Σάββατο 15 Ιουνίου 2013

Λίγος ακόμη καπνός ακόμη (sic)



Το άρθρο που θα διαβάσετε γράφτηκε αρχικά ως σχόλιο στην ανάρτηση του φίλου μου Αλέξανδρου Φατσή με τίτλο "Λίγος καπνός ακόμα ή γιατί ο φασισμός δεν είναι ιδεολογία αλλά νοοτροπία".
Επειδή όμως βγήκε κατεβατό, κι επειδή το θέμα του καπνίσματος και της (μη) απαγόρευσής του είναι κάτι που με απασχολεί αναγκαστικά γιατί το βρίσκω διαρκώς μπροστά μου, αποφάσισα να το επεκτείνω και να το αναρτήσω εδώ ως άρθρο. Είχα γράψει άλλωστε και παλιότερα για το θέμα αυτό σε ένα άρθρο μου με τίτλο "Παράνομες ουσίες".

Αναφέρει λοιπόν ο Αλέξανδρος ότι το να θέλουν οι μη καπνιστές να απαγορευτεί το κάπνισμα σε μπαρ και καφετέριες είναι φασισμός, επειδή:
1. Η βλάβη στη υγεία ενηλίκων από περιστασιακή έκθεση σε καπνό δεν είναι αποδεδειγμένη και κατά πάσα πιθανότητα δεν είναι και πολύ μεγάλη
2. Όσοι ενοχλούνται από το κάπνισμα δεν είναι υποχρεωμένοι να πάνε στους χώρους όπου υπάρχουν καπνιστές.
3. Οι επιχειρηματίες έχουν δικαίωμα να επιλέξουν τι κανόνες θα βάλουν στο χώρο της επιχείρησής τους.
4. Οι μη καπνιστές είναι μειοψηφία και δεν μπορούν να έχουν την απαίτηση να προσαρμοστούν τα μαγαζιά σε αυτούς.
Επίσης σε ένα σχόλιό του συγκρίνει την κρατική παρέμβαση στη λειτουργία των καταστημάτων με το να μπουκάρει κάποιος στο σπίτι ενός άλλου και να του επιβάλει τι θα κάνει εκεί μέσα - επειδή και τα δύο, σπίτι και κατάστημα, είναι ιδιωτικοί χώροι.


Αρχίζοντας από το τελευταίο σημείο, κατά τη γνώμη μου δεν έχει σύγκριση το να μπουκάρεις στο σπίτι κάποιου με το να παρέμβεις στο τι γίνεται σε καταστήματα με δημόσια πρόσβαση. Δεν μπουκάρει ο νόμος στο σπίτι των καπνιστών να τους πει τι να κάνουν - και εδώ θα προσθέσω ότι και αυτό ακόμη θα το δεχόμουν προκειμένου π.χ. για ενήλικες που καπνίζουν μπροστά σε παιδιά, ρυπαίνονταςτ τον αέρα που αναπνέουν και εξοικειώνοντάς τα με την ιδέα και την εικόνα του καπνιστή, προδιαθέτοντάς τα για εθισμό, και επομένως κακοποιώντας τα, πράγμα που θα έπρεπε να τους απαγορευτεί, όπως ήδη τους απαγορεύεται λόγου χάρη να ξυλοκοπήσουν τα παιδιά, και αν το κάνουν έχει ήδη δικαίωμα όχι μόνο το κράτος αλλά κι ο γείτονας να παρέμβει, ναι, ακόμη και μέσα στο σπίτι του άλλου, για να εμποδίσει τη βλάβη που προκαλείται στο παιδί. Ο νόμος λοιπόν δεν παρεμβαίνει στο σπίτι κανενός. Παρεμβαίνει στα καταστήματα, χώρους ιδιωτικούς μεν αλλά προορισμένους για εξυπηρέτηση του κοινού. Παρεμβαίνει στο τι γίνεται με τον αέρα που αναπνέει ο πελάτης στα καταστήματα, όπως παρεμβαίνει στο τι γίνεται στο νερό που πίνει ο πελάτης, στο φαγητό που τρώει ο πελάτης, και σε ένα σωρό άλλα προϊόντα και υπηρεσίες που παρέχονται στα καταστήματα. Αν το κατάστημα δεν επιτρέπεται να μου σερβίρει δηλητηριασμένο νερό, γιατί να επιτρέπεται να μου σερβίρει δηλητηριασμένο αέρα;



Το πρόβλημα για μένα έγκειται στο εξής:

1. Οι μη καπνιστές είναι προς το παρόν μειοψηφία,

2. Το κάπνισμα χαίρει ακόμη κοινωνικής καταξίωσης,

3. Οι καπνιστές έχουν συνηθίσει στα κεκτημένα τους και τα θεωρούν φυσικά δικαιώματα,

4. Οι μη καπνιστές υποχωρούν πιο εύκολα, διότι οι καπνιστές ως εθισμένοι δυσκολεύονται να ελέγξουν τη συμπεριφορά τους, να δουν την πραγματικότητα αντικειμενικά και όχι μόνο από τη σκοπιά τους, και επινοούν πάντα δικαιολογίες για να μην στερηθούν την ικανοποίηση του εθισμού τους.


Όλα τα παραπάνω:

1. Δημιουργούν αίσθηση δύναμης, εξουσίας και ασφάλειας στους καπνιστές, με αποτέλεσμα να φέρονται συγκαταβατικά και αφ' υψηλού στους μη καπνιστές.

2. Ωθούν τους μαγαζάτορες να προτιμούν να αφήνουν το κάπνισμα ελεύθερο - εφόσον ο νόμος ή η ανοχή στην παρανομία αναλόγως τους αφήνουν αυτό το περιθώριο - προκειμένου να μην χάσουν τους πολλούς πελάτες, με αποτέλεσμα να ψάχνεις με το κυάλι μαγαζί όπου να μην γίνεσαι καπνιστός.

3. Δημιουργούν ανισορροπία και διαστρεβλώνουν τα επιχειρήματα στις δημόσιες συζητήσεις.
Για παράδειγμα, εξισώνεται η υποτιθέμενη "απόλαυση" του καπνιστή - στην πραγματικότητα η ικανοποίηση ενός εθισμού τον οποίο ο καπνιστής θα μπορούσε να μην αποκτήσει ή και να διακόψει αν ήθελε, και όχι η ικανοποίηση μιας φυσικής ανάγκης - με την υποτιθέμενη "προτίμηση" του μη καπνιστή - που στην πραγματικότητα είναι η ικανοποίηση ενός συνόλου φυσικών αναγκών: να αναπνέει καθαρό αέρα, όχι μόνο για λόγους υγείας αλλά και επειδή ο αέρας με την κάπνα προκαλεί δυσφορία, να μην βήχει, να μην νιώθει τσούξιμο στα μάτια, για να μην αναφέρω και το να μην βρωμάει μετά και να μην αναγκάζεται να κάνει μπάνιο και λούσιμο ό,τι ώρα κι αν είναι.
Εστιάζεται η συζήτηση στην "ευχαρίστηση" που θα στερηθούν οι καπνιστές και στη "διασκέδαση" που θα μειωθεί, χωρίς να γίνεται μνεία της ευχαρίστησης που στερούνται συστηματικά οι μη καπνιστές και της διασκέδασής τους που είναι μονίμως κηλιδωμένη με καπνό. Γιατί πώς να διασκεδάσει πραγματικά όταν υφίστασαι διαρκή όχληση και δυσφορία;
Όπως βλέπετε δεν μιλώ για υγεία, την αφήνω εκτός. Αν όμως τα βάλουμε  όλα στη ζυγαριά - τη διασκέδαση του ενός κι εκείνη του άλλου, την ευχαρίστηση του ενός κι εκείνη του άλλου, όλα όσα μπορείτε τέλος πάντων να φανταστείτε που σίγουρα είναι δικαιώματα και του ενός και του άλλου, και στο τέλος προσθέσουμε στη μεριά των μη καπνιστών και τη υγεία, ακόμη κι αν αυτή ζυγίζει όσο ένας κόκκος άμμου, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι η βλάβη πραγματικά δεν είναι τελικά τόσο μεγάλη όσο νομίζαμε, ακόμη κι έτσι, προς ποια μεριά λέτε να γείρει η ζυγαριά; Ή μήπως η απόλαυση και η άνεση των καπνιστών βαραίνει περισσότερο από εκείνη των μη καπνιστών τελικά;


Έχω κάποια ερωτήματα:

- Πόσο συχνά ένας καπνιστής ζητά την άδεια από όσους είναι κοντά του, πριν καπνίσει; Το κάνει πάντοτε, ως όφειλε, ή μόνον ορισμένες φορές; Και με ποια κριτήρια;

- Ακόμη κι όταν το κάνει, είναι πραγματικά διατεθειμένος να δεχτεί το "όχι" χωρίς να στιγματίσει ως "ξενέρωτο" "σπασίκλα" ή δεν ξέρω τι άλλο αυτόν που θα το πει;
- Ακόμη κι αν ορισμένες φορές το δεχτεί με καλή καρδιά, πόσες φορές είναι διατεθειμένος να υποστεί την άρνηση και για πόσο χρονικό διάστημα;

- Πώς ένας καπνιστής εξασφαλίζει, σε ένα χώρο με 30, 50, 100 ανθρώπους, ότι το τσιγάρο του δεν θα ενοχλήσει πραγματικά κανέναν; Τους ρωτά όλους έναν-έναν;

- Πόσο άνετα φαντάζεστε ότι νιώθουν οι μη καπνιστές να γίνονται οι "κακοί" ζητώντας διαρκώς το αυτονόητο, επειδή οι καπνιστές αδυνατούν να ελέγξουν τον εθισμό τους;



Όλα όσα είπα προηγουμένως είναι αποστάγματα προσωπικής εμπειρίας.

 - Λατρεύω το χορό, αλλά όπου πάω να χορέψω, καπνίζουν παντού και πάντοτε. Υποφέρω, ασφυκτιώ, ταλαιπωρούμαι, και αναγκάζομαι να κάνω μπάνιο με λούσιμο νυχτιάτικα μόλις γυρίζω σπίτι για να μη βρωμάω.

- Σε κάποιες διαλέξεις που συμμετείχα πρόσφατα στο Nosotros, αρκετά άτομα αναγκάστηκαν να φύγουν και άλλα δήλωσαν ότι δεν μπορούν να έρθουν, επειδή στο χώρο επιτρέπεται το κάπνισμα. Φυσικά οι καπνιστές πάνε στο πίσω μέρος της αίθουσας ή δίπλα στο παράθυρο, υποθέτω με την εντύπωση ότι "δεν πειράζει και τόσο, έτσι δεν είναι;" και νιώθουν πολύ εντάξει με τον εαυτό τους - άλλωστε ο χώρος είναι ιδιωτικός και στο χώρο επιτρέπεται το κάπνισμα, οι παρευρισκόμενοι μπορούν μόνο να απευθύνουν μια παράκληση, κι αν δεν τους αρέσει μπορούν να φύγουν.

