Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα σχέσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα σχέσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 18 Μαΐου 2025

Χαρμολύπη

Κυριακή απόγευμα στη Λαροσέτ, ένα μικρό χωριό στο Λουξεμβούργο με μεγάλη πορτογαλική παροικία, όπου γίνεται φεστιβάλ φάδο. Ακούω τη συναυλία στην πλατεία, μπαινοβγαίνω στα καφέ με τη μουσική, τριγυρίζω στα καλντερίμια, ανηφορίζω προς το κάστρο και χαζεύω. Παλιά σπίτια, πέτρινοι τοίχοι, στενά μπαλκόνια, ξύλινες πόρτες... Σε μια ανηφόρα ένα παλιό κτίριο με μια στρογγυλή πύλη από κάτω, στέκομαι και φωτογραφίζω, αλλάζω οπτική γωνία, το κοιτάζω, το ξανακοιτάζω... 


Και ξαφνικά βλέπω δίπλα μου μια γυναίκα, μικρή το δέμας, μεγάλη στα χρόνια. Κοντά γκρίζα μαλλιά, ζωηρά ματάκια. Φοράει μια βαμβακερή εμπριμέ ρόμπα και παντούφλες.

-Αυτό εδώ, μου λέει, είναι πολύ παλιό.

-Ναι, της λέω, φαίνεται. Εσείς μένετε καιρό εδώ;

-Ου, μου κάνει σαράντα έξι χρόνια!

-Μια ζωή ολόκληρη. Είστε από την Πορτογαλία;

-Ναι, από την Πορτογαλία... Αλλά εδώ έζησα τόσα χρόνια. Έκανα τέσσερα παιδιά, έχω κι εγγόνια... Αλλά δεν ήταν εύκολα... Έχω χάσει τους γονείς μου, τα πιο πολλά αδέρφια μου, δυο παιδιά...

Βουρκώνει. Πιάνεται η ψυχή μου. Την αγκαλιάζω και της λέω:

-Είναι σκληρή καμιά φορά η ζωή.

-Αχ ναι, είναι σκληρή η ζωή...

-Ναι, της λέω, αλλά έχει και χαρές... Έχετε τα άλλα σας τα παιδιά, τα εγγόνια... Είστε γερή, έχετε υγεία...

Γνέφει γνοιασμένη, μου δείχνει το κεφάλι της και λέει:

-Το κεφάλι δε δουλεύει πάντα καλά.

Τη σφίγγω στην αγκαλιά μου, ναι, της λέω, καταλαβαίνω. Σφουγγίζει τα δάκρυα και μου λέει:

-Θέλετε να έρθετε μέσα για καφέ;

Την κοιτάζω ξαφνιασμένη, χαρούμενη και τρομαγμένη κάπως, να πάω στο ξένο σπίτι έτσι, στα καλά καθούμενα; Την κοιτάζω, με κοιτάζει και τα ματάκια της λάμπουν.

-Ναι, της λέω, θέλω.

Μπαίνουμε μέσα, σαλοτραπεζαρία που θυμίζει Ελλάδα δεκαετίας 1960, το σύνθετο με τη βιτρίνα. Δυο μικρές κοπελίτσες μ' ένα σκυλάκι Πομερανίας, βουλιαγμένοι κι οι τρεις στον καναπέ. Νιώθω αμήχανα.

-Καλησπέρα, λέω, γνωριστήκαμε με τη γιαγιά στον δρόμο και με κάλεσε για έναν καφέ, δεν θέλω να σας ξεβολέψω, μην ενοχλείστε...

Το σκυλάκι γρυλίζει και με κοιτάζει καχύποπτα.

-Μπορώ να το πλησιάσω;

-Είναι άρρωστο, λέει η μια κοπελίτσα.

-Εντάξει, δεν θέλω να ενοχλήσω, ξαναλέω.

-Καθήστε, μου λέει η γιαγιά, τραβώντας μια καρέκλα της τραπεζαρίας. 

Πάνω στο τραπέζι ένα πιάτο γεμάτο κρέπες κι ένα κουτί σοκολατάκια. Η γιαγιά χώθηκε στην κουζίνα να φτιάξει τον καφέ. Πήγα μαζί της.

-Θέλετε βοήθεια;

-Όχι όχι, να, όλα έτοιμα είναι.

Μου σέρβιρε μια μεγάλη κούπα φρέσκο, καυτό καφέ. Πήρα μόνη μου ζάχαρη από ένα τάπερ πάνω στον πάγκο της κουζίνας, την έριξα στην κούπα μου και κάθησα στο τραπέζι

-Καθήστε κι εσείς, να τα πούμε λίγο.

-Τώρα, τώρα, έρχομαι.

Μου 'φερε γάλα για τον καφέ κι ένα πακέτο μπισκότα τύπου Πτι Μπέρ, φλασιά στο παρελθόν. Θέλω να χαμογελάσω, χαμογελάω, αλλά μέσα μου σα να βουρκώνω λιγάκι.

-Θέλετε μια κρέπα;

-Εσείς τις φτιάξατε;

-Η εγγονή μου.

Δείχνει τη μικρή με καμάρι.

-Όχι ευχαριστώ, θα πάω για φαγητό μετά, έχω κανονίσει με φίλους.

Βουτάω ένα μπισκότο στον καφέ. Διαλύεται, το μαζεύω με το κουταλάκι. Γελάω και κλαίω μέσα μου.

-Μου θυμίζετε τη γιαγιά μου.

Καθόμαστε και μιλάμε, για τη ζωή, για τη δουλειά, για τα παιδιά και τα εγγόνια. Δυο γυναίκες, δυο γενιές, δυο χώρες, δυο κόσμοι, δυο ζωές που είναι τόσο αλλιώτικες και τόσο ίδιες. Ίδιες έγνοιες, ίδιες χαρές, ίδια στραπάτσα.

Ίσα που απόσωνα τον καφέ, γύρισε η κόρη της από τη δουλειά. Συστήθηκα, της έδωσα και μια κάρτα επισκεπτηρίου, της είπα ξανά το ποίημα της τυχαίας γνωριμίας, ότι δεν θέλω να ενοχλήσω και να μην ανησυχεί. Εκείνη γύρισε στη μάνα της και την πήρε παραμάζωμα στα πορτογαλικά: που μαζεύεις ξένους απ' το δρόμο και τους κουβαλάς εδώ, που δεν ξέρεις από πού κρατά η σκούφια τους, και καλά η κυρία είναι καλή κυρία, αλλά πού ξέρεις ποιος είναι ο καθένας, καμιά ώρα θα μας τα σηκώσουν όλα από το σπίτι, εμένα δε με σκέφτεσαι, τα παιδιά δεν τα σκέφτεσαι;

-Έχετε δίκιο, της λέω, καταλαβαίνω, κι εγώ ίσως δεν έπρεπε να έρθω, αλλά είναι τόσο γλυκιά, δεν μπόρεσα να αντισταθώ, μου θύμισε τη γιαγιά μου, τις θειάδες μου, τις μανάδες φίλων μου...

-Εσείς δεν φταίτε, αλίμονο, μ' εκείνη τα έχω, που βάζει στον σπίτι τον έναν και τον άλλον. Ο κόσμος είναι κακός, εντάξει εσείς, αλλά υπάρχουν άλλοι...

Εκείνη την άκουγε σκυφτή, σαν άτακτο παιδάκι.

-Έχει δίκιο η κόρη σας, λέω, σας νιώθω όμως και σας. Παλιά καλούσαμε τον κόσμο μέσα για καφέ και δεν φοβόμασταν, και στην Ελλάδα θυμάμαι έτσι ήταν παλιά, ιδίως στα χωριά, μου είχε τύχει και μένα, τώρα πια όμως...

-Δίκιο έχετε, παλιά είχαμε τις πόρτες ανοιχτές, δε φοβόμασταν, σήμερα είναι αλλιώς, ο κόσμος έχει αλλάξει...

-Έχει μαλλιάσει η γλώσσα μου, παραπονιέται η κόρη, δεν είναι κατάσταση αυτή!

-Δίκιο έχετε. Συγγνώμη που σας ανησύχησα, μη σας κρατώ άλλο, να πηγαίνω

Η γιαγιά μόλις το άκουσε αυτό πετάχτηκε πάνω:

-Όχι καλέ, καθήστε!

-Με περιμένουν οι φίλοι μου, έχω αργήσει, θα πάμε για φαγητό.

-Πάρτε τουλάχιστον κάτι μαζί!

Μου δίνει τα μπισκότα, τα σοκολατάκια. 

-Όχι, όχι, να χαρείτε, δεν είναι ανάγκη...

-Μα σας παρακαλώ, δε θα φύγετε έτσι με άδεια χέρια!

-Μαμά, άσε την κυρία, αφού σου λέει δε θέλει.

-Δε γίνεται, κάτι θα πάρετε!

-Εντάξει, εντάξει, θα πάρω κάτι.

Βάζω στην τσάντα μου τα σοκολατάκια. Καθώς σηκώνομαι ρωτάω:

-Πώς σας λένε;

-Μαρία.

