Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα φλασιές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα φλασιές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 10 Ιουλίου 2022

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΠΟ ΤΗ ΛΙΛΙΠΟΥΠΟΛΗ

Μόλις τελείωσα την ανάγνωση του βιβλίου «Στον καιρό της Λιλιπούπολης», του Γιώργου Αλλαμανή. Η αλήθεια είναι πως όταν το είδα, τρόμαξε το μάτι μου με τον όγκο του. Σκέφτηκα, καλά, σιγά μην κάτσω να διαβάσω τέτοιον ογκόλιθο. Θα το ξεφυλλίσω λίγο, θα ρίξω καμιά ματιά στα περιεχόμενα, άντε να διαβάσω κάνα δυο σημεία που θα μου τραβήξουν την προσοχή και τέρμα.

Έπεσα τελείως έξω! Με το που ξεκίνησα την ανάγνωση, από τον πρόλογο ακόμη, το βιβλίο με ρούφηξε. Αντί να είναι κοπιαστική ορειβασία, όπως φοβόμουν, ήταν ένας άνετος περίπατος, μέσα από τοπία της Ελλάδας της μεταπολίτευσης και της Λιλιπούπολης του πάντοτε. Κάθε στροφή του δρόμου αποκάλυπτε κάτι καινούριο κι ενδιαφέρον ή ξαναθύμιζε κάτι γνωστό και αγαπητό. Πέρα από την εύστοχη πολιτική ανάλυση της εποχής και την ιστορία του Χατζιδακικού Τρίτου προγράμματος, το βιβλίο είναι ένα ταξίδι στη Λιλιπούπολη «εκ των έσω». Μια περιήγηση στα παρασκήνια και στη σκηνή της εκπομπής, όπου παρακολουθούμε τη γέννηση και την ωρίμανση αυτού του μαγικού τόπου και των κατοίκων του.

Το βιβλίο αποδείχτηκε απρόσμενα ευκολοδιάβαστο και αξίζει πραγματικά να διαβαστεί, για όλους αυτούς τους λόγους. Έχει πολλά να δώσει σε κάθε αναγνώστη, γιατί κινείται σε πολλά επίπεδα. Δίνει την ιστορική ανασκόπηση, κυρίως όμως δίνει μια ματιά στη δημιουργική διαδικασία, στο «πώς». Δεν υπάρχει μαγική συνταγή, αλλά η κάθε συνταγή δημιουργίας πρέπει να έχει μια δόση μαγείας. Μια δόση τρέλας, μια δόση ελευθερίας. Κι εμείς, οι αναγνώστες, έχουμε την ευκαιρία να δούμε λίγα στιγμιότυπα αυτής της διαδικασίας, από προνομιακή θέση.

Κατά παράδοξο τρόπο, η ανάγνωση υπήρξε για μένα μια επιστροφή στη Λιλιπούπολη. Και λέω παράδοξο, επειδή δεν είναι μυθοπλασία, δεν είναι άλλη μια ιστορία με Λιλιπουπολίτες και Λιλιπουπολίτισσες, δεν είναι όπως τα ζωντανά επεισόδια που σε παρασέρνουν και σε βάζουν στον κόσμο του παραμυθιού. Δεν είναι, ας πούμε, ένα μυθιστόρημα τοποθετημένο σε έναν συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, αλλά η ιστορική θεώρηση αυτού του τόπου και του χρόνου. Κι όμως, αυτή η διερεύνηση με γύρισε πίσω και με έκανε να ταξιδέψω στη δική μου Λιλιπούπολη, στη δική μου Ελλάδα του 1978, στα δικά μου παιδικά και προεφηβικά χρόνια. Δίχως να το καταλάβω, έγινα για λίγο πάλι η εντεκάχρονη Τατιάνα, που λάτρευε τη Λιλιπούπολη και ανυπομονούσε για κάθε νέο επεισόδιο.

Κι αυτό με φέρνει στο βασικό πράγμα που θέλω να πω, που μου έρχεται στον νου ξανά και ξανά όποτε γίνονται κουβέντες για τη Λιλιπούπολη. Πολλοί επαναλαμβάνουν συχνά-πυκνά, με διάφορους τρόπους και από διάφορες σκοπιές, ότι η Λιλιπούπολη δεν ήταν στ’ αλήθεια μια παιδική εκπομπή, ότι στην ουσία ήταν μια εκπομπή για μεγάλους ή κυρίως για μεγάλους, ότι μόνο οι μεγάλοι ή κυρίως οι μεγάλοι είχαν τη γνώση, την ωριμότητα, τα εφόδια για να κατανοήσουν πλήρως το περιεχόμενο της εκπομπής.
 

Θα διαφωνήσω.