- Αποφεύγω τις συνελεύσεις του συλλόγου μεταφραστών - του συνδικαλιστικού μου οργάνου λέμε τώρα, δεν μιλάω για μπαρ και καφετέριες - επειδή καπνίζουν. Φυσικά το είπα, την πρώτη φορά - και είναι ήδη χαρακτηριστικό ότι χρειάστηκε να το πω, αν είναι δυνατόν, σε συνέλευση συλλόγου - και από τότε καπνίζουν δίπλα στο παράθυρο γιατί "ο καπνός φεύγει έξω και δεν πειράζει", και έξω ακριβώς από την πόρτα γιατί "δεν είναι μέσα άρα δεν πειράζει". Φυσικά ο καπνός δεν ξέρει ότι πρέπει να πάει μόνο προς τα έξω, κι έρχεται και προς τα μέσα, και ενοχλεί. 

Αλλά κουράστηκα να γίνομαι κακιά και να ζητώ τα αυτονόητα συνεχώς.


Η τελευταία περίπτωση που ανέφερα - αυτή του συλλόγου μεταφραστών - δεν άπτεται βέβαια άμεσα του θέματος που έθεσε ο Αλέξανδρος, διότι δεν πρόκειται για ιδιωτικό κατάστημα αλλά για συνδικαλιστικό σύλλογο όπου όλοι πρέπει να μπορούν να συμμετάσχουν, επομένως θα πρέπει να μην υπάρχει καμία όχληση για κανέναν, επομένως δεν θα πρέπει να επιτρέπεται το κάπνισμα. Ελπίζω ότι εδώ τουλάχιστον δεν θα υπάρχουν αντιρρήσεις.

Το ίδιο ισχύει και για τις δημόσιες υπηρεσίες, ας πούμε, όπου θα πρέπει να μπορεί κάθε πολίτης να μπει ανενόχλητος, και ο καπνός στον αέρα είναι όχληση, άρα δεν θα πρέπει να επιτρέπεται το κάπνισμα γιατί έτσι περιορίζεται η πρόσβαση σε ορισμένους.

Αν όμως δεχόμαστε το παραπάνω, ότι δηλαδή στους δημόσιους χώρους όπου πρέπει να έχουν πρόσβαση όλοι οι πολίτες το κάπνισμα θα πρέπει να απαγορεύεται, αυτό σημαίνει ότι θεωρούμε όντως το κάπνισμα σοβαρή όχληση και τον ελεύθερο καπνού αέρα βασική ανάγκη και θεμελιώδες δικαίωμα, όχι απλώς προτίμηση ή επιλογή.

Πείτε μου λοιπόν τώρα, σοφοί και φιλελεύθεροι αναγνώστες: σας φαίνεται δίκαιο να περιορίζεται η πρόσβαση στα καταστήματα διασκέδασης εξαιτίας μιας όχλησης; Βεβαίως ο ιδιοκτήτης έχει δικαίωμα να κάνει ό,τι θέλει, και να επιλέξει αν θέλει να κερδίσει τους καπνιστές ή τους μη καπνιστές. Όταν όμως οι καπνιστές είναι μια πλειοψηφία που επιβάλει δικτατορικά την επιθυμία της, το αποτέλεσμα είναι να μην υπάρχει σχεδόν κανένα μαγαζί που να μπορεί να κάτσει ανενόχλητος ένας μη καπνιστής. Σας φαίνεται σωστό αυτό; Σας φαίνεται φασιστικό να παρεμβαίνει το κράτος και να απαγορεύει την όχληση;

Και κάτι ακόμη: έστω ότι η βλάβη στην υγεία είναι πράγματι "όχι πολύ μεγάλη". Πόσο μεγάλη ακριβώς θα πρέπει να είναι μια βλάβη για να θεωρήσουμε ότι "δεν πειράζει" να την υποστώ για να κάνει κάποιος το κέφι του; Και σε τι μονάδες θα την μετρήσουμε.


Επανέρχομαι στο Nosotros, έναν κοινωνικό και πολιτιστικό χώρο πολύ δημιουργικό και ζωντανό, έναν χώρο πραγματικά ιδιωτικό, όχι κατάστημα διασκέδασης, αλλά έναν χώρο ανοιχτό στο κοινό άρα με δημόσια πρόσβαση, όπου οι αποφάσεις παίρνονται από μια συνέλευση και όπου το κάπνισμα επιτρέπεται. Το βασικό επιχείρημα υπέρ του καπνίσματος είναι ότι κάθε απαγόρευση είναι φασιστική.

Και ερωτώ εγώ τους φίλους της συνέλευσης του Nosotros, και εσάς που με διαβάζετε:
- Το να ρυπαίνει κάποιος τον αέρα που αναπνέουν οι άλλοι, δεν είναι φασιστικό;
- Το να προκαλεί κάποιος έντονη όχληση - όχι απλώς δυσαρέσκεια αλλά όχληση: το τσούξιμο ματιών και ο βήχας δεν είναι απλώς θέμα διαφορετικού γούστου, ούτε και το να βρωμοκοπάς πατόκορφα - δεν είναι φασιστικό;
- Το να αποκλείεται εμμέσως η πρόσβαση σε ανθρώπους που νιώθουν έντονα την όχληση λόγω ευαισθησίας, που έχουν ιδιαίτερα ευαίσθητη υγεία ή που ανήκουν σε ευαίσθητες ομάδες, όπως είναι οι ηλικιωμένοι ή οι έγκυες, δεν είναι φασιστικό;
Φίλοι του Nosotros, αν είστε απόλυτα σίγουροι ότι αρνείστε να απαγορεύσετε το κάπνισμα μόνο και μόνο επειδή η απαγόρευση είναι φασιστική, πείτε μου:
- Στο χώρο σας δεν ισχύει ποτέ καμία απολύτως απαγόρευση για τίποτα;
- Επιτρέπεται στους θαμώνες του χώρου να προκαλούν άλλου τύπου οχλήσεις σε άλλους θαμώνες, ή μήπως όχι; 
- Επιτρέπεται να χειροδικήσω απέναντι σε κάποιον, ή μήπως θα με εμποδίσετε και θα με απομακρύνετε;
- Επιτρέπεται να πάω δίπλα σε κάποιον και να αρχίσω να φωνάζω δυνατά, ή μήπως θα με παρακαλέσετε να σταματήσω;
- Επιτρέπεται να φτύσω στο τραπέζι κάποιου, ή μήπως θα μου κάνετε παρατήρηση;
- Επιτρέπεται να κατουρήσω στο ποτήρι κάποιου, ή μήπως θα με πετάξετε έξω;
- Αν η απάντηση στα τέσερα προηγούμενα ερωτήματα είναι "όχι, δεν επιτρέπεται", τότε γιατί επιτρέπεται στο χώρο σας να μου βρωμίζουν τον αέρα που αναπνέω;
- Μήπως η απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα είναι "επειδή το κάπνισμα έχει καταξιωθεί κοινωνικά και φαντάζει φυσικό", ή "επειδή το να καπνίζεις πίνοντας καφέ είναι εδώ και χρόνια κεκτημένο δικαίωμα", ή "επειδή οι καπνιστές θα σηκωθούν να φύγουν και θα μείνουμε χωρίς κόσμο", ή κάτι άλλο που δεν έχει και μεγάλη σχέση με την άρση των απαγορεύσεων;
 - Τελικά μήπως υπάρχουν απαγορεύσεις στο χώρο σας, απλώς βασίζονται στα δικά σας κριτήρια και αφορούν μόνον αυτά που εσείς επιλέγετε, όπως γίνεται τελικά σε κάθε χώρο; Μήπως το επιχείρημα περί φασιστικού χαρακτήρα των απαγορεύσεων όχι μόνο δεν είναι τελικά καθόλου βάσιμο αλλά στην πραγματικότητα δεν εφαρμόζεται καν;

Ειρήσθω εν παρόδω, τα ούρα δεν έχουν μικρόβια ούτε βλαβερές ουσίες, άρα δεν θα έβλαπτα την υγεία κάποιου αν ουρούσα στο ποτό του, απλώς θα τον ενοχλούσα - και γιατί να μην το κάνω στα πλαίσια της ελευθερίας μου, αν έτσι ήθελα κι έτσι ένιωθα ευχάριστα; Αν σας σοκάρει αυτό, γιατί δεν σας σοκάρει η απαίτηση των καπνιστών να τους επιτραπεί να ρυπαίνουν και να ενοχλούν επειδή με τη συγκεκριμένη πράξη νιώθουν ευχάριστα και δεν είναι διατεθειμένοι να διαπραγματευτούν την ευχαρίστησή τους;

Και η ευχαρίστηση των άλλων, δεν μετράει λοιπόν το ίδιο; 

Και όταν στην πλάστιγγα βάλουμε τις δύο ακυρωμένες ευχαριστήσεις, και από την πλευρά των μη καπνιστών βάλουμε επιπλέον την όχληση και την βλάβη στην υγεία, προς ποια μεριά λέτε να γείρει;

Ή είναι καθαρά θέμα πλειοψηφίας-μειοψηφίας, και άρα θέμα εξουσίας και όχι θέμα αρχών, και άρα μπορούμε να αφήσουμε τα προσχήματα και να παραδεχτούμε ότι απλώς οι καπνιστές θα κάνουν ό,τι τους γουστάρει εφόσον έχουν τη δύναμη να το επιβάλλουν;


Το ιδανικό θα ήταν να μην χρειάζεται ποτέ καμιά απαγόρευση.

Το ιδανικό θα ήταν να έχουμε σεβασμό και τρόπους, όχι επιβολή και νόμους.

Όμως αυτό προφανώς δεν ισχύει στην κοινωνία μας, γι' αυτό και έχουμε θεσπίσει ένα σωρό νόμους και απαγορεύσεις για ένα σωρό πράγματα. Μπορεί φυσικά να επιχειρηματολογήσει κάπιος κατά των νόμων και των απαγορεύσεων γενικά - αυτή όμως είναι μια άλλη κουβέντα που αφορά το κοινωνικό πλαίσιο.
Αν θέλουμε να ζούμε όλοι καλά κι όχι απλώς να βολευόμαστε, με ορισμένους να γίνονται πολίτες δεύτερης κατηγορίας, δυστυχώς χρειάζονται νόμοι και απαγορεύσεις, και μία από αυτές είναι και η απαγόρευση του καπνίσματος σε χώρους όπου υπάρχει δημόσια πρόσβαση. Διότι η ελευθερία του καπνιστή τελειώνει εκεί που αρχίζει η ελευθερία όλων να αναπνέουν άνετα και να αισθάνονται όμορφα σε κάθε χώρο κάθε στιγμή, χωρίς δικαιολογίες, χωρίς εξαιρέσεις και χωρίς να χρειάζεται να δίνουν κάθε φορά μάχη γι' αυτό.