-Χάρηκα πάρα πολύ που σε γνώρισα, Μαρία. Είσαι υπέροχος άνθρωπος.

Την αγκαλιάζω. Με σφίγγει στην αγκαλιά της. Μια τόσο ζεστή αγκαλιά.

-Άμα σε φέρει ο δρόμος από δω, χτύπα την πόρτα και πέρνα μέσα να πιεις έναν καφέ.

-Ευχαριστώ, κυρία Μαρία, θα περάσω. Αντίο και πάλι ευχαριστώ.

Η κόρη με συνοδεύει ως έξω. 

-Ξέρετε, της λέω, έχετε μεγάλο δίκιο, όμως γι' αυτήν είναι αλλιώς, είναι η ζωή της έτσι και...

Μπερδεύω τα λόγια μου, κομπιάζω.

-Ξέρετε, δε θα τους έχουμε πάντα κοντά μας. Να την αγαπάτε τώρα που την έχετε.

-Το ξέρω, τι να την κάνω, τέτοια είναι, το ξέρω. Να είστε καλά. 

-Κι εσείς. Χίλια ευχαριστώ.

Παλιά καλντερίμια, ζεστός καφές, μπισκότα.

Χαρμολύπη.

Κυριακή 20 Ιουνίου 2010

ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΖΩΗΣ

Κάποιο απομεσήμερο χάζευα ως συνήθως το περιοδοκό της κυριακάτικης El País, όταν με πλησίασε ως συνήθως η λαθραναγνώστρια κόρη μου και έχωσε το κεφάλι της ανάμεσα σε μένα και τις σελίδες του περιοδικού.
- Α, κουνελάκια! - αναφώνησε ενθουσιασμένη.
- Ναι, και πουλάκια, κοίτα! - σιγοντάρισα εγώ.
Πράγματι το άρθρο είχε αρκετές φωτογραφίες με ζευγάρια ζώων, πράγμα αναμενόμενο μια που ο τίτλος του ήταν "Υπάρχουν ζώα gay;"
Η μικρή κοίταξε εξεταστικά τη σελίδα και με ρώτησε:
- Μαμά, τι θα πει αυτή η λέξη;
Εννοούσε φυσικά το "gay".
- Είναι αγγλική λέξη, της είπα, στα ελληνικά το λέμε "ομοφυλόφιλος". Είναι κάποιος που προτιμά να είναι ζευγάρι με έναν άλλον του ίδιου φύλου, ας πούμε άντρας με άντρα ή γυναίκα με γυναίκα.
- Γίνεται αυτό; - ρώτησε μισογελαστή, μισοκαχύποπτη.
Υποθέτω νόμισε ότι τη δουλεύω. Βλέπετε δεν υπάρχουν ομοφυλόφιλα ζευγάρια στο περιβάλλον μας, και δεν είχε τύχει ν' αναφερθούμε άλλοτε στο θέμα αυτό.
- Βέβαια, - της απάντησα. - Να, το γράφει κι εδώ.
- Και στους ανθρώπους; - ζήτησε να μάθει.
- Και σ' αυτούς, - της είπα. - Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι ετεροφυλόφιλοι, δηλαδή προτιμάνε να είναι ζευγάρι με κάποιον του αντίθετου φύλου. Υπάρχουν όμως και πολλοί που προτιμάνε σύντροφο του ίδιου φύλου.
Το σκέφτηκε λίγο και με ρώτησε:
- Και πώς κάνουνε παιδιά;
Το θέμα του πώς γίνονται τα παιδιά έχει συζητηθεί κάποιες φορές, αν και όχι διεξοδικά, γιατί η μικρή το βρίσκει μάλλον βαρετό. Αλλά ξέρει ότι χρειάζεται μια μαμά κι ένας μπαμπάς, και ότι ο ένας βάζει το σποράκι και ο άλλη το αυγουλάκι.
- Μερικοί δεν κάνουνε παιδιά, - της είπα. - Ορισμένοι υιοθετούν ένα παιδάκι που έχει χάσει τους γονείς του. Άλλοι ζευγαρώνουν με κάποιον από το άλλο φύλο μόνο για να κάνουν παιδί, και μετά γυρνάνε στο κανονικό ζευγάρι τους. Θυμάσαι τη φίλη σου την Αλεξία;
- Όχι.
- Κάναμε λίγη παρέα όταν ήσασταν μωρά, είχαν έρθει σπίτι μας, θα σου τη δείξω σε φωτογραφία. Η μαμά της είναι ομοφυλόφιλη, είναι ζευγάρι με μια άλλη γυναίκα. Όταν ήθελε να κάνει παιδί, το είπε σε έναν φίλο της άντρα, και εκείνος συμφώνησε να κάνουν ένα παιδάκι μαζί και να το μεγαλώσει εκείνη.

Δεν θυμάμαι τη συνέχεια της συζήτησης, άλλωστε δεν συνεχίστηκε και πολύ. Την ενδιέφεραν περισσότερο τα πουλάκια και τα κουνελάκια στις φωτογραφίες. Ύστερα κλείσαμε το περιοδικό και το θέμα ξεχάστηκε.

Μέσα μου όμως έμεινε ένας προβληματισμός. Η κόρη μου είναι επτά χρονών πια. Ήδη έχουν ενσταλαχτεί μέσα της τα πρότυπα που θα την καθορίσουν για την υπόλοιπη ζωή της. Και μέσα στα πρότυπα αυτά δεν υπάρχει το πρότυπο του ομοφυλόφιλου ζευγαριού. Όχι μόνο γιατί κανείς στο περιβάλλον μας δεν είναι ομοφυλόφιλος, αλλά και επειδή σε όλη την τεράστια ποσότητα πληροφορίας με την οποία βομβαρδίζονται τα παιδιά καθημερινά - σχολείο, βιβλία, τηλεόραση - δεν εμφανίζονται ομοφυλόφιλοι. Απλώς δεν υπάρχουν.

Είναι φανερό: παρά την τεράστια πρόοδο που έχει σημειωθεί στην κοινωνική αντιμετώπιση των gay, εξακολουθούν να μην υπάρχουν από την άποψη του κατεστημένου. Ή πιο σωστά, υπάρχουν, αλλά δεν τους δείχνουμε. Τους κρύβουμε κάτω από το χαλάκι για να μην τους δουν οι καλεσμένοι. Τους ανεχόμαστε, αλλά δεν τους αποδεχόμαστε.

Με πολύ κόπο και αγώνες φτάσαμε στο σημείο να αναγνωρίσουμε ότι υπάρχουν ομοφυλόφιλοι, δεν είναι ούτε άρρωστοι ούτε διεστραμμένοι ούτε λάθη της φύσεως αλλά συνάνθρωποι και συμπολίτες μας, και έχουν δικαίωμα να επιλέξουν πώς θα ζήσουν τη ζωή τους. Από εκεί όμως μέχρι να φτάσουμε στο σημείο να απλώσουμε το χέρι στο ράφι του βιβλιοπωλείου και να αγοράσουμε ένα παιδικό βιβλίο όπου ο μικρός Κωστάκης μεγαλώνει σε ένα σπίτι με δύο μπαμπάδες, και το βιβλίο αυτό να μην θεωρείται γραμμένο ειδικά για να βοηθήσει στην εκμάθηση της "ανοχής της διαφορετικότητας" (τι άθλιος ευφημισμός, τι υπεροπτική συγκατάβαση) αλλά να θεωρείται απλώς ένα παιδικό βιβλίο που αναφέρεται σε μια φυσιολογική οικογένεια, έχουμε μπροστά μας πολύ δρόμο.

Και είναι όλο ανήφορος.

Δεν ξέρω ακόμη αν η κόρη μου είναι ετεροφυλόφιλη, ομοφυλόφιλη ή αμφιφυλόφυλη. Εικάζω το πρώτο από διάφορες ενδείξεις, αλλά είναι πολύ νωρίς για να είμαι σίγουρη. Πριν ακόμη γεννηθεί, είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου ότι θα κάνω κάθε τι που περνά από το χέρι μου ώστε να ανατραφεί όσο το δυνατόν πιο ελεύθερα σε όλους τους τομείς, συμπεριλαμβανόμενου κι εκείνου της σεξουαλικότητας, ώστε να αισθάνεται ελεύθερη να επιλέξει την κλίση της χωρίς πιέσεις, ούτε καν έμμεσες. Τουλάχιστον όχι από το οικογενειακό της περιβάλλον.

Τώρα όμως βλέπω ότι ο στόχος μου ήταν πολύ υψηλός, και φυσικά δεν τον πέτυχα. Γιατί για να δώσεις στο παιδί ελευθερία επιλογής, πρέπει να το έχεις εκθέσει εξίσου σε όλα τα διαθέσιμα πρότυπα. Δεν αρκεί να μην απαξιώσεις ένα πρότυπο, πρέπει και να το προβάλεις. Και το πρότυπο της ομοφυλοφιλίας δεν προβάλεται διόλου στην κοινωνία μας. Ακόμη και οι πιο φιλελεύθεροι και προοδευτικοί γονείς, που θα δέχονταν ασκαρδαμυκτί την ομοφυλοφιλία του παιδιού τους, δεν θα έφταναν στο σημείο να του την καλλιεργήσουν, ούτε θα χαίρονταν γι' αυτήν, ούτε θα την ανακοίνωναν δεξιά κι αριστερά μεταξύ τυρού και αχλαδίου.

Η συντριπτική πλειοψηφία των γονιών θα προβάλουν στο παιδί τους, συνειδητά ή ασυναίσθητα, μόνο τα ετεροφυλοφιλικά πρότυπα. Γιατί αυτά είναι τα "καλά", "σωστά", κοινωνικώς αποδεκτά κι εν τέλει επιθυμητά. Ποιος θέλει το παιδί του να είναι στο περιθώριο; Κάνουμε λοιπόν ό,τι μπορούμε για να ενταχθεί στη νόρμα, αν δεν ενταχθεί το παίρνουμε απόφαση, αλλά δεν πανηγυρίζουμε κιόλας.

Αν τελικά η κόρη μου προκύψει ομοφυλόφιλη, ελπίζω ότι θα νιώθει αρκετά άνετα ώστε να εκδηλωθεί μέσα στην οικογένειά της, ταυτόχρονα όμως θα έχει συναίσθηση ότι είναι καλύτερα να μην το διατυμπανίζει και πολύ, όχι χωρίς λόγο, όχι όπου να 'ναι.

Κάτι παρόμοιο με αυτό που συμβαίνει σε μας τους άθεους.

Δεν είναι πλέον μεμπτό να είσαι άθεος, στην πραγματικότητα πάρα πολύς κόσμος είναι, αλλά το να το δηλώνεις και να ζεις σύμφωνα με αυτό, το να είσαι συνεπής στην ιδεολογία σου, εξακολουθεί να θεωρείται ένα είδος "πρόκλησης" και "υπερβολής". Επικρατεί η αίσθηση, ακόμη κι από πλευράς των ίδιων των άθεων, ότι "δεν υπάρχει λόγος να το κάνεις θέμα", πράγμα που σημαίνει ότι δεν υπάρχει λόγος να ζεις και να εκφράζεσαι όπως αισθάνεσαι, αλλά υπάρχει κάθε λόγος να εξακολουθείς να παίζεις ένα θέατρο για να μην ταράζεις τα νερά. Να πηγαίνεις στην εκκλησία το πάσχα και να κουνάς τη λαμπάδα σου, να δέχεσαι χρόνια πολλά στην ονομαστική σου εορτή, να συμμετέχεις σε θρησκευτικές τελετές, ακόμη και να γίνεσαι νονός σε βάφτιση ή κουμπάρος σε θρησκευτικό γάμο. Όλοι περιμένουν από σένα να "δείξεις κατανόηση" στα έθιμα και στις ευαισθησίες των άλλων, των πολλών, των επικρατούντων - κανείς δεν διανοείται ότι θα μπορούσε ή θα έπρεπε να δείξει όχι μόνο κατανόηση αλλά και σεβασμό στις δικές σου πεποιθήσεις, στις δικές σου ευαισθησίες.

Όλες αυτές οι σκέψεις ήρθαν κι έδεσαν με ένα άρθρο του Λύο Καλοβυρνά για το gay pride, και συγκεκριμένα με το εξής απόσπασμα:

Η συντριπτική πλειοψηφία των γκέι γυναικών και αντρών βιώνουν την ομοφυλοφιλία τους με αισθήματα ενοχής, κρυψίνοιας, αποσιώπησης. Μην ακούω βλακείες τύπου «δεν ντρέπομαι, απλώς δεν θέλω να το διαφημίζω». Οι άνθρωποι κρύβουμε μόνο αυτά που νιώθουμε ότι πρέπει να κρύψουμε, δηλαδή κάτι το κακόı τα καλά ποτέ δεν τα κρύβουμε. Ακόμα κι η πιο δημοφιλής δικαιολογία του Ελληνα γκέι, «δεν θέλω να πληγώσω τους δικούς μου», είναι ουσιαστικά παραδοχή της ενοχής γι’ αυτό το κακό πράγμα που είμαστε: «Έχω κάνει κάτι κακό κι αν το μάθουν θα πληγωθούν». Μόνο που δεν τους πληγώνουμε εμείςı οι δικές τους προκαταλήψεις τούς πληγώνουν. Εμείς δεν κάναμε τίποτα το στραβό, αλλά ακριβώς επειδή αυτό μας έχουν ενσταλάξει από μικρή ηλικία, γι’ αυτό μια παρέλαση ομοφυλόφιλης περηφάνιας έχει τόσο μεγάλη σημασία.

Αν όπου "γκέι" βάλουμε "άθεος" έχουμε το εξής αποτέλεσμα:

Η συντριπτική πλειοψηφία των άθεων βιώνουν την αθεϊα τους με αισθήματα ενοχής, κρυψίνοιας, αποσιώπησης. Μην ακούω βλακείες τύπου «δεν ντρέπομαι, απλώς δεν θέλω να το διαφημίζω». Οι άνθρωποι κρύβουμε μόνο αυτά που νιώθουμε ότι πρέπει να κρύψουμε, δηλαδή κάτι το κακό, τα καλά ποτέ δεν τα κρύβουμε. Ακόμα κι η πιο δημοφιλής δικαιολογία του Ελληνα άθεου, «δεν θέλω να πληγώσω τους δικούς μου», είναι ουσιαστικά παραδοχή της ενοχής γι’ αυτό το κακό πράγμα που είμαστε: «Έχω κάνει κάτι κακό κι αν το μάθουν θα πληγωθούν». Μόνο που δεν τους πληγώνουμε εμείς, οι δικές τους προκαταλήψεις τούς πληγώνουν. Εμείς δεν κάναμε τίποτα το στραβό, αλλά ακριβώς επειδή αυτό μας έχουν ενσταλάξει από μικρή ηλικία, γι’ αυτό μια παρέλαση αθεϊστικής περηφάνιας έχει τόσο μεγάλη σημασία.

Ειδικά στην περίπτωση των άθεων όμως, νομίζω ότι δεν τους φρενάρει τόσο έντονη η ενοχή και η ντροπή, όσο ο φόβος της απόρριψης. Είναι μάλλον απίθανο να ντρέπονται οι άθεοι που είναι άθεοι - από τη στιγμή που απορρίπτεις τη θρησκεία, η ενοχή παύει να έχει νόημα. Παραμένει όμως η ανάγκη για κοινωνική ένταξη, όχι απλώς για "ανοχή" αλλά για πλήρη και ισότιμη αποδοχή. Και ξέρουμε όλοι μας καλά ότι αν πάψουμε να συμμετέχουμε στο πανηγύρι της θρησκείας, αν πάψουμε να τηρούμε τα προσχήματα, σε ουκ ολίγες περιπτώσεις οι οικογένειές μας θα πικραθούν, οι συγγενείς μας θα φρικάρουν, οι γνωστοι μας θα μας στραβοκοιτάξουν.

Και συνεχίζουμε να κουνάμε λαμπάδες και να βαφτίζουμε μωρά γιατί "είναι το έθιμο και δεν θέλουμε να στενοχωρήσουμε κανέναν". Πόσοι όμως νοιάζονται αν στενοχωρούν εμάς;

Αγαπητοί μου, νομίζω ότι ωριμάζει η στιγμή για ένα atheist pride.

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2009

ΕΞΙΣΩΣΙΣ

Διάβασα πρόσφατα ένα ρητό που πολύ μου άρεσε:

"Ισότητα των δύο φύλων θα υπάρχει μόνο όταν πρόεδρος της δημοκρατίας θα είναι μια γυναίκα ηλίθια".

Εκ πρώτης όψεως ξαφνιάζει, έτσι δεν είναι; Για σκεφτείτε το όμως λίγο. Πόσους ανεγκέφαλους αρσενικούς δεν έχουμε ανεχθεί στην εξουσία; Ας μην πάμε μακριά, ο Μπους ο νεώτερος αποτελεί πρόσφατο και λαμπρό παράδειγμα. Αλλά και ο δικός μας Κωστάκης δεν είναι κανένα πρότυπο λαμπρής διάνοιας.

Πόσο εύκολο θα ήταν για μια γυναίκα εξίσου ανεγκέφαλη να φτάσει στο ανώτατο αξίωμα μιας χώρας;

Από τις γυναίκες περιμένουμε πάντα περισσότερα. Θέλουν ισότητα; Να την κερδίσουν, κύριοι! Η ισότητα δεν είναι φυσικό δικαίωμα, δεν είναι δώρο που μας δίνεται με τη γέννησή μας, όχι κύριοι! Η ισότητα κατακτάται με ιδρώτα και αίμα!