Δεν αρνούμαι πως οι αναφορές στην επικαιρότητα και η πολιτική διάσταση των εκπομπών μπορούν να γίνουν αντιληπτές μονάχα από ενήλικες, που έχουν γνώση των γεγονότων και της πολιτικής πραγματικότητας της εποχής. Ωστόσο η ουσία, για μένα, δεν βρίσκεται στο να αντιληφθείς συνειδητά τις αναφορές αυτές. Η ουσία βρίσκεται στις αρχές και τις αξίες που περνάνε μέσα από τα δρώμενα, αλλά και στην αισθητική που περιβάλλει αυτά τα δρώμενα. Και αυτό δεν γίνεται κατανοητό αναλύοντας διανοητικά, αλλά συμπάσχοντας με τους ήρωες. Τα παιδιά σίγουρα δεν είναι σε θέση να ξέρουν συγκεκριμένα ποια πρόσωπα ή περιστατικά σχολιάζονται ή στηλιτεύονται μέσα από κάθε εκπομπή ούτε ποιο συγκεκριμένο πολιτικό σύστημα ή ιδεολογία αποτελεί το εφαλτήριο για κάθε σενάριο. Αλλά μπορούν θαυμάσια να εισπράξουν τις πολιτικές αρχές που το διέπουν και τα αισθητικά μέσα που αποτελούν το όχημα αυτών των αρχών, διαμορφώνοντας έτσι ασυναίσθητα εξ απαλών ονύχων τα πολιτικά και τα αισθητικά τους κριτήρια. 


Και γι’ αυτό ακριβώς η Λιλιπούπολη υπήρξε βαθιά πολιτική. Όχι γιατί σχολίαζε επιθεωρησιακά τα πολιτικά δρώμενα της εποχής, αλλά γιατί μέσα από τα δικά της δρώμενα διαμόρφωνε την πολιτική συνείδηση μελλοντικών πολιτών.


Ο Νίκος Δήμου χαρακτήρισε τη Λιλιπούπολη «μείγμα ποίησης και σκέψης» και έγραψε ότι «έχει δύο κεντρικά θέματα: την ομορφιά και την ελευθερία». Κι αυτή η ομορφιά και η ελευθερία, μέσα από το χιούμορ, τα τραγούδια, την περιπέτεια, έγιναν βίωμα των μικρών ακροατών, πολύ βαθύτερα απ’ όσο των μεγάλων.
 

Γι’ αυτό η Λιλιπούπολη, για μένα, ήταν μια κατεξοχήν παιδική εκπομπή, παρά το κλείσιμο ματιού στους ενήλικες και την έλξη που αναμφίβολα ασκούσε πάνω τους. Γιατί απευθυνόταν πρωτίστως στα παιδιά, με εκφραστικά μέσα που άγγιζαν τα παιδιά, γιατί είχε πολλά να προσφέρει πρωτίστως στα παιδιά, σε κάθε επίπεδο – αισθητικό, αξιακό, πολιτικό – και γιατί άρεσε πρωτίστως στα παιδιά, κι ακόμη αρέσει. 

~ * ~

Έτσι λοιπόν, το βιβλίο κύλησε σαν νεράκι. Ούτε που κατάλαβα πώς πέρασαν οι μέρες, πότε το τελείωσα. Ως και τους πίνακες διάβασα. Κι όταν έφτασα στο τέλος, ένιωσα πάλι τη θλίψη του αποχωρισμού. Γιατί δεν ήθελα να τελειώσει, δεν ήθελα να γυρίσω πίσω, δεν ήθελα να αποχωριστώ ξανά τη Λιλιπούπολη. Ξέρω ότι την έχω μέσα μου, όπως όλους τους τόπους των παραμυθιών που αγάπησα. Όμως μου λείπει. Γιατί η θύμηση του ταξιδιού δεν συγκρίνεται ποτέ με το ίδιο το ταξίδι. Και η μόνη γιατρειά είναι να κάνουμε νέα ταξίδια.
 

Καλοτάξιδο λοιπόν το βιβλίο και ούριο άνεμο στα νέα μας ταξίδια.