Δευτέρα 3 Ιουνίου 2013

Ο αθεϊσμός σήμερα στην Ελλάδα και το εξωτερικό

Το κείμενο αυτό, όπως και η προηγούμενη ανάρτησή μου, παρουσιάστηκε ως ομιλία στα πλαίσια ενός κύκλου έξι ομιλιών με θέμα των αθεϊσμό που πραγματοποίησε η Ένωση Αθέων στον ελεύθερο κοινωνικό χώρο Nosotros.


Σύγχρονες αθεϊστικές οργανώσεις και κινήματα παγκοσμίως. Ιστορική σύνδεση του αθεϊστικού ρεύματος με τις σύγχρονες τάσεις. Παγκόσμια κατανομή ποσοστών των άθεων και άθρησκων και παράγοντες που τα επηρεάζουν. Σχέση του κοσμικού κράτους με το αθεϊστικό κίνημα.

Εισαγωγή
Όπως είδαμε στις τέσσερις πρώτες ομιλίες αυτού του κύκλου, ο αθεϊσμός έχει μακρά ιστορία. Ξεκινά από την αρχαία Ελλάδα και φτάνει ως τις μέρες μας μέσα από μια μεγάλη πορεία, με σημαντικότερο ίσως σταθμό την εποχή του Διαφωτισμού. Τότε διατυπώθηκαν για πρώτη φορά οι αρχές του Ανθρωπισμού, οι οποίες αντικαθιστούν τις εξ αποκαλύψεως ηθικές επιταγές των θρησκευτικών δογμάτων στη συνείδηση πολλών ανθρώπων και συνιστούν μία από τις πιο πρόσφορες εναλλακτικές επιλογές στην θρησκευτική ηθικολογία. Σημαντική υπήρξε επίσης η διατύπωση της βάσης του αγνωστικισμού τον 19ο αιώνα από τον Χάξλεϋ, ο οποίος έθεσε το θεμέλιο μιας νέας γνωσιολογικής και συνειδησιακής προσέγγισης στην υπόθεση της ύπαρξης θεοτήτων.
Ο αθεϊσμός είναι παρών στην ιστορία της ανθρωπότητας, με τη μία ή την άλλη μορφή, τα τελευταία δυόμιση χιλιάδες χρόνια. Ωστόσο μοιάζει να υπήρξε πάντα περισσότερο θέμα των διανοητών και των φιλοσόφων. Στην εποχή μας για πρώτη φορά αποκτά λαϊκές διαστάσεις και γίνεται έκδηλος ως φιλοσοφική θέση και στάση ζωής σε μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, ιδίως στις πιο προηγμένες πολιτιστικά χώρες. Το φαινόμενο αυτό μπορεί να αποδοθεί αφ’ ενός στην οικονομική ευμάρεια, η οποία αφήνει περιθώριο για φιλοσοφικούς προβληματισμούς στον ευρύτερο πληθυσμό και όχι μόνο σε ευκατάστατους αριστοκράτες, και αφ’ ετέρου στη διάδοση του δημοκρατικού πολιτεύματος, η οποία επιτρέπει την ελεύθερη έκφραση όλων των πεποιθήσεων και αίρει τις απαγορεύσεις που επέβαλλαν παλιότερα οι ισχυροί θρησκευτικοί οργανισμοί μέσω των κρατικών εξουσιαστικών μηχανισμών.

Ο αθεϊσμός σήμερα
Η σύγχρονη έκφανση του αθεϊσμού ονομάζεται συχνά και «νέος αθεϊσμός» και  εκφράζεται από πολλούς διανοητές, με αποτέλεσμα να υπάρχει πληθώρα δημοσιευμάτων και έντονος δημόσιος διάλογος γύρω από το θέμα. Οι πιο γνωστοί και χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι του αθεϊσμού στην εποχή μας είναι ο εξελικτικός βιολόγος Ρίτσαρντ Ντόκινς (Richard Dawkins), ο γνωσιολόγος Ντάνιελ Ντένετ (Daniel Dennett), ο νευροεπιστήμονας Σαμ Χάρις (Sam Harris), και ο δημοσιογράφος Κρίστοφερ Χίτσενς (Christopher Hitchens, πέθανε το 2011), γνωστοί και ως «τέσσερις καβαλάρηδες της αθεΐας», σε αντιδιαστολή με τους τέσσερις καβαλάρηδες της Αποκάλυψης του Ιωάννη. Η γραφική αυτή ονομασία χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 2007 σε μια συζήτηση όπου συμμετείχαν και οι τέσσερις και καθιερώθηκε άτυπα. Βεβαίως αυτοί οι τέσσερις δεν είναι οι μόνοι εκπρόσωποι του νέου αθεϊσμού, αλλά τα ονόματά τους, ιδίως αυτό του Ντόκινς, έχουν προσλάβει συμβολικές διαστάσεις για το αθεϊστικό κίνημα, και όχι άδικα.
Μεγάλο μέρος των θέσεων του νέου αθεϊσμού βασίστηκε σε δημοσιεύματα των τεσσάρων αυτών συγγραφέων. Το 2004 κυκλοφόρησε το βιβλίο The End of Faith του Σαμ Χάρις (Το τέλος της πίστης, Ενάλιος 2008), που έγινε μπεστ σέλερ στις ΗΠΑ. Ο Χάρις πήρε αφορμή από τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, τα οποία απέδωσε ευθέως στην επιρροή του Ισλάμ, ασκώντας ταυτόχρονα έντονη κριτική στον Χριστιανισμό και τον Ιουδαϊσμό. Δυο χρόνια αργότερα κυκλοφόρησε το Letter to a Christian Nation (Επιστολή προς ένα χριστιανικό έθνος, Κέδρος 2007), μια δριμεία κριτική κατά του Χριστιανισμού. Την ίδια χρονιά, το 2006, ο Ρίτσαρντ Ντόκινς γύρισε το τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ The Root of All Evil? (Η ρίζα κάθε κακού;) όπου επικρίνει τη θρησκεία ως πηγή δεινών για την ανθρωπότητα, και δημοσίευσε το βιβλίο The God Delusion (Η περί θεού αυταπάτη, Κάτοπτρο 2007), όπου ασκεί σφοδρή κριτική στην ιδέα του Θεού σε όλες τις μορφές της, καταρρίπτει τα κύρια επιχειρήματα υπέρ της θρησκείας και καταδεικνύει ότι η ύπαρξη ενός ανώτερου όντος είναι εξαιρετικά απίθανο ενδεχόμενο.
Άλλα ορόσημα υπήρξαν τα βιβλία Traité d'athéologie: Physique de la métaphysique του Μισέλ Ονφρέ (Michel Onfray) το 2005 (Πραγματεία περί αθεολογίας: Φυσική της μεταφυσικής, Εξάντας 2006, αγγλικός τίτλος Atheist Manifesto: The Case Against Christianity, Judaism, and Islam), Breaking the Spell: Religion as a Natural Phenomenon του Ντάνιελ Ντένετ το 2006 (Απομυθοποίηση: καταρρίπτοντας το μύθο της θρησκείας, Βάνιας 2007), God: The Failed HypothesisHow Science Shows That God Does Not Exist του Βίκτορ Στένγκερ (Victor Stenger) το 2007 και God Is Not Great: How Religion Poisons Everything του Κρίστοφερ Χίτσενς την ίδια χρονιά (Ο θεός δεν είναι μεγάλος: Πώς η θρησκεία δηλητηριάζει τα πάντα, Scripta 2008). Ο Στένγκερ στο προαναφερθέν βιβλίο παρουσιάζει το γνωστό επιχείρημα που πρωτοσυναντάμε στους Επικούρειους, ότι ένας θεός παντογνώστης, πανάγαθος και παντοδύναμος, τον οποίο αποκαλεί «θεό 3Π», δεν μπορεί λογικά να υπάρχει. Μια σειρά από παρόμοια επιχειρήματα της ανυπαρξίας του θεού με βάση διάφορες ιδιότητες που του έχουν κατά καιρούς αποδοθεί παρουσιάζεται στο βιβλίο The Impossibility of God (Η αδυνατότητα της ύπαρξης θεού) των Michael Martin και Ricki Monnier, καθώς και στο άρθρο του Theodore Drange Incompatible-Properties Arguments (Επιχειρήματα εκ της ασυμβατότητας ιδιοτήτων). Άλλο σημαντικό βιβλίο που κυκλοφόρησε το 2007 είναι το The portable atheist (Η βίβλος του άθεου, Polaris 2012), μια συλλογή αθεϊστικών κειμένων που ανθολόγησε και προλόγισε ο Χίτσενς.
Ο νέος αθεϊσμός απορρίπτει την άποψη των μη αλληλεπικαλυπτόμενων γνωστικών πεδίων (non-overlapping magisteria, NOMA) την οποία υποστηρίζει ο παλαιοντολόγος, εξελικτικός βιολόγος και ιστορικός της επιστήμης Στίβεν Τζέι Γκουλντ (Stephen Jay Gould). Σύμφωνα με την ΝΟΜΑ, η επιστήμη και η θρησκεία μπορούν να περιοριστούν σε διακριτές και μη αλληλεπικαλυπτόμενες περιοχές της γνώσης: η επιστήμη μπορεί να περιοριστεί στην εμπειρική περιοχή, αναπτύσσοντας θεωρίες που περιγράφουν τα δεδομένα του πειράματος και της παρατήρησης, ενώ η επιστήμη θα ασχολείται με τα ερωτήματα σχετικά με το νόημα της ύπαρξης και τις ηθικές αξίες. Οι διανοητές του νέου αθεϊσμού, ωστόσο, ισχυρίζονται ότι αυτή η άποψη είναι αβάσιμη, δεδομένου ότι στην πράξη υφίσταται αλληλεπικάλυψη των γνωστικών πεδίων θρησκείας και επιστήμης. Ένα πολύ απλό παράδειγμα είναι το γεγονός ότι η θρησκεία, ισχυριζόμενη ότι το σύμπαν δημιουργήθηκε εκ προθέσεως από ένα ενσυνείδητο ον, προβάλλει έναν ισχυρισμό ο οποίος αφορά τη λειτουργία του φυσικού κόσμου και ως εκ τούτου εμπίπτει στο γνωστικό πεδίο της επιστήμης. Τέτοια παραδείγματα υπάρχουν πολλά: στην πραγματικότητα, κάθε ισχυρισμός για τη φύση του κόσμου, από όποια πηγή και αν προέρχεται, αποτελεί αντικείμενο αμφισβήτησης και επαλήθευσης, δηλαδή αντικείμενο επιστημονικής διερεύνησης.