Μια γυναίκα σε θέση παραδοσιακά αντρική πρέπει να αποδείξει ότι είναι διπλά άξια από τους άντρες συναδέλφους της για να την παραδεχτούν. Πρέπει να αγωνίζεται καθημερινά για να αποδεικνύει συνεχώς την αξία της. Όλοι καραδοκούν για το παραμικρό της σταβοπάτημα. Οι γυναίκες που βλέπουμε σε θέσεις παραδοσιακά ανδροκρατούμενες συνήθως είναι γυναίκες ιδιαίτερα ικανές και ιδιαίτερα σκληρές - έχουν αναγκαστεί να σκληρύνουν για να αντεπεξέλθουν στην πίεση των απαιτήσεων, αλλά και για να ανταποκριθούν στο αντρικό κατά βάση πρότυπο του ρόλου που καλούνται να παίξουν. Όσες δεν το θέλησαν ή δεν το κατόρθωσαν, δεν ανήλθαν στην ιεραρχία.

Στην προσωπική και κοινωνική ζωή τα πράγματα δεν είναι καλύτερα.

Η ευθύνη για το νοικοκυριό ανήκει παραδοσιακά στη γυναίκα. Ο άντρας που συμμετέχει στις οικιακές εργασίες θεωρείται ότι κάνει υπέρβαση καθήκοντος και του αξίζουν εύσημα. Η γυναίκα που κάνει το ίδιο θεωρείται ότι κάνει απλώς το καθήκον της - και αν δεν θέλει να το κάνει επικρίνεται.

Οι άντρες "βοηθούν" στις δουλειές του σπιτιού, και θέλουν έπαινο για την καλή τους συμπεριφορά κάθε φορά που το κάνουν. Οι γυναίκες έχουν την έγνοια της φροντίδας του σπιτιού, των παιδιών, της οικογένειας. Ακόμη και όταν το βάρος των καθημερινών εργασιών μοιράζεται, η έγνοια βαρύνει κατά κανόνα αποκλειστικά τη γυναίκα.

Φαντάζομαι πως θα υπάρχουν εξαιρέσεις στον παραπάνω κανόνα. Εγώ προσωπικά δεν έτυχε να γνωρίσω ποτέ καμμία εξαίρεση. Αλλά και αν υπάρχουν, απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα.

Ναι, έχουν γίνει τεράστια βήματα, έχουν γίνει πολλές κατακτήσεις, έχουμε όμως ακόμη δρόμο μπροστά μας για την πλήρη ισότητα των φύλων.

Αν και, βλέποντας ορισμένες χαριτόβρυτες κυρίες της πολιτικής μας σκηνής, ομολογώ ότι ίσως η ισότητα να βρίσκεται πραγματικά προ των πυλών....

:-)

Κυριακή 20 Ιουλίου 2008

ΑΣΥΜΦΩΝΙΑ

Πριν από τρεις περίπου μήνες συμμετείχα σε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση στο Συνιστολόγιο. Το θέμα δεν έχει σημασία. Όλοι οι συμμετέχοντες ήταν μορφωμένοι, σκεπτόμενοι, ευγενέστατοι και έξυπνοι. Οι απόψεις διέφεραν, τα επιχειρήματα έδιναν και έπαιρναν, η κουβέντα φούντωσε, πάντοτε ωστόσο μέσα σε πλαίσιο κοσμιότητας και σεβασμού. Κάποια στιγμή, όταν όλοι είχαν εξαντλήσει τα επιχειρήματα και την αντοχή τους, ξεφούσκωσε.

Και κάπου εκεί προς το τέλος, ένας σχολιαστής έγραψε τα εξής: «αυτή η συζήτηση – αν πραγματικά ήταν συν-ζήτηση, από κοινού αναζήτηση, και όχι παράλληλοι μονόλογοι – όχι μόνο δεν ολοκληρώθηκε, αλλά αν μείνει έτσι ξεκρέμαστη δεν θα έχει και τίποτε το σημαντικό να προσφέρει. Θα ’χουμε απλώς «ξεκαθαρίσει ο καθένας τις θέσεις του». Χρήσιμο, αλλά λίγο.»

Η κουβέντα αυτή με έβαλε σε μεγάλες σκέψεις. Αναρωτήθηκα, πραγματικά, ποιο το όφελος; Είχα συμμετάσχει στη συζήτηση με έντονο πάθος, είχα διαβάσεις τις απόψεις των άλλων με μεγάλο ενδιαφέρον, είχα προβληματιστεί και συλλογιστεί πολύ. Αλλά είχα συνδιαλλαγεί αληθινά; Είχα επιτρέψει στις γνώμες των άλλων να διαποτίσουν τη σκέψη μου; Είχα αλλάξει τοποθέτηση έστω και για μια στιγμή, έστω και μόνο για να δοκιμάσω την αίσθηση του κόσμου από μια νέα θέση;

Η αλήθεια είναι πως όχι.

Έκανα μόνο μία μικρή παραχώρηση σε ένα δευτερεύον ζήτημα, και αυτή ακόμη την έκανα μόνον διανοητικά, εγκεφαλικά – μέσα μου συνέχισα να αισθάνομαι ότι η αρχική μου θέση με εξέφραζε περισσότερο.

Όλους αυτούς τους μήνες κουβαλώ μέσα μου τη μνήμη αυτή και προσπαθώ να την επεξεργαστώ. Περιφέρομαι σε αυτό και σε άλλα ιστολόγια, διαβάζω, σκέφτομαι, σχολιάζω, ρωτώ και απαντώ. Και παρατηρώ τις αντιδράσεις μου, καθώς και τις αντιδράσεις των άλλων ιστολόγων και σχολιαστών, στις διάφορες συζητήσεις. Και βλέπω ότι λίγο έως πολύ όλοι το ίδιο κάνουμε.

Μπαίνουμε σε μια συζήτηση, έχοντας ήδη κάποιες προκατασκευασμένες ιδέες στο κεφάλι μας. Τοποθετούμαστε ως προς το θέμα σύμφωνα με τις ήδη διαμορφωμένες απόψεις μας. Κάθε φορά που συναντούμε μια άποψη αντίθετη με τη δική μας, σκαλίζουμε το μυαλουδάκι μας για να βρούμε επιχειρήματα υπέρ της δικής μας άποψης. Αν δυσκολευόμαστε πολύ, τότε αερολογούμε, απεραντολογούμε, αλλάζουμε το θέμα, ή «επιφυλασσόμαστε να επανέλθουμε».

Ποτέ μου δεν είδα κάποιον να αλλάζει γνώμη.

Και αναρωτιέμαι, τι νόημα έχει όλο αυτό; Τι νόημα έχει η παράλληλη παράθεση απόψεων αν δεν συνοδεύεται από ουσιαστικό διάλογο, από συν-ζήτηση που λέει και ο παραπάνω σχολιαστής; Πέραν της ικανοποιήσεως ότι μπορέσαμε κι εμείς να πετάξουμε το λογάκι μας ανεμπόδιστοι (που είναι ομολογουμένως σημαντικό), ουδέν.

Υπερβάλλω, θα μου πείτε – και θα έχετε ίσως δίκιο.

Ωστόσο ελάχιστη συνεννόηση βλέπω. Και όχι μόνον στα ιστολόγια αλλά και αλλού. Καθένας παγιώνει τις απόψεις του κάποια στιγμή στη ζωή του - πώς άραγε; και πότε; - και στη συνέχεια τις περιφέρει αναζητώντας άλλους με ίδιες ή παρόμοιες απόψεις, και συναναστρέφεται με αυτούς. Ακόμη και όταν συζητά - ή προσποιείται ότι συζητά - με διαφωνούντες, αυτό που πραγματικά κάνει είναι ότι εδραιώνει όσο μπορεί καλύτερα τη δική του ήδη παγιωμένη άποψη. Σπάνια, σπανιώτατα ακούει πραγματικά τις απόψεις των άλλων, και ακόμη σπανιώτερα αλλάζει άποψη.

Δημιουργούνται έτσι ομάδες ομοϊδεατών, οι οποίες αν δεν απωθούν τους ετερόδοξους, τουλάχιστον τους αποθαρρύνουν. Εγώ η ίδια έχω αισθανθεί φοβερή αμηχανία κουβεντιάζοντας σε ιστολόγια και fora διαφορετικής ιδεολογίας και τοποθέτησης από τη δική μου. Οι συζητητές στην καλύτερη περίπτωση είναι συγκαταβατικοί και διακριτικά ειρωνικοί, ενώ στη χειρότερη ανοιχτά επιθετικοί. Υποθέτω ότι ανάλογα συναισθήματα αμηχανίας ίσως έχουν νιώσει σχολιαστές στο δικό μου ιστολόγιο, οσάκις εξέφρασαν απόψεις αντίθετες με αυτές που ευαγγελίζομαι εδώ.

