Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα τέχνη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα τέχνη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 1 Απριλίου 2010

ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ ΑΣΥΛΙΑ

Έχουμε συνηθίσει να κρίνουμε έναν καλλιτέχνη από το έργο του και όχι από τη ζωή του. Εκ πρώτης όψεως μοιάζει σωστό και λογικό. Κρίνουμε το έργο, την τέχνη, τη δημιουργία: σημασία έχει τι έκανε ο καλλιτέχνης, όχι ποιος ήταν. Ως ποιο σημείο όμως;

Πληροφορήθηκα πρόσφατα από ένα άρθρο της El País, αφιερωμένο στις σχέσεις μεγάλων συγγραφέων με τα παιδιά τους, ότι ο μεγάλος νομπελίστας χιλιανός ποιητής που ύμνησε τον έρωτα όσο κανείς άλλος, ο αγαπημένος μου Πάβλο Νερούδα, είχε μια κόρη από το γάμο του με την ολλανδή Maryka Antonieta Hagenaar, μια κόρη που έπασχε από υδροκεφαλία και πέθανε στα οκτώ της χρόνια στην Χάουντα της Ολλανδίας, χωρίς να έχει καμμία επαφή με τον πατέρα της.

Η μικρή Μάλβα Μαρίνα Τρινιδάδ γεννήθηκε στη Μαδρίτη, όπου ζούσε τότε το ζευγάρι. Οι γονείς της χώρισαν σύντομα και απ' ό,τι φαίνεται οι σχέσεις τους δεν ήταν διόλου καλές. Η μητέρα επέστρεψε στην Ολλανδία μαζί με την κόρη της, και ο πατέρας δεν ξαναείδε τη μικρή. Κατά καιρούς έστελνε χρήματα για το παιδί, αλλά σποραδικά και ακανόνιστα. Όταν ειδοποιήθηκε για τον θάνατό του, δεν απάντησε καν.

Οπωσδήποτε η κακή σχέση με τη μητέρα του παιδιού, καθώς και η απόσταση, δεν ευνοούσε τη διατήρηση μιας θερμής προσωπικής σχέσης με το παιδί. Είναι όμως αυτή η εξήγηση επαρκής για την πλήρη αποστασιοποίηση; Και αν είναι επαρκής εξήγηση, είναι και επαρκής δικαιολογία; Εύλογα αναρωτιέται κανείς, μήπως έπαιξε ρόλο και η ασθένεια της μικρής; Αν επρόκειτο για ένα υγιές, έξυπνο και χαριτωμένο κοριτσάκι, θα είχε κρατήσει άραγε την ίδια στάση ο Πάβλο; Δεν το ξέρουμε και δεν θα το μάθουμε, θα μπορούσε κανείς να πει ότι δεν μας αφορά κιόλας, δεν είμαστε προσωπικοί του φίλοι, είμαστε απλοί καταναλωτές του έργου του, με μόνο δικαίωμα να κρίνουμε την αξία της τέχνης του και όχι τις προσωπικές επιλογές του.

Τι τα θέλετε όμως, αγαπητοί μου, εγώ ποτέ ξανά δεν θα μπορέσω να διαβάσω τα μαγευτικά στιχάκια που γράφει ο Καπετάνιος στην αγαπημένη του χωρίς να σκεφτώ ότι η αγάπη αυτή είναι μισή. Αν βάλω στη ζυγαριά των αξιών μου τον πιο φλογερό εραστή από τη μία και τον πιο στοργικό πατέρα από την άλλη, κερδίζει ο δεύτερος με συντριπτική διαφορά. Ας κατήσει η Ματίλντα τον Πάβλο της και να τον χαίρεται. Άνθρωπο που ξέρει ν' αγαπά και να δίνεται μόνο στα εύκολα δεν τον έχω και σε μεγάλη εκτίμηση, και η ποίησή του μου φαίνεται τώρα πια ρηχή και άνευ ουσίας.