Ορισμοί

Στο σημείο αυτό θεωρώ σκόπιμο να επαναλάβω εν τάχει τους ορισμούς των κατηγοριοποιήσεων στη θεώρηση του ζητήματος του θεού, τους οποίους είχα αναφέρει και στην προηγούμενη ομιλία μου.
Όσον αφορά την πίστη σε θεότητα: θεϊστές, ντεϊστές και αθεϊστέςάθεους).
Όσον αφορά την γνωσιολογική προσέγγιση: αγνωστικιστές και μη αγνωστικιστές.
Όσον αφορά την ένταξη σε θρήσκευμα: θρήσκους και άθρησκους.
Ανάμεσα στις παραπάνω κατηγορίες μπορεί να υπάρξει οποιοσδήποτε συνδυασμός, ακόμη και θρήσκος αθεϊστής. Είναι πολλοί οι Έλληνες που αυτοχαρακτηρίζονται Χριστιανοί Ορθόδοξοι, συμμετέχουν περιστασιακά στα τελετουργικά και τηρούν ορισμένα έθιμα, ενώ παράλληλα δεν υιοθετούν το δόγμα στην ολότητά του, δεν πιστεύουν στην ύπαρξη θεού, και δεν φαίνονται να βιώνουν καμία αντίφαση.
Ας δούμε λίγο τώρα τις έννοιες που αναφέραμε.
Θρήσκος θεωρείται αυτός που αυτοχαρακτηρίζεται ως οπαδός συγκεκριμένου θρησκεύματος, συνήθως δε (αλλά όχι πάντα) και ως μέλος συγκεκριμένου θρησκευτικού οργανισμού.
Ο άθρησκος, αντίθετα, δεν εντάσσεται σε συγκεκριμένο θρήσκευμα. Ενδέχεται να πιστεύει σε θεότητες, δηλαδή να είναι θεϊστής, αλλά όχι στο πλαίσιο κάποιας θρησκείας. Η αθρησκεία μπορεί να συμβαδίζει με την αθεΐα, τον ντεϊσμό, τον θεϊσμό ή τον αγνωστικισμό.
Οι όροι αθεϊσμός και αθεΐα είναι συνώνυμοι και δηλώνουν την οντολογική θέση που απορρίπτει την ύπαρξη θεοτήτων. Περιλαμβάνει τόσο τις απόψεις εκείνων που δεν πιστεύουν στην ύπαρξη θεοτήτων (αρνητικός αθεϊσμός) όσο κι εκείνων που είναι πεπεισμένοι για την ανυπαρξία τέτοιων οντοτήτων (θετικός ή σκληροπυρηνικός αθεϊσμός). Οι περισσότεροι άνθρωποι όταν λένε αθεϊσμός εννοούν τη δεύτερη κατηγορία. Ωστόσο η εμπειρία μου μέσα από την Έν.Α. μου έδειξε ότι στην πλειοψηφία τους όσοι δηλώνουν άθεοι ανήκουν στην πρώτη.
Ο αθεϊσμός είναι ο αντίποδας του θεϊσμού, δηλαδή της πεποίθησης ότι υπάρχει θεότητα ή θεότητες. Ως «θεότητα» νοείται εν γένει μια υπερφυσική οντότητα που έπαιξε ρόλο στη δημιουργία του κόσμου και εξακολουθεί να παίζει ρόλο στη λειτουργία του και να αλληλεπιδρά με τους ανθρώπους. Οι περισσότερες θεότητες των παραδοσιακών θρησκειών είναι προσωπικές και έχουν βούληση και πρόθεση, υπάρχουν όμως και θεότητες απρόσωπες και χωρίς πρόθεση, όπως είναι το βράχμα ή το τάο.
Ντεϊσμός ονομάζεται η πεποίθηση ότι υπάρχει ένα ανώτατο ον το οποίο έπαιξε ρόλο στην δημιουργία του σύμπαντος, αλλά στη συνέχεια έπαψε να εμπλέκεται στη λειτουργία του. Με άλλα λόγια, είναι η πίστη στην ύπαρξη ενός θεού μη προσωπικού ο οποίος δεν αλληλεπιδρά με τους ανθρώπους ούτε με τον κόσμο γενικά. Πολλοί άνθρωποι είναι ντεϊστές χωρίς να το γνωρίζουν, διότι ο όρος δεν είναι ευρύτερα γνωστός.
Αγνωστικισμός ονομάζεται η φιλοσοφική θεώρηση ότι η αλήθεια ορισμένων μεταφυσικών υποθέσεων, όπως οι θεολογικοί ισχυρισμοί που αφορούν την ύπαρξη του Θεού, των θεών ή θεοτήτων, είναι είτε προς το παρόν άγνωστη είτε εγγενώς απρόσιτη. Ο όρος αυτός πλάστηκε από τον Τόμας Χένρυ Χάξλεϋ στα 1869 και χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψουν μια σκεπτικιστική ή διπλωματική στάση σχετικά με την ύπαρξη θεοτήτων καθώς και με άλλα ζητήματα της θρησκείας.
Όσοι αυτοχαρακτηρίζονται αγνωστικιστές χωρίζονται σε δύο γενικές κατηγορίες: αυτούς που ισχυρίζονται ότι δεν είναι δυνατόν να κατακτήσουμε απόλυτη ή βέβαιη πνευματική ή μεταφυσική γνώση, και σε εκείνους που πρεσβεύουν ότι ενώ η βεβαιότητα ενδέχεται να είναι δυνατή, οι ίδιοι προσωπικά δεν κατέχουν τέτοια γνώση. Η δεύτερη κατηγορία είναι μακράν η πολυπληθέστερη σήμερα, τουλάχιστον απ’ όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω εμπειρικά. Και στις δύο περιπτώσεις, ο αγνωστικισμός εμπεριέχει σκεπτικισμό απέναντι στις θρησκευτικές βεβαιώσεις, αλλά οι δύο περιπτώσεις διαφέρουν κατά πολύ μεταξύ τους: η πρώτη κατηγορία κάνει μια δήλωση σχετικά με τη φύση της γνώσης, ενώ η δεύτερη κάνει απλώς μια δήλωση για την προσωπική γνωσιολογική κατάσταση του υποκειμένου, είναι ένα απλό «δεν ξέρω» που απαντά στο ερώτημα «υπάρχει θεός;» Έτσι λοιπόν διακρίνουμε δύο πολύ διαφορετικές αγνωστικιστικές θέσεις:
Ισχυρός αγνωστικισμός  (σκληροπυρηνικός, κλειστός, αυστηρός) — η άποψη ότι το ερώτημα για την ύπαρξη των θεοτήτων είναι από τη φύση του ανεξιχνίαστο ή ότι τα ανθρώπινα όντα δεν είναι κατάλληλα εξοπλισμένα να κρίνουν τις σχετικές ενδείξεις.
Ασθενής αγνωστικισμός (μετριοπαθής, ανοιχτός, εμπειρικός) — η άποψη ότι η ύπαρξη ή η ανυπαρξία του Θεού ή των θεών είναι προς το παρόν άγνωστη, όχι όμως απαραίτητα ανεξιχνίαστη, επομένως αναβάλλει κανείς την κρίση του μέχρις ότου περισσότερες αποδείξεις είναι διαθέσιμες.
Από τις δύο παραπάνω θέσεις, μόνον η πρώτη ταυτίζεται με τον γνήσιο αγνωστικισμό όπως ορίστηκε από τον Χάξλεϋ. Παρατηρούμε δε ότι ο γνήσιος αγνωστικισμός δεν συνιστά θρησκευτική πεποίθηση αλλά φιλοσοφική θεώρηση της γνώσης, και είναι συμβατός με όλες τις θρησκευτικές πεποιθήσεις. Μπορεί κανείς να είναι αγνωστικιστής θεϊστής, αγνωστικιστής ντεϊστής ή αγνωστικιστής αθεϊστής, και μπορεί να είναι είτε θρήσκος είτε άθρησκος.
Τέλος αξίζει να αναφέρουμε και τον θρησκευτικό αδιαφορισμό, ολοένα και πιο διαδεδομένο στις μέρες μας. Ο θρησκευτικά αδιάφορος δεν λαμβάνει θέση στο ζήτημα της ύπαρξης θεότητας, όχι επειδή θεωρεί ότι δεν μπορεί να γνωσθεί, ούτε επειδή αισθάνεται ότι δεν έχει επαρκή πληροφόρηση, ούτε επειδή προτιμά να μην εμπλακεί σε ένα αμφιλεγόμενο και ακανθώδες ζήτημα, αλλά επειδή απλούστατα αισθάνεται ότι δεν τον αφορά το θέμα. Δεν τον ενδιαφέρει καν αν υπάρχει θεός ή όχι. Ενδέχεται να συμπεριφέρεται ως θρήσκος ή ως άθρησκος, ανάλογα με τις επιταγές του κοινωνικού του περιβάλλοντος, αλλά η οντολογική του τοποθέτηση είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη.