Σε όλες τις ιστολογικές συζητήσεις που είχα από τότε μέχρι τώρα, μόνο μία φορά ήμουν πραγματικά ανοιχτή στα λεγόμενα του άλλου, και αυτό επειδή το θέμα το κατείχα ελάχιστα και ως εκ τούτου δεν είχα προκατασκευασμένη άποψη. Σκέφτομαι ότι είναι λογικό να έχει κανείς απόψεις, γνώμες, ιδέες – πως αλλιώς θα κινηθεί στον κόσμο, πώς θα κάνει επιλογές, πώς θα λάβει αποφάσεις; Είναι ίσως λογικό και το να μένει σταθερός στις απόψεις του, εφόσον μάλιστα έχει καταλήξει σε αυτές μετά από πολλή διερεύνηση και περίσκεψη.

Τι νόημα έχουν λοιπόν οι συζητήσεις;

Μία απάντηση ίσως είναι ότι με τον τρόπο αυτό σχηματίζουμε μια εικόνα για το είδος των απόψεων που κυκλοφορούν.

Μια άλλη απάντηση ίσως είναι ότι όσοι ενδιαφέρονται για κάποιο θέμα και δεν έχουν παγιωμένη άποψη μπορούν να διαβάσουν πολλές απόψεις, χωρίς αναγκαστικά να συμμετέχουν στη συζήτηση, ώστε να ενημερωθούν και να σχηματίσουν άποψη με τον τρόπο αυτό.

Μια τρίτη απάντηση ίσως είναι ότι ακόμη και όταν δεν συμφωνούμε ούτε αλλάζουμε άμεσα θέσεις, η συζήτηση μας βάζει σε σκέψεις, σε συλλογισμούς, και ενδέχεται μακροπρόθεσμα να αλλάξουμε άποψη.

Ίσως πάλι να θέλουμε απλώς να εκφραστούμε και να δούμε τις αντιδράσεις των άλλων, να δούμε κατά πόσον μπορούμε να συναντηθούμε, να βρούμε ένα κοινό πνευματικό έδαφος.

Στο κάτω-κάτω χρειάζεται στ’ αλήθεια να συμφωνήσουμε; Ή μήπως μπορούμε να συνυπάρξουμε αρμονικά και διαφωνούντες; Μήπως το κλειδί για τη συνεννόηση δεν είναι το να καταλήξουμε σε μια κοινή θέση, αλλά το να κατορθώσουμε να ζούμε μαζί, καθένας με το δικό του τρόπο, με τις δικές του απόψεις, δεχόμενοι και σεβόμενοι απόλυτα το δικαίωμα των άλλων να έχουν άλλες απόψεις;

Συμφωνείτε ή διαφωνείτε, που έλεγε και η Μαρία Αλιφέρη;



Η οικοδέσποινα θα απουσιάσει για λίγες μέρες, οπότε αν ξεπέσουν τίποτε θερμόπληκτοι σχολιαστές κατά δω, ας συζητήσουν μόνοι τους μέχρι να επανέλθω (έτσι κι αλλιώς και να ήμουν εδώ, θα συν-ζητούσα πραγματικά;-)

Πέμπτη 1 Μαΐου 2008

ΔΕΣΜΩΤΕΣ

- What do you fear, lady?

- A cage. To stay behind bars until use and old age accept them, and all chance of doing great deeds is gone beyond recall or desire.

J.R.R.Tolkien, The Lord of the Rings.




Στις 2 Μαρτίου του 1998, η δεκάχρονη Natascha Kampusch βγήκε από το σπίτι της για να πάει στο σχολείο. Δεν έφτασε ποτέ. Ένας παιδεραστής, ο Wolfgang Plikropil, την απήγαγε και τη μετέφερε στο σπίτι του, όπου είχε ετοιμάσει ένα υπόγειο δωμάτιο για να την φιλοξενήσει: δυόμιση μέτρα κάτω από τη γη, χωρίς παράθυρα, χωρίς φως, πέντε τετραγωνικά μέτρα εμβαδόν και μια ατσάλινη πόρτα.

Η Natascha έμεινε έγκλειστη εκεί οκτώ ολόκληρα χρόνια, μέχρι τις 23 Αυγούστου του 2006, όταν κατόρθωσε να δραπετεύσει. Στην αρχή ο δεσμοφύλακάς της δεν την άφηνε να βγει καθόλου από το υπόγειο. Αργότερα της επέτρεψε να ανέβει στο σπίτι, και τρία χρόνια αργότερα να βγει στον κήπο. Πολύ αργότερα βγήκε και στο δρόμο, πάντοτε συνοδευόμενη από τον άγρυπνο φύλακά της.

Μια φορά βγήκε τρέχοντας από την πόρτα του κήπου. Ένιωσε ίλιγγο, έκανε μεταβολή και γύρισε πανικόβλητη στο σπίτι, πριν εκείνος αντιληφθεί τη σύντομη φυγή της. Ωστόσο ήρθε μια μέρα, χρόνια αργότερα, που κατόρθωσε επιτέλους να αποδράσει.

«Ποτέ μου δεν τον είπα αφέντη, όσο και να το επιθυμούσε», λέει η Natascha.

Ο απαγωγέας αυτοκτόνησε μόλις διαπίστωσε ότι το θύμα του είχε δραπετεύσει.

«Ποτέ δεν θα με πιάσουν ζωντανό», της είχε πει.

Η Natascha λέει ότι νιώθει περισσότερο οίκτο παρά μίσος για το βασανιστή της. Οι ψυχολόγοι μιλούν για το σύνδρομο της Στοκχόλμης, για τον αναπόφευκτο συναισθηματικό δεσμό που δημιουργείται ανάμεσα σε δυο ανθρώπους οι οποίοι συνυπάρχουν σε τόσο στενή σχέση κάτω από την ίδια στέγη, έστω και αν πρόκειται για μια σχέση εκμετάλλευσης και καταναγκασμού.

Όλοι μας έχουμε ανάγκη να αγαπήσουμε και να νιώσουμε ότι μας αγαπούν. Όταν ο μόνος άνθρωπος που βρίσκεται δίπλα μας είναι ταυτόχρονα ο βασανιστής μας, δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να αγαπήσουμε αυτόν.

Ο Wolfgang σίγουρα αγαπούσε τη Natascha. Ήταν ότι πολυτιμότερο είχε στη ζωή του. Σίγουρα θα έκανε τα πάντα για να της εξασφαλίσει μια άνετη και ευχάριστη ζωή – τα πάντα, εκτός από το να της δώσει την ελευθερία της.

Άραγε η Natascha ήταν περισσότερο έγκλειστη από μια οποιαδήποτε κοπέλα που παντρεύεται από υποχρέωση, από συνήθεια, από κοινωνική πίεση, γιατί έτσι κάνουν όλοι, που ζει μια ζωή στο πλευρό ενός ανθρώπου ο οποίος της είναι αδιάφορος, ίσως και απωθητικός, που έχει σεξουαλική επαφή μαζί του αναγκαστικά επειδή είναι ο άντρας της, που «μαθαίνει» τελικά να τον «αγαπάει» γιατί αυτή είναι η μόνη επιλογή που της δίνεται πέρα από την τρέλα;

Υπάρχουν κοινωνίες όπου η γυναίκα εξακολουθεί από κάθε πρακτική άποψη να είναι αντικείμενο. Όμως ακόμη και στις ελεύθερες δυτικές κοινωνίες μας, πόσες γυναίκες αλλά και πόσοι άντρες επιλέγουν ουσιαστικά ελεύθερα τον τρόπο ζωής τους; Πόσο εύκολο είναι να ζήσεις μια ζωή έξω από τα καθιερωμένα; Πόσο εύκολο είναι να ζήσεις μόνος, πόσο εύκολο είναι να χωρίσεις; Πόσο στηρίζει η κοινωνία μας αυτές τις επιλογές;

Και πόσο εύκολο είναι να πληγώσεις έναν άνθρωπο που σε έχει απελπιστικά ανάγκη για να νιώθει ασφαλής και ευτυχισμένος; Πόσο εύκολο είναι να εγκαταλείψεις κάποιον που έχεις μάθει να αγαπάς μετά από ατελείωτα χρόνια κοινής κάθειρξης; Πόσο εύκολο είναι να διεκδικήσεις το δικό σου θέλω ενάντια στο θέλω του άλλου; Ίσως οι μεγαλύτεροι δεσμοφύλακες να βρίσκονται τελικά μέσα μας.

Τουλάχιστον η Natascha ήξερε ότι υπήρχε ένας κόσμος εκεί έξω με άλλες αξίες, όπου μπορούσε κάποτε να δικαιωθεί, αρκεί να κατόρθωνε να παραμείνει ζωντανή, αρκεί να διατηρούσε μια σπίθα δύναμης και διαύγειας.

Βλέπω μια φωτογραφία που τραβήχτηκε αμέσως μετά τη διάσωση της Natascha: κάτω από μια μεγάλη γαλάζια κουβέρτα εξέχουν δυο λιγνά κατάλευκα πόδια, ανέγγιχτα από το φως του ήλιου.

Δυο πόδια που μόλις έκαναν το μεγαλύτερο βήμα της ζωής τους.

Δείτε τις ταινίες:

The collector (Ο συλλέκτης) του William Wyler, με τους Samantha Eggar και Terence Stamp (εξαιρετικός στο ρόλο του)

Átame (Δέσε με) του Pedro Almodóvar, με τους Victoria Abril και Antonio Banderas

Ο διάλογος του Aragorn και της Éowyn στην αρχή της ανάρτησης γράφτηκε από μνήμης. Δυστυχώς λόγω έλλειψης χώρου πολλά βιβλία μου βρίσκονται σε κούτες στην αποθήκη. Κάποτε γνώριζα όλο το βιβλίο απ’ έξω, από τότε όμως έχουν περάσει χρόνια. Αν υπάρχει κάποιο μικρό λάθος, ας με συγχωρήσουν οι αναγνώστες μου.

Τετάρτη 2 Απριλίου 2008

ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΤΟΥ ΑΙΝΙΓΜΑΤΟΣ

Ιδού το «κλειδί» του αινίγματος του Γιάννη και της Μαρίας που είχα αναρτήσει εδώ http://aoratimelani.blogspot.com/2008/03/blog-post_18.html. Όχι ότι καίγεται και κανείς να το μάθει, άλλωστε όπως προείπα δεν ξεκλειδώνει τίποτε, αλλά το είχα υποσχεθεί.

Η Μαρία είναι πέντε χρονών, είναι η μικρή κόρη του Γιάννη, ο οποίος είναι χήρος και εργάζεται στην ταβέρνα. Ο Βασίλης είναι συνομήλικος φίλος της και σύντροφος στα παιχνίδια. Όπως καταλαβαίνετε, αν κάποιος έχει υποθέσει (όπως κάνουμε πολλοί) ότι η Μαρία και ο Γιάννης είναι σύζυγοι, ότι ο Γιάννης την παρατά κάθε βράδυ για να μπεκροπίνει στην ταβέρνα, και ότι η Μαρία πικραμένη και οργισμένη αποφάσισε να τον κερατώσει με το Βασίλη, έχουν πέσει τελείως έξω. Μπορεί κανείς να κατακρίνει το Γιάννη και τους γονείς του Βασίλη που αφήνουν μόνα τα παιδιά τέτοια ώρα, τη Μαρία που παράκουσε το μπαμπά της, ή τον περαματάρη που αρνήθηκε να περάσει απέναντι το κοριτσάκι. Πάντως το σκηνικό αλλάζει εντελώς.

Όμως έχει στ’ αλήθεια σημασία;

Ακόμη και έχοντας τις διευκρινίσεις αυτές, μπορούμε πραγματικά να γνωρίζουμε όλες τις διαστάσεις τις υπόθεσης; Είμαστε ποτέ πραγματικά ενήμεροι; Έχουμε ποτέ μας αρκετή πληροφορία και αρκετά αντικειμενικά κριτήρια για να κρίνουμε τις πράξεις των άλλων και τις καταστάσεις γύρω μας;

Εγώ νομίζω πως όχι.

Αυτό φυσικά δεν μας απαλλάσσει από την ανάγκη, συχνά και από την υποχρέωση, να κρίνουμε. Μπορεί όμως να μας διδάσκει να είμαστε επιφυλακτικοί στις κρίσεις μας, να κρίνουμε κατά περίπτωση, να μην γενικεύουμε απερίσκεπτα, και να είμαστε πάντα ανοιχτοί σε νέα ενδεχόμενα ή απόψεις που μπορεί να διαφοροποιήσουν ή να ανατρέψουν την κρίση μας.

Κοντολογίς, να είμαστε ελαστικοί και ευέλικτοι.

Τρίτη 18 Μαρτίου 2008

ΑΙΝΙΓΜΑ

Τα φαινόμενα απατούν

Ένας καλός φίλος μου έστειλε πρόσφατα ένα σύνδεσμο όπου αναφέρεται γνωστό αίνιγμα ηθικού μάλλον προβληματισμού:

http://nikosdimou.blogspot.com/2006/05/blog-post_11.html

Ο καλός μου φίλος ισχυρίστηκε ότι το αίνιγμα αυτό ήταν σχεδόν ίδιο με ένα άλλο αίνιγμα που του είχα πει εγώ κάποτε. Εγώ του επεσήμανα ότι το δικό μου ήταν τελείως διαφορετικό – αλλά τολμώ να πω εξίσου ή και περισσότερο ενδιαφέρον. Και για του λόγου το αληθές το παραθέτω εδώ. Αξίζει τον κόπο να το διαβάσετε και να επιχειρήσετε να απαντήσετε – όπως θα διαπιστώσετε στο τέλος, αφού σας δώσω το κλειδί του αινίγματος.

Η Μαρία και ο Γιάννης μένουν κοντά στην όχθη ενός ποταμού. Για να διασχίσει κανείς στον ποταμό υπάρχουν δύο τρόποι: μια βάρκα που την έχει ο περαματάρης και χρεώνει ένα νόμισμα για να σε περάσει απέναντι, και η γέφυρα, όπου όμως κάθε βράδυ πηγαίνει ένας τρελός, και πετάει στο νερό όποιον επιχειρήσει να διασχίσει.

Κάθε απόγευμα στις 6 ο Γιάννης πηγαίνει στην ταβέρνα, στην άλλη όχθη του ποταμού, όπου και μένει μέχρι τις 12, ενώ η Μαρία μένει μόνη στο σπίτι. Ο Γιάννης της έχει απαγορεύσει να βγαίνει μόνη της από το σπίτι. Ένα απόγευμα όμως η Μαρία νιώθει μεγάλη μοναξιά και αποφασίζει να επισκεφτεί το Βασίλη, που μένει στην άλλη όχθη του ποταμού. Διασχίζει τον ποταμό από τη γέφυρα και πηγαίνει στο σπίτι του Βασίλη. Ξεχνιούνται με την καλή παρέα και η ώρα περνά. Όταν η Μαρία σκέφτεται ότι πρέπει να επιστρέψει επιτέλους στο σπίτι της, έχει κιόλας νυχτώσει. Ξέρει ότι η γέφυρα είναι επικίνδυνη τη νύχτα. Πηγαίνουν στη βάρκα, αλλά η Μαρία δεν έχει καθόλου χρήματα πάνω της, και ο περαματάρης αρνείται να την περάσει απέναντι χωρίς χρήματα. Ο Βασίλης της λέει ότι δυστυχώς δεν μπορεί να τη βοηθήσει. Η Μαρία θέλει οπωσδήποτε να βρίσκεται σπίτι πριν επιστρέψει ο Γιάννης για να μην θυμώσει. Αποφασίζει λοιπόν να περάσει από τη γέφυρα. Δυστυχώς όμως εκεί καραδοκεί ο τρελός, που παρά τις φωνές και τα παρακάλια της, την πετάει στο νερό. Η Μαρία δεν ξέρει κολύμπι, τα νερά είναι ορμητικά και πνίγεται.

Ποιος ευθύνεται για το θάνατο της Μαρίας;

Τετάρτη 12 Μαρτίου 2008

ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΣΩΒΡΑΚΟ

Ημέρα της γυναίκας

Αντιγράφω από το κεντρικό δισέλιδο της εφημερίδας LIFO:



Με μια κίνηση υψηλής αυτοθυσίας και για να γιορτάσει τη μέρα της γυναίκας, η συντάκτρια της LifO Ειρήνη Χειρδάρη προσφέρει τον άντρα της Rodrigo Cruz Santos γυμνό στις αναγνώστριές μας. Τον είχαμε ζητήσει ολόγυμνο, αλλά έθεσε βέτο: «Θα φοράει ένα χρυσό μαγιό».



Πάλι καλά που έθεσε βέτο το παλικάρι, ν’ αγιάσει η ψυχούλα του – δεν νομίζω να το άντεχα το υπερθέαμα χωρίς το βέτο. Αν κι εδώ που τα λέμε ίσως να ήταν καλύτερα – ένα απλό τσουτσούνι στο φυσικό του χρώμα ίσως να με είχε σοκάρει λιγότερο από αυτό το απαστράπτον περιτύλιγμα.

Από όλες τις «παγκόσμιες ημέρες» από τις οποίες έχει κατακλυσθεί η ήδη πλήρης εορτών και πανηγύρεων ζωή μας, η Ημέρα της Γυναίκας είναι ίσως η πιο αμφιλεγόμενη. Επικρατεί άγνοια και ασάφεια ως προς το τι ακριβώς γιορτάζουμε, πώς ξεκίνησε, τι συμβολίζει. Όσοι πραγματικά νοιάζονται, μπορούν να πληροφορηθούν επ’ αυτών και άλλων θεμάτων στο διαδίκτυο.

Πέρα όμως από την ιστορική διάσταση του πράγματος, άσχετα με το πώς ξεκίνησε, πώς καθιερώθηκε και τι σκοπό έχει, εγώ αναρωτιέμαι: τι σημαίνει αυτή η γιορτή για εμάς, τους σύγχρονους ανθρώπους και δη τις σύγχρονες γυναίκες;

Κάθε χρόνο βλέπω τις ομόφυλές μου να ξεχύνονται στους δρόμους ενθουσιώδεις, έχοντας αφήσει τον συμβίο τους στο σπίτι μετά των τέκνων, με την πρόθεση να γλεντήσουν, να ξεσαλώσουν, να οργιάσουν, και μάλιστα με μια ολοένα αυξανόμενη τάση να επιδείξουν παντοιοτρόπως ότι μπορούν κι εκείνες να μεταχειριστούν τα αρσενικά ως σεξουαλικά αντικείμενα, παίρνοντας έτσι εκδίκηση για τις γενιές και γενιές καταπιεσμένων γυναικών που τις μεταχειρίστηκαν έτσι.

Κατ’ εμέ, αυτό που καταδεικνύουν με αυτόν τον τρόπο, είναι ότι όλο το χρόνο δεν ξεμυτίζουν από το σπίτι τους, και περιμένουν αυτή την άγια μέρα για να ξεμυτίσουν από τα σκατά, να πάρουν βαθιά ανάσα και να ξαναβάλουν τα κεφάλια μέσα. Και αυτό που πετυχαίνουν αντιστρέφοντας τους ρόλους του σεξουαλικού εκμεταλλευτή, αντί να διασώζουν τη γυναικεία αξιοπρέπεια, είναι να εξευτελίζουν ΚΑΙ τους άντρες, ακυρώνοντας έτσι και το τελευταίο ίχνος σεβασμού στις διμερείς σεξουαλικές σχέσεις.

Κορίτσια, αυτό δεν είναι ισότητα, αυτό είναι ισοπέδωση. Έχουμε πράγματι ανάγκη να βάλουμε ένα αγοράκι να μας κάνει στριπτήζ για να νιώσουμε περισσότερο γυναίκες; Έχουμε πράγματι ανάγκη να δούμε ένα λόχο φουσκωτών να μας τα κουνά και να ουρλιάζουμε υστερικά για να νιώσουμε απελευθερωμένες; Αυτό το νόημα έχει η ημέρα της γυναίκας; Αντί να κοιτάξουμε να απαλλάξουμε τις εκδιδόμενες κοπέλες από το εξευτελιστικό επάγγελμά τους, ζητάμε και εκδιδόμενα αγοράκια για να ισορροπήσει η ζυγαριά; Ω ναι, οι στρίπερ δεν είναι ακριβώς ζιγκολό (αν και υποθέτω ότι κάποιοι από αυτούς ίσως ασκούν και τα δυο επαγγέλματα). Και συνήθως δεν είναι θύματα σωματεμπορίου όπως οι τρομοκρατημένες αλλοδαπές κοπελίτσες της νυχτερινής οδού Σοφοκλέους. Δεν είναι και τόσο τραγικά τα πράματα, το ξέρω. Απλώς μου φαίνεται θλιβερό όλο αυτό το κλίμα, μου φαίνεται θλιβερό να εστιάζεται εκεί το νόημα της γυναικείας απελευθέρωσης, μου φαίνεται θλιβερό να μιλάμε καν για ημέρα της γυναίκας, όπως και να μιλάμε για ημέρα της μητέρας, ημέρα του πατέρα, ημέρα του περιβάλλοντος, για μία και μοναδική μέρα το χρόνο που θυμόμαστε και τιμάμε ένα πρόσωπο, ένα ρόλο, μιαν αξία, ξεχνώντας επιμελώς να την τιμήσουμε τις υπόλοιπες 364 (ή 365 αν είναι δίσεχτος).

Ειρήνη σε ευχαριστώ, δεν θα πάρω. Να το χαίρεσαι το Ροδρίγο σου και να σε χαίρεται κι εκείνος. Έχουμε κάθε λόγο να υποθέσουμε άλλωστε ότι ένα μυθικής αξίας σώβρακο δεν μπορεί παρά να κρύβει αμύθητης αξίας περιεχόμενο.

Να διευκρινίσω ότι δεν είμαι διόλου αυτό που λέμε συντηρητική ούτε σεμνότυφη. Κάθε άλλο. Πέρυσι μάλιστα την ημέρα της γυναίκας πήγα σε μαγαζί όπου είχε αντρικό στριπτήζ, και μάλιστα ήμουν από τις ελάχιστες που όταν τις πλησίασε το παλικάρι δεν απέστρεψαν το πρόσωπο ερυθριάζοντας και χαχανίζοντας με επιδεικτική συστολή, αντιθέτως σηκώθηκα και κουνήθηκα και συμμετείχα στο δρώμενο διασκεδάζοντας – άλλωστε κι εκείνος έμοιαζε να το διασκεδάζει. Δεν έχω τίποτα με το στριπτήζ, μου αρέσει και πολύ μάλιστα, όταν γίνεται από αυτό που θεωρώ εγώ κατάλληλα άτομα σε κατάλληλο πλαίσιο – μεταξύ εραστών σε μια προσωπική στιγμή, λόγου χάρη, ή σε μια παρέα φίλων που εκτός από τριανταμία της αρέσει να παίζει και πιο ενήλικα παιχνίδια. Πάντα με την συγκατάθεση και προς τέρψη όλων των παρευρισκόμενων, θεατών και θεαθέντων, πάντα αυθόρμητα και ελεύθερα, και όχι επί χρήμασι. Το στριπτήζ είναι μέρος του ερωτικού παιχνιδιού και δεν μου αρέσει να βλέπω το ερωτικό παιχνίδι να ανάγεται σε κοινωνικό συμβολισμό ή να γίνεται αντικείμενο οικονομικής συναλλαγής.

Δεν είναι τόσο για τους άντρες που με ενοχλεί το αντρικό στριπτήζ. Ορισμένοι μπορεί να το κάνουν και για το κέφι τους, μπορεί και να τη βρίσκουν, μπορεί να το βλέπουν απλώς σαν ένα ακόμη επάγγελμα και να μην τους ενοχλεί – δεν ξέρω, δεν απαντώ.* Με ενοχλεί για τις γυναίκες που κάθονται και το βλέπουνε, χωρίς να ξέρουνε καλά-καλά γιατί το βλέπουνε. Και με ενοχλεί κυρίως για το μάρκετινγκ της υπόθεσης, για το τεχνητό κλίμα που δημιουργείται γύρω από όλο αυτό, για την παραπλανητικά γλεντζέδικη ατμόσφαιρα που μας εμποδίζει να εστιάσουμε στην ουσία και να αξιοποιήσουμε την ευκαιρία που μας δίνει αυτή η ρημάδα η Ημέρα - την ευκαιρία να αναβαθμίσουμε πραγματικά τη θέση της γυναίκας στο σύγχρονο κόσμο. Για να μην υπάρχουν γυναίκες θύματα ρατσισμού, θύματα εκμετάλλευσης, θύματα σεξουαλικής ή άλλης κακοποίησης, θύματα κοινωνικών διακρίσεων, θύματα προλήψεων και προκαταλήψεων. Ούτε και άντρες άλλωστε.

Μήπως θα ήταν καλύτερα να καταργήσουμε όλες τις Ημέρες και να καθιερώσουμε μία και μοναδική Ημέρα του Ανθρώπου;

* Να σημειώσω επίσης ότι γνωρίζω, όπως κάθε σύγχρονη γυναίκα που σέβεται τον εαυτό της, ότι οι περισσότεροι στρίπερ (αν όχι όλοι) είναι gay. Οπότε ας τους καταργήσουμε βρε κορίτσια, τι είχαμε τι χάσαμε!

Σύνδεσμοι:

http://www.un.org/ecosocdev/geninfo/women/womday97.htm

http://www.internationalwomensday.com/about.asp



* και το βιντεάκι που μου χάρισε ο Δρακατώρ (άσχετο με το θέμα, αλλά έχει πλάκα):

http://marriageresourcecenter.org/videogallery/4/med/VideoWidget8.htm


Κυριακή 9 Μαρτίου 2008

ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΡΟΛΩΝ

Χοροί και πανηγύρια

Κατ’ αρχήν να ζητήσω συγγνώμη από τυχόν παραπλανημένους λάτρεις των RPG που ξεκίνησαν να διαβάζουν αυτό το post. Καμμία σχέση, παιδιά – ή μήπως μιλάμε για το μεγαλύτερο RPG που έγινε ποτέ;

Μιλάμε για ρόλους – για τους ρόλους που παίζουμε καθημερινά όλοι μας με αξεπέραστη μαεστρία: μπαμπάς, μαμά, παιδί, υπάλληλος, αφεντικό, σύζυγος, άντρας, γυναίκα. Αλλά για να μη σας το παραβαρύνω, θα μιλήσω με μία επίκαιρη παραβολή.