Μέσα από το ίδιο άρθρο έμαθα ότι ο ιάπωνας συγγραφέας Κενζαμπουρό Όε αντιμετώπισε τελείως διαφορετικά μια παρόμοια κατάσταση. Ο μεγάλος γιος του, o Χικάρι, έπασχε από σοβαρή εγκεφαλική βλάβη. Ο πατέρας του όχι μόνο δεν τον εγκατέλειψε αλλά τον περιέβαλλε με αγάπη και στοργή, και το λογοτεχνικό του έργο εμπνεύστηκε σε μεγάλο βαθμό από την εμπειρία της σχέσης με τον γιο του.

Άλλες οι συνθήκες, βέβαια: ο Όε έμεινε μαζί με τη γυναίκα του κι έκαναν άλλα δύο παιδιά, δεν χώρισαν όπως ο Πάβλο με την Μαρύκα, ούτε μετακόμισαν σε αλλη χώρα ο ένας και άλλη ο άλλος. Παρόλα αυτά αναρωτιέμαι: να είναι τάχα επαρκής αυτή η εξήγηση, και αν ναι, να είναι επαρκής δικαιολογία;

Ίσως είναι άδικο να κατηγορήσω τον Νερούδα για άστοργο πατέρα χωρίς να γνωρίζω λεπτομέρειες για τα αίτια της επιλογής του. Αλλά δεν μπορώ παρά να υποκλιθώ μπροστά στο μεγαλείο του Όε, που διάλεξε να συνυφάνει το ρόλο του πατέρα με εκείνον του καλλιτέχνη και να θρέψει τον έναν με τα βιώματα του άλλου.

Κατόπιν τούτου βέβαια ο Κενζαμπουρό ανέβηκε πολύ στην εκτίμησή μου και ξύπνησε το ενδιαφέρον μου να διαβάσω έργα του. Δεν ξέρω πώς θα είναι από καλλιτεχνικής άποψης, ελπίζω όμως ότι θα έχουν συναισθηματικό βάθος αν μη τι άλλο.

Ίσως ακούγεται απλοϊκή μια τέτοια θεώρηση, ιδίως από τους λάτρεις της υψηλής τέχνς. Τι τα θέτε όμως, αγαπητοί μου αναγνώστες, έτσι είμ' εγώ, απλοϊκή και αφελής. Βάζω πιο ψηλά σαν αξία τη συναισθηματική πληρότητα και συνέπεια από την καλλιτεχνική έκφραση, και έχω και το θράσος να τις βάζω και στην ίδια ζυγαριά, κι ας είναι τόσο διαφορετικά πράγματα.

Είναι άραγε όμως τόσο διαφορετικά; Είναι πράγματι ασύνδετη η ζωή του καλλιτέχνη από το έργο του;

Κάποτε λάτρευα τα βιβλία του Ρίτσαρντ Μπαχ, ξέρετε, ο "Γλάρος Ιωνάθαν", οι "Ψευδαισθήσεις", το "Ένα" και τα λοιπά. Βιβλία που φιλοδοξούν να δώσουν πρότυπα σχέσης - συντροφικής σχέσης, ερωτικής σχέσης, υπερβατικής σχέσης με τους άλλους και με τον εαυτό μας - βιβλία που φιλοδοξούν να δώσουν πρότυπα ζωής, πρότυπα προσωπικής ανάπτυξης. Από έναν άνθρωπο που φαινομενικά εμβαθύνει τόσο στον εαυτό του και στις σχέσεις, περιμένει κανείς συναισθηματικό βάθος και συνέπεια.

Μαθαίνω λοιπόν κάποια στιγμή ότι ο καλός μας Ρίτσαρντ εγκατέλειψε σύζυγο και έξι παιδιά για να πετάει με το διπλάνο του ανά την επικράτεια και να διαλογίζεται πάνω στα υπερβατικά θέματα που τον συναρπάζουν. Θα πει κανείς, αν το ζευγάρι δεν τα πήγαινε καλά, καλά έκανε και χώρισε. Συμφωνώ και επαυξάνω και ρωτώ: και τα παιδιά; Πώς αφήνεις κύριε την άλλη με έξι παιδιά να τραβιέται μόνη της κι εσύ να μην είσαι καν κάπου κοντά, να μην συμπαραστέκεσαι, να μην συμμετέχεις; Πώς θέλεις να λέγεσαι πατέρας;

