Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα θάνατος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα θάνατος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2020

καί εἰς χοῦν ἀπελεύσει

Έφυγε τελευταίος από τον καφέ. Λες και κάτι τον κράταγε. Όλοι φυλλορρόησαν ένας-ένας, μία-μία, στο τέλος είχε μείνει μόνο η μάνα και δυο τρεις πολύ δικοί, ώσπου κάποια στιγμή σηκώθηκαν κι αυτοί, σαν ένα σώμα. Συντρόφεψε τη μάνα ως το αυτοκίνητο, χρονοτριβώντας με κουβέντες στοργικές και ανήμπορες.

Ύστερα έμεινε μόνος.

Κατηφόρισε κατά την παραλία. Πήρε το δρόμο κατά πέρα, άδειο από ανθρώπους, μονάχα δυο τρία θαλασσοπούλια στέγνωναν τα φτερά τους στην άκρη της προβλήτας. Έμεινε ώσπου ο ήλιος πήρε να τον καίει και να του λιώνει το μυαλό. Όταν δεν άντεχε άλλο πια, γύρισε και μπήκε στο αμάξι. Μηχανικά έκανε όπισθεν, έστριψε δεξιά στον κεντρικό για να φύγει, ασυναίσθητα όμως έκοψε πάλι το τιμόνι αριστερά, κατά το κοιμητήριο.

Διάβηκε ξανά τον λευκό περίβολο, καρδιοχτυπώντας. Διέσχισε ξανά τα άδεια μονοπάτια, μέσα στην εκκωφαντική σιωπή. Ιχνηλάτησε την ίδια πάλι διαδρομή, μόνος αυτή τη φορά, ίσαμε το μνήμα. Δυο κυπαρίσσια παραστέκονται, ακοίμητοι φρουροί και σύντροφοι, πλάι στο φρεσκοσκαμμένο χώμα. Λευκά τριαντάφυλλα στεφάνι κι ένας λευκός σταυρός: «ΣΤΟ ΠΟΛΥΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΜΟΥ ΠΑΙΔΙ. Η ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ.»

Και σαν ξανάρχισε ο χρόνος να κυλάει, ξύπνησε με κόπο τα μουδιασμένα μέλη του. Δεν άντεχε να φύγει έτσι, μόνος, άδειος. Άπλωσε το χέρι και τράβηξε ένα λευκό τριαντάφυλλο. Κρατώντας το σαν σκήπτρο έφτασε στο αμάξι μα καθώς έκανε να μπει, ένα δυο πέταλα έπεσαν στο χώμα. Ακράγγιξε το λευκό μπουμπούκι και είδε πως το κεφαλάκι κιόλας έγερνε, μαδούσε. Άλλα δυο πέταλα στροβιλίστηκαν προς τα κάτω. Στην άλλη μεριά του δρόμου είδε ένα αμπέλι. Το έφτασε με δυο δρασκελιές, τέντωσε το χέρι και σκόρπισε ό,τι απόμενε απ’ το άνθος. Λευκές μνήμες φτερούγισαν στο φως του φθινοπώρου.

Ύστερα μπήκε ξανά στο αμάξι και πήρε τον δρόμο του γυρισμού.

«Όλα τα κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχτα.

Όλα τα δάχτυλα.

Σιωπή.»


 


Δευτέρα 27 Απριλίου 2020

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΜΙΑΣ ΑΘΕΗΣ ΣΤΗ ΔΥΣΚΟΛΗ ΩΡΑ

 «Άθεοι μέχρι να πέσει το αεροπλάνο». Πόσο συχνά έχετε ακούσει αυτή την επωδό;

Είναι πολύ διαδεδομένη η αντίληψη ότι «Στη δύσκολη ώρα όλοι στρέφονται στον Θεό». Επικρατεί η εντύπωση ότι οι άθεοι απαξιώνουν τον θεό, σαν πεισματάρικα παιδιά που αρνούνται τη βοήθεια του πατέρα, αλλά μόλις βρεθούν στην ανάγκη του γυρίζουν μετανιωμένα στη θαλπωρή της αγκαλιάς του, ως άλλοι άσωτοι υιοί και άσωτες θυγατέρες. Είναι όμως αλήθεια αυτό;

Φυσικά και όχι.