Ποσοστά αθέων και αθρήσκων

Τα ποσοστά των αθεϊστών παρουσιάζουν ορισμένες δυσκολίες στον υπολογισμό τους. Η πρώτη δυσκολία έγκειται στο γεγονός ότι δεν αποδίδουν όλοι στον όρο «άθεος» την ίδια ερμηνεία, με αποτέλεσμα  να μην μπορεί να χαραχτεί εύκολα μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ άθεων, άθρησκων και αγνωστικιστών, ή ακόμη και μη-θεϊστικών θρησκευτικών ή πνευματικών πεποιθήσεων. Πολλές έρευνες κατηγοριοποιούν χωριστά τους άθεους από τους αγνωστικιστές, ενώ αυτές οι δύο κατηγορίες αλληλεπικαλύπτονται σε σημαντικό βαθμό και υπάρχουν πολλοί που αυτοπροσδιορίζονται ως «άθεοι αγνωστικιστές». Άλλες ομαδοποιούν όλους τους παραπάνω ως «μη θρησκευόμενους», κατηγορία η οποία έχει αναδειχθεί ως η ταχύτερα αυξανόμενη στις ΗΠΑ σε απόλυτους αριθμούς, από μια έρευνα για το χρονικό διάστημα 1990-2001.
Επιπλέον, πολλοί άνθρωποι που δεν πιστεύουν σε θεό κι επομένως είναι ουσιαστικά άθεοι, ενδέχεται να μην αυτοχαρακτηρίζονται έτσι, είτε λόγω της αρνητικής φόρτισης με την οποία έχει επιβαρυνθεί η λέξη «άθεος» στην πορεία της ιστορίας είτε από φόβο για κοινωνικό στιγματισμό, διακρίσεις ή ακόμη και διωγμούς που συμβαίνουν ακόμη και σήμερα σε ορισμένες κοινωνίας.
Δεδομένου ότι ορισμένες κυβερνήσεις επέβαλλαν βίαια τον αθεϊσμό ενώ άλλες τον καταδίκασαν εξίσου βίαια, τα ποσοστά των δηλωμένων άθεων στις αντίστοιχες χώρες είναι επηρεασμένα από αυτήν την κρατική παρέμβαση και κατά πάσα πιθανότητα δεν ανταποκρίνονται στα αναμενόμενα ποσοστά αθέων που θα είχαμε αν ο πληθυσμός ένιωθε ελεύθερος να συλλογιστεί και να εκφραστεί.
Οι στατιστικές για τον αθεϊσμό δυσκολεύονται να παρουσιάσουν μια ακριβή εικόνα της πραγματικότητας, για διάφορους λόγους. Ο αθεϊσμός είναι μια θέση συμβατή με άλλες πεποιθήσεις. Πολλοί αγνωστικιστές, βουδιστές, ινδουιστές, τζαϊνιστές και ταοϊστές αυτοχαρακτηρίζονται άθεοι. Αρκετοί Εβραίοι και σιντοϊστές τηρούν τα λατρευτικά έθιμα της παραδοσιακής θρησκείας των προγόνων τους, ενώ στην ουσία είναι άθεοι. Όταν λοιπόν μια δημοσκόπηση προσφέρει περιορισμένες επιλογές στις απαντήσεις, ορισμένοι μπορεί να  χρησιμοποιήσουν άλλους όρους για να περιγράψουν τις πεποιθήσεις τους. Ορισμένοι οργανισμοί που συλλέγουν στατιστικά στοιχεία των πληθυσμών ενδέχεται να παρερμηνεύσουν τα αποτελέσματα, είτε εσκεμμένα είτε όχι. Ο σχεδιασμός μιας έρευνας ενδέχεται να επηρεάσει τα αποτελέσματα εξαιτίας της φύσης ορισμένων στοιχείων όπως είναι η διατύπωση των ερωτηματολογίων και οι διαθέσιμες επιλογές στις απαντήσεις. Επίσης πολλοί άθεοι, ιδίως πρώην Καθολικοί ή Μορμόνοι, εξακολουθούν να καταμετρώνται ως Χριστιανοί από τις εκκλησίες τους. Οι άλλοι Χριστιανοί πιστεύουν ότι «όταν κάποιος σωθεί πραγματικά, έχει σωθεί για πάντα», ένα δόγμα γνωστό ως «αιωνία ασφάλεια». Πολλές στατιστικές έρευνες θεωρούν ότι η θρησκεία είναι μια κατηγορική μεταβλητή, δηλαδή μια παράμετρος με διακριτές ονομαστικές κατηγορίες. Έχουν σχεδιαστεί μέθοδοι για να αξιολογούν τη στάση των ανθρώπων απέναντι στη θρησκεία, κάτι ιδιαίτερα χρήσιμο δεδομένου ότι πολλοί άνθρωποι που έχουν φαινομενικά ουδέτερη στάση ουσιαστικά επηρεάζονται από τις κυρίαρχες κοινωνικές νόρμες και εντάσσουν τον εαυτό τους σε μια κατηγορία που αισθάνονται ως κοινωνικά αποδεκτή. Η αρνητική θεώρηση του αθεϊσμού που εξακολουθεί να υπάρχει διάχυτη σε πολλές κοινωνίες καθώς και η πίεση από την οικογένεια και το κοινωνικό περιβάλλον μπορεί να κάνει ορισμένους άθεους να αποστρέφονται αυτόν τον χαρακτηρισμό. Η παρανόηση του όρου «άθεος» είναι επίσης ένας λόγος για τον οποίο αρκετοί επιλέγουν άλλον χαρακτηρισμό για τον εαυτό τους.
Για παράδειγμα, σε μια έρευνα που έγινε στον Καναδά από την Ipsos το 2011 διαπιστώθηκε ότι η πίστη σε θεότητα δεν συμβαδίζει αναγκαστικά με την τυπική ένταξη σε κάποιο θρήσκευμα. Συγκεκριμένα το 28% των Προτεσταντών, το 33% των Καθολικών και το 23% όσων πηγαίνουν κάθε εβδομάδα στη λειτουργία, δεν πιστεύει στον Θεό, ενώ το 23% όσων δεν δήλωσαν θρησκευτική ταυτότητα πιστεύει στον Θεό.
Ο αριθμός των αθέων παγκόσμια αυξάνεται ενώ η θρησκευτικότητα μειώνεται. Οι επιστήμονες και ιδιαίτερα οι εξέχοντες είναι κατά κύριο λόγο άθεοι. Στην Ανατολική Ασία, οι άθεοι και άθρησκοι αποτελούν την πλειοψηφία. Στον υπόλοιπο κόσμο και σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες τα ποσοστά τους είναι μονοψήφια.
Στις περισσότερες χώρες του κόσμου οι άθεοι είναι μειοψηφία, ωστόσο υπάρχουν μεγάλα ποσοστά αθέων στην Ευρώπη, τον Καναδά, την Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία, τα πρώην και νυν κομμουνιστικά κράτη, και σε μικρότερο βαθμό στις ΗΠΑ και το νότιο τμήμα της Νότιας Αμερικής. Μια έρευνα του Pew research Center το 2012 έδειξε ότι το 16% του παγκόσμιου πληθυσμού δεν σχετίζεται με την θρησκεία. Σε ορισμένες περιοχές του κόσμου, όπως είναι η Ευρώπη και η Νότια Αμερική, ο αθεϊσμός και η εκκοσμίκευση έχουν ανοδική πορεία, ενώ σε άλλες, όπως είναι τα πρώην κομμουνιστικά κράτη, καθοδική.
Μια έρευνα του Adherents.com το 2002 εκτιμά το ποσοστό «κοσμικιστών, άθρησκων, αγνωστικιστών και άθεων» του παγκόσμιου πληθυσμού στο 14%. Μια έρευνα του 2004 που πραγματοποίησε το BBC σε 10 χώρες έδειξε ότι το ποσοστό των ατόμων που δηλώνουν ότι «δεν πιστεύουν στο θεό» κυμαίνεται από το 0% στη Νιγηρία ως το 39% στην Αγγλία, με το μέσο όρο να βρίσκεται στο 17%, ενώ το 8% δήλωσαν απερίφραστα ότι ήταν άθεοι. Σε έρευνα της British Humanist Association το 2011, στο ερώτημα «είστε θρήσκος;» το 65% απάντησε «όχι». Μια έρευνα της CIA του 2004 εκτιμά το ποσοστό των άθρησκων στο 12,5% και των αθέων στο 2,4% του παγκόσμιου πληθυσμού. Μια δημοσκόπηση της AP/Ipsos το 2005 σε 10 χώρες έδειξε ότι από τις ανεπτυγμένες χώρες οι ΗΠΑ έχουν το υψηλότερο ποσοστό ανθρώπων που είναι βέβαιοι για την ύπαρξη θεού ή ανώτερης δύναμης (2% άθεοι, 4% αγνωστικιστές), ενώ η Γαλλία είχε τους περισσότερους σκεπτικιστές (19% άθεοι, 16% αγνωστικιστές). Σε ό,τι αφορά το θρήσκευμα, η Νότια Κορέα είχε το υψηλότερο ποσοστό αθρήσκων (41%) ενώ η Ιταλία το μικρότερο (5%).
Μελέτες δείχνουν ότι ο αθεϊσμός στη Δύση είναι ιδιαίτερα έκδηλος στους επιστήμονες, μια τάση που ήδη είχε γίνει αντιληπτή από τις αρχές του 20ού αιώνα και αργότερα εξελίχθηκε σε κυρίαρχη. Μια έρευνα του 1914 διαπίστωσε ότι το 58% μιας ομάδας 1000 φυσικών επιστημόνων στις ΗΠΑ εξέφρασαν «αμφιβολία ή απουσία πίστης στην ύπαρξη θεού» (ορισμένου ως προσωπικού θεού που αλληλεπιδρά άμεσα με τους ανθρώπους). Η ίδια έρευνα επαναλήφθηκε το 1996 και έδωσε παρόμοια ποσοστά, 60,7%. Η έκφραση σαφούς απουσίας πίστης είχε αυξηθεί από το 52% το 1914 στο 72% το 1998 (περιοδικό Nature, τ. 394 του 1998).
(Τα παραπάνω στοιχεία για ποσοστά είναι από την Wikipedia, Demographics of atheism).
Στην Ευρώπη, το ποσοστό των ανθρώπων που παρακολουθούν τακτικά θρησκευτικές λειτουργίες μειώνεται σταθερά τα τελευταία χρόνια (πηγή: Economist). Οι συνήθειες διαφέρουν κατά πολύ από χώρα σε χώρα. Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα της υπηρεσίας European Social Survey που διεξήχθη το 2008 και το 2009, πάνω από το 60% των Τσέχων δηλώνουν ότι πότε δεν πηγαίνουν στην εκκλησία, με εξαίρεση  ειδικές περιπτώσεις όπως γάμοι και βαπτίσεις. Γαλλία, Βρετανία και Βέλγιο είναι επίσης κοσμικά κράτη, όπου πάνω από το μισό των ερωτηθέντων δεν πηγαίνει ποτέ στην εκκλησία. Οι πιο τακτικοί εκκλησιαζόμενοι στις 28 χώρες της Ε.Ε. βρίσκονται σε Κύπρο και Ελλάδα, όπου μόνο το 2,4% και 4,9% αντίστοιχα λένε ότι δεν πηγαίνουν στην εκκλησία.


Σύμφωνα με μια έρευνα που έγινε από το Ευροβαρόμετρο το 2010, το υψηλότερο ποσοστό θεϊστών στην Ευρώπη παρατηρείται στη Μάλτα, 94%. Στην τρίτη θέση βρίσκεται η Κύπρος, με 88% θεϊστές, 8% ντεϊστές και 2% αθέους, ενώ η Ελλάδα βρίσκεται στην τέταρτη θέση, με 79% θεϊστές, 16% ντεϊστές και 4% αθέους. Τα μικρότερα ποσοστά πίστης σε θεό σημειώνονται στην Τσεχία, με 16% θεϊστές, 44% ντεϊστές και 37% αθέους. Χρήσιμο είναι να σημειώσουμε εδώ ότι οι επιλογές της δημοσκόπησης δεν είναι διατυπωμένες με τη μορφή του αυτοχαρακτηρισμού, αλλά με τη μορφή πεποίθησης ως προς την ύπαρξη θεότητας, δηλαδή «πιστεύω σε θεό», «πιστεύω σε κάποιο πνεύμα ή ανώτερη δύναμη», «δεν πιστεύω ούτε σε θεό ούτε σε πνεύμα ή ανώτερη δύναμη». Πολλοί από τους ερωτηθέντες που επέλεξαν την δεύτερη απάντηση, αν τους λέγαμε ότι είναι ντεϊστές, κατά πάσα πιθανότητα δεν θα ήξεραν καν για τι πράγμα μιλάμε, ενώ αν τους ρωτούσαμε σε ποιο θρήσκευμα ανήκουν, είναι πολύ πιθανό να επέλεγαν «χριστιανοί ορθόδοξοι» ή κάποιο άλλο από τα «γνωστά» θρησκεύματα.

Διακρίσεις και προκατάληψη
Οι θεσμικές και κοινωνικές διακρίσεις κατά των αθέων που υφίστανται σε ορισμένες χώρες μπορεί να οδηγήσει αρκετούς στο να αποκρύψουν τις αθεϊστικές τους πεποιθήσεις από το φόβο της δίωξης ή της περιθωριοποίησης. Το γεγονός αυτό επίσης επηρεάζει τα αποτελέσματα των ερευνών και δημιουργεί μια παραποιημένη εικόνα της πραγματικής κατανομής των θρησκευτικών πεποιθήσεων.

Ισλαμικές χώρες

Σε πολλές ισλαμικές χώρες, οι άθεοι υφίστανται όχι μόνο διακρίσεις αλλά και δίωξη. Σύμφωνα με ορισμένες ερμηνείες του Ισλάμ, οι μουσουλμάνοι δεν είναι ελεύθεροι να αλλάξουν θρήσκευμα ή να γίνουν άθεοι. Η άρνηση του Ισλάμ, η αποστασία, τιμωρείται παραδοσιακά με θάνατο για τους άνδρες και με ισόβια φυλάκιση για τις γυναίκες. Η θανατική ποινή για την αποστασία υφίσταται ακόμη σε αρκετά ισλαμικά κράτη, όπως είναι το Ιράν, η Αίγυπτος, το Πακιστάν, η Σομαλία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Κατάρ, η Υεμένη και η Σαουδική Αραβία. Αν και οι εκτελέσεις είναι πλέον σπάνιες, είναι ωστόσο συνηθισμένο να προσάγονται οι άθεοι για βλασφημία ή πρόκληση μίσους. Τα νέα καθεστώτα στην Τυνησία και την Αίγυπτο έχουν φυλακίσει αρκετούς αθεϊστές.
Στο Ιράν δεν μπορεί κανείς να δηλώσει άθεος, αλλά είναι υποχρεωμένος να δηλώσει ότι ανήκει σε κάποιο αναγνωρισμένο θρήσκευμα  προκειμένου να μπορεί να διεκδικήσει ορισμένα δικαιώματα, μεταξύ άλλων και για να μπει στο πανεπιστήμιο ή να ασκήσει τη δικηγορία. Παρόμοια κατάσταση επικρατεί στην Ιορδανία και την Ινδονησία, όπου είναι υποχρεωτικό να δηλώσει κανείς θρήσκευμα για λόγους επίσημης ταυτοποίησης, για την έκδοση ταυτότητας και την καταχώριση ληξιαρχικών πράξεων γάμου και γέννησης. Στην Αλγερία οι άθεοι δεν μπορούν να κληρονομήσουν, ενώ απαγορεύεται να παντρευτούν άθεος άνδρας με μουσουλμάνα γυναίκα, και ο γάμος μεταξύ μουσουλμάνων ακυρώνεται αν ο άνδρας αποστατήσει.

Δυτικές χώρες

Στα σύγχρονα συνταγματικά κοινοβουλευτικά πολιτεύματα είναι γενικά αποδεκτό ότι οι πολίτες είναι διανοητικά και πνευματικά ελεύθεροι και ότι οι κυβερνήσεις οφείλουν να αφήνουν τα θρησκευτικά θέματα στην ατομική επιλογή του καθενός και να μην προωθούν θρησκευτικές αντιλήψεις με θεσμικά μέσα, όπως παραχώρηση προνομίων. Οι συμβάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων προστατεύουν νομικά τους άθεους, άθρησκους και αγνωστικιστές, κάτι που κάνουν επίσης τα συντάγματα και οι νόμοι αρκετών κρατών. Η θεσμοθέτηση της ελευθερίας της έκφρασης και ο διαχωρισμός κράτους-εκκλησίας επίσης διασφαλίζουν τα δικαιώματα των αθέων, αθρήσκων και αγνωστικιστών. Ως επί το πλείστον, δεν υφίσταται νομική διάκριση κατά των αθέων στις Δυτικές χώρες. Εξακολουθεί ωστόσο να υφίσταται κοινωνική προκατάληψη, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, η οποία είναι δύσκολο να εκτιμηθεί.

Αμερική

Στον Καναδά οι κοσμικιστικές οργανώσεις επιδιώκουν την κατάργηση της προσευχής σε κρατικές εκδηλώσεις, θεωρώντας ότι συνιστούν διάκριση. Στις Η.Π.Α. υφίστανται διακρίσεις τόσο σε νομικό όσο και κοινωνικό επίπεδο. Έξι πολιτείες περιλαμβάνουν θρησκευτικές προϋποθέσεις για την πρόσληψη δημόσιων υπαλλήλων, αν και στην πράξη δεν εφαρμόζονται εδώ κι έναν αιώνα. Υπάρχει δυνατότητα πολιτικού όρκου, αλλά ο θρησκευτικός υφίσταται ακόμη. Σε ό,τι αφορά τα δημόσια αξιώματα, ενώ δεν υπάρχει θεσμικός περιορισμός, οι περισσότεροι πολιτικοί δεν είναι πρόθυμοι να αυτοχαρακτηριστούν ως άθεοι. Πολλές δημοσκοπήσεις έχουν δείξει ότι το 50% των Αμερικανών δεν θα ψήφιζαν έναν δηλωμένο άθεο για πρόεδρο.
Μια έρευνα που έγινε το 2006 από το Πανεπιστήμιο της Μινεζότα στις Η.Π.Α. έδειξε ότι από όλες τις μειονότητες, οι άθεοι αντιμετωπίζονται με την μεγαλύτερη καχυποψία, περισσότερο και από τους Μουσουλμάνους, τους μετανάστες, τους ομοφυλόφιλους και άλλες μειονοτικές ομάδες. Το 40% θεωρούσε ότι οι άθεοι «δεν ταιριάζουν με την εικόνα της αμερικανικής κοινωνίας», ενώ το 48% δεν θα ήθελε να παντρευτεί το παιδί τους έναν άθεο. Πολλοί από τους συμμετέχοντες στη δημοσκόπηση συνέδεσαν τον αθεϊσμό με την ανηθικότητα, την εγκληματική συμπεριφορά, τον ακραίο υλισμό και τον ελιτισμό. Η ίδια μελέτη διαπίστωσε ότι η αποδοχή ή απόρριψη των αθέων δεν συνδέεται μόνο με την προσωπική θρησκευτικότητα, αλλά και με την έκθεση στη διαφορετικότητα, με το μορφωτικό επίπεδο και τον πολιτικό προσανατολισμό. Οι πιο μορφωμένοι Αμερικανοί της Ανατολικής και Δυτικής Ακτής εκδήλωσαν μεγαλύτερη αποδοχή των αθέων απ’ όσο οι κάτοικοι των Μεσοδυτικών πολιτειών. Μια έρευνα του University of British Columbia (Journal of Personality and Social Psychology, 2011) διαπίστωσε ότι οι πιστοί δυσπιστούν απέναντι στους άθεους τόσο όσο και απέναντι στους βιαστές. Η ίδια μελέτη έδειξε ότι οι άθεοι έχουν μειωμένες εργασιακές προοπτικές.

Ευρώπη

Στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, οι άθεοι δεν υφίστανται διακρίσεις, ούτε θεσμικές ούτε κοινωνικές. Μπορούν να εργασθούν στο δημόσιο τομέα και να εκλεγούν σε υψηλά κυβερνητικά αξιώματα χωρίς πρόβλημα. Ωστόσο ορισμένες αθεϊστικές οργανώσεις της Ευρώπης εκφράζουν ανησυχίες για αρκετά θέματα που αφορούν το διαχωρισμό εκκλησίας κράτους. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, χρεώνονται διοικητικά έξοδα όταν κάποιος αποχωρήσει από την εκκλησία, στη Σουηδία το κοινοβούλιο οργανώνει θρησκευτικά κηρύγματα, στην Ιρλανδία απαιτείται θρησκευτική μόρφωση από Χριστιανικά κολλέγια προκειμένου να εργασθεί κανείς ως δάσκαλος σε κρατικά σχολεία. Στην Αγγλία, το ένα τρίτο των κρατικών σχολείων είναι θρησκευτικά.
(Τα παραπάνω στοιχεία για τις διακρίσεις είναι από την Wikipedia, Discrimination against atheists)
Ελλάδα
Στην Ελλάδα η προσευχή και η διδασκαλία των θρησκευτικών στα σχολεία είναι υποχρεωτική, τελείται αγιασμός σε κρατικές εκδηλώσεις, αν και υφίσταται πολιτικός όρκος ο θρησκευτικός εξακολουθεί να υπάρχει, οι ορθόδοξοι χριστιανοί ιερείς μισθοδοτούνται από το κράτος, και η εκκλησία απολαμβάνει ιδιαίτερα προνόμια.
Σε ό,τι αφορά την κοινωνική προκατάληψη, θα μιλήσω με βάση την εμπειρία μου μέσα από την Ένωση Αθέων. Ανάλογα με το οικογενειακό, εργασιακό και κοινωνικό περιβάλλον, μπορεί να συναντήσουμε προκαταλήψεις και διακρίσεις σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, καθώς και περισσότερο ή λιγότερο έντονες πιέσεις για περιορισμό της έκφρασης των αθεϊστικών πεποιθήσεων ή για εξάλειψή τους. Επειδή η προσωπική μου εμπειρία στο θέμα αυτό ήταν θετική, αλλά και επειδή η έκφραση των πεποιθήσεών μου περιοριζόταν στο στενό οικογενειακό και φιλικό μου κύκλο, έτεινα να υποτιμήσω τη σημασία των διακρίσεων και των πιέσεων που υφίστανται πολλοί συμπολίτες μας. Στις κοινωνικές συναναστροφές, το να εκφράζει κανείς αθεϊστικές πεποιθήσεις συχνά θεωρείται όχληση ή προσβολή, ενώ η έκφραση θεϊστικών πεποιθήσεων και ο θρησκευτικός ενθουσιασμός δεν γίνεται αντιληπτό ότι με την ίδια λογική θα μπορούσαν επίσης να θεωρηθούν οχληρά και προσβλητικά για τους αθέους.
Το γεγονός ότι η θρησκεία απολαμβάνει κοινωνική αποδοχή αιώνων, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι άθεοι στη χώρα μας αποτελούν μειονότητα, συμβάλει στο να επικρατεί η εντύπωση ότι οι άθεοι οφείλουν να αποσιωπούν τις πεποιθήσεις τους, να καθιστούν λιγότερο αισθητή την παρουσία τους και να κάνουν υποχωρήσεις, συχνά αρκετά σημαντικές. Λόγου χάρη σε ένα ζευγάρι όπου το ένα μέλος είναι άθεος ή άθεη και το άλλο χριστιανός ή χριστιανή, στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων τα παιδιά θα βαπτιστούν. Ακόμη και ζευγάρια όπου και οι δύο είναι άθεοι βαπτίζουν τα παιδιά τους, είτε για να μην δυσαρεστήσουν την οικογένεια, είτε για να μην υποστούν διακρίσεις και περιθωριοποίηση από το κοινωνικό τους περιβάλλον. Στον εργασιακό χώρο δεν υφίστανται μεν θεσμικές διακρίσεις, αντίθετα ο νόμος διασφαλίζει την ισότιμη αντιμετώπιση ανεξαρτήτως θρησκευτικών πεποιθήσεων, στην πράξη όμως πάντα υπάρχει περίπτωση να γίνουν διακρίσεις άτυπα από κάποιον θρησκόληπτο προϊστάμενο, κάτι που δυστυχώς δεν είναι τόσο σπάνιο, ή, στην περίπτωση των ελεύθερων επαγγελματιών, να απομακρυνθούν κάποιοι συντηρητικοί πελάτες, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι άθεοι να αποφεύγουν να εκφράσουν τις πεποιθήσεις τους ανοιχτά.
Στην Ένωση Αθέων έχουμε μέλη που δεν επιθυμούν να λαμβάνουν αλληλογραφία στο σπίτι τους ή στον εργασιακό τους χώρο, από φόβο για τις αντιπαραθέσεις που μπορεί να προκληθούν ή για τις διακρίσεις που μπορεί να υποστούν. Υπάρχουν επίσης αρκετά άτομα που στηρίζουν έμπρακτα την Ένωση, με την διαρκή παρουσία τους ή με εθελοντική εργασία, αλλά δεν θέλουν να γίνουν μέλη, από το φόβο των διακρίσεων, κυρίως στον εργασιακό χώρο. Για το λόγο αυτό δημιουργήσαμε το θεσμό του υποστηρικτή, ώστε να μπορούν τα άτομα αυτά να ενταχθούν στο σώμα της Ένωσης, χωρίς να χρειαστεί να δώσουν προσωπικά στοιχεία που θα μπορούσαν να αποκαλύψουν την ταυτότητά τους. Οι υποστηρικτές μας για πρακτικούς λόγους (αδυνατότητα ταυτοποίησης) δεν έχουν δικαίωμα ψήφου, εκλέγειν και εκλέγεσθαι, αλλά είναι εξίσου ή και περισσότερο δραστήριοι και αποτελούν ζωτικό μέρος του δυναμικού της Ένωσης.
Είναι γεγονός ότι πολλές φορές οι φόβοι και οι ανησυχίες αποδεικνύονται αβάσιμοι. Η αρνητική φόρτιση της έννοιας του αθεϊσμού συχνά κάνει και τους ίδιους τους αθέους να αισθάνονται ανασφάλεια, ντροπή ή ενοχή για τις πεποιθήσεις τους, ενώ η ταύτιση της ορθοδοξίας με τον ελληνισμό έχει σαν αποτέλεσμα πολλοί να διστάζουν να απαρνηθούν τον χαρακτηρισμό του χριστιανού ορθόδοξου, ακόμη και όταν δεν πιστεύουν στο δόγμα της ορθοδοξίας. Ανασταλτική επίδραση έχουν και διάφοροι αστικοί μύθοι που επιμένουν, όπως ότι αν δεν βαπτίσεις το παιδί δεν θα μπορεί να γραφτεί στο σχολείο ή «θα έχει προβλήματα αργότερα», χωρίς να διευκρινίζεται πάντα τι ακριβώς προβλήματα θα είναι αυτά. Στην πραγματικότητα, τις περισσότερες φορές τα προβλήματα που φανταζόμαστε αποδεικνύονται στην πράξη ασήμαντα ή ανύπαρκτα, ενώ το κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον αποδέχεται την επιλογή μας τόσο πιο εύκολα όσο πιο σίγουροι είμαστε εμείς για τον εαυτό μας, όσο πιο απλά και φυσικά εκφραζόμαστε και εκδηλωνόμαστε.
Υπάρχουν όμως και πολλές περιπτώσεις όπου η προκατάληψη και η πίεση είναι τέτοια ώστε ο δισταγμός των αθέων να εκφραστούν είναι απόλυτα δικαιολογημένος. Ιδίως στην επαρχία, σε μικρές κλειστές κοινωνίες, σε συντηρητικά περιβάλλοντα ή μεταξύ ατόμων χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, οι διακρίσεις είναι εντονότερες, οι παρωπίδες χαμηλότερες και η διαλλακτικότητα ελάχιστη. Έχουμε ακόμη πολύ δρόμο μπροστά μας ώσπου να διαλυθεί τελείως η προκατάληψη. Ένα μεγάλο μέρος του δρόμου διανύεται ήδη με την ελεύθερη και φυσική εκδήλωση της αθεΐας του καθενός μας σε ατομικό επίπεδο, κάτι που ξεκινά με απλές, μικρές αλλαγές, όπως το να απαντάμε «χρόνια πολλά» και όχι «αληθώς» όταν μας λένε «χριστός ανέστη» ή το να αποφεύγουμε εκφράσεις όπως «δόξα τω θεώ», και συνεχίζεται με τις προσωπικές επιλογές ζωής, όπως το να μην παντρευτούμε θρησκευτικά, να μην βαπτίσουμε τα παιδιά μας, να ζητήσουμε απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών και να διαγράψουμε το θρήσκευμά μας από το ληξιαρχείο.

Αθεϊστικές οργανώσεις
Ένα σημαντικό σημείο το οποίο έθιξα στην εισαγωγή μου είναι το γεγονός ότι ο αθεϊσμός σήμερα δεν είναι προνόμιο λίγων διανοούμενων αλλά έχει προσλάβει διαστάσεις λαϊκού κινήματος. Αυτό καθίσταται προφανές από την ύπαρξη πολυάριθμων αθεϊστικών, κοσμικιστικών και ανθρωπιστικών συλλόγων ανά τον κόσμο.
Η παλαιότερη και ίσως σημαντικότερη διεθνής κοσμικιστική οργάνωση είναι η International Humanist and Ethical Union (Διεθνής Ανθρωπιστική και Ηθική Ένωση). Ιδρύθηκε στο Άμστερνταμ το 1952 και είναι «ένας οργανισμός-ομπρέλα για ανθρωπιστικές, αθεϊστικές, κοσμικιστικές, σκεπτικιστικές, λαϊκιστικές, ηθικό-πολιτισμικές, ελευθερόφρονες και άλλες παρόμοιες οργανώσεις σε όλο τον κόσμο». Έχει 96 μέλη σε πάνω από 40 χώρες και είναι μια διεθνής ΜΚΟ που απολαμβάνει ιδιαίτερο συμβουλευτικό καθεστώς στα Ηνωμένα Έθνη.
Τα περισσότερα μέλη της, 18, βρίσκονται στην Αγγλία. Ακολουθούν οι ΗΠΑ και η Ινδία με 12, ο Καναδάς με 6, Βέλγιο και Ρουμανία με 3, Κένυα, Λουξεμβούργο, Νορβηγία, Σουηδία και Φινλανδία με 2, Αργεντινή, Αυστραλία, Βραζιλία, Γερμανία, Γκάνα, Δανία, Ελβετία, Ινδονησία, Ιρλανδία, Ισλανδία, Ιταλία, Κολομβία, Κροατία, Μαλάουι, Νεπάλ, Νιγηρία, Νότια Αφρική, Ουγκάντα, Περού, Ρωσία, Σιγκαπούρη, Σλοβακία και Φιλιππίνες με 1.
Το 1991 ιδρύθηκαν δύο πολύ σημαντικές οργανώσεις-ομπρέλες όπου εντάχθηκαν οι διάφορες τοπικές και εθνικές οργανώσεις. Μία είναι η European Humanist Federation (Ευρωπαϊκή Ανθρωπιστική Ομοσπονδία), που ιδρύθηκε το 1991 όπου συμμετέχουν κοσμικιστικές οργανώσεις από όλη την Ευρώπη. Η άλλη είναι η Atheist Alliance International (Διεθνής Αθεϊστική Συμμαχία), που ιδρύθηκε αρχικά με την επωνυμία Atheist Alliance από τις τέσσερις αθεϊστικές οργανώσεις με βάση τις ΗΠΑ. Αργότερα επεκτάθηκε για να συμπεριλάβει και οργανώσεις άλλων χωρών από όλο τον κόσμο και η επωνυμία τροποποιήθηκε ανάλογα.
Η European Humanist Federation αριθμεί συνολικά 52 μέλη: από 1 στην Αυστρία, την Ελβετία, την Ιρλανδία, την Ισλανδία, την Ισπανία, το Λουξεμβούργο, τη Μάλτα, τη Νορβηγία, την Πολωνία, την Πορτογαλία, τη Σλοβακία, τη Σουηδία και τη Φινλανδία, από 2 στη Δανία, την Ελλάδα, τη Ρουμανία και τη Ρωσία, 3 στην Ιταλία, από 4 στη Γερμανία και την Ολλανδία, 5 στο Βέλγιο, 6 στη Γαλλία, 8 στην Αγγλία, καθώς και μία Ευρωπαϊκή οργάνωση.
Η EHF προωθεί την ατομική ελευθερία και αντιτάσσεται στην επιρροή του θρησκευτικού συντηρητισμού στην ευρωπαϊκή πολιτική. Συνεργάζεται με ένα μεγάλο δίκτυο οργανώσεων καθώς και με τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Συμβούλιο Υπουργών, Ευρωκοινοβούλιο κ.λπ.), βάσει του Άρθρου 17 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το οποίο η Ευρωπαϊκή Ένωση διατηρεί ανοιχτό διάλογο τόσο με θρησκευτικούς οργανισμούς όσο και με μη ομολογιακές φιλοσοφικές οργανώσεις.
Η Atheist Alliance International αριθμεί συνολικά 35 μέλη. Αν δούμε την κατανομή σε ηπείρους, έχουμε 10 οργανώσεις-μέλη από χώρες της Ευρώπης (Ιρλανδία, Αγγλία, Ολλανδία, Δανία, Νορβηγία, Κροατία, Ισπανία, Μάλτα, Ελλάδα), 9 από την Ασία (Ρωσία, Ισραήλ, Λίβανο, Συρία, Αφγανιστάν, Πακιστάν, Ινδονησία, Φιλιππίνες), 4 από την Αφρική (Γκάμπια, Νιγηρία, Ουγκάντα, Νότια Αφρική), 8 από την Αμερική (Αργεντινή, Βραζιλία, Κολομβία, Καναδά, Η.Π.Α.), και 2 από την Ωκεανία (Αυστραλία). Στις Η.Π.Α. υπάρχουν 3 οργανώσεις μέλη, στην Αγγλία, την Αυστραλία, τον Καναδά και τη Ρωσία από 2, και στις άλλες χώρες από 1.
Η ΑΑΙ οργανώνει αθεϊστικά συνέδρια σε όλο τον κόσμο, εκδίδει το περιοδικό Secular World, υποστηρίζει τη δημιουργία νέων αθεϊστικών ομάδων, ιδίως στις αναπτυσσόμενες χώρες, και κάνει ενέργειες για τη στήριξη της ελευθερίας έκφρασης και συνείδησης, ιδίως για άθεους που υφίστανται καταπίεση λόγω θρησκευτικών διακρίσεων.
Στον κατάλογο κοσμικιστικών οργανώσεων της Wikipedia καταγράφονται 127 οργανώσεις, 8 από τις οποίες είναι διεθνείς. Από τις υπόλοιπες, οι 40 βρίσκονται στις ΗΠΑ, αριθμός πολύ μεγάλος, και υποθέτω ότι αυτό συμβαίνει εν μέρει τουλάχιστον επειδή καταγράφηκαν περισσότερες οργανώσεις από αμερικανούς χρήστες της wikipedia, παρά επειδή στις ΗΠΑ υπάρχουν πραγματικά τόσο πολύ περισσότερες οργανώσεις.
Από τις άλλες χώρες το ρεκόρ κατέχει ο Καναδάς με 14 οργανώσεις και ακολουθούν η Ινδία με 11, η Αγγλία με 8, το Βέλγιο με 7, η Αυστραλία, η Βραζιλία και η Γερμανία με 4, η Ιρλανδία Σιγκαπούρη με 3, η Ελλάδα, η Νέα Ζηλανδία, η Νορβηγία, η Σερβία και οι Φιλιππίνες με 2, και τέλος η Αίγυπτος, η Ινδονησία, το Ιράν, η Ιταλία, η Ισλανδία το Κουβέιτ, η Κροατία και η Μάλτα με 1. Ο κατάλογος προφανώς δεν είναι πλήρης, διότι δεν περιλαμβάνει ορισμένες οργανώσεις που αναφέρονται στον κατάλογο μελών της EHF ή της AAI. Ωστόσο μας δίνει ένα επιπλέον στοιχείο για να προσπαθήσουμε να συνθέσουμε την εικόνα της παγκόσμιας κατανομής των αθέων και αθρήσκων.
Υπάρχει επίσης το κίνημα των Brights, ένας κοσμικιστικός σύλλογος που απευθύνεται σε άτομα, λειτουργεί στο διαδίκτυο και έχει πάνω από 45.000 μέλη σε 184 χώρες. Έχει μεγάλη απήχηση και ορισμένα από τα πλέον εξέχοντα μέλη του είναι ο Ρίτσαρντ Ντόκινς και ο Ντάνιελ Ντένετ.
Οργανώσεις στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή υπάρχουν δύο κοσμικιστικές οργανώσεις: η Ένωση Ουμανιστών Ελλάδας και η Ένωση Αθέων. Η Ένωση Ουμανιστών ιδρύθηκε τον Ιανουάριο του 2010 με τη μορφή απλής ένωσης προσώπων. Έχει 130 μέλη εγγεγραμμένα σε κλειστή ομάδα του facebook και η διοίκησή της βασίζεται στην ιδρυτική της διακήρυξη. Η Ένωση Αθέων ιδρύθηκε ως απλή ένωση προσώπων τον Μάιο του 2010 και αργότερα έγινε νόμιμο σωματείο με καταστατικό που καταχωρήθηκε στον Νοέμβριο του 2012. Σήμερα αριθμεί σχεδόν 400 μέλη σε όλο τον κόσμο, ηλικίας από 18 έως 85 ετών, και 200 υποστηρικτές. Διοικείται από μια πενταμελή Γραμματεία που εκλέγεται από τη Γενική Συνέλευση Μελών και οι περισσότερες αποφάσεις διαμορφώνονται και λαμβάνονται από την Μόνιμη Ηλεκτρονική Συνέλευση που λειτουργεί στο φόρουμ Αθεΐα.
Βασικός σκοπός της Ένωσης Αθέων βάσει του καταστατικού της είναι «η προώθηση της εκκοσμίκευσης της πολιτείας, της θρησκευτικής ελευθερίας, του ανθρωπισμού, του σκεπτικισμού, του ορθολογισμού, της κριτικής σκέψης και της αθεϊστικής οπτικής». Για να πετύχει τους σκοπούς της η Ένωση πραγματοποιεί καταγγελίες και αναφορές σε αρμόδιους φορείς για θέματα όπως είναι η απαλλαγή από τα θρησκευτικά, η αναγραφή του θρησκεύματος σε δημόσια έγγραφα και αρχεία, η μισθοδοσία των ιερέων και άλλα συναφή, ενώ έχει συντάξει μια πλήρη πρόταση για το διαχωρισμό εκκλησίας κράτους η οποία έχει σταλεί με μορφή ερωτηματολογίου σε όλα τα πολιτικά κόμματα. Επίσης οργανώνει και συμμετέχει σε εκδηλώσεις όπως είναι η παρούσα σειρά ομιλιών, προβολές ταινιών και συναντήσεις για γνωριμία των μελών της και συζήτηση των θεμάτων που τα απασχολούν, διατηρεί ιστολόγιο που αναδημοσιεύει άρθρα αθεϊστικού ενδιαφέροντος και ιστοσελίδα μέσω της οποίας παρέχει πληροφόρηση στο κοινό για τα δικαιώματά του και συμπαράσταση σε πολίτες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην διεκπεραίωση υποθέσεών τους.
Στόχος μας είναι να αυξηθεί όσο το δυνατόν περισσότερο ο αριθμός των μελών μας, ώστε να κατορθώσουμε να εκπροσωπούμε όσο το δυνατόν πιστότερα τους άθεους της Ελλάδας. Οι θρήσκοι έχουν την εκπροσώπησή τους μέσω των αντίστοιχων θρησκευτικών οργανισμών και οι απόψεις τους εκφράζονται μέσω αυτών στον δημόσιο διάλογο. Η Ένωση Αθέων φιλοδοξεί να γίνει με ανάλογο τρόπο η φωνή των αθέων και να συμβάλει όσο περισσότερο μπορεί στην διάλυση της προκατάληψης, στην διάδοση της λογικής και στην επικράτηση του κοσμικισμού τόσο στους κρατικούς θεσμούς και φορείς όσο και στην κοινωνική ζωή μας.
Ο Ρίτσαρντ Ντόκινς έχει πει ότι το να προσπαθείς να οργανώσεις τους άθεους είναι σαν να προσπαθείς να φτιάξεις ένα κοπάδι από γάτες, επειδή σκέφτονται ανεξάρτητα και δεν συμμορφώνονται με την εξουσία. Ένα πρώτο βήμα όμως είναι να συγκεντρώσεις μια κρίσιμη μάζα από άθεους που είναι πρόθυμοι να εκδηλωθούν και να ζήσουν σε συνέπεια με τις πεποιθήσεις τους. Αυτό θα ενθαρρύνει και άλλους να κάνουν το ίδιο. Οι γάτες δεν σχηματίζουν κοπάδια, αν όμως μαζευτούν πολλές μαζί, μπορούν να κάνουν αρκετό θόρυβο.
Αυτήν την δυσπιστία προς την οργάνωση την αντιμετωπίζουμε πολύ έντονα εδώ στην Ελλάδα. Οι άθεοι της Ελλάδας δεν έχουν αίσθηση ταυτότητας ούτε συνοχή. Οι περισσότεροι δεν αυτοχαρακτηρίζονται καν άθεοι, για τους λόγους που απαρίθμησα παραπάνω. Ένας βασικός στόχος μας επομένως είναι να παροτρύνουμε αυτούς τους ανθρώπους σε πρώτη φάση να συνειδητοποιήσουν και σε δεύτερη να εκδηλώσουν το γεγονός ότι είναι άθεοι. 
Η ένταξη σε μια οργάνωση σημαίνει ουσιαστικά ότι συμφωνείς με τις βασικές αρχές της οργάνωσης και της επιτρέπεις να δρα εξ ονόματός σου. Ακόμη και αν δεν έχεις χρόνο να συμμετέχεις ενεργά, ακόμη και αν δεν μπορείς να συνεισφέρεις οικονομικά, ακόμη και αν δεν είσαι απόλυτα σύμφωνος με όλες τις λεπτομέρειες όλων των ενεργειών και δράσεων της οργάνωσης, η στήριξή σου είναι σημαντική. Όσο περισσότερα τα μέλη μιας οργάνωσης, τόσο πιο ισχυρή είναι η οργάνωση και τόσο πιο αποτελεσματική η εκπροσώπηση των μελών της. Καθένας χωριστά λίγα μπορεί να κάνει. Όλοι μαζί μπορούμε να πετύχουμε πολλά.