Σημείωση:


Ας προσθέσω εδώ ότι το διάβασα όχι μόνο με απόλαυση, αλλά με τη χαρά και το καμάρι του ανθρώπου που συνέβαλε έστω μια μικρή ψηφίδα στο τεράστιο αυτό μωσαϊκό, προϊόν πέντε ετών έρευνας, επεξεργασίας και σύνθεσης (chapeau στον Γιώργο για μια εξαιρετικά ευσυνείδητη και σχολαστική δημοσιογραφική δουλειά). Τα ηχογραφημένα επεισόδια της Λιλιπούπολης που είχα από παιδί μπήκαν μαζί με τα άλλα στο αρχείο των σωζόμενων εκπομπών. Όταν ζητούσα από τους γονείς μου να μου ηχογραφούν τα επεισόδια στο μαγνητόφωνο (εκείνο το παλιό, με τις μπομπίνες, που ήθελε και λίγα λεπτά να ζεσταθεί πριν τη χρήση, γι’ αυτό και το άφηνα αναμμένο κι έτοιμο, με πατημένο το REC-PLAY και το PAUSE, ώστε να αρκεί το πάτημα ενός κουμπιού για να ξεκινήσει η ηχογράφηση), ώστε να μπορώ να τα ακούσω όταν θα γύριζα στο σπίτι, ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα συνέβαλα στη διάσωση έστω λίγων επεισοδίων της Λιλιπούπολης. Το μαγνητόφωνο είχε διάφορα προβλήματα στη λειτουργία του, γι’ αυτό κάποια στιγμή είχα περάσει το υλικό σε κασέτες. Αυτές και δάνεισα στον Γιώργο, ο οποίος τις ψηφιοποίησε και μου τις επέστρεψε, μαζί με το ψηφιοποιημένο υλικό. Τον ευχαριστώ γι’ αυτό, καθώς και για το αντίτυπο του βιβλίου του που μου πρόσφερε με αφιέρωση.

Πέμπτη 5 Ιουλίου 2018

Αθηναϊκός διάλογος


Ηλεκτρικός, γραμμή Πειραιάς-Κηφισιά, μεσημέρι. Περίπου απέναντί μου, στο κέντρο της γαλαρίας, προσγειώνεται θορυβωδώς ένας εύσωμος άντρας. Πετάει κάτω ένα σακ-βουαγιάζ, σωριάζεται στο κάθισμα. Ξεφυσά ιδρωμένος, κοιτάζει γύρω του ερευνητικά.

Αριστερά στον διάδρομο κάθεται ένας νεαρός με ασιατικά χαρακτηριστικά. Ο ταξιδιώτης του απευθύνει τον λόγο.

-Βιετνάμ, Βιετνάμ;

-What?

-Λέω, απ’ το Βιετνάμ είσαι; Βιετναμέζος;

-No, not Vietnam.

-Κίνα; Κορέα;

-No, no.

-Ελληνικά δεν ξέρεις; Ελληνικά;

-I don’t understand.

-Γίδια ξέρεις να φυλάς; Γίδια;

-Sorry, I...

-Ξέρεις από γίδια, λέω;

-I don’t understand.

Με τρώει η γλώσσα μου, μπαίνω στην κουβέντα.

-You’re not missing anything.

-I guess not.

-Then again, maybe you are.

Εκεί δεν κρατιέμαι πια, με πιάνουν τα γέλια.

-Εσύ ξέρεις Ελληνικά;

-Ναι, ξέρω. Ελληνίδα είμαι.

-Όλοι στη μαμά Ελλάδα έρχονται.

-Ξέρετε, από τον τρόπο που μιλάει, νομίζω ότι μάλλον είναι…

Προσπαθώ να αποφύγω τη λέξη «Αμερική» και τα παράγωγά της, για να μην καταλάβει ο περί ου ο λόγος ότι τον σχολιάζω.

-…από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

-Αμερικάνος;

Οι προφυλάξεις μου πήγαν χαμένες, αλλά ήταν περιττές. Ο νεαρός έχει οχυρωθεί ανέκφραστος πίσω από το κινητό του.

-Είναι πιθανό.

-Δεν ξέρουν από γίδια αυτοί.

-Εσύ ξέρεις από γίδια;

-Ε, βέβαια! Εγώ, όλη μέρα με τα γίδια.

-Έχεις δικά σου;

-Βέβαια!

-Πού τα έχεις;

-Στο Ναύπλιο.

-Μπα, έχει στο Ναύπλιο γίδια;

-Πώς δεν έχει! Στο Ναύπλιο δε θα έχει; Τι έχει δηλαδή στο Ναύπλιο;

-Ξέρω που έχει πορτοκαλολέμονα, τέτοια…

-Έχει και πορτοκάλια, και λεμόνια. Έχει και γίδια. Εκεί από πάνω.

Κάνει μια κίνηση με το χέρι, δείχνει πίσω του.

-Σ’ αρέσει εκεί, με τα γίδια;

-Ε, βέβαια! Ωραία ζωή. Εσείς οι Αθηναίοι εδώ…

Σουφρώνει τη μύτη του, στραβώνει τα χείλη.

-…δεν τα έχετε σε υπόληψη τα γίδια. Τα έχετε για παρακατιανά.

