχίζουν την κουβέντα, ξένη γλώσσα, ρουμάνικα; Ιταλικά; Πιάνω μερικές λέξεις, κοιτάζω την κόρη μου με νόημα: Ισπανοί.
Ρωτάω τον έναν που έχει καθήσει πιο κοντά μας, από πού είστε; Ισπανία. Χαμογελάω, βέβαια, από ποιο μέρος όμως; Μπαρσελόνα, και ο ψηλός Γαλίσια. Εγώ Ελληνίδα, ο άντρας μου είναι Ισπανός. Εσείς, τουρίστες; Δουλεύουμε στο εμπορικό κέντρο. Αλήθεια, τι δουλειά; Κατασκευές, ξυλουργοί είμαστε. Για λίγο, μετά θα φύγουμε, πάμε αλλού. Ισπανική η εταιρεία, τους πληρώνει και το ξενοδοχείο για να μένουν εδώ. Ακριβή η ζωή στην Ελλάδα. Είναι καλά τα λεφτά τουλάχιστον; Θα μπορούσε να είναι και καλύτερα. Σαν τους ελληνικούς μισθούς; Ε όχι, είναι παραπάνω.
Κι εγώ αναρωτιέμαι, πώς είναι δυνατόν να συμφέρει να φέρνει κάποιος εργάτες από την Ισπανία, να τους δίνει μεγαλύτερο μεροκάματο, να πληρώνει και το ξενοδοχείο; Γιατί δεν παίρνουν εργάτες από εδώ; Γιατί ισπανική εταιρεία κι όχι ελληνική;
Ο ηλικιωμένος κύριος διακόπτει τις σκέψεις μου:
-Ισπανικά μιλάτε;
-Ναι.
-Ωραία γλώσσα! Ο ήχος της, πολύ ωραίος.
-Ναι, έχει μουσικότητα. Κι εγώ γι’ αυτό την έμαθα, μου άρεσε η μουσική της γλώσσας.
-Και τα Ιταλικά έχουν ωραίο ήχο.
-Ναι, έχουν κι αυτά μουσικότητα. Διαφορετική.
-Μου αρέσουν πολύ οι γλώσσες.
-Ξέρετε ξένες γλώσσες;
-Όχι, δεν ξέρω. Ξέρουν οι κόρες μου.
-Πόσες κόρες έχετε;
-Δύο.
-Να τις χαίρεστε.
-Ευχαριστώ. Η μία ξέρει Αγγλικά, Γαλλικά, η άλλη ξέρει και Ιταλικά. Ωραίο πράγμα οι γλώσσες…
-Εσείς πώς και δεν μάθατε;
-Στον καιρό μου, πού να μάθω…
Φαίνεται καμιά ογδονταριά χρονών.
-Στον καιρό σας δε μαθαίνατε Γαλλικά στο σχολείο;
Τα μάτια του μελαγχολούν.
-Ήμουνα δώδεκα δεκατριών χρονών όταν έγινε ο πόλεμος. Ποιο σχολείο και ποια Γαλλικά… Ήμουνα στο Καλπάκι, εκεί ο πόλεμος ήταν δίπλα μας, δεν τον ακούγαμε, τον βλέπαμε. Έχω δει εγώ πράγματα… Πολλά που λένε πως έγιναν, δεν έγιναν έτσι, εγώ το ξέρω, τα είδα. Πολλά μπορώ να σας πω…
-Πείτε μας, να μαθαίνουμε!
Μια ανησυχία σκιάζει το πρόσωπό του. Κοιτάζει έξω, Νέα Ιωνία.
-Δεν θα προλάβω, θα χάσω το σταθμό μου. Είναι τόσα…
-Πείτε μας κάτι μικρό, ό,τι προλάβετε.
-Τι να πω τώρα…
Το βλέμμα του χάνεται λίγο στις αναμνήσεις.
-Όταν ήρθαν οι Ιταλοί, γινόταν μεγάλος χαλασμός. Είχαν καταλάβει ένα ύψωμα. Δόθηκε εντολή να μην αφήσουν με τίποτα να τους το πάρουν. Ήρθαν στο χωριό, μας είπαν να πάρουμε τα καζάνια να τα πάμε στο λόφο, για την τροφοδοσία.
-Οι Ιταλοί ήρθαν στο χωριό;
-Όχι, οι Έλληνες. Και πήραμε τα καζάνια και πήγαμε. Εγώ ήμουν παιδί τότε, δώδεκα χρονών, δεκατριών. Κι ανέβηκα στο λόφο, μαζί με τον πατέρα και τ’ αδέρφια μου. Κι ήταν καμιά τριανταριά Ιταλοί, σκοτωμένοι, κατάχαμα… κρίμα τα παιδιά, νέα παιδιά…
Κουνάει το κεφάλι του. Το τραίνο μπαίνει στο σταθμό.
-Πού είμαστε;
-Περισσό.
Ησυχάζει. Συνεχίζει.
-Ένα βράδυ γίνηκε επίθεση, φύγαμε μέσα στη νύχτα, πήγαμε στο βουνό… έβρεχε, μούσκεμα γινήκαμε… και πήγαμε σ’ ένα μαντρί, βγάλαμε έξω τα πρόβατα και μπήκαμε εμείς… κοιμηθήκαμε κατάχαμα, στις κοπριές… πού να σας λέω.
Άλλος σταθμός. Κοιτάζει έξω, αλαφιάζεται.
-Ποιος σταθμός είναι; Βικτώρια;
-Όχι, Κάτω Πατήσια. Πού κατεβαίνετε;
-Αττική.
-Έχουμε καιρό ακόμη.
-Ο επόμενος είναι, ο επόμενος;
-Όχι, πρώτα είναι Άγιος Νικόλαος, μετά Αττική. Θα σας πω εγώ, μείνετε ήσυχος.
Χαμογελάει ένοχα.
-Σκαστός έφυγα απ’ το σπίτι. Δεν κάνει να βγαίνω. Οι κόρες μου δε μ’ αφήνουνε. Μα είναι το μνημόσυνο ενός φίλου μου, ήμασταν μαζί από το δημοτικό, μια ζωή, το τι περάσαμε μαζί… Δεν μπορούσα να μην πάω. Είπα στη γυναίκα μου, «Μην πεις τίποτα!»
-Καλά κάνατε.
Χαμηλώνει τη φωνή συνωμοτικά.
-Είχα ένα μικρό εγκεφαλικό.
-Μια χαρά σας βλέπω, μπράβο!
Κουνάει το κεφάλι του, ναι καλά.
-Δεν κάνει να βγαίνω. Όμως δεν μπορούσα να μην πάω. Αυτόν τον άνθρωπο… δεν μπορούσα, έπρεπε να πάω.
Φτάνουμε Αττική. Χαιρετιόμαστε με χαμόγελα, τα δέοντα, κατεβαίνει. Ο νεαρός Ισπανός κάνει μια θέση πιο μέσα. Στη θέση που ελευθερώνεται, κάθεται ένας άλλος ηλικιωμένος. Στεκόταν πίσω μου ως εκείνη την ώρα, αλλιώς θα τον είχα προσέξει σίγουρα. Φοράει κασκέτο, κρατάει μαγκούρα, ένα καρότσι και διάφορα πακέτα. Αγριοκοιτάζει τον νεαρό.
-Ω μωρέ κοπέλι, για δεν δίνεις τη θέση, να κάτσει κάνας μεγαλύτερος;
-Δεν καταλαβαίνει Ελληνικά το παιδί.
-Θα τον κάνω εγώ να καταλάβει! Ίνγκλις, ίνγκλις;
-No english, español.
-Α, σπανιόλο! Μέρκελ, Μέρκελ;
Ο Ισπανός γελάει.
-No, Merkel no. España, Spain.
-Η Μέρκελ όλους μας ανακάτεψε!
Παρεμβαίνω εγώ και εξηγώ στα Ισπανικά. Γέλια, καταφατικά νεύματα.
-Ισπανοί είν’ ετούτοι;
-Ναι.
-Κ’ ήντα κάμουν εδά;
-Δουλεύουνε, οικοδομή. Εσείς Κρητικός είστε;
Παίζει το μάτι του.
-Πού να μην ήμουνα!
-Γιατί; Ωραίο νησί η Κρήτη.
-Ωραίο, ωραίο. Έτσι όπως μας έκαμαν, πουθενά δεν ημπορείς να ζήσεις.
Αρχίζει ένα λογύδριο για την οικονομική κρίση και κάποια στιγμή με ρωτάει:
-Πιστεύεις στο Θεό;
-Όχι.
-Δεν πιστεύεις στο Θεό;!
-Όχι.
-Γιάντα δεν πιστεύεις στο Θεό;
-Δεν τον είδα ποτέ μου.
-Το Θεό να δεις μωρή παλαβή;!
-Ε, δεν τον είδα. Εσύ τον είδες καμιά φορά;
-Αν τον είδα; Ποιος κάνει τη μέρα και τη νύχτα;
-Ο ήλιος και η γη που γυρίζει.
-Ο ήλιος; Και την άνοιξη ποιος τη φέρνει;
-Μοναχή της έρχεται.
-Μοναχή της;
-Μοναχή της. Γιατί, χρειάζεται να τη φέρει κάποιος; Και για πες μου εσύ, τους σεισμούς και τις αρρώστιες ποιος τα φέρνει;
Δυσφορεί. Δεν απαντάει. Στρίβει τα μουστάκια του, σκέφτεται. Μισογελάει πονηρά.
-Για να σου πω τώρα. Άκου τούτο το πράμα. Δε μου λες, πώς γίνεται κι ένα τόσο δα μικρό σποράκι φυτεύεται μέσα σου, και μετά γίνεται τούτο δω το τρανό κοπέλι;
Και δείχνει την κόρη μου.
-Το κοράσι θες να πεις.
Με λοξοκοιτάει.
-Πού να σου εξηγώ τώρα πώς γίνεται. Πάντως ο Θεός δεν ανακατεύτηκε.
Ξεφυσάει. Συνοφρυώνεται.
-Άκου να σου πω. Μόνον ο Θεός θα βγάλει την Ελλάδα απ’ το μνημόνιο.
-Άμα περιμένουμε απ’ το Θεό να βγάλει την Ελλάδα απ’ το μνημόνιο, ζήτω πού καήκαμε.
Βγάζει ένα φυλλάδιο, μου το δίνει. Το κοιτάζω. «Μια προσευχή για την Ελλάδα».
-Μην το πετάξεις, ε!
-Όχι καλέ, να, το βάζω στην τσάντα μου.
-Να το κρατήσεις και να το διαβάσεις.
Φτάνουμε Ομόνοια. Σηκώνεται.
-Η ώρα η καλή, κι ο Θεός να σε φωτίσει!
-Ευχαριστώ, καλέ μου.
Ανοίγω το φυλλάδιο, ρίχνω μια ματιά.






Πείτε μου τώρα μετά απ’ όλ’ αυτά, τι να σου πει το Φεστιβάλ Επιστήμης;
Καλή εβδομάδα να έχουμε!