Η διαφορά του άθεου από τον θεϊστή δεν είναι ότι ο πρώτος απαρνιέται τον θεό, αλλά ότι απορρίπτει την πίστη.  Όταν λέμε ότι ο άθεος δεν πιστεύει στον θεό, δεν εννοούμε «δεν πιστεύει ότι τον χρειάζεται» αλλά «δεν πιστεύει ότι υπάρχει». Δεν εννοούμε ότι δεν τον εμπιστεύεται, αλλά ότι δεν έχει πεισθεί για την ύπαρξή του. Δεν έχει πεισθεί, επειδή προσεγγίζει το ερώτημα περί ύπαρξης θεού με σκεπτικισμό και όχι με πίστη. Δεν έχει πεισθεί, επειδή εξετάζει με τη λογική όλα τα στοιχεία περί της ύπαρξης θεού και βλέπει ότι δεν έχει αποδειχθεί αυτή η ύπαρξη. Δεν έχει πεισθεί, επειδή έχει καταλάβει ότι η γνώση αποκτάται μόνο με έρευνα και όχι με πίστη. Και δεν πρόκειται να πεισθεί ξαφνικά μόνο και μόνο επειδή βρέθηκε μπροστά σε μια δυσκολία της ζωής.

Έχω γράψει παλιότερα για το θέμα της πίστης και των διαφορετικών εννοιών του ρήματος «πιστεύω».

Οι άθεοι δεν είναι αρνητές του θεού, αλλά αρνητές της πίστης. Πράγμα που δυσκολεύονται αφάνταστα να συλλάβουν οι περισσότεροι πιστοί, καθώς θεωρούν απολύτως δεδομένη την ύπαρξη θεού. Δεν χωράει στη μυαλό τους πώς μπορεί κάποιος να μην πιστεύει ότι υπάρχει θεός. Είναι απολύτως βέβαιοι ότι υπάρχει ο θεός τους, το θεωρούν εξίσου προφανές για όλους και νομίζουν ότι οι άθεοι τρόπον τινά «κάνουν μούτρα» στον θεό, αλλά μόλις βρεθούν στα δύσκολα, έρχονται στα συγκαλά τους και κόβουν τα ναζάκια.

Προσωπικά, δεν έχω γνωρίσει ποτέ μου άθεο που να έγινε ξανά πιστός λόγω μιας δυσκολίας στη ζωή (ούτε και για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εδώ που τα λέμε). Κυκλοφορούν διάφορες υποτιθέμενες «προσωπικές ιστορίες» άθεων που έγιναν θρήσκοι, αλλά οι περισσότερες, αν όχι όλες, κατόπιν διερεύνησης αποδεικνύονται πλαστές ή τουλάχιστον ανεπιβεβαίωτες, από τρίτο ή τέταρτο χέρι πάντα. Αντιθέτως, υπάρχουν πολλές ιστορίες άθεων που αντιμετώπισαν κάποια σοβαρή δυσκολία στη ζωή τους, ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο με τον θάνατο και παρέμειναν άθεοι. Τέτοιες ιστορίες έχω ακούσει από πρώτο χέρι, από τα ίδια τα άτομα που τις έζησαν.

Μάλιστα, έτυχε να ζήσω μια τέτοια ιστορία κι εγώ η ίδια.

Πριν από έντεκα χρόνια, είχα ένα ορειβατικό ατύχημα. Μάλιστα με αφορμή αυτό έγραψα παλιότερα ένα άρθρο για τους άνδρες των σωμάτων ασφαλείας. Σήμερα θα γράψω πάλι για εκείνο το περιστατικό, από μια πιο προσωπική σκοπιά.