Ο Ρίτσαρντ χώρισε τη γυναίκα του Μπέτ επειδή, λέει, εκείνος ήταν κατά του γάμου. Θα μπορούσε κανείς να πει, τώρα το θυμήθηκε, μετά από έξι παιδιά; Αλλά τέλος πάντων πες ότι άργησε να το συνειδητοποιήσει, ούτε ο πρώτος θα ήταν ούτε ο τελευταίος. Σεβαστόν, αλλά στην πορεία φαίνεται άλλαξε πάλι γνώμη για το γάμο, γιατί μερικά χρόνια αργότερα παντρεύτηκε την λατρεμένη του Λέσλι. Μάλλον λοιπόν δεν ήταν κατά του γάμου, ήταν κατά της Μπετ, και δικαίωμά του.

Και ξαναλέω: τα παιδιά;

Ένας γιος του Μπαχ, ο Τζόναθαν, έγραψε κι αυτός ένα βιβλίο ,για τον πατέρα που ποτέ δεν γνώρισε. Βλέπετε ο πατέρας του ήξερε να γράφει βιβλία για το γλάρο Ιωνάθαν, αλλά δεν ήξερε φροντίσει τον αληθινό μικρό Ιωνάθαν που τον είχε ανάγκη.

Θα μου πείτε τα γνωστά, η τέχνη, η κλίση, η έκφραση, η υψηλή αποστολή και τα τοιαύτα. Να την χαίρονται την υψηλή αποστολή τους, εγώ τα βιβλία του Μπαχ τα πέταξα στην άκρη κι έχασα πάσα ιδέα: από τον άνθρωπο αυτό δεν έχω τίποτα να μάθω, γιατί κι ο ίδιος αρνήθηκε να μάθει από τη ζωή στη γη, προτίμησε να μείνει στα σύννεφα.

Και μη μου φέρει κανείς το παράδειγμα του Σιντάρτα Γκωτάμα, που την κοπάνησε από το σπίτι κι άφησε τη γυναίκα του με ανήλικο παιδί για να διαλογίζεται κάτω από δέντρα και να βρει τη φώτιση, γιατί έχω ράμματα και για τη δική του γούνα. Αν μου ερχόταν εμένα ο προκομμένος μετά από οκτώ χρόνια διαλογισμού να μου πει ότι έγινε βούδας, θα έτρωγε τον πλάστη στο φωτισμένο του κεφάλι!

Πέμπτη 5 Μαρτίου 2009

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΤΡΩΜΕ

Σκεφτόμουν πάλι την έκθεση Bodies, για την οποία μίλησα σε προηγούμενη ανάρτησή μου και για την οποία διάβασα πρόσφατα συζήτηση στου Βιολόγου, όπου και άφησα μεταξύ άλλων το παρακάτω σχόλιο:

Καλημέρα!

Είχα μια ωραία ιδέα σήμερα το πρωί!

Γιατί να μην καταναλώνουμε τους νεκρούς ως τροφή; Το διατροφικό πρόβλημα είναι γνωστό και οξύνεται παγκοσμίως. Το μεθάνιο που παράγουν οι αγελάδες απειλεί να μας πνίξει. Καταστρέφουμε τεράστιες εκτάσεις για κτηνοτροφία. Ας εκμεταλλευτούμε αυτό που έχουμε άμεσα διαθέσιμο! Έτσι αξιοποιείται στο έπακρο το σώμα, άσε που μπορεί κανείς να το δει και ως θετικό συναισθηματικά: γιατί να φάνε τον παππού τα σκουλήκια; να τον φάμε εμείς που τον αγαπάμε! Άλλωστε σε ορισμένες κουλτούρες ο κανιβαλισμός υπήρξε θεσμός. Ας τους μιμηθούμε!

Με τα παραπάνω θέλω να πω ότι η συμπεριφορά μας προς τους νεκρούς (όπως και προς τους ζωντανούς, όπως και προς τη φύση ή προς οτιδήποτε) είναι θέμα ΟΡΙΩΝ και ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ. Το πού θα μπουν τα όρια είναι κάτι που έχουμε να αποφασίσουμε. Οι κανόνες που επιλέγουμε να εφαρμόσουμε για τον καθορισμό των ορίων είναι αυτό που λέμε ΗΘΙΚΗ. Και φυσικά είναι κάτι σχετικό: σε κάθε πολιτισμό, σε κάθε εποχή, η ηθική διαφέρει. Δεν είναι η μία καλύτερη από την άλλη, είναι απλώς διαφορετικές.

Εν προκειμένω λοιπόν έχουμε να επιλέξουμε, υποκειμενικά πάντα, με σχετικά κριτήρια πάντα, πώς θέλουμε να φερθούμε στους νεκρούς, τι είδους ισορροπία θέλουμε να πετύχουμε ανάμεσα στις συχνά αντικρουόμενες ανάγκες και επιθυμίες μας, ανάμεσα σε λογική, συναίσθημα και αναγκαιότητα.

Εύκολες απαντήσεις δεν υπάρχουν.

Εγώ εξακολουθώ να προτιμώ να ζω ανάμεσα σε ανθρώπους που επιλέγουν να φερθούν με στοργή και σεβασμό στον νεκρό.

Για να πάψουμε κάποτε να τρώμε τις σάρκες μας.

Σάββατο 21 Φεβρουαρίου 2009

ΤΙ ΕΣΤΙΝ ΑΝΘΡΩΠΟΣ;

Παρακολουθώ εδώ και μέρες τη συζήτηση που γίνεται στο ιστολόγιο Πινακίδες από κερί στις αναρτήσεις Οι νεκροί ταξιδιώτες - Bodies in Athens και Οι νεκροί ταξιδιώτες - Bodies - η έκθεση ΙΙ σχετικά με την έκθεση Bodies που παρουσιάζεται αυτές τις μέρες στην Αθήνα.

Δεν σχολίασα εκεί, γιατί δυσκολεύτηκα πολύ να ξεκαθαρίσω μέσα μου τις σκέψεις και τα συναισθήματα, να τα βάλω σε μια τάξη και να κατασταλάξω σε μια θέση.

Εστίασα κυρίως στα σχόλια του Διαγόρα του Μήλιου και του Idom, παρακολούθησα με ενδιαφέρον το διάλογο, και συλλογίστηκα πολύ.

Η πραγματιστική προσέγγιση του φίλου Διαγόρα, ενώ είναι λογική, αισθάνομαι ότι με αφήνει συναισθηματικά ακάλυπτη. Όταν θέλω να κατανοήσω και να ερμηνεύσω τον κόσμο γύρω μου, εφαρμόζω κι εγώ τη λογική. Όταν όμως θέλω να σχετιστώ με τον κόσμο γύρω μου, ιδίως όταν θέλω να σχετιστώ με ανθρώπους, καταφεύγω στο συναίσθημα.

Και τα εκθέματα της Bodies είναι άνθρωποι.

Είναι. Ήταν και είναι.

Νεκροί άνθρωποι.

Και οι νεκροί είναι άνθρωποι.

Από την πραγματιστική σκοπιά, πολλά πράγματα που κάνουμε εμείς οι άνθρωποι είναι παράλογα. Είναι τελείως ασύμφορο να μεγαλώνει κανείς ένα παιδί, λόγου χάρη. Εκτός κι αν βάλει σαν κριτήριο την επιβίωση του είδους και όχι το προσωπικό του όφελος. Ποιος όμως κάνει ή θα ήθελε πραγματικά να κάνει κάτι τέτοιο; Ποιος επιλέγει να τεκνοποιήσει και να αναθρέψει παιδιά για να επιβιώσει το είδος; Κανείς. Όλοι το κάνουμε για την προσωπική ικανοποίηση που δίνει - ικανοποίηση καθαρά συναισθηματική.

Ανάμεσα στα άχρηστα από πρακτική σκοπιά πράγματα που κάνουμε εμείς οι άνθρωποι, είναι και η φροντίδα των νεκρών. Γιατί το κάνουμε; Για ποιον; Για εκείνους; Όχι βέβαια. Το κάνουμε για εμάς, για τους ζωντανούς. Για να νιώσουμε τη συναισθηματική ικανοποίηση του σχετίζεσθαι, τόσο με τους άλλους ζωντανούς που μοιράζονται την ανάγκη μας, όσο και με τους ίδιους τους νεκρούς. Γιατί εκείνοι ίσως δεν μπορούν πλέον να αισθάνονται, αλλά εμείς ναι.