-Μπα, μην το λες. Εγώ λέω πως είναι η καλύτερη ζωή. Είσαι έξω στη φύση, δεν έχεις κανέναν πάνω απ’ το κεφάλι σου…

-Ε, βέβαια, η καλύτερη ζωή! Έχεις γιαούρτι, τυράκι…

Φουρφουρίζουν τα μάτια του, φουσκώνει από καμάρι.

-Και τι ήρθες να κάνεις εδώ; Δεν καθόσουν με τα γίδια;

-Ήρθα να πάω στο ΚΑΤ. Ο ώμος μου…

Κάνει μια γκριμάτσα, πιάνει τον ώμο του.

-Ναι, αυτό είναι ένα θέμα… Εδώ έχει πολλά και καλά νοσοκομεία, όχι πως στο Ναύπλιο δεν έχει, αλλά…

-Είχε παλιά έναν ορθοπαιδικό στο Ναύπλιο πολύ καλό. Τώρα πάει, πέθανε.

-Καλά, ένας ήταν σε όλο το Ναύπλιο;

-Ήταν πάρα πολύ καλός. Εσύ από δω είσαι;

-Εδώ έχω μεγαλώσει, το ίδιο κι οι γονείς μου.

-Εγώ έχω δυο αγόρια. Είπαν να έρθουν σήμερα, τους λέω, άσε καλύτερα. Εκεί στο γιατρό μπορεί να πετάξω καμιά χοντράδα και να ντρέπεστε.

Γελάει.

-Έχουν σπουδάσει και οι δύο, αλλά δεν βρίσκουν δουλειά.

-Μήπως καλύτερα να έρθουν στα γίδια;

-Αυτό τους λέω. Άμα δεν βρείτε, βουρ για πάνω. Ο μεγάλος το λέει κιόλας. Μπαμπά, μου λέει, θα έρθω πάνω. Τι να κάνει;

Από τα μεγάφωνα ακούγεται, επόμενος σταθμός, Ειρήνη, Olympic stadium.

-Α, ώστε εδώ είναι το Ολυμπιακό στάδιο;

-Εδώ είναι.

-Τι είναι όλα τούτα;

-Έχει πολλές εγκαταστάσεις, γήπεδο, στίβο, έχει και κολυμβητήρια…

Προχωράμε προς Νεραντζιώτισσα.

-Κι αυτό εκεί το μεγάλο, τι είναι;

-Για να δω… Δεν ξέρω.

-Κι εκείνο;

-Ούτε αυτό ξέρω. Αλλά αυτό δεξιά είναι ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο.

-Πφ, σιγά! Στο Ναύπλιο έχουμε το παζάρι.

-Μπράβο, το καλύτερο!

Πιάνει το μπλουζάκι του, τραβάει το ύφασμα.

-Ορίστε. Τρία ευρώ.

-Μια χαρά.

-Έβαλα ό,τι με βόλευε. Όπως στα γίδια. Η γυναίκα μου μού είπε, βάλε κάτι καλύτερο βρε άνθρωπέ μου. Αλλά εγώ αυτά βολεύομαι. Έβαλα και τις παντόφλες και να ‘μαι.

-Καλά έκανες, όπως βολεύεσαι, μια χαρά είσαι.

Δίπλα μου όλη την ώρα κάθεται ένας ηλικιωμένος άντρας με στραπατσαρισμένα ρούχα και εμφάνιση. Τραγιάσκα, καρό πουκάμισο, τριμμένο χοντρό παντελόνι που του πέφτει φαρδύ και το ‘χει δέσει με σπάγκο στη μέση, στραβοπατημένα παπούτσια. Αν με ρωτούσαν ποιος απ’ τους δυο φυλάει γίδια, αυτόν θα είχα πει. Όλη την ώρα ακούει, παρακολουθεί, αλλά δεν μιλάει. Βλέπω τα μάτια του να παίζουν, στις άκρες των χειλιών του μια υποψία χαμόγελου, μα τίποτ’ άλλο. Βουβό πρόσωπο. Και καθώς φτάνουμε στο Μαρούσι, κατεβαίνει.

Στο ΚΑΤ κατεβαίνουμε κι εμείς.

-Από πού πάμε τώρα;

-Από δω έλα, απ’ την άλλη δεν βγαίνει. Θα σου πω πώς θα πας στο νοσοκομείο. Θα έρθω μαζί σου ως τη γωνία.

-Δεν είναι ανάγκη, άμε στη δουλειά σου, στο σπίτι σου.

-Ως τη γωνία μονάχα, να σου δείξω. Μετά θα φύγω. Θα πάω σπίτι.

-Κατεβαίνεις καμιά φορά κάτω;

-Πού, στο Ναύπλιο; Μπα…

-Εδώ έχεις οικογένεια;

-Εννοείς αν έχω άντρα και παιδιά; Ναι, έχω.

-Οι γυναίκες εδώ στην Αθήνα ψάχνονται για άντρα.