Καρναβάλι διανύουμε, είπα λοιπόν κι εγώ να καρναβαλιστώ. Προχτές πήγα σε επώνυμη αίθουσα χορού όπου συχνάζει η χορομανής αδελφή μου και ενίοτε πηγαίνω κι εγώ να ρίξω τις φούρλες μου. Είχα μασκαρευτεί κάτι ακαθόριστο, με παρδαλό φουστάνι με βολάν, ένα καλσόν με κότες και κοτόπουλα, ένα κόκκινο καπέλο ελικοδρόμιο και μια μπούρκα με φλουριά (για όσους δεν γνωρίζουν, η μπούρκα είναι σαν αδιαφανής φερετζές που καλύπτει όλο το πρόσωπο αφήνοντας μόνο τα μάτια έξω). Στην παρέα ήταν και ο μεγάλος γιος της αδελφής μου. Είχε φορέσει ένα αμάνικο λευκό μίνι φόρεμα με πολύχρωμες καρδούλες, ένα ροζ μποά με φτερά και ένα χνουδωτό κίτρινο και ροζ (όχι πράσινο) μπερέ. Για να αποκτήσει βάθος και νόημα όλο αυτό, πρέπει να γνωρίζετε ότι το ανιψούδι μου είναι δυο μέτρα μπόι (κυριολεκτικά), τρίγωνος επάνω, τετράγωνος κάτω και φουσκωτός εκεί που πρέπει. Έχει διακοσμήσει μεγάλο τμήμα των μπράτσων και της πλάτης με στιγματισμένους δράκους και συναφή μυθολογικά τέρατα. Επειδή μια εικόνα αξίζει όσο χίλιες λέξεις, σας τον έβαλα και σε φωτό για του λόγου το αληθές. Το κερασάκι είναι ότι πέρυσι υπηρέτησε στους λοκατζήδες όπου και διέπρεψε, πήρε και γαλόνια ή σαρδέλες ή τέλος πάντων αυτά τα αστραφτερά διακοσμητικά που παίρνουν όσοι λένε καλά το μάθημα, κάτι σαν τις χαλκομανίες που μας κολλούσε η δασκάλα στο τετράδιο της πρώτης δημοτικού.

Το θέαμα άγγιξε κάποια χορδή μέσα μου, θα σας γελάσω ποια ακριβώς, πάντως πολύ μπάσα θα πρέπει να ήταν, γιατί μου ήρθε όρεξη να τον χορέψω. Εγώ καβαλιέρος, εκείνος ντάμα. Το παλικάρι έκανε φιλότιμες προσπάθειες όπως κι εγώ άλλωστε. Χορέψαμε δύο χορούς κουτσά στραβά. Έχω να πω ότι πιο άθλια ντάμα δεν έχω χορέψει στη ζωή μου. Όχι, δεν έφταιγε το μπόι του, ούτε το παράστημά του, ούτε καν το γεγονός ότι δεν είχε μάθει ποτέ του τα βήματα της ντάμας. Έφταιγε που δεν με άφηνε να τον κουμαντάρω. Προσπαθούσε να με ακολουθήσει, αλλά το έβλεπες ότι είχε άγχος, ότι δεν μπορούσε να αφήσει τον έλεγχο σε μένα.* Εννοείται ότι χόρεψε και είπε κι ένα τραγούδι - εδώ εγώ τον μεγάλωσα, μόνο που δεν τον εβύζαξα, και θα μου κάνει τώρα εμένα αυτός κουμάντο επειδή έκανε τον κομάντο; Τι πρασινοσκούφηδες και πράσινα άλογα!

Ξέρω να χορεύω τόσο ως ντάμα όσο και ως καβαλιέρος κι έχω πιάσει στα χέρια μου τα πάντα: από τους καλύτερους μέχρι τους χειρότερους. Το βασικό προσόν μιας καλής ντάμας είναι ένα και μοναδικό: να ξέρει να ακολουθεί. Και φυσικά το βασικό προσόν ενός καλού καβαλιέρου είναι ένα και μοναδικό: να ξέρει να οδηγεί.

Από γεννησιμιού τους ή και πρωτύτερα ακόμη, όλες οι γυναίκες μαθαίνουν να ακολουθούν, και όλοι οι άντρες να οδηγούν – με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία. Όπως μαθαίνουν και μία σειρά από άλλα πράγματα που αθροιζόμενα δομούν αυτό που τελικά ονομάζουμε «ταυτότητα» ή «προσωπικότητα». Γιατί ένας άντρας με λευκό μίνι φόρεμα είναι πιο αστείος από μια γυναίκα με λευκό μίνι φόρεμα; Αντικειμενικά, δεν είναι καθόλου αστείος. Είναι το ξάφνιασμα, η παράβαση του κανόνα, το σπάσιμο των καλουπιών του ρόλου που μας αιφνιδιάζει και μας κάνει να γελάμε για να εκτονώσουμε το ταμπού. Γιατί αν δεν γελάσουμε, θα πρέπει είτε να τον απορρίψουμε (δεν είναι άντρας, δεν συμμορφώνεται με τα κοινωνικά επιβεβλημένα πρότυπα) είτε να ανοίξουμε το μυαλό μας και να τον δεχτούμε (να καταλάβουμε ότι μπορεί κανείς να είναι άντρας ακόμη και φορώντας ένα λευκό μίνι). Όλοι κάνουμε το πρώτο, αρκετοί κάνουμε το δεύτερο, και ελάχιστοι κάνουμε το τρίτο.

Ακόμη και άντρες που αντιλαμβάνονται το καλούπωμα που έχουν υποστεί, πολύ δύσκολα θα έσπαζαν ένα τέτοιο ταμπού χωρίς σοβαρό λόγο – είναι εύλογο, θα είχαν να αντιμετωπίσουν έντονη κοινωνική κατακραυγή. Αλλά το κυριότερο είναι ότι θα ένιωθαν άβολα και αμήχανα οι ίδιοι. Ακόμη και με τα μακριά μαλλιά οι περισσότεροι νιώθουν άβολα – για να μην φτάσουμε στα άκρα. Και φυσικά το ίδιο ισχύει για τις γυναίκες.

Όποτε χορεύω καβαλιέρος, αντιμετωπίζω περίπου τριπλάσια δυσκολία από εκείνη που αντιμετωπίζω ως ντάμα. Μέρος της δυσκολίας αυτής είναι αντικειμενική – όταν οδηγείς εσύ έχεις μεγαλύτερη ευθύνη και πρέπει συνέχεια να είσαι σε υπερένταση για να σχεδιάσεις τις κινήσεις σου και να τις εκτελέσεις σωστά. Μέρος της προέρχεται από τους άλλους – πολλές κοπέλες ξαφνιάζονται ή ενοχλούνται όταν βλέπουν γυναίκα καβαλιέρο και χρειάζεται να καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια για να τις κερδίσω, να τις πείσω για την ικανότητά μου, πολύ μεγαλύτερη παρά αν ήμουν άντρας (αφήνω κατά μέρος το γεγονός ότι υπάρχουν και άντρες που ενοχλούνται και αναγκάζομαι να τους ανταγωνιστώ). Μέρος της όμως προέρχεται από εμένα την ίδια – από την ανασφάλειά μου, από την αμφιβολία μου, από το φόβο που αισθάνομαι κάθε φορά που κάνω έστω κι ένα μικρό βήμα έξω από το ρόλο μου σαν «γυναίκα», κάθε φορά που σπάω κάποιο καλούπι. Επιστρατεύω όλο μου το πείσμα, όλη μου την αυτοπεποίθηση, όλη μου τη λαχτάρα για ελευθερία, ώστε να καταφέρω να πείσω τον εαυτό μου και τους άλλους ότι είμαι ικανή να φέρω σε πέρας τον «άλλο ρόλο» και ταυτόχρονα να παραμείνω αυτό που ούτως ή άλλως είμαι: γυναίκα.

Φαντάσου να ήθελα να γίνω και υπουργός των εξωτερικών! Έρημη Κοντολίζα τι τραβάς!

Πού θέλω να καταλήξω; Είναι απλό.

Λέω στην τετράχρονη κόρη μου όσο συχνότερα μπορώ:

- Τι διαφορά έχουν τα αγόρια από τα κορίτσια;

- Τα αγόρια έχουν πουλάκι ενώ τα κορίτσια έχουν πιπί.

Αυτό και τίποτε άλλο.

Όλα τα άλλα είναι κοινωνικά εφευρήματα, επινοημένα κατασκευάσματα, επιβεβλημένοι ρόλοι, περιοριστικές πεποιθήσεις. Κορσέδες που μας εμποδίζουν να ξεδιπλώσουμε όλο το δυναμικό μας και να λειτουργήσουμε ελεύθερα. Ας βγάλουμε τους κορσέδες.

Ζήτω ο γυμνισμός!



* Για να είμαστε δίκαιοι, οφείλω να πω ότι η χορευτική μας δυστοκία οφειλόταν όχι μόνο στη δική του απειρία στο ακολουθείν, αλλά και στη δική μου απειρία στο οδηγείν. Μαθαίνω χορό εδώ και πολλά χρόνια, αλλά μόλις φέτος ξεκίνησα να μαθαίνω και τα βήματα του καβαλιέρου. Έχω κάνει αλματώδεις προόδους, ομολογώ όμως ότι έχω ακόμη πολύ δρόμο μπροστά μου - ειδικά όταν η ντάμα μου είναι δίμετρη και αρσενική.