Τα σώματα που εκτίθενται στο Bodies είναι άνθρωποι. Δεν γνωρίζω αν οι άνθρωποι αυτοί έδωσαν την άδειά τους πριν το θάνατό τους για να χρησιμοποιηθεί το σώμα τους με τέτοιον τρόπο. Προσωπικά, διατηρώ έντονες αμφιβολίες. Αλλά και να δόθηκε η άδεια, έχω πολλές επιφυλάξεις ως προς τον τρόπο εξασφάλισής της. Αναρωτιέμαι, ποιος άνθρωπος θα πρόσφερε το σώμα του στην τέχνη; Κάποιος εκκεντρικός φιλότεχνος; Κάποιος σύγχρονος νάρκισσος; Κάποιος τεχνοκράτης πραγματιστής;

Πολύ αμφιβάλλω.

Μου φαίνεται πολύ πιο πιθανό να το πρόφερε κάποιος φτωχός άνθρωπος έναντι χρημάτων, όπως περίπου ακούμε ότι γίνεται με τις "νόμιμες" δωρεές οργάνων στην Ινδία και αλλού. Και μου φαίνεται ακόμη πιθανότερο να χρησιμοποιήθηκαν ανώνυμα σώματα από νεκροτομεία, με την άδεια αδιάφορων ή ίσως και χρηματιζόμενων κρατικών λειτουργών.

Εικασίες βέβαια όλα αυτά.

Όπως και να έχει πάντως, είτε δόθηκαν συνειδητά κι επώνυμα είτε όχι, εμείς, οι επισκέπτες της έκθεσης, τα προσεγγίζουμε ως ανώνυμα σώματα. Μόνον ως τέτοια μπορούμε να τα δούμε, μόνον αποστασιοποιούμενοι από την ανθρώπινη υπόστασή τους μπορούμε να τα περιεργαστούμε ως εκθέματα.

Γιατί αν καθήσουμε για μια στιγμή να σκεφτούμε ότι αυτό που αποκαλούμε απλώς "σώμα" είναι ένας άνθρωπος, ένας άνθρωπος που έζησε, ότι είναι το παιδί, το αδέλφι, ο γονιός, ο φίλος κάποιων άλλων ανθρώπων, αν για μια στιγμή φανταστούμε στη θέση αυτή το δικό μας σώμα ή το σώμα κάποιου δικού μας ανθρώπου, τότε θα καταλάβουμε αμέσως γιατί αυτή η έκθεση μας καθιστά λιγότερο ανθρώπους.

Γιατί μας αποκόβει από τη συναισθηματική επαφή με τους νεκρούς μας.

Γιατί οι νεκροί αυτοί είναι οι νεκροί όλων μας.

Γιατί έτσι όπως σεβόμαστε και τιμούμε τον δικό μας νεκρό, έτσι θα πρέπει να σεβόμαστε και να τιμούμε κάθε νεκρό, είτε επώνυμο είτε ανώνυμο. Αν θέλουμε να λεγόμαστε άνθρωποι.

Εγώ προσωπικά προτιμώ να μην ξεπεράσω το κόλλημά μου, όπως το χαρακτήρισε ο φίλος μου ο Διαγόρας. Προτιμώ να διατηρήσω τους συναισθηματικής φύσης ενδοιασμούς μου, γιατί θέλω να διατηρήσω αυτό το συναίσθημα τιμής και σεβασμού προς τους νεκρούς. Και προτιμώ να ζω σε έναν κόσμο όπου και οι υπόλοιποι άνθρωποι θέλουν να διατηρήσουν το συναίσθημα αυτό.

Γιατί οι νεκροί είναι άνθρωποι.

Δικοί μας άνθρωποι.

Παρασκευή 25 Απριλίου 2008

ΣΦΑΓΙΟ

Εξαιρετικά αφιερωμένο στον αγαπητό μου Urfurslaag



Η εικόνα αλιεύθηκε από την ιστοσελίδα

http://www.dreamstime.com/red-splash-image3438424

Επί πέντε συναπτά έτη χρημάτισα χορτοφάγος – ή πιο σωστά μη σαρκοφάγος, μια που κατανάλωνα ζωικά προϊόντα όπως αυγά και γαλακτοκομικά. Οι λόγοι που με ώθησαν στην απόφαση αυτή ήταν μάλλον συναισθηματικοί. Ταυτιζόμουν υπερβολικά με τα ζώα που έτρωγα και η σκέψη να σφαγούν για να τα φάω εγώ μου ήταν ανυπόφορη.

Η χορτοφαγική μου καριέρα έληξε ένδοξα στο μπάρμπεκιου μιας φίλης, όπου η τσίκνα των οπτών πτωμάτων μου γαργάλησε τα ρουθούνια και με έκανε να νιώσω μονομιάς ικανή να σφάξω οτιδήποτε προκειμένου να ικανοποιήσω τις κανιβαλικές ορέξεις μου.

Ωστόσο μέσα μου με κατέτρωγε πάντα η αμφιβολία. Μήπως ήμουν μια υποκρίτρια, μια δειλή που βάζει άλλους να βγάλουν το φίδι από την τρύπα και τα κάστανα από τη φωτιά, που αναθέτει σε επαγγελματίες τη βρώμικη δουλειά της σφαγής, όπως ένας μαφιόζος νονός αναθέτει σε άλλους τους φόνους του, επιδεικνύοντας πάντα καθαρά τα κατάλευκα γάντια του;

Ένα καλοκαίρι λοιπόν, πριν πολλά χρόνια, κατασκηνώναμε, το αγόρι μου κι εγώ, σε κάποια παραλία νησιού της άγονης γραμμής. Εκεί έβοσκαν αφύλακτα άφθονα αμνοερίφια, που ρήμαζαν περιχαρή κάθε τι πράσινο πάνω στο νησί, καθώς και τις προμήθειές μας σε κάθε ευκαιρία. Μια φορά την ημέρα ερχόταν με τη βάρκα του ο βοσκός να τα ποτίσει από το πηγάδι, να πάρει μάτι τις γκόμενες και να πιει κανένα καφεδάκι ή καμμιά ρακή που τον κερνούσαμε. Σε αντάλλαγμα μας έφερνε πότε-πότε λίγο γάλα ή κανένα τυράκι. Κάποιες φορές, αν είχε δουλειά, ανέβαινε και ως πάνω στο μαντρί. Κάθε τόσο τύχαινε να σφάξει και κανένα αρνί ή κανένα κατσίκι, αναλόγως τη ζήτηση.

Κάποια μέρα, πίνοντας το καφεδάκι του, ανέφερε ότι είχε να σφάξει τρία κατσίκια και λογάριαζε να ανέβει στο μαντρί την επόμενη μέρα το πρωί. Αμέσως γεννήθηκε μέσα μου μια ιδέα. Την είπα στο αγόρι μου, πρώην χορτοφάγο κι εκείνον, και δήλωσε μέσα. Ζητήσαμε λοιπόν από το βοσκό να παρασταθούμε στη σφαγή, για να μάθουμε κι εμείς οι πρωτευουσιάνοι πώς σφάζουν τα κατσίκια. Στην ουσία, για να μάθουμε αν αντέχαμε το θέαμα της σφαγής, ή θα λιποθυμούσαμε στην πρώτη στάλα αίμα.

Την άλλη μέρα, μόλις τον είδαμε να τραβάει με το γάιδαρο κατά πάνω, τραβήξαμε κι εμείς ξωπίσω του. Το μαντρί βρισκόταν σχετικά μακριά από την παραλία, ένα εικοσάλεπτο ανήφορος μέσα στις πέτρες. Ένας περίβολος από πατημένο χώμα και κοπριά, κι ένα κτίσμα μικρό, μικρότατο, χωρίς παράθυρα, με δυο ας τα πούμε δωμάτια. Στο μέσα δωμάτιο, περιορισμένα από ένα ξύλινο χαμηλό πορτάκι, βρίσκονταν τρία μικρά κατσίκια. Χωρίς πολλές τσιριμόνιες, ο βοσκός έβγαλε το ένα, έκλεισε την πόρτα, του έδεσε τα πόδια και το ξάπλωσε κατάχαμα.