-Γιατί, στο Ναύπλιο τι κάνουν;

-Ου, εκεί είναι αλλιώς. Εδώ… Να βγάλουν το ψωμί τους, τι να κάνουν;

-Λοιπόν, θα πας αριστερά, πλάι πλάι στα κάγκελα ώσπου να βρεις την είσοδο. Εντάξει;

-Σ’ ευχαριστώ πολύ! Να ‘σαι καλά.

-Κι εσύ το ίδιο. Περαστικά. Και καλό δρόμο.

Παρασκευή 29 Ιουνίου 2018

μικρό αθηναϊκό


Ιπποκράτους, Δευτέρα απόγευμα. Έχω ένα δίωρο κενό στη διάθεσή μου. Έχω μαζί βιβλίο, αλλά το φως με προσκαλεί να περπατήσω. Ανεβαίνω τη Βαλτετσίου. Από ένα ύψος και μετά, γίνεται πεζόδρομος. Εκβάλλει σε έναν άλλο πεζόδρομο, την Πρασσά, με πυκνοφυτεμένα παρτέρια και χτιστά παγκάκια σε τρίγωνη διάταξη. Πίσω του ένας κήπος. Αριστερά μου ψηλός τοίχος και μια τεράστια σιδερένια πόρτα, με ένα μικρό παραθυράκι στη μέση, σαν αυτά στα κελιά των φυλακών. Πέμπτο Γενικό Λύκειο Αθηνών. Κοιτάζω μέσα, λίγο διστακτικά. Μια μικρή τσιμεντένια αυλή και λιγοστά αγόρια, λευκά και μελαψά. Ο πεζόδρομος είναι ήσυχος, δροσερός. Ένα παπάκι στρίβει και περνά δίπλα μου. Στα παρτέρια χαρτιά, πλαστικά, ανθρώπινες ακαθαρσίες. Τα παγκάκια παλιά, ξεφλουδισμένα. Στο τέλος του πεζόδρομου, ένα πάρκο. Σε ένα παγκάκι μια νέα γυναίκα με μαντήλα πλένει ρούχα σε μια κόκκινη πλαστική λεκάνη.

Ανηφορίζω δεξιά μέσα από το πάρκο. Δέντρα και θάμνοι, ένα πεύκο ξαπλωτό και συστραμμένο, σαν γιαπωνέζικο χαρακτικό. Δεξιά μου ένα μεγάλο κτίριο. Πολιτιστικό αθλητικό κέντρο. Ανοιχτές πόρτες, παιδικές και νεανικές φωνές. Διαλέγω το αριστερό μονοπατάκι. Μια βρύση με δροσίζει. Κι ανάμεσα στους θάμνους μια χαμηλή μπλε σκηνούλα, αθέατη από τα περισσότερα σημεία. Ανηφορίζω δεξιά. Μια παιδική χαρά γεμάτη γέλια, ένα γηπεδάκι. Σκαλιά, πολλά σκαλιά. Μια εφηβική παρέα κατρακυλά προς τα κάτω.

Σκαλιά, πάρκα, πεζόδρομοι, πράσινο. Αλήθεια είμαι στην Αθήνα; Σε ποια εποχή;

Ανεβαίνω τα σκαλιά, βγαίνω στο ηλιοβασίλεμα. Πορτοκαλής ουρανός μέσα από κλαδιά και φυλλωσιές. Στη Δαφνομήλη, κάθομαι σε ένα μικρό παρκάκι, σε ένα παγκάκι μέσα στα δέντρα, διαβάζω για λίγη ώρα το βιβλίο μου. Δύο πιτσιρικάδες περνούν πίσω μου, χοροπηδώντας πάνω στο πεζούλι. Κι άλλα σκαλιά, κι άλλα. Και στο τέλος Λυκαβηττός. Να ανέβω; Είναι αργά. Ανεβαίνω λίγο. Λίγο ακόμη. Κοντοστέκομαι. Γύρω μου φύση. Μπροστά μου πιάτο η Αθήνα. Ένα ζευγάρι Ισπανοί κατηφορίζουν μ’ έναν χάρτη. Μια οικογένεια Γάλλων σκαρφαλώνει μ’ ένα μικρό αγοράκι. Κατεβαίνοντας, μια Ασιάτισσα με ρωτάει σε σπασμένα αγγλικά, είναι δύσκολη η ανάβαση; Όχι πολύ. Πόση ώρα θέλει; Εξαρτάται, ίσως είκοσι λεπτά. Ευχαριστώ, χαμόγελα.

Σουρουπώνει.

Οδός Δοξαπατρή.