Ξεκινήσαμε με μια φίλη και με τη σκυλίτσα μου να πάμε στο Χελμό, στο Μαυρονέρι, που συνδέεται με τη  μυθική Στύγα. Απολαμβάναμε τη διαδρομή μέσα στο υπέροχο τοπίο ώσπου φτάσαμε στο φαράγγι της Στύγας. Ο καταρράκτης φαινόταν στο βάθος, αριστερά μας σε μεγάλο βάθος ήταν ο ποταμός, μπροστά και αριστερά απλωνόταν μια μεγάλη σάρα, πολλές δεκάδες μέτρα πλάτος, από την οποία περνούσε το μονοπάτι. Στα δεξιά του μονοπατιού, κατά διαστήματα, υπήρχαν σιδερένιοι κρίκοι, από τους οποίους, όπως μάθαμε αργότερα, κανονικά περνούσε ένα συρματόσχοινο που για άγνωστους λόγους, όταν περάσαμε εμείς, είχε αφαιρεθεί.

Στην αρχή τα πήγαμε καλά, αλλά σε ένα δύσκολο σημείο η φίλη μου κώλωσε. Εγώ πέρασα  πατώντας σταθερά. Μου λέει, «Πώς τα κατάφερες;» «Με αυτοπεποίθηση», της απαντώ. Την είδα που δυσκολευόταν και έκανα να γυρίσω να τη βοηθήσω, αλλά στο δεύτερο βήμα, το έδαφος υποχώρησε και βρέθηκα να γλιστρώ ταχύτατα προς τα κάτω. Προσπαθούσα να αρπαχτώ από κάπου, να βρω κάποιο πάτημα, αλλά όλα ήταν σαθρά. Συνέχισα να πέφτω με την κοιλιά, οι πέτρες μου κατάκοβαν τα δάχτυλα, το σώμα. Αγωνιζόμουν να αναχαιτίσω την πτώση μου χωρίς επιτυχία, ώσπου κάποια στιγμή το ένα μου πόδι κάπου σκάλωσε. Σταμάτησα να πέφτω, ήμουν όμως ακόμη πεσμένη μπρούμυτα μέσα στη σάρα. Κοίταξα επάνω αλλά δεν είδα τη φίλη μου. Η σκυλίτσα προσπαθούσε να έρθει σ' εμένα αλλά καθώς ερχόταν, έριχνε κι άλλες πέτρες πάνω μου. Έκανα μια κίνηση για να ανέβω, αλλά μόλις κινήθηκα, το πάτημά μου κατέρρευσε και ξανάρχισα να πέφτω. Μετά από λίγο σκάλωσα κάπου αλλού, ξαναπροσπάθησα να ανέβω και ξανάπεσα. Αυτό συνέβη άλλες δυο φορές. Κάθε φορά ανέβαινα μισό μέτρο και έπεφτα πολλά μέτρα. Σε κάποιο σημείο, η σάρα τελείωνε και άρχιζε γκρεμός - κάθετη πτώση ως το ποτάμι, πάνω από πενήντα μέτρα. Κοιτώντας κάτω έβλεπα το χείλος του γκρεμού κάθε φορά όλο και πιο κοντά. Άλλη μια πτώση και δεν θα υπήρχε γυρισμός.

Βρισκόμουν πεσμένη μπρούμυτα μέσα στα χώματα, μέσα στις πέτρες, μέσα στα αίματα, χωρίς κάποιο πραγματικά σταθερό σημείο να κρατηθώ. Ήξερα ότι με την παραμικρή κίνηση θα έπεφτα ξανά και η πτώση θα ήταν τελειωτική. Αν έπεφτα στον γκρεμό, θα σκοτωνόμουν, χωρίς αμφιβολία. Σκέφτηκα τους ανθρώπους που με αγαπούν. Σκέφτηκα το παιδί μου, έξι χρονών τότε, που δεν θα ξανάβλεπε τη μάνα του, και μου ήρθαν δάκρυα στα μάτια. Σκέφτηκα, πόσο θα ήθελα τώρα να υπήρχε η Παναγία! Να υπήρχε μια καλόβολη, παντοδύναμη θεά να με ακούσει, να με στηρίξει. