Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αφηγήματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αφηγήματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 18 Μαΐου 2025

Χαρμολύπη

Κυριακή απόγευμα στη Λαροσέτ, ένα μικρό χωριό στο Λουξεμβούργο με μεγάλη πορτογαλική παροικία, όπου γίνεται φεστιβάλ φάδο. Ακούω τη συναυλία στην πλατεία, μπαινοβγαίνω στα καφέ με τη μουσική, τριγυρίζω στα καλντερίμια, ανηφορίζω προς το κάστρο και χαζεύω. Παλιά σπίτια, πέτρινοι τοίχοι, στενά μπαλκόνια, ξύλινες πόρτες... Σε μια ανηφόρα ένα παλιό κτίριο με μια στρογγυλή πύλη από κάτω, στέκομαι και φωτογραφίζω, αλλάζω οπτική γωνία, το κοιτάζω, το ξανακοιτάζω... 


Και ξαφνικά βλέπω δίπλα μου μια γυναίκα, μικρή το δέμας, μεγάλη στα χρόνια. Κοντά γκρίζα μαλλιά, ζωηρά ματάκια. Φοράει μια βαμβακερή εμπριμέ ρόμπα και παντούφλες.

-Αυτό εδώ, μου λέει, είναι πολύ παλιό.

-Ναι, της λέω, φαίνεται. Εσείς μένετε καιρό εδώ;

-Ου, μου κάνει σαράντα έξι χρόνια!

-Μια ζωή ολόκληρη. Είστε από την Πορτογαλία;

-Ναι, από την Πορτογαλία... Αλλά εδώ έζησα τόσα χρόνια. Έκανα τέσσερα παιδιά, έχω κι εγγόνια... Αλλά δεν ήταν εύκολα... Έχω χάσει τους γονείς μου, τα πιο πολλά αδέρφια μου, δυο παιδιά...

Βουρκώνει. Πιάνεται η ψυχή μου. Την αγκαλιάζω και της λέω:

-Είναι σκληρή καμιά φορά η ζωή.

-Αχ ναι, είναι σκληρή η ζωή...

-Ναι, της λέω, αλλά έχει και χαρές... Έχετε τα άλλα σας τα παιδιά, τα εγγόνια... Είστε γερή, έχετε υγεία...

Γνέφει γνοιασμένη, μου δείχνει το κεφάλι της και λέει:

-Το κεφάλι δε δουλεύει πάντα καλά.

Τη σφίγγω στην αγκαλιά μου, ναι, της λέω, καταλαβαίνω. Σφουγγίζει τα δάκρυα και μου λέει:

-Θέλετε να έρθετε μέσα για καφέ;

Την κοιτάζω ξαφνιασμένη, χαρούμενη και τρομαγμένη κάπως, να πάω στο ξένο σπίτι έτσι, στα καλά καθούμενα; Την κοιτάζω, με κοιτάζει και τα ματάκια της λάμπουν.

-Ναι, της λέω, θέλω.

Μπαίνουμε μέσα, σαλοτραπεζαρία που θυμίζει Ελλάδα δεκαετίας 1960, το σύνθετο με τη βιτρίνα. Δυο μικρές κοπελίτσες μ' ένα σκυλάκι Πομερανίας, βουλιαγμένοι κι οι τρεις στον καναπέ. Νιώθω αμήχανα.

-Καλησπέρα, λέω, γνωριστήκαμε με τη γιαγιά στον δρόμο και με κάλεσε για έναν καφέ, δεν θέλω να σας ξεβολέψω, μην ενοχλείστε...

Το σκυλάκι γρυλίζει και με κοιτάζει καχύποπτα.

-Μπορώ να το πλησιάσω;

-Είναι άρρωστο, λέει η μια κοπελίτσα.

-Εντάξει, δεν θέλω να ενοχλήσω, ξαναλέω.

-Καθήστε, μου λέει η γιαγιά, τραβώντας μια καρέκλα της τραπεζαρίας. 

Πάνω στο τραπέζι ένα πιάτο γεμάτο κρέπες κι ένα κουτί σοκολατάκια. Η γιαγιά χώθηκε στην κουζίνα να φτιάξει τον καφέ. Πήγα μαζί της.

-Θέλετε βοήθεια;

-Όχι όχι, να, όλα έτοιμα είναι.

Μου σέρβιρε μια μεγάλη κούπα φρέσκο, καυτό καφέ. Πήρα μόνη μου ζάχαρη από ένα τάπερ πάνω στον πάγκο της κουζίνας, την έριξα στην κούπα μου και κάθησα στο τραπέζι

-Καθήστε κι εσείς, να τα πούμε λίγο.

-Τώρα, τώρα, έρχομαι.

Μου 'φερε γάλα για τον καφέ κι ένα πακέτο μπισκότα τύπου Πτι Μπέρ, φλασιά στο παρελθόν. Θέλω να χαμογελάσω, χαμογελάω, αλλά μέσα μου σα να βουρκώνω λιγάκι.

-Θέλετε μια κρέπα;

-Εσείς τις φτιάξατε;

-Η εγγονή μου.

Δείχνει τη μικρή με καμάρι.

-Όχι ευχαριστώ, θα πάω για φαγητό μετά, έχω κανονίσει με φίλους.

Βουτάω ένα μπισκότο στον καφέ. Διαλύεται, το μαζεύω με το κουταλάκι. Γελάω και κλαίω μέσα μου.

-Μου θυμίζετε τη γιαγιά μου.

Καθόμαστε και μιλάμε, για τη ζωή, για τη δουλειά, για τα παιδιά και τα εγγόνια. Δυο γυναίκες, δυο γενιές, δυο χώρες, δυο κόσμοι, δυο ζωές που είναι τόσο αλλιώτικες και τόσο ίδιες. Ίδιες έγνοιες, ίδιες χαρές, ίδια στραπάτσα.

Ίσα που απόσωνα τον καφέ, γύρισε η κόρη της από τη δουλειά. Συστήθηκα, της έδωσα και μια κάρτα επισκεπτηρίου, της είπα ξανά το ποίημα της τυχαίας γνωριμίας, ότι δεν θέλω να ενοχλήσω και να μην ανησυχεί. Εκείνη γύρισε στη μάνα της και την πήρε παραμάζωμα στα πορτογαλικά: που μαζεύεις ξένους απ' το δρόμο και τους κουβαλάς εδώ, που δεν ξέρεις από πού κρατά η σκούφια τους, και καλά η κυρία είναι καλή κυρία, αλλά πού ξέρεις ποιος είναι ο καθένας, καμιά ώρα θα μας τα σηκώσουν όλα από το σπίτι, εμένα δε με σκέφτεσαι, τα παιδιά δεν τα σκέφτεσαι;

-Έχετε δίκιο, της λέω, καταλαβαίνω, κι εγώ ίσως δεν έπρεπε να έρθω, αλλά είναι τόσο γλυκιά, δεν μπόρεσα να αντισταθώ, μου θύμισε τη γιαγιά μου, τις θειάδες μου, τις μανάδες φίλων μου...

-Εσείς δεν φταίτε, αλίμονο, μ' εκείνη τα έχω, που βάζει στον σπίτι τον έναν και τον άλλον. Ο κόσμος είναι κακός, εντάξει εσείς, αλλά υπάρχουν άλλοι...

Εκείνη την άκουγε σκυφτή, σαν άτακτο παιδάκι.

-Έχει δίκιο η κόρη σας, λέω, σας νιώθω όμως και σας. Παλιά καλούσαμε τον κόσμο μέσα για καφέ και δεν φοβόμασταν, και στην Ελλάδα θυμάμαι έτσι ήταν παλιά, ιδίως στα χωριά, μου είχε τύχει και μένα, τώρα πια όμως...

-Δίκιο έχετε, παλιά είχαμε τις πόρτες ανοιχτές, δε φοβόμασταν, σήμερα είναι αλλιώς, ο κόσμος έχει αλλάξει...

-Έχει μαλλιάσει η γλώσσα μου, παραπονιέται η κόρη, δεν είναι κατάσταση αυτή!

-Δίκιο έχετε. Συγγνώμη που σας ανησύχησα, μη σας κρατώ άλλο, να πηγαίνω

Η γιαγιά μόλις το άκουσε αυτό πετάχτηκε πάνω:

-Όχι καλέ, καθήστε!

-Με περιμένουν οι φίλοι μου, έχω αργήσει, θα πάμε για φαγητό.

-Πάρτε τουλάχιστον κάτι μαζί!

Μου δίνει τα μπισκότα, τα σοκολατάκια. 

-Όχι, όχι, να χαρείτε, δεν είναι ανάγκη...

-Μα σας παρακαλώ, δε θα φύγετε έτσι με άδεια χέρια!

-Μαμά, άσε την κυρία, αφού σου λέει δε θέλει.

-Δε γίνεται, κάτι θα πάρετε!

-Εντάξει, εντάξει, θα πάρω κάτι.

Βάζω στην τσάντα μου τα σοκολατάκια. Καθώς σηκώνομαι ρωτάω:

-Πώς σας λένε;

-Μαρία.

-Χάρηκα πάρα πολύ που σε γνώρισα, Μαρία. Είσαι υπέροχος άνθρωπος.

Την αγκαλιάζω. Με σφίγγει στην αγκαλιά της. Μια τόσο ζεστή αγκαλιά.

-Άμα σε φέρει ο δρόμος από δω, χτύπα την πόρτα και πέρνα μέσα να πιεις έναν καφέ.

-Ευχαριστώ, κυρία Μαρία, θα περάσω. Αντίο και πάλι ευχαριστώ.

Η κόρη με συνοδεύει ως έξω. 

-Ξέρετε, της λέω, έχετε μεγάλο δίκιο, όμως γι' αυτήν είναι αλλιώς, είναι η ζωή της έτσι και...

Μπερδεύω τα λόγια μου, κομπιάζω.

-Ξέρετε, δε θα τους έχουμε πάντα κοντά μας. Να την αγαπάτε τώρα που την έχετε.

-Το ξέρω, τι να την κάνω, τέτοια είναι, το ξέρω. Να είστε καλά. 

-Κι εσείς. Χίλια ευχαριστώ.

Παλιά καλντερίμια, ζεστός καφές, μπισκότα.

Χαρμολύπη.

Τετάρτη 31 Μαρτίου 2021

ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΝΟΙΚΟΚΥΡΑΣ ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΟΥ ΚΟΡΩΝΟΪΟΥ

(Αφιερωμένο στη Μαρία που τα έζησε και τα ζει διαρκώς, σε ένα μικρό χωριό της ελληνικής επικράτειας).

Σήμερα θα κατέβω στην πόλη. Έχω πολλά να κάνω και δεν γίνονται όλα εξ αποστάσεως. Γι’ αυτό και βρίσκομαι τώρα στη στάση του ΚΤΕΛ, μαζί με άλλους πεντ’ έξι, εκ των οποίων οι δύο φορούν μάσκα-υπογένειο, οι άλλοι δύο μάσκα-σκουλαρίκι και οι ρέστοι καθόλου μάσκα. Μεταξύ αυτών μια κυρία με ένα αγόρι, ίσαμε δέκα-δώδεκα χρονών. Το λεωφορείο φτάνει, οι ημιμασκοφόροι εισέρχονται απερίσπαστοι. Όταν έρχεται η σειρά της κυρίας, ο οδηγός λέει:

-Μάσκα δεν έχεις;

Η κυρία βγάζει μια μάσκα και την επιδεικνύει.

-Και το παιδί;

-Θα τη μοιραστούμε.

Μετά από αρκετές διαφωνίες και διαπραγματεύσεις, με κάποιον τρόπο βρίσκεται άλλη μία μάσκα. Έτσι, κρατώντας και τις δύο, το ζεύγος κάθεται θριαμβευτικά στις θέσεις του. Εγώ κουρνιάζω σ’ ένα κάθισμα όσο το δυνατόν πιο απομονωμένο – περιττή προφύλαξη, καθώς το λεωφορείο γεμίζει όλο και πιο ασφυκτικά, ενώ εγώ προσπαθώ να μην αναπνέω, μιμούμενη τους γιόγκι που είχα δει κάποτε σ’ ένα ντοκυμανταίρ.

 

Επιτέλους, φτάνουμε στην πόλη. Ξεκινώ απ’ τη Vodafone. Περιμένω έξω στην ουρά, ενώ μέσα ένας υπάλληλος προσπαθεί να βρει άκρη με έναν πελάτη που έχει μπει χωρίς μάσκα.

-Κύριε, παρακαλώ φορέστε μάσκα.

-Δεν έχω.

-Τότε παρακαλώ περάστε έξω.

-Τι τρόπος είναι αυτός;

-Κύριε, δεν επιτρέπετε να είστε μέσα χωρίς μάσκα.

-Εξυπηρέτηση το λέτε αυτό;

-Κύριε, σας παρακαλώ πολύ...

-Έτσι φέρεστε στους πελάτες;

-Η χρήση μάσκας είναι υποχρεωτική.

-Δε θέλω να βάλω μάσκα!

-Αν δεν φοράτε μάσκα θα πρέπει να βγείτε έξω.

Βγαίνει οργίλος έξω, πλησιάζει ένα αυτοκίνητο και λέει στη γυναίκα που είναι μέσα:

-Άντε, δώσε μια μάσκα!

Τη μάσκα που «δεν είχε»...

Νιώθω ότι αρχίζω να φορτώνω. Το κεφάλι μου βαραίνει. Παίρνω βαθιές ανάσες. Ηρεμία, μη μας πιάσει τώρα πονοκέφαλος, έχω να κάνω και ψώνια.

 

Στο σούπερ μάρκετ, στα τυριά, είναι ένας κύριος και περιμένει. Στέκομαι πίσω του, δυο μέτρα και βάλε. Ένας ακόμη έρχεται μετά από μένα, κρατά κι αυτός απόσταση. Σκάει μια κυρία και χώνεται μπροστά μου – αφού έχει χώρο! Γυρνά ανέμελα, χαζεύει τριγύρω με βλέμμα απλανές. Με βλέπει, κάτι στο ύφος μου μάλλον την υποψιάζει.

-Κι εσείς εδώ περιμένετε;

-Ναι, είναι κι άλλοι πίσω...

-Α εντάξει, δε σας παίρνω τη σειρά...

Μένει εκεί, στο μισό μέτρο από μένα, χαλαρή. Στο μεταξύ ο προηγούμενος από μένα έχει ανοίξει έναν διάλογο τύπου:

-Οκτώ φέτες σας είπα, δέκα βάλατε.

-Οκτώ είναι, κύριε.

-Εγώ δέκα είδα...

-Οκτώ έβαλα...

-Μετρήστε τις σας παρακαλώ.

Και όσο διεκτραγωδούνται αυτά, οι άλλοι όλοι εκεί, αντάμα, περιμένουμε. Ενώ τριγύρω μας περνοδιαβαίνουν οι υπόλοιποι πελάτες του σούπερ μάρκετ, ανάμεσά τους μια κυρία παρέα με μια έφηβη κοπελίτσα που αναρωτιέσαι γιατί την πήρε μαζί και δεν την άφησε σπίτι ή έστω στο αυτοκίνητο και μια τετραμελής οικογένεια που προφανώς θεωρεί ότι βγήκε βόλτα να ξεσκάσουν λίγο τα παιδιά.

Υπομονή. Παίρνω αυτά που θέλω και φτάνω στο ταμείο. Ετοιμάζομαι να αρχίσω να βάζω επάνω τα πράγματα, όταν σκάει ένας κύριος που κρατά μόνο ένα γάλα.

-Μόνο αυτό έχετε;

-Ναι...

-Ε, περάστε.

Περνάει, δίνει το γάλα στην ταμία.

-Έχετε κάρτα μπόνους;

-Ναι, αλλά δεν την έχω μαζί...

-Θυμάστε αριθμό;

-Ναι!

Κατεβάζει χαλαρά τη μάσκα για να ακούγονται καθαρά τα νούμερα και αρχίζει να αραδιάζει τα δεν-ξέρω-πόσα ψηφία του αριθμού της κάρτας. Δεν ακούγεται καλά με το πλέξιγκλας και επαναλαμβάνει την απαγγελία.

 

Τελείωσε, δεν τον γλιτώνω πια τον πονοκέφαλο.

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2020

καί εἰς χοῦν ἀπελεύσει

Έφυγε τελευταίος από τον καφέ. Λες και κάτι τον κράταγε. Όλοι φυλλορρόησαν ένας-ένας, μία-μία, στο τέλος είχε μείνει μόνο η μάνα και δυο τρεις πολύ δικοί, ώσπου κάποια στιγμή σηκώθηκαν κι αυτοί, σαν ένα σώμα. Συντρόφεψε τη μάνα ως το αυτοκίνητο, χρονοτριβώντας με κουβέντες στοργικές και ανήμπορες.

Ύστερα έμεινε μόνος.

Κατηφόρισε κατά την παραλία. Πήρε το δρόμο κατά πέρα, άδειο από ανθρώπους, μονάχα δυο τρία θαλασσοπούλια στέγνωναν τα φτερά τους στην άκρη της προβλήτας. Έμεινε ώσπου ο ήλιος πήρε να τον καίει και να του λιώνει το μυαλό. Όταν δεν άντεχε άλλο πια, γύρισε και μπήκε στο αμάξι. Μηχανικά έκανε όπισθεν, έστριψε δεξιά στον κεντρικό για να φύγει, ασυναίσθητα όμως έκοψε πάλι το τιμόνι αριστερά, κατά το κοιμητήριο.

Διάβηκε ξανά τον λευκό περίβολο, καρδιοχτυπώντας. Διέσχισε ξανά τα άδεια μονοπάτια, μέσα στην εκκωφαντική σιωπή. Ιχνηλάτησε την ίδια πάλι διαδρομή, μόνος αυτή τη φορά, ίσαμε το μνήμα. Δυο κυπαρίσσια παραστέκονται, ακοίμητοι φρουροί και σύντροφοι, πλάι στο φρεσκοσκαμμένο χώμα. Λευκά τριαντάφυλλα στεφάνι κι ένας λευκός σταυρός: «ΣΤΟ ΠΟΛΥΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΜΟΥ ΠΑΙΔΙ. Η ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ.»

Και σαν ξανάρχισε ο χρόνος να κυλάει, ξύπνησε με κόπο τα μουδιασμένα μέλη του. Δεν άντεχε να φύγει έτσι, μόνος, άδειος. Άπλωσε το χέρι και τράβηξε ένα λευκό τριαντάφυλλο. Κρατώντας το σαν σκήπτρο έφτασε στο αμάξι μα καθώς έκανε να μπει, ένα δυο πέταλα έπεσαν στο χώμα. Ακράγγιξε το λευκό μπουμπούκι και είδε πως το κεφαλάκι κιόλας έγερνε, μαδούσε. Άλλα δυο πέταλα στροβιλίστηκαν προς τα κάτω. Στην άλλη μεριά του δρόμου είδε ένα αμπέλι. Το έφτασε με δυο δρασκελιές, τέντωσε το χέρι και σκόρπισε ό,τι απόμενε απ’ το άνθος. Λευκές μνήμες φτερούγισαν στο φως του φθινοπώρου.

Ύστερα μπήκε ξανά στο αμάξι και πήρε τον δρόμο του γυρισμού.

«Όλα τα κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχτα.

Όλα τα δάχτυλα.

Σιωπή.»


 


Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2019

Πρωινός διάλογος με ιεχωβάδες


-Καλημέρα, να σας μιλήσουμε λίγο για τον Θεό; Όλοι πιστεύουμε στον Θεό, έτσι δεν είναι;

-Όχι. Εγώ είμαι άθεη. Έχω διαβάσει πολύ, έχω σκεφτεί και έχω απορρίψει την πίστη στον θεό.

-Άθεη; Δεν σας πιστεύω. Δεν υπάρχουν άθεοι.

-Συγγνώμη, αλλά τώρα με προσβάλλετε.

-Εγώ σας προσβάλλω;

-Με προσβάλλετε βαθύτατα. Αρνείστε να δεχτείτε τον αυτοπροσδιορισμό μου; Δεν με σέβεστε; Ή μήπως μου λέτε ότι δεν υπάρχω;

-Δεν υπάρχουν άθεοι άνθρωποι. Θα σας το αποδείξω.

-Βεβαίως, να μου το αποδείξετε. Σας ακούω.

-Όλοι πιστεύουμε σε κάτι, έτσι δεν είναι;

-Τι εννοείτε "πιστεύουμε";

-Παραδείγματος χάρη, εσείς πιστεύετε στον εαυτό σας, σωστά;

-Αυτό που λέτε είναι διαφορετικό. Δεν είναι πίστη, αλλά εμπιστοσύνη. Όταν λέμε ότι πιστεύουμε στον θεό, εννοούμε ότι έχουμε δεχτεί την ύπαρξή του χωρίς αποδείξεις, μόνο επειδή το λένε κάποιες ιερές παραδόσεις, ιερά κείμενα ή κάποιοι άνθρωποι που το ισχυρίζονται. Ο εαυτός μου μπορεί να αποδειχθεί ότι υπάρχει, ενώ ο θεός δεν αποδεικνύεται ότι υπάρχει.

-Και όμως, θα σας αποδείξω ότι υπάρχει!

-Βεβαίως, να μου το αποδείξετε.

-Πείτε μου, εμείς πώς γίνεται και υπάρχουμε; Το ξέρετε αυτό;

-Βεβαίως το ξέρω, είμαι βιολόγος, μπορώ να σας το πω. Πριν δισεκατομμύρια χρόνια, στην αρχέγονη σούπα του πρώτου ωκεανού του πλανήτη μας, με τις κατάλληλες συνθήκες εμφανίστηκαν οι πρώτες οργανικές χημικές ενώσεις. Στη συνέχεια οργανώθηκαν στα πρώτα κύτταρα και με την εξέλιξη φτάσαμε στα εκατομμύρια είδη οργανισμών που υπάρχουν σήμερα.

-Κι η αρχέγονη αυτή σούπα πώς εμφανίστηκε; Μπορεί να δημιουργηθεί κάτι εκ του μηδενός;

-Μα δεν προέκυψε εκ του μηδενός. Προέκυψε από κάτι που προϋπήρχε.

-Βλέπετε; Όλα έχουν ένα αίτιο. Γνωρίζεται τι είναι το αίτιο και το αιτιατό;

-Βεβαίως το γνωρίζω. Αν λοιπόν δεν μπορεί να προκύψει κάτι εκ του μηδενός, ο Θεός πώς προέκυψε;

-Ακούστε. Ο Θεός είναι το πρώτο αναίτιο αιτιατό!

-Και πώς το ξέρετε εσείς αυτό;

-Είπατε πριν για τις γραφές. Δεν πιστεύετε στον Θεό, λέτε. Πιστεύετε στον Απόστολο Παύλο;

-Τι εννοείτε αν πιστεύω;

-Υπήρξε ένας Απόστολος του Θεού που λεγόταν Παύλος. Έγραψε επιστολές, κείμενα. Αυτό το πιστεύετε;

-Ναι, ξέρω ότι υπήρξε κάποιος ονόματι Παύλος που έγραψε επιστολές. Αλλά δεν το πιστεύω, έχω πεισθεί γι' αυτό. Το έχω διαπιστώσει. Βλέπετε τη διαφορά;

-Θα διαπιστώσετε και αυτό που σας λέω. Πείτε μου, αυτό το κτίριο πίσω σας, πώς έγινε;

-Το σχεδίασε ένας μηχανικός και το έχτισαν εργάτες.

-Και τον κόσμο λοιπόν κάποιος πρέπει να τον έκτισε, σωστά;

-Λάθος. Χρησιμοποιείτε μια παρομοίωση ως επιχείρημα. Οι παρομοιώσεις, οι αναλογίες και οι μεταφορές είναι καλολογικά στοιχεία, όχι επιχειρήματα. Το ότι δυο καταστάσεις μας φαίνονται παρόμοιες δεν συνεπάγεται ότι είναι ίδιες σε όλα τα σημεία τους. Διαβάστε λίγο φιλοσοφία της επιστήμης. 

-Η φιλοσοφία της επιστήμης...

-Με συγχωρείτε, αλλά έχω ραντεβού για φυσικοθεραπεία κι έχω αργήσει. Πρέπει να φύγω, χαίρετε.

-Είστε υπόλογη απέναντι στον Θεό...

-Ας έρθει να με βρει. Καλή σας μέρα.


Πραγματικό περιστατικό. Προσπάθησα να αποδώσω τους διαλόγους πιστά (pun not intended). Ελπίζω να μην παρέλειψα τίποτε σημαντικό.

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2019

Εκλογές 7ης Ιουλίου 2019

Πεπόνι, ροδάκινα, βερίκοκα... καρπούζι να πάρει; Καλύτερα όχι, πολύ βαρύ, πολύ μεγάλο, πάντα τους μένει και χαλάει, κρίμα είναι. Την άλλη φορά, ίσως. Κοντεύει μιάμιση, να πάει και για τα ψάρια τώρα, τέτοια ώρα πάντα ρίχνουν τις τιμές, να πάρει κάμποσα να βάλει και κατάψυξη. Και μετά γραμμή σπίτι, να προλάβει πριν γυρίσει το παιδί, βέβαια έχει έτοιμο το φαγητό, ζέσταμα θέλει μόνο και μια σαλάτα, τα ψάρια για αύριο.

Ευτυχώς τα φέρνουν βόλτα αρκετά καλά, όταν άρχισε η περίφημη κρίση στριμώχτηκαν άσχημα, αλλά τώρα τα βολεύουν, όλοι τα έχουν με τον ΣΥΡΙΖΑ κι έχουν δίκιο, βέβαια, αλλά μήπως αυτοί έφεραν την κρίση; Αυτοί δεν κατάφεραν να μαζέψουν τα ασυμμάζευτα των προηγούμενων, σάμπως πάντα έτσι δεν γίνεται; Δεν έκανε μόνο στραβά ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά πού να τολμήσεις να το πεις και να μη σε πάρουν με τις πέτρες;

Ο κόσμος βλέπει μόνο τα του οίκου του, μόνο τα οικονομικά σα να λέμε, φυσικό είναι, τι τους νοιάζει αν έγινε το σύμφωνο συμβίωσης; Αυτοί στην εκκλησιά θα παντρευτούν έτσι κι αλλιώς. Σκοτίστηκαν για τους ομοφυλόφιλους, μη σου πω ότι ενοχλούνται κιόλας στην ιδέα. Εκείνη όμως σκέφτεται τον φίλο της τον Τάσο, παλιό συμφοιτητή, τον ξανάδε φέτος στη μάζωξη που έκαναν, θυμάται το πλατύ του χαμόγελο την ώρα που της έλεγε ότι ζει με τον σύντροφό του τώρα με σύμφωνο συμβίωσης, χαίρεται με τη χαρά του, χαίρεται που έγινε το σύμφωνο και χαλάλι τα άλλα.

Σκέφτεται και τον Σωκράτη με το σοκολατένιο προσωπάκι, χρυσό παιδάκι, συμμαθητή της μικρής της στο δημοτικό, που τώρα θα γίνει Έλληνας και με τη βούλα, γιατί στην ουσία Έλληνας ήταν βέβαια κι από πριν, αφού εδώ γεννήθηκε, εδώ μεγάλωσε, ελληνικά μιλάει, αυτόν τον τόπο αγαπάει. Και χαίρεται που δόθηκε η ιθαγένεια στα παιδιά αυτά, γιατί είναι δικά μας παιδιά, είναι συμπατριώτες μας, είναι ο πλούτος του τόπου μας, είναι οι γείτονες, οι φίλοι, οι συγγενείς μας.

Χαίρεται και που κατάργησαν αυτή τη χαζομάρα με τη βλασφημία, αν είναι δυνατόν να πέφτει πρόστιμο και φυλακή για τέτοιους λόγους, στην εποχή μας. Κατάργησαν και τον θρησκευτικό όρκο στα δικαστήρια, καιρός ήταν, τιμή και συνείδηση έχουμε όλοι, τα άλλα δεν χρειάζονται.

Ψιλά γράμματα, θα μου πεις, μα εκείνη πάντα τα διάβαζε τα ψιλά γράμματα, πάντα την ένοιαζαν αυτά που δεν ένοιαζαν τους πολλούς. Και χαίρεται μ' αυτά και γι' αυτό ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ, γιατί τα μετράει αυτά, γιατί θέλει κι άλλα τέτοια, κι ας τον φοβάται στα οικονομικά. Ίσως όχι και τόσο, στο κάτω-κάτω το ΤΕΒΕ μειώθηκε πολύ, έτσι μπόρεσε κι αυτή άλλωστε να κάνει ξανά έναρξη και να κόβει τιμολόγια, να πιάσει έτσι και πελάτες εξωτερικού και να ορθοποδήσει λιγάκι.

Άλλωστε, σκέφτηκε, σάμπως θα βγει; Ο Κούλης θα βγει, οι άλλοι ας είναι στη Βουλή τουλάχιστον σαν αντίλογος. Και πράγματι αυτός βγήκε, δε βαριέσαι, να δούμε τώρα τι θα κάνει κι αυτός. Εκείνη πάντως ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ, είχε τις αμφιβολίες της αλλά τελικά το έκανε, για να υπάρχει ο αντίλογος. Αλλά δεν το είπε πουθενά, δεν έχει όρεξη να λογοφέρει με κανέναν. Ποιος λίγο ποιος πολύ, όλοι έχουν τα παράπονά τους, με το δίκιο τους κιόλα πολλές φορές, σάμπως εκείνη δεν έχει παράπονα; Όμως έγιναν και καλά πράγματα, το σωστό να λέγεται, γι' αυτό τους ψήφισε.

Αλλά δεν είναι ανάγκη να βγάλει και μπαντιέρα, έτσι δεν είναι;

Ντομάτες κόκκινες, ωραίες, μυρωδάτες, τέτοιες δε βρίσκει στον μανάβη, φρέσκο κόλιαντρο και πεπόνι αργίτικο, ύστερα μύγδαλα και μέλι εκλεκτό, η λαϊκή έχει λίγο τρέξιμο αλλά η αλήθεια βρίσκει κανείς πράγματα που δεν βρίσκει αλλού, άλλωστε της αρέσει η βόλτα, τα χρώματα, ο κόσμος, οι φωνές... Πάντα έρχεται λιγάκι αργά, αλλά δεν πειράζει. Κλείνει το μαγαζί λίγο νωρίτερα κι έρχεται και τις πιο πολλές φορές βρίσκει αυτά που θέλει.

Δόξα τω Θεώ το μαγαζί πάει καλύτερα, τώρα που έφυγε ο ΣΥΡΙΖΑ σίγουρα θα πάει ακόμη καλύτερα, πρώτα ο Θεός. Μας τσάκισαν αυτοί οι αχαΐρευτοι, μας πάτησαν κάτω, έπνιξαν τη μικρή επιχείρηση, τι να σου κάνει κι αυτή; Μακάρι τώρα να συνέλθουμε λιγάκι, Παναγιά μου. Ευτυχώς βγήκε η Νέα Δημοκρατία, ήταν σίγουρο ότι θα έβγαινε, βέβαια, αφού οι άλλοι τα κάνανε σαν τα μούτρα τους, από πού να το πιάσεις και πού να το αφήσεις.

Κι εκείνη βέβαια ψήφισε Νέα Δημοκρατία, να γλιτώσει η χώρα από τους άχρηστους. Είναι αλήθεια πως δεν της αρέσουν κάτι φασιστόμουτρα που πήραν από κοντά, Πλεύρης, Βορίδης, κι αυτός ο Γεωργιάδης δύσκολα χωνεύεται, αλλά τι να σου κάνουν κι αυτοί; Έπρεπε να βγουν, έπρεπε να μαζέψουν όσο περισσότερες ψήφους μπορούσαν, να πιάσουν όλες τις μπάντες. Σε πολλούς δεν άρεσε αυτό, ούτε σ' εκείνη αρέσει, είναι αλήθεια, αλλά το αντιπαρέρχεται για το καλό της χώρας.

Συντηρητικό κόμμα, είναι αλήθεια, αλλά και τι πειράζει; Οι παραδόσεις δεν έβλαψαν ποτέ κανέναν, έτσι τα βρήκαμε έτσι τα κρατάμε. Το θέμα είναι να έρθει ανάπτυξη, να κινηθεί λίγο η αγορά, να πάρουν και μέτρα προστασίας μην έχουμε άλλα κακά σαν αυτά στο Μάτι και στη Μάντρα, Θεέ μου φύλαγε. Γι' αυτό και τους ψήφισε αυτή, αλλά δεν το κοινολογεί, γιατί ξέρει ότι πολλοί τους βλέπουν με μισό μάτι. Ώρες είναι να της πουν καμιά κουβέντα, αυτό έλειπε, να τ' ακούσει κι από πάνω.

Δεν είναι ανάγκη να βγάλει και ντουντούκα, έτσι δεν είναι;

-Ματούλα, καλημέρα!
-Πέρσα μου, τι μού γίνεσαι; Όλα καλά;
-Ε, τα βλέπεις, τρέχω.
-Και ποια δεν τρέχει...
-Έχω και το σπίτι ανάστατο, λείπαμε και δεν πρόλαβα να κάνω τίποτα.
-Κατεβήκατε στο χωριό για τις εκλογές;
-Ναι, δεν μας έφταναν οι δημοτικές... Και να πεις να μην πας; Δεν μπορείς να μην πας. Ειδικά τώρα, ο Σάκης επέμενε, πρέπει, έλεγε.
-Κι εμένα ο Βαγγέλης...
-Αλήθεια, εσύ τι ψήφισες;
-Τι να ψηφίσω, Πέρσα μου; Λευκό. Αφού είναι παρ' τον έναν, χτύπα τον άλλον.
-Καλά λες. Να σου πω, κι εγώ λευκό έριξα.
-Βγήκε Νουδού, βέβαια.
-Ε, ήταν αναμενόμενο. Να δούμε τώρα τι θα κάνουν κι αυτοί.
-Άντε να δούμε. Ό,τι είναι, ας είναι για καλό.
-Μακάρι, Ματούλα μου, απ' το στόμα σου και στου Θεού τ' αυτί.
-Μακάρι, Πέρσα μου.

Πέμπτη 5 Ιουλίου 2018

Αθηναϊκός διάλογος


Ηλεκτρικός, γραμμή Πειραιάς-Κηφισιά, μεσημέρι. Περίπου απέναντί μου, στο κέντρο της γαλαρίας, προσγειώνεται θορυβωδώς ένας εύσωμος άντρας. Πετάει κάτω ένα σακ-βουαγιάζ, σωριάζεται στο κάθισμα. Ξεφυσά ιδρωμένος, κοιτάζει γύρω του ερευνητικά.

Αριστερά στον διάδρομο κάθεται ένας νεαρός με ασιατικά χαρακτηριστικά. Ο ταξιδιώτης του απευθύνει τον λόγο.

-Βιετνάμ, Βιετνάμ;

-What?

-Λέω, απ’ το Βιετνάμ είσαι; Βιετναμέζος;

-No, not Vietnam.

-Κίνα; Κορέα;

-No, no.

-Ελληνικά δεν ξέρεις; Ελληνικά;

-I don’t understand.

-Γίδια ξέρεις να φυλάς; Γίδια;

-Sorry, I...

-Ξέρεις από γίδια, λέω;

-I don’t understand.

Με τρώει η γλώσσα μου, μπαίνω στην κουβέντα.

-You’re not missing anything.

-I guess not.

-Then again, maybe you are.

Εκεί δεν κρατιέμαι πια, με πιάνουν τα γέλια.

-Εσύ ξέρεις Ελληνικά;

-Ναι, ξέρω. Ελληνίδα είμαι.

-Όλοι στη μαμά Ελλάδα έρχονται.

-Ξέρετε, από τον τρόπο που μιλάει, νομίζω ότι μάλλον είναι…

Προσπαθώ να αποφύγω τη λέξη «Αμερική» και τα παράγωγά της, για να μην καταλάβει ο περί ου ο λόγος ότι τον σχολιάζω.

-…από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

-Αμερικάνος;

Οι προφυλάξεις μου πήγαν χαμένες, αλλά ήταν περιττές. Ο νεαρός έχει οχυρωθεί ανέκφραστος πίσω από το κινητό του.

-Είναι πιθανό.

-Δεν ξέρουν από γίδια αυτοί.

-Εσύ ξέρεις από γίδια;

-Ε, βέβαια! Εγώ, όλη μέρα με τα γίδια.

-Έχεις δικά σου;

-Βέβαια!

-Πού τα έχεις;

-Στο Ναύπλιο.

-Μπα, έχει στο Ναύπλιο γίδια;

-Πώς δεν έχει! Στο Ναύπλιο δε θα έχει; Τι έχει δηλαδή στο Ναύπλιο;

-Ξέρω που έχει πορτοκαλολέμονα, τέτοια…

-Έχει και πορτοκάλια, και λεμόνια. Έχει και γίδια. Εκεί από πάνω.

Κάνει μια κίνηση με το χέρι, δείχνει πίσω του.

-Σ’ αρέσει εκεί, με τα γίδια;

-Ε, βέβαια! Ωραία ζωή. Εσείς οι Αθηναίοι εδώ…

Σουφρώνει τη μύτη του, στραβώνει τα χείλη.

-…δεν τα έχετε σε υπόληψη τα γίδια. Τα έχετε για παρακατιανά.

-Μπα, μην το λες. Εγώ λέω πως είναι η καλύτερη ζωή. Είσαι έξω στη φύση, δεν έχεις κανέναν πάνω απ’ το κεφάλι σου…

-Ε, βέβαια, η καλύτερη ζωή! Έχεις γιαούρτι, τυράκι…

Φουρφουρίζουν τα μάτια του, φουσκώνει από καμάρι.

-Και τι ήρθες να κάνεις εδώ; Δεν καθόσουν με τα γίδια;

-Ήρθα να πάω στο ΚΑΤ. Ο ώμος μου…

Κάνει μια γκριμάτσα, πιάνει τον ώμο του.

-Ναι, αυτό είναι ένα θέμα… Εδώ έχει πολλά και καλά νοσοκομεία, όχι πως στο Ναύπλιο δεν έχει, αλλά…

-Είχε παλιά έναν ορθοπαιδικό στο Ναύπλιο πολύ καλό. Τώρα πάει, πέθανε.

-Καλά, ένας ήταν σε όλο το Ναύπλιο;

-Ήταν πάρα πολύ καλός. Εσύ από δω είσαι;

-Εδώ έχω μεγαλώσει, το ίδιο κι οι γονείς μου.

-Εγώ έχω δυο αγόρια. Είπαν να έρθουν σήμερα, τους λέω, άσε καλύτερα. Εκεί στο γιατρό μπορεί να πετάξω καμιά χοντράδα και να ντρέπεστε.

Γελάει.

-Έχουν σπουδάσει και οι δύο, αλλά δεν βρίσκουν δουλειά.

-Μήπως καλύτερα να έρθουν στα γίδια;

-Αυτό τους λέω. Άμα δεν βρείτε, βουρ για πάνω. Ο μεγάλος το λέει κιόλας. Μπαμπά, μου λέει, θα έρθω πάνω. Τι να κάνει;

Από τα μεγάφωνα ακούγεται, επόμενος σταθμός, Ειρήνη, Olympic stadium.

-Α, ώστε εδώ είναι το Ολυμπιακό στάδιο;

-Εδώ είναι.

-Τι είναι όλα τούτα;

-Έχει πολλές εγκαταστάσεις, γήπεδο, στίβο, έχει και κολυμβητήρια…

Προχωράμε προς Νεραντζιώτισσα.

-Κι αυτό εκεί το μεγάλο, τι είναι;

-Για να δω… Δεν ξέρω.

-Κι εκείνο;

-Ούτε αυτό ξέρω. Αλλά αυτό δεξιά είναι ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο.

-Πφ, σιγά! Στο Ναύπλιο έχουμε το παζάρι.

-Μπράβο, το καλύτερο!

Πιάνει το μπλουζάκι του, τραβάει το ύφασμα.

-Ορίστε. Τρία ευρώ.

-Μια χαρά.

-Έβαλα ό,τι με βόλευε. Όπως στα γίδια. Η γυναίκα μου μού είπε, βάλε κάτι καλύτερο βρε άνθρωπέ μου. Αλλά εγώ αυτά βολεύομαι. Έβαλα και τις παντόφλες και να ‘μαι.

-Καλά έκανες, όπως βολεύεσαι, μια χαρά είσαι.

Δίπλα μου όλη την ώρα κάθεται ένας ηλικιωμένος άντρας με στραπατσαρισμένα ρούχα και εμφάνιση. Τραγιάσκα, καρό πουκάμισο, τριμμένο χοντρό παντελόνι που του πέφτει φαρδύ και το ‘χει δέσει με σπάγκο στη μέση, στραβοπατημένα παπούτσια. Αν με ρωτούσαν ποιος απ’ τους δυο φυλάει γίδια, αυτόν θα είχα πει. Όλη την ώρα ακούει, παρακολουθεί, αλλά δεν μιλάει. Βλέπω τα μάτια του να παίζουν, στις άκρες των χειλιών του μια υποψία χαμόγελου, μα τίποτ’ άλλο. Βουβό πρόσωπο. Και καθώς φτάνουμε στο Μαρούσι, κατεβαίνει.

Στο ΚΑΤ κατεβαίνουμε κι εμείς.

-Από πού πάμε τώρα;

-Από δω έλα, απ’ την άλλη δεν βγαίνει. Θα σου πω πώς θα πας στο νοσοκομείο. Θα έρθω μαζί σου ως τη γωνία.

-Δεν είναι ανάγκη, άμε στη δουλειά σου, στο σπίτι σου.

-Ως τη γωνία μονάχα, να σου δείξω. Μετά θα φύγω. Θα πάω σπίτι.

-Κατεβαίνεις καμιά φορά κάτω;

-Πού, στο Ναύπλιο; Μπα…

-Εδώ έχεις οικογένεια;

-Εννοείς αν έχω άντρα και παιδιά; Ναι, έχω.

-Οι γυναίκες εδώ στην Αθήνα ψάχνονται για άντρα.

-Γιατί, στο Ναύπλιο τι κάνουν;

-Ου, εκεί είναι αλλιώς. Εδώ… Να βγάλουν το ψωμί τους, τι να κάνουν;

-Λοιπόν, θα πας αριστερά, πλάι πλάι στα κάγκελα ώσπου να βρεις την είσοδο. Εντάξει;

-Σ’ ευχαριστώ πολύ! Να ‘σαι καλά.

-Κι εσύ το ίδιο. Περαστικά. Και καλό δρόμο.

Παρασκευή 29 Ιουνίου 2018

μικρό αθηναϊκό


Ιπποκράτους, Δευτέρα απόγευμα. Έχω ένα δίωρο κενό στη διάθεσή μου. Έχω μαζί βιβλίο, αλλά το φως με προσκαλεί να περπατήσω. Ανεβαίνω τη Βαλτετσίου. Από ένα ύψος και μετά, γίνεται πεζόδρομος. Εκβάλλει σε έναν άλλο πεζόδρομο, την Πρασσά, με πυκνοφυτεμένα παρτέρια και χτιστά παγκάκια σε τρίγωνη διάταξη. Πίσω του ένας κήπος. Αριστερά μου ψηλός τοίχος και μια τεράστια σιδερένια πόρτα, με ένα μικρό παραθυράκι στη μέση, σαν αυτά στα κελιά των φυλακών. Πέμπτο Γενικό Λύκειο Αθηνών. Κοιτάζω μέσα, λίγο διστακτικά. Μια μικρή τσιμεντένια αυλή και λιγοστά αγόρια, λευκά και μελαψά. Ο πεζόδρομος είναι ήσυχος, δροσερός. Ένα παπάκι στρίβει και περνά δίπλα μου. Στα παρτέρια χαρτιά, πλαστικά, ανθρώπινες ακαθαρσίες. Τα παγκάκια παλιά, ξεφλουδισμένα. Στο τέλος του πεζόδρομου, ένα πάρκο. Σε ένα παγκάκι μια νέα γυναίκα με μαντήλα πλένει ρούχα σε μια κόκκινη πλαστική λεκάνη.

Ανηφορίζω δεξιά μέσα από το πάρκο. Δέντρα και θάμνοι, ένα πεύκο ξαπλωτό και συστραμμένο, σαν γιαπωνέζικο χαρακτικό. Δεξιά μου ένα μεγάλο κτίριο. Πολιτιστικό αθλητικό κέντρο. Ανοιχτές πόρτες, παιδικές και νεανικές φωνές. Διαλέγω το αριστερό μονοπατάκι. Μια βρύση με δροσίζει. Κι ανάμεσα στους θάμνους μια χαμηλή μπλε σκηνούλα, αθέατη από τα περισσότερα σημεία. Ανηφορίζω δεξιά. Μια παιδική χαρά γεμάτη γέλια, ένα γηπεδάκι. Σκαλιά, πολλά σκαλιά. Μια εφηβική παρέα κατρακυλά προς τα κάτω.

Σκαλιά, πάρκα, πεζόδρομοι, πράσινο. Αλήθεια είμαι στην Αθήνα; Σε ποια εποχή;

Ανεβαίνω τα σκαλιά, βγαίνω στο ηλιοβασίλεμα. Πορτοκαλής ουρανός μέσα από κλαδιά και φυλλωσιές. Στη Δαφνομήλη, κάθομαι σε ένα μικρό παρκάκι, σε ένα παγκάκι μέσα στα δέντρα, διαβάζω για λίγη ώρα το βιβλίο μου. Δύο πιτσιρικάδες περνούν πίσω μου, χοροπηδώντας πάνω στο πεζούλι. Κι άλλα σκαλιά, κι άλλα. Και στο τέλος Λυκαβηττός. Να ανέβω; Είναι αργά. Ανεβαίνω λίγο. Λίγο ακόμη. Κοντοστέκομαι. Γύρω μου φύση. Μπροστά μου πιάτο η Αθήνα. Ένα ζευγάρι Ισπανοί κατηφορίζουν μ’ έναν χάρτη. Μια οικογένεια Γάλλων σκαρφαλώνει μ’ ένα μικρό αγοράκι. Κατεβαίνοντας, μια Ασιάτισσα με ρωτάει σε σπασμένα αγγλικά, είναι δύσκολη η ανάβαση; Όχι πολύ. Πόση ώρα θέλει; Εξαρτάται, ίσως είκοσι λεπτά. Ευχαριστώ, χαμόγελα.

Σουρουπώνει.

Οδός Δοξαπατρή.

Δέκατο τέταρτο Δημοτικό Σχολείο Αθηνών «Δημήτρης Πικιώνης». Τρεις τέσσερις έφηβοι μέσα στην αυλή ενθαρρύνουν μια κοπέλα να μπει κι εκείνη. Τα μυτερά, γυριστά προς τα έξω κάγκελα είναι κομμένα ακριβώς δίπλα στην πύλη κι εκείνη είναι καβάλα, μισή μέσα μισή έξω. Έλα, περνάς από δω το πόδι, έτσι μπράβο, έλα και το άλλο, δεν είναι τίποτα, είδες; Και γέλια. Στο παγκάκι μου ένας ηλικιωμένος. Στο γηπεδάκι, έφηβοι παίζουν μπάσκετ. Στην παιδική χαρά, γελαστές γυναίκες με μαντήλες και μικρά παιδιά στην τραμπάλα.

Από το πολιτιστικό κέντρο βγαίνουν τρέχοντας τρία παιδιά, μια κοπελίτσα δέκα έντεκα χρονών και δυο μικρότερα αγόρια, ένα ξανθό, ένα καστανό. Προσπαθεί να τα συγκρατήσει, Πρόσεχε, μην πατήσεις καμιά πρέζα! Σιγά, δεν έχει τίποτα εδώ. Εδώ έχει πρέζες, ανεβάζει τη φωνή, θες να πατήσεις καμιά πρέζα;

Στο παρκάκι η νέα γυναίκα έχει τελειώσει τη μπουγάδα. Δυο νέες γυναίκες μιλούν μια γλώσσα άγνωστη, στο τρανζίστορ τραγούδια ανατολίτικα, με κοιτούν λοξά. Μπροστά μου μια μεγάλη εκκλησία, οχυρωμένη με κουλουριασμένο αγκαθωτό σύρμα. Μπαίνω στην αυλή, καλοκουρεμένοι νεαροί με πουκάμισα συζητούν, ρίχνω μια ματιά στο χαμηλό σπιτάκι πίσω, κατηφορίζω. Στάση Αγίου Νικολάου. Στον πεζόδρομο της Δερβενίων, κομψά ζευγάρια δειπνούν στο Pink Elephant. Πιο κάτω ένα καφέ, μια άλλη στάση, κόσμος περιμένει. Δυο νεαροί με προσπερνάνε βιαστικά, θραύσματα κουβέντας, "Η κοπέλα του αδερφού μου είναι από ένα μικρό χωριό στο Ιράν". Αριστερά μου ένα ερείπιο και πάνω του με σπρέι ένα τεράστιο γενειοφόρο πρόσωπο και δίπλα

ΜΗΝ

ΥΠΩ

ΤΙΜΑΤΕ

ΤΗΝ

ΠΕΙΝΑ.

Βραδιάζει.

Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2017

ΜΑΣ ΨΕΚΑΖΟΥΝΕ!


Κυριακή πρωί στην Πεντέλη, ετοιμαζόμαστε για πεζοπορία. Ο καιρός υπέροχος, η ομάδα όπως πάντα ετερόκλητη, αρκετά νέα παιδιά, πολλά χαμόγελα. Ξεκινάμε και πιάνω κουβέντα πότε με τον έναν, πότε με τον άλλον, πότε περπατάω μόνη μου, γιατί αν μ’ αρέσει κάτι στην πεζοπορία είναι η ησυχία και η επαφή με τη φύση χωρίς περισπασμούς, και γιατί άμα μιλάω ανεβαίνοντας το βουνό μου κόβεται η ανάσα, δεν είμαι και τζόβενο, να τα λέμε και αυτά.

Κάποια στιγμή με πλευρίζει ένας πιτσιρικάς και με ρωτάει:

-Ξέρετε αν θα πάμε κι απ’ τη σπηλιά του Νταβέλη;

-Τι να σου πω, δεν νομίζω, δεν το είδα στο πρόγραμμα. Γιατί δεν ρωτάς τον αρχηγό;

Τον ρωτάει, ο αρχηγός λέει όχι, είναι άλλη διαδρομή, ο μικρός όμως θέλει πληροφορίες για τη σπηλιά.

-Είναι μεγάλη;

-Έχει μια μεγάλη αίθουσα και δυο λαγούμια.

-Τα λαγούμια αυτά είναι βαθιά;

-Όχι, μάλλον ρηχά, τελειώνουν σύντομα.

-Δεν έχει τίποτε σήραγγες, τίποτε περάσματα;

Εγώ έχω καταλάβει πού το πάει και επεμβαίνω – που να δάγκωνα τη γλώσσα μου:

-Αν εννοείς τις ιστορίες που λένε ότι βγαίνει κάτω ως το μέγαρο της Πλακεντίας κι ότι περνούσε ο Νταβέλης να πάει να την βρει, ξέχνα το, μούφες είναι.

-Μούφες, ε;

-Ναι. Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα, διαπιστωμένα. Έχω πάει, έχω κι έναν φίλο στον ΣΠΕΛΕΟ, δεν έχει βρεθεί τίποτα.

Η πορεία συνεχίζεται, αλλά ο μικρός με έχει από κοντά.

-Νομίζω ότι πρέπει κανείς να έχει ανοιχτό μυαλό, εσείς τι λέτε;

-Βέβαια, αλλά όχι και τόσο που να του πέσει έξω απ’ το κεφάλι.

-Δεν νομίζετε ότι υπάρχουν πολλά πράγματα που δεν ξέρουμε;

-Έτσι όπως το θέτεις, δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω. Τι πράγματα έχεις κατά νου, όμως;

-Δεν πιστεύετε ας πούμε ότι υπάρχουν μυστικές στρατιωτικές βάσεις κάτω από το έδαφος;

-Τι να σου πω, δεν μπορώ να το αποκλείσω, δεν έχω τρόπο να το ξέρω. Οπωσδήποτε είναι πιο πιθανό από τις ιστορίες για κούφια γη και μικρά ανθρωπάκια που ζουν μέσα της.

-Εγώ πιστεύω ότι είναι πολλά αυτά που δεν μας λένε.

-Όπως;

-Εσείς πιστεύετε ότι από το 1973 δεν έχουνε ξαναπάει στο φεγγάρι;

-Τι να σου πω, τα στοιχεία αυτό δείχνουν.

-Μα τόση τεχνολογία, είναι δυνατόν να μην ξαναπήγαν; Αφού μπορούν.

-Και δηλαδή εσύ τι νομίζεις ότι έγινε;

-Ότι έχουν ξαναπάει πολλές φορές. Όχι μόνο στο φεγγάρι, και σε άλλους πλανήτες. Φτιάχνουν αποικίες.

-Δεν νομίζεις ότι αν είχε γίνει αυτό, θα το ξέραμε;

-Όχι, γιατί δεν μας το λένε. Θέλουν να μας κρατάνε στο σκοτάδι.

-Κοίταξε να σου πω, δεν μπορώ βέβαια να το ελέγξω, αλλά σκέφτομαι το εξής: ποιοι μπορούν να κάνουν κάτι σαν αυτό που λες; Ελάχιστοι: Αμερική, Ρωσία, Κίνα, ίσως Ινδία… αν το έκανε ένας από αυτούς, δεν αν το καταλάβαιναν οι άλλοι; Με τόσους δορυφόρους, τόση τεχνολογία, όπως λες; Ακόμη κι αν δεν το ανακοίνωναν οι ίδιοι, θα το ανακοίνωνε κάποιος άλλος.

-Γιατί να το ανακοινώσει;

-Επειδή είναι ανταγωνιστές.

-Μπορεί να είναι ανταγωνιστές, αλλά σε αυτό συμφωνούν: θέλουν όλοι τους να μας κρατάνε στο σκοτάδι. Τη γη την ελέγχουν μαφίες και πολυεθνικές. Νομίζετε πως αυτοί που κυβερνάνε έχουν εξουσία; Τσίπρας, Ομπάμα, όλοι είναι μαριονέτες.

-Σίγουρα υπάρχουν ισχυρά άτομα που επηρεάζουν τις κυβερνήσεις, αλλά δεν θα έφτανα μέχρι του σημείου να αρχίσω να λέω για μασόνους και παγκόσμια συνωμοσία.

-Μα εγώ δεν είπα τίποτα για μασόνους. Αλλά αυτοί που κυβερνάνε δεν είναι αυτοί που φαίνονται.  Δεν έχει νόημα να ψηφίζουμε. Οι εκλογές είναι μόνο για να νομίζουμε ότι μπορούμε να επηρεάσουμε την κατάσταση. Στην πραγματικότητα δεν αλλάζει τίποτα, αυτοί βάζουν επάνω όποιους θέλουν.

-Σε αυτό οφείλω να συμφωνήσω σε κάποιο βαθμό.

Είναι και η ρημάδα η ανηφόρα είπαμε. Και προσπαθώ να γυρίσω την κουβέντα και να βρω άλλον συνοδοιπόρο. Ευτυχώς η ομάδα είναι μεγάλη και τη σκαπουλάρω.  Αλλά η μοίρα είχε άλλα σχέδια για μένα. Κατά το τέλος της διαδρομής, μετά από διάφορα φιδογυρίσματα, η ομάδα έχει αραιώσει πολύ, τόσο που δεν βλέπω πια τους μπροστινούς και κοντεύω να χάσω οπτική επαφή και με τους τελευταίους, καθώς προσπαθώ να ανοίξω λίγο βήμα. Κι έτσι το ’φερε η τύχη να βρεθώ πάλι παρέα με τον πιτσιρικά και να είναι από πάνω μας χιαστί τα κάτασπρα, αφράτα ίχνη δύο αεροπλάνων. Και μου τα δείχνει και λέει:

-Δε μου λέτε, αυτό εκεί πώς σας φαίνεται;

-Τι να σου πω, ωραίο είναι.

-Και τι νομίζετε ότι είναι;

-Ίχνη από εξατμίσεις αεροπλάνων.

-Έχετε ακούσει αυτό που λένε ότι μας ψεκάζουνε;

-Ναι, το έχω ακούσει.

-Και τι γνώμη έχετε;

-Δε θες να μάθεις τη γνώμη μου.

-Τι εννοείτε δηλαδή;

-Ότι είναι ΑΠΙΣΤΕΥΤΗ ΓΕΛΟΙΟΤΗΤΑ και δεν αξιζει καν να το συζητάμε.

-Μα γιατί το θεωρείτε γελοιότητα;

Εδώ, φίλοι μου, θέλω να με καταλάβετε. Έχω πεντέμιση ώρες που περπατάω στα κατσάβραχα. Είναι υπέροχα, αλλά και κουραστικά. Έχω φάει τον γάιδαρο ή την καμήλα αν προτιμάτε και μου μένει η ουρά. Ο αρχηγός μάς έχει γειώσει κι έχει φύγει μπροστά, χωρίς να αφήσει άλλον πίσω, ενδεχομένως επειδή θεωρεί ότι τώρα πια αφού το χωριό φαίνεται καθένας ας τα βγάλει πέρα μόνος του. Προσπαθώ να αποφασίσω ποια είναι η σωστή διαδρομή και θέλω πλέον να φτάσω στο αυτοκίνητό μου, γιατί είμαι κουρασμένη και πεινάω και θέλω να πάω σπιτάκι μου να αράξω.

Και έχω έναν τύπο να μου λέει ότι μας ψεκάζουνε. Και δεν υπάρχει άλλος άνθρωπος τριγύρω. Και επιμένει.

Ξέρω ότι το σωστό είναι να επιχειρηματολογήσω ψύχραιμα, μπας και τελικά χωρέσει κάτι μέσα στο κεφάλι του, αλλά το λάδι της υπομονής εσώθη εις το κανδήλιον. Επιπλέον δεν τα θυμάμαι και καλά. Ξέρω ότι έχει κάτι να κάνει με την υγρασία στην ατμόσφαιρα, αλλά δεν θυμάμαι λεπτομέρειες, και φοβάμαι πως ό,τι πω δεν θα ακουστεί πειστικό. Δεν ξέρω τι να πω πια.

-Κοίτα, καλέ μου, δεν αντέχω τόση συνωμοσιολογία. Δεν αντέχω κάθε τόσο να ακούω φαντασιόπληκτες θεωρίες, κουράστηκα.

-Καλά κυρία Τατιάνα μου, συγγνώμη κυρία Τατιάνα μου.

-Μη μου ζητάς συγγνώμη, δεν είναι θέμα συγγνώμης. Εγώ σου ζητώ συγγνώμη αν ήμουν απότομη ή αγενής. Το θέμα είναι ότι αυτά δεν ισχύουν.

-Πώς είστε τόσο σίγουρη; Δεν πρέπει να τα ψάχνουμε αυτά;

-Ακριβώς επειδή το έχω ψάξει και είδα ότι δεν ισχύουν μιλάω έτσι. Έχω διαβάσει. Έχω και γνωστούς επιστήμονες, έχω έναν φίλο στον Δημόκριτο. Αυτά είναι ίχνη που αφήνουν τα καύσιμα.

-Μα είναι φυσιολογικό να είναι τόσο πυκνά;

-Ναι, είναι.

-Μα δείτε κυρία Τατιάνα μου αυτά τα σύννεφα, είναι φυσιολογικά;

-Απολύτως φυσιολογικά είναι.

-Μα δείτε το σχήμα τους, πριν δεν ήταν έτσι.

-Είναι απολύτως φυσιολογικά. Διάβασε λίγη μετεωρολογία σε παρακαλώ.

-Παλιά όμως δεν άφηναν τέτοια ίχνη τα αεροπλάνα. Εσείς που είστε μεγαλύτερη, θα το θυμάστε.

-Πράγματι, θυμάμαι πολύ καλά ότι και πριν σαράντα χρόνια τέτοια ίχνη άφηναν τα τζετ.

-Δεν υπήραν όμως τόσο πολλά.

-Υπήρχαν πολλά και τα θυμάμαι, από παιδί χάζευα τα ίχνη που άφηναν στον ουρανό. Δε μου λες τώρα, από πού πάμε; Ευθεία ή δεξιά;

Κατάφερα να εστιάσω τη συζήτηση στο μονοπάτι και γλίτωσα για λίγο από το βάσανο. Με το μπούρου μπούρου όμως είχαμε καταφέρει να χαθούμε τελείως, και αντί να βγούμε στο σημείο εκκίνησης, στην πλατεία Παλιάς Πεντέλης, καταλήξαμε στην πλατεία Νέας Πεντέλης. Επρεπε όμως να γυρίσουμε πίσω, γιατί είχα αφήσει εκεί το αυτοκίνητο κι ο συνοδοιπόρος ήθελε να συναντήσει την παρέα. Η άλλη πλατεία είναι μισή ώρα με τα πόδια από εκεί, αλλά δεν είχα όρεξη να περπατήσω άλλο, τα είχα πάρει και λίγο στο κρανίο που χαθήκαμε, οπότε του λέω, εγώ θα πάρω ταξί, αν θες να σε πάω.

Τηλεφωνώ σε ράδιο ταξί (και όχι, δεν έχω ίντερνετ στο κινητό, άρα δεν μπορώ να πάρω beat και plon και άλλα ωραία), αλλά μου λένε ότι θα αργήσει, γιατί δεν έχει οδηγό κοντά μου. Καλά, τους λέω, αν βρω ταξί στο μεταξύ θα σας πάρω να ακυρώσω. Περνάει ένα ταξί, το σταματάω, μπαίνω μέσα. Μεγάλο αμάξι, καινούριο, άνετο, προσεγμένο, πεντακάθαρο. Στο τιμόνι σεβάσμιος ηλικιωμένος με μακριά λευκά μαλλιά και ιερατική γενειάδα, στο σκιάδιο της θέσης του οδηγού ταπετσαρία από εικονίτσες με αγίους, παναγίτσες, και κάτω δεξιά ο γέρων Παΐσιος. Παίρνω το ράδιο ταξί και ακυρώνω την κλήση.

-Ποιους είχατε πάρει;

-Τον Αστέρα. Εσείς είστε σε κάποιο δίκτυο;

-Μπα, δεν τα θέλω αυτά. Για να μπεις πρέπει να έχεις τζιπιές, τάμπλετ, εγώ δε θέλω τέτοια πράματα, τι το θέλω το τάμπλετ, τι το θέλω το τζιπιές; Αυτά είναι για να μας παρακολουθούνε, δεν τα θέλω.

-Μάλιστα.

-Τι να τα κάνεις τα τάμπλετ; Αφού έρχεται πόλεμος, καταστροφή έρχεται, αίμα ποτάμι. Τι να τα κάνω αυτά; Εδώ ο κόσμος θα χαθεί.

-Χμφ.

-Θέλουν να μας ελέγχουνε, γι’ αυτό τα βάζουνε. Θέλουν να μας κρατάνε στο σκοτάδι. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, είναι όλοι μαριονέτες. Μας βάζουν να ψηφίζουμε μόνο για να νομίζουμε ότι κάτι κάνουμε. Αλλά μετά βγάζουν όποιους θέλουν αυτοί. Δεν έχει νόημα να ψηφίζουμε.

-Δίκιο έχετε! πετάγεται ο νέος από πίσω.

-Τι νόημα έχει να ψηφίζουμε; Εγώ έχω να ψηφίσω από το ενενήντα τρία.

-Καλά τα λέτε.

Ευτυχώς η διαδρομή είναι σκάρτα πέντε λεπτά. Την έχω βγάλει κουνώντας το κεφάλι και κάνοντας «μμμ». Κερνάω την κούρσα.

-Μα όχι κυρία Τατιάνα μου, δεν είναι σωστό!

-Μην το συζητάς. Εγώ θα έπαιρνα ταξί ούτως ή άλλως, ενώ εσύ όχι.

-Μα σας παρακαλώ, ελάτε τώρα.

-Όχι, σε παρακαλώ, χαρά μου. Κάναμε και τόσο ωραία συζήτηση. Χάρηκα πολύ, άντε καλό δρόμο!

Και όπου φύγει φύγει, καλοί μου φίλοι. Και τώρα διαβάζω εντατικά για τα ίχνη καυσίμων των αεροπλάνων, ώστε να είμαι έτοιμη να δώσω διάλεξη την επόμενη φορά. Γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι θα σου τύχει. Ζούμε ανάμεσά τους.

Τετάρτη 13 Απριλίου 2016

ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΤΡΙΠΤΥΧΟ



Κυριακή πρωί στο τραίνο. Μπαίνουμε από Κηφισιά. Πηγαίνω με την κόρη μου στο Φεστιβάλ Επιστήμης, στο Γκάζι. Καθόμαστε απέναντι από έναν ηλικιωμένο κύριο με γλυκό πρόσωπο. Φτηνό κοστούμι κι ένα κλειστό τριαντάφυλλο στο χέρι, κομμένο από κήπο. Κοιτάζει αφηρημένος έξω από το παράθυρο.
Στη Νερατζιώτισσα μπαίνουν τέσσερις πέντε νεαροί, μεγαλόσωμοι, γυμνασμένοι, ο ένας πολύ ψηλός και παχύς. Κάθονται δίπλα μας κι αρχίζουν την κουβέντα, ξένη γλώσσα, ρουμάνικα; Ιταλικά; Πιάνω μερικές λέξεις, κοιτάζω την κόρη μου με νόημα: Ισπανοί.
Ρωτάω τον έναν που έχει καθήσει πιο κοντά μας, από πού είστε; Ισπανία. Χαμογελάω, βέβαια, από ποιο μέρος όμως; Μπαρσελόνα, και ο ψηλός Γαλίσια. Εγώ Ελληνίδα, ο άντρας μου είναι Ισπανός. Εσείς, τουρίστες; Δουλεύουμε στο εμπορικό κέντρο. Αλήθεια, τι δουλειά; Κατασκευές, ξυλουργοί είμαστε. Για λίγο, μετά θα φύγουμε, πάμε αλλού. Ισπανική η εταιρεία, τους πληρώνει και το ξενοδοχείο για να μένουν εδώ. Ακριβή η ζωή στην Ελλάδα. Είναι καλά τα λεφτά τουλάχιστον; Θα μπορούσε να είναι και καλύτερα. Σαν τους ελληνικούς μισθούς; Ε όχι, είναι παραπάνω.
Κι εγώ αναρωτιέμαι, πώς είναι δυνατόν να συμφέρει να φέρνει κάποιος εργάτες από την Ισπανία, να τους δίνει μεγαλύτερο μεροκάματο, να πληρώνει και το ξενοδοχείο; Γιατί δεν παίρνουν εργάτες από εδώ; Γιατί ισπανική εταιρεία κι όχι ελληνική;
Ο ηλικιωμένος κύριος διακόπτει τις σκέψεις μου:
-Ισπανικά μιλάτε;
-Ναι.
-Ωραία γλώσσα! Ο ήχος της, πολύ ωραίος.
-Ναι, έχει μουσικότητα. Κι εγώ γι’ αυτό την έμαθα, μου άρεσε η μουσική της γλώσσας.
-Και τα Ιταλικά έχουν ωραίο ήχο.
-Ναι, έχουν κι αυτά μουσικότητα. Διαφορετική.
-Μου αρέσουν πολύ οι γλώσσες.
-Ξέρετε ξένες γλώσσες;
-Όχι, δεν ξέρω. Ξέρουν οι κόρες μου.
-Πόσες κόρες έχετε;
-Δύο.
-Να τις χαίρεστε.
-Ευχαριστώ. Η μία ξέρει Αγγλικά, Γαλλικά, η άλλη ξέρει και Ιταλικά. Ωραίο πράγμα οι γλώσσες…
-Εσείς πώς και δεν μάθατε;
-Στον καιρό μου, πού να μάθω…
Φαίνεται καμιά ογδονταριά χρονών.
-Στον καιρό σας δε μαθαίνατε Γαλλικά στο σχολείο;
Τα μάτια του μελαγχολούν.
-Ήμουνα δώδεκα δεκατριών χρονών όταν έγινε ο πόλεμος. Ποιο σχολείο και ποια Γαλλικά… Ήμουνα στο Καλπάκι, εκεί ο πόλεμος ήταν δίπλα μας, δεν τον ακούγαμε, τον βλέπαμε. Έχω δει εγώ πράγματα… Πολλά που λένε πως έγιναν, δεν έγιναν έτσι, εγώ το ξέρω, τα είδα. Πολλά μπορώ να σας πω…
-Πείτε μας, να μαθαίνουμε!
Μια ανησυχία σκιάζει το πρόσωπό του. Κοιτάζει έξω, Νέα Ιωνία.
-Δεν θα προλάβω, θα χάσω το σταθμό μου. Είναι τόσα…
-Πείτε μας κάτι μικρό, ό,τι προλάβετε.
-Τι να πω τώρα…
Το βλέμμα του χάνεται λίγο στις αναμνήσεις.
-Όταν ήρθαν οι Ιταλοί, γινόταν μεγάλος χαλασμός. Είχαν καταλάβει ένα ύψωμα. Δόθηκε εντολή να μην αφήσουν με τίποτα να τους το πάρουν. Ήρθαν στο χωριό, μας είπαν να πάρουμε τα καζάνια να τα πάμε στο λόφο, για την τροφοδοσία.
-Οι Ιταλοί ήρθαν στο χωριό;
-Όχι, οι Έλληνες. Και πήραμε τα καζάνια και πήγαμε. Εγώ ήμουν παιδί τότε, δώδεκα χρονών, δεκατριών. Κι ανέβηκα στο λόφο, μαζί με τον πατέρα και τ’ αδέρφια μου. Κι ήταν καμιά τριανταριά Ιταλοί, σκοτωμένοι, κατάχαμα… κρίμα τα παιδιά, νέα παιδιά…
Κουνάει το κεφάλι του. Το τραίνο μπαίνει στο σταθμό.
-Πού είμαστε;
-Περισσό.
Ησυχάζει. Συνεχίζει.
-Ένα βράδυ γίνηκε επίθεση, φύγαμε μέσα στη νύχτα, πήγαμε στο βουνό… έβρεχε, μούσκεμα γινήκαμε… και πήγαμε σ’ ένα μαντρί, βγάλαμε έξω τα πρόβατα και μπήκαμε εμείς… κοιμηθήκαμε κατάχαμα, στις κοπριές… πού να σας λέω.
Άλλος σταθμός. Κοιτάζει έξω, αλαφιάζεται.
-Ποιος σταθμός είναι; Βικτώρια;
-Όχι, Κάτω Πατήσια. Πού κατεβαίνετε;
-Αττική.
-Έχουμε καιρό ακόμη.
-Ο επόμενος είναι, ο επόμενος;
-Όχι, πρώτα είναι Άγιος Νικόλαος, μετά Αττική. Θα σας πω εγώ, μείνετε ήσυχος.
Χαμογελάει ένοχα.
-Σκαστός έφυγα απ’ το σπίτι. Δεν κάνει να βγαίνω. Οι κόρες μου δε μ’ αφήνουνε. Μα είναι το μνημόσυνο ενός φίλου μου, ήμασταν μαζί από το δημοτικό, μια ζωή, το τι περάσαμε μαζί… Δεν μπορούσα να μην πάω. Είπα στη γυναίκα μου, «Μην πεις τίποτα!»
-Καλά κάνατε.
Χαμηλώνει τη φωνή συνωμοτικά.
-Είχα ένα μικρό εγκεφαλικό.
-Μια χαρά σας βλέπω, μπράβο!
Κουνάει το κεφάλι του, ναι καλά.
-Δεν κάνει να βγαίνω. Όμως δεν μπορούσα να μην πάω. Αυτόν τον άνθρωπο… δεν μπορούσα, έπρεπε να πάω.
Φτάνουμε Αττική. Χαιρετιόμαστε με χαμόγελα, τα δέοντα, κατεβαίνει. Ο νεαρός Ισπανός κάνει μια θέση πιο μέσα. Στη θέση που ελευθερώνεται, κάθεται ένας άλλος ηλικιωμένος. Στεκόταν πίσω μου ως εκείνη την ώρα, αλλιώς θα τον είχα προσέξει σίγουρα. Φοράει κασκέτο, κρατάει μαγκούρα, ένα καρότσι και διάφορα πακέτα. Αγριοκοιτάζει τον νεαρό.
-Ω μωρέ κοπέλι, για δεν δίνεις τη θέση, να κάτσει κάνας μεγαλύτερος;
-Δεν καταλαβαίνει Ελληνικά το παιδί.
-Θα τον κάνω εγώ να καταλάβει! Ίνγκλις, ίνγκλις;
-No english, español.
-Α, σπανιόλο! Μέρκελ, Μέρκελ;
Ο Ισπανός γελάει.
-No, Merkel no. España, Spain.
-Η Μέρκελ όλους μας ανακάτεψε!
Παρεμβαίνω εγώ και εξηγώ στα Ισπανικά. Γέλια, καταφατικά νεύματα.
-Ισπανοί είν’ ετούτοι;
-Ναι.
-Κ’ ήντα κάμουν εδά;
-Δουλεύουνε, οικοδομή. Εσείς Κρητικός είστε;
Παίζει το μάτι του.
-Πού να μην ήμουνα!
-Γιατί; Ωραίο νησί η Κρήτη.
-Ωραίο, ωραίο. Έτσι όπως μας έκαμαν, πουθενά δεν ημπορείς να ζήσεις.
Αρχίζει ένα λογύδριο για την οικονομική κρίση και κάποια στιγμή με ρωτάει:
-Πιστεύεις στο Θεό;
-Όχι.
-Δεν πιστεύεις στο Θεό;!
-Όχι.
-Γιάντα δεν πιστεύεις στο Θεό;
-Δεν τον είδα ποτέ μου.
-Το Θεό να δεις μωρή παλαβή;!
-Ε, δεν τον είδα. Εσύ τον είδες καμιά φορά;
-Αν τον είδα; Ποιος κάνει τη μέρα και τη νύχτα;
-Ο ήλιος και η γη που γυρίζει.
-Ο ήλιος; Και την άνοιξη ποιος τη φέρνει;
-Μοναχή της έρχεται.
-Μοναχή της;
-Μοναχή της. Γιατί, χρειάζεται να τη φέρει κάποιος; Και για πες μου εσύ, τους σεισμούς και τις αρρώστιες ποιος τα φέρνει;
Δυσφορεί. Δεν απαντάει. Στρίβει τα μουστάκια του, σκέφτεται. Μισογελάει πονηρά.
-Για να σου πω τώρα. Άκου τούτο το πράμα. Δε μου λες, πώς γίνεται κι ένα τόσο δα μικρό σποράκι φυτεύεται μέσα σου, και μετά γίνεται τούτο δω το τρανό κοπέλι;
Και δείχνει την κόρη μου.
-Το κοράσι θες να πεις.
Με λοξοκοιτάει.
-Πού να σου εξηγώ τώρα πώς γίνεται. Πάντως ο Θεός δεν ανακατεύτηκε.
Ξεφυσάει. Συνοφρυώνεται.
-Άκου να σου πω. Μόνον ο Θεός θα βγάλει την Ελλάδα απ’ το μνημόνιο.
-Άμα περιμένουμε απ’ το Θεό να βγάλει την Ελλάδα απ’ το μνημόνιο, ζήτω πού καήκαμε.
Βγάζει ένα φυλλάδιο, μου το δίνει. Το κοιτάζω. «Μια προσευχή για την Ελλάδα».
-Μην το πετάξεις, ε!
-Όχι καλέ, να, το βάζω στην τσάντα μου.
-Να το κρατήσεις και να το διαβάσεις.
Φτάνουμε Ομόνοια. Σηκώνεται.
-Η ώρα η καλή, κι ο Θεός να σε φωτίσει!
-Ευχαριστώ, καλέ μου.
Ανοίγω το φυλλάδιο, ρίχνω μια ματιά.






Πείτε μου τώρα μετά απ’ όλ’ αυτά, τι να σου πει το Φεστιβάλ Επιστήμης;
Καλή εβδομάδα να έχουμε!