Δέκατο τέταρτο Δημοτικό Σχολείο Αθηνών «Δημήτρης Πικιώνης». Τρεις τέσσερις έφηβοι μέσα στην αυλή ενθαρρύνουν μια κοπέλα να μπει κι εκείνη. Τα μυτερά, γυριστά προς τα έξω κάγκελα είναι κομμένα ακριβώς δίπλα στην πύλη κι εκείνη είναι καβάλα, μισή μέσα μισή έξω. Έλα, περνάς από δω το πόδι, έτσι μπράβο, έλα και το άλλο, δεν είναι τίποτα, είδες; Και γέλια. Στο παγκάκι μου ένας ηλικιωμένος. Στο γηπεδάκι, έφηβοι παίζουν μπάσκετ. Στην παιδική χαρά, γελαστές γυναίκες με μαντήλες και μικρά παιδιά στην τραμπάλα.

Από το πολιτιστικό κέντρο βγαίνουν τρέχοντας τρία παιδιά, μια κοπελίτσα δέκα έντεκα χρονών και δυο μικρότερα αγόρια, ένα ξανθό, ένα καστανό. Προσπαθεί να τα συγκρατήσει, Πρόσεχε, μην πατήσεις καμιά πρέζα! Σιγά, δεν έχει τίποτα εδώ. Εδώ έχει πρέζες, ανεβάζει τη φωνή, θες να πατήσεις καμιά πρέζα;

Στο παρκάκι η νέα γυναίκα έχει τελειώσει τη μπουγάδα. Δυο νέες γυναίκες μιλούν μια γλώσσα άγνωστη, στο τρανζίστορ τραγούδια ανατολίτικα, με κοιτούν λοξά. Μπροστά μου μια μεγάλη εκκλησία, οχυρωμένη με κουλουριασμένο αγκαθωτό σύρμα. Μπαίνω στην αυλή, καλοκουρεμένοι νεαροί με πουκάμισα συζητούν, ρίχνω μια ματιά στο χαμηλό σπιτάκι πίσω, κατηφορίζω. Στάση Αγίου Νικολάου. Στον πεζόδρομο της Δερβενίων, κομψά ζευγάρια δειπνούν στο Pink Elephant. Πιο κάτω ένα καφέ, μια άλλη στάση, κόσμος περιμένει. Δυο νεαροί με προσπερνάνε βιαστικά, θραύσματα κουβέντας, "Η κοπέλα του αδερφού μου είναι από ένα μικρό χωριό στο Ιράν". Αριστερά μου ένα ερείπιο και πάνω του με σπρέι ένα τεράστιο γενειοφόρο πρόσωπο και δίπλα

ΜΗΝ

ΥΠΩ

ΤΙΜΑΤΕ

ΤΗΝ

ΠΕΙΝΑ.

Βραδιάζει.

Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2010

ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ

Κάθε τόσο ξεφυτρώνει η ερώτηση "και σε τι πιστεύουν οι άθεοι;"

Έχει μαλλιάσει η γλώσσα μας να λέμε ότι η διαφορά μας από τους θεϊστές είναι ακριβώς αυτή, ότι δεν πιστεύουμε αλλά γνωρίζουμε, δεν δεχόμαστε αλήθειες "εξ αποκαλύψεως" αλλά μόνο εξ ανακαλύψεως, δεν αναγνωρίζουμε αυθεντίες αλλά τεκμήρια.

Αυτά, βεβαίως, σε ό,τι αφορά τη γνώση. Γιατί σε ό,τι αφορά τις σχέσεις και τις αρχές ζωής, φυσικά και πιστεύουμε. Μόνο που δεν υπάρχει μια ενιαία "αθεϊστική πίστη" στα θέματα αυτά, καθένας έχει τα προσωπικά του πιστεύω.

Ιδού λοιπόν σε τι πιστεύω εγώ:

Πιστεύω στην αγάπη, στη στοργή, στην ομορφιά.

Πιστεύω στις σταγόνες της βροχής στη διψασμένη γη.

Πιστεύω στη ζωή, στη δύναμη της θέλησης, στον αγώνα.

Πιστεύω στους φίλους μου, στην αγκαλιά που ανοίγει σαν τη λαχταράς.

Πιστεύω στη γλύκα του διπλού κρεβατιού τις νύχτες του χειμώνα.

Πιστεύω στις πεταλούδες, στα ελάφια, στα μυρμήγκια, στους αίλουρους.

Πιστεύω στο χλωρό χορτάρι, στα χιόνια του μονοπατιού, στην καταιγίδα.

Πιστεύω στο φτερό του τσαλαπετεινού και στο ξωκκλήσι των βράχων.

Πιστεύω στο φόβο, στο φθόνο, στην ασχήμια.

Πιστεύω στο θάνατο και στην αναγέννηση.

Πιστεύω στον πηλό και στον αγγειοπλάστη.

Πιστεύω στα σκόρπια κομμάτια που φέρνει ο άνεμος.

Πιστεύω στον πόνο και τη χαρά της γέννας.

Πιστεύω στα νησιά, πιστεύω στα γεφύρια.

Πιστεύω στην ελπίδα και στην απελπισία.

Πάνω απ' όλα πιστεύω στο μόχθο της ψυχής μου

στη γιορτή της ζωής

και στην ξεγνοιασιά.


Διάολε, δε χρειάζεται να πιστεύεις στο θεό για να νιώθεις έκσταση και δέος μπροστά στο μεγαλείο της ύπαρξης, ούτε για να συμπάσχεις με το συνάνθρωπό σου, ούτε για να γράψεις άθλια στιχάκια μια κουρασμένη νύχτα.

Ελπίζω να μη μετανιώσω φριχτά αύριο το πρωί.

Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2008

ΣΕ ΤΙ ΚΟΣΜΟ ΖΟΥΜΕ?

Διάβασα προχτές αυτήν εδώ την είδηση στο TVXS του Κούλογλου και φρίκαρα. Ειλικρινά φρίκαρα. Μάλλον δεν έχω πάρει ακόμη χαμπάρι πού ζούμε, νομίζω ότι είμαστε καμμία ειδυλλιακή επαρχία στην περιφέρεια του ηλιακού συστήματος.

Αν με το φόνο του Αλέξη ο κόσμος βγήκε στους δρόμους, με αυτό τι πρέπει να κάνει; Γενική απεργία επ' αόριστον, και λίγο είναι. Να κάτσουμε όλοι έξω από τη βουλή με σκηνές και υπνόσακους και να μην το κουνήσουμε μέχρι να σχηματιστεί μια κυβέρνηση της προκοπής, μέχρι να δοθούν ουσιαστικές λύσεις, μέχρι να ληφθούν πραγματικά μέτρα, μέχρι να αλλάξουν τα πράγματα.

Αλλά μάλλον θα γυρίσουμε απλώς από το άλλο πλευρό και θα ξανακοιμηθούμε. Μέχρι να χτυπήσουν και τη δική μας πόρτα, μέχρι να μας πετάξουν κι εμάς βιτριόλι στο πρόσωπο, μέχρι να ρίξουν μια σφαίρα κατάστηθα στο δικό μας το παιδί, μπας και ξυπνήσουμε.

Καληνύχτα σας.

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2008

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Μου έκαναν δώρο ένα βιβλίο του αγαπητού μου Ουμπέρτο Έκο,
Εμπειρίες μετάφρασης: λέγοντας σχεδόν το ίδιο,
με μια αφιέρωση:

Η ίδια η ζωή είναι μια μετάφραση.
Πιο πολύ κι από τις λέξεις, πρόσεξε μη χάσεις το νόημα.

Σάββατο 5 Απριλίου 2008

ΠΑΙΔΙΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΑ

Το μέλλον είναι παιδί

Η κόρη μου έφτιαξε μια ζωγραφιά.

Ζωγραφίζει συνέχεια, τα ντουλάπια μου ξεχειλίζουν από έργα τέχνης, οι τοίχοι είναι ταπετσαρισμένοι με αριστουργήματα. Σαν μαμά εγώ καμαρώνω, ακόμη και το πλέον ακατανόητο σκαρίφημα είναι φορτωμένο κρυφά νοήματα.

Η ζωγραφιά αυτή ήταν παράξενη κι εκ πρώτης όψεως έμοιαζε κακότεχνη. Απεικόνιζε ένα σπιτάκι και μέσα του ένα ανθρωπάκι ξεβλαστωμένο και ψηλοκρεμαστό, που διαπερνούσε τη σκεπή του σπιτιού και κατέληγε με το κεφάλι κάπου στα σύννεφα. Συν τοις άλλοι ήταν και στραβολόισιο, σαν τσαλακωμένο σύρμα.

Η κόρη μου, χαρούμενη, μου εξήγησε τι ήταν αυτό που έβλεπα:

- Κοίτα μαμά, το κοριτσάκι μεγάλωσε τόσο πολύ που δε χωρούσε στο σπίτι, και τρύπησε το ταβάνι, και έφτασε ως τον ουρανό.


Τα παιδιά σου δεν είναι παιδιά σου.

Είναι οι γιοι και οι κόρες της λαχτάρας της ζωής για Ζωή.

Για τη ζωή τους είσαι το μέσον κι όχι η αρχή·

κι ας μένουν κοντά σου – δεν ανήκουν σε σένα.

Μπορείς να τους δώσεις την αγάπη σου,

όχι όμως και τις ιδέες σου,

γιατί ιδέες έχουν δικές τους.

Μπορείς να τους δώσεις μια στέγη στο σώμα τους,

όχι όμως και στην ψυχή τους,

γιατί η ψυχή τους κατοικεί στο σπίτι του αύριο,

που εσύ δεν μπορείς να επισκεφθής

ούτε στα όνειρά σου.

Μπορείς να προσπαθήσης να τους μοιάσης,

μην προσπαθής όμως να τα κάνεις όμοιά σου.

Γιατί η ζωή δεν πάει προς τα πίσω

και δεν σταματά στο χτες.

Είσαι το τόξο απ’ το οποίο εκτοξεύονται τα παιδιά σου

σαν ολοζώντανα βέλη.

Κάνε, τοξότη, η σαΐτα που στα χέρια κρατάς να σημαίνει χαρά.

Χαλίλ Γκιμπράν


Αδύνατον να σας περιγράψω τι αισθάνθηκα.

Συνέχισε να μεγαλώνεις, μικρή μου, να τρυπήσεις το ταβάνι, να φτάσεις στα σύννεφα, να απλώσεις τις φτερούγες σου και να πετάξεις μακριά. Με την ευχή μου.

Παρασκευή 28 Μαρτίου 2008

ΦΩΤΑ ΚΑΙ ΦΩΤΙΣΜΟΣ

Η άλλη πλευρά

Φέτος στις 6 Ιανουαρίου έκανα κάτι που ποτέ πριν δεν μου είχε περάσει από το μυαλό να κάνω.

Το πρωί χτύπησε το κουδούνι, άνοιξα και βρέθηκα φάτσα κάρτα με έναν παπά που κρατούσε αγιαστούρα. Μου πήρε λίγα λεπτά να καταλάβω περί τίνος επρόκειτο. Ο άνθρωπος με καλημέρισε ευγενέστατα και με ρώτησε, να μπούμε να αγιάσουμε; Μου πήρε ένα ή δύο δευτερόλεπτα να συγκροτηθώ και να του απαντήσω, επίσης ευγενέστατα, όχι, ευχαριστώ, δεν είμαστε χριστιανοί.

Μόλις έκλεισε η πόρτα είχα μια παράδοξη αίσθηση. Μια αίσθηση ελαφράδας, μια αίσθηση του εξωπραγματικού. Συνειδητοποίησα μονομιάς πόσο πολύ είχε διαποτίσει τα κύτταρά μου η ιδέα της ορθοδοξίας, η ιδέα όχι τόσο ότι τον παπά τον σεβόμαστε (και τον σεβάστηκα, ήμουν ευγενέστατη, όπως θα ήμουν και με κάθε άνθρωπο που θα μου φερόταν ευγενικά) όσο ότι έχει εξουσία, ότι έχω υποχρέωση να συμμορφωθώ με όσα μου πει, να μην του φέρω αντίρρηση, να του αποδώσω μια αξία και ένα κύρος μεγαλύτερα από εκείνα που αποδίδω στους άλλους ανθρώπους. Και μια πιο σκοτεινή και συνήθως αόρατη πτυχή αυτής της ιστορίας, ότι αν διαχωρίσω έστω και ειρηνικά τη θέση μου από την ορθοδοξία θα μου συμβεί κάτι κακό, κάτι δυσάρεστο, κάτι ασαφές μεν αλλά καταστροφικό, μια αίσθηση απειλής.

Ναι, μόλις έκλεισε η πόρτα είχα μια καινούρια αίσθηση, τελείως διαφορετική.

Μια αίσθηση ελευθερίας.

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2008

ΕΑΡΙΝΗ ΙΣΗΜΕΡΙΑ

Σας το μεταφέρω όπως μου το έστειλε

σήμερα το πρωί μια καλή φίλη





Ανοιξιάτικη βροχή

κάτω από τα κλαδιά

κρυστάλλινο ρυάκι.

Ματσούο Μπασό (1644-1694)


Ανοιξιάτικη βροχή

ομπρέλα και πανωφόρι

προχωρούν συζητώντας.

Γιόσα Μπουσόν (1716-1783)


Ανοιξιάτικη βροχή

το κοριτσάκι μαθαίνει

χορό τη γάτα.

Κομπαγιάσι Ίσσα (1763-1827)


Μία η ώρα βρέχει

δύο η ώρα ουράνιο τόξο

τρεις η ώρα κερασιές.

Κουμπόντα (1881-1924)


Αν δεν υπήρχαν πράγματα

σαν τα άνθη κερασιάς

σ’ αυτόν τον κόσμο,

πόσο ατάραχες θα ήταν

οι καρδιές μας την άνοιξη!

Αριγουάρα Νο Ναριχίρα (825-880)


Σκότος και φως μια στιγμιαία ισορροπία

έαρ και βροχή

εαρινή ισημερία.



Καλή άνοιξη συνταξιδιώτες!!