- Εσείς σταθείτ’ εκεί, είπε και μας έγνεψε να πάμε στο βάθος του δωματίου. Εκείνος στάθηκε κοντά στην πόρτα. Έπιασε το μαχαίρι, ξεφύσηξε, και το έχωσε στο λαιμό του ζώου.

Μέσα ήταν κατασκότεινα. Η κάσα της πόρτας καδράριζε το εκτυφλωτικό φως του καλοκαιριού. Το αίμα χύθηκε κόκκινο πάνω στη λευκή πέτρα στο κατώφλι. Σε μια στιγμή το ζωντανό, παλλόμενο ζώο έγινε άψυχο αντικείμενο, σάρκα προς κατανάλωση, ανώνυμο σφάγιο.

Ύστερα ο βοσκός έκανε μια τομή στο πόδι, έχωσε ένα καλάμι και φύσηξε μέχρι που το τομάρι ξεκόλλησε ίσαμε το λαιμό και φούσκωσε όλο σαν ασκί, διευκολύνοντας την εκδορά. Το έγδαρε γρήγορα και μεθοδικά, με την δεξιοτεχνία της μακρά συνήθειας, το τύλιξε σε ένα πανί και το φόρτωσε στο γάιδαρο.

Μου είναι πολύ δύσκολο να περιγράψω τα συναισθήματα και τις εντυπώσεις μου από εκείνη τη σκηνή. Η μόνη λέξη που μπορώ να της αποδώσω είναι «μαγική». Η απερίγραπτη γοητεία του πίνακα που ζωγράφισε το κόκκινο αίμα πάνω στο λευκό φως. Η ασύλληπτη μεταμόρφωση του ζώντος σε νεκρού, η απίστευτη ταχύτητα με την οποία συνέβη και η ακαριαία προσαρμογή μου στο γεγονός αυτό. Πριν από λίγα δευτερόλεπτα θα μπορούσα να έχω χαϊδέψει το κατσίκι αυτό, να το έχω ταΐσει, να έχω παίξει μαζί του. Τώρα ήταν τροφή για κατανάλωση, κάθε τι άλλο ήταν εκτός πραγματικότητας.

Δεν ένιωσα ούτε φρίκη ούτε απέχθεια, όπως είχα φανταστεί ότι θα νιώσω. Εγώ, που δεν άντεξα ποτέ μου να σκοτώσω ποντίκι ή βατράχι στο εργαστήριο, ένιωσα ότι ήμουν ικανή να σκοτώσω για να φάω. Ίσως μου έλειπε η τεχνική, αλλά δεν μου έλειπε ούτε η βούληση ούτε το θάρρος ούτε η σταθερότητα.

Θυμάμαι στην υπέροχη ταινία «Και οι θεοί τρελάθηκαν», το βουσμάνο κυνηγό να ευχαριστεί το ζώο πριν το σκοτώσει, για την τροφή που θα του παρέχει. Ζηλεύω αυτή την απλή και ισότιμη σχέση με τη φύση, με τα ζώα, με την τροφή μας. Σκοτώνω για να φάω, όχι για να διασκεδάσω, ούτε για να εκτονωθώ, ούτε για να ικανοποιήσω άλλες δευτερεύουσες ανάγκες μου. Σκοτώνω μόνον όταν και όσο το έχω ανάγκη, με γνώση και σεβασμό και αποτελεσματικότητα. Γνωρίζοντας ότι στο μεγάλο παιχνίδι της ζωής κάποτε κάποιος μπορεί να σκοτώσει και εμένα.

Για όσους σπεύσουν να τα πάρουν όλα κυριολεκτικά και να σχολιάσουν διάφορα του στυλ «ναι αλλά δεν το έσφαξες εσύ παρόλα αυτά, άλλος το έσφαξε, πού ξέρεις αν στ’ αλήθεια θα μπορούσες», να διευκρινίσω ότι δεν το ξέρω. Φυσικά και δεν το ξέρω. Περιγράφω απλώς τις υποκειμενικές εντυπώσεις τις στιγμής εκείνης.

Και σε περίπτωση που αναρωτιέστε τι θέλει να πει ο ποιητής με αυτό το ποστ, σας γράφω και το ηθικόν δίδαγμα με ροζ γραμματάκια για να το εμπεδώσετε:

Σεβασμό στη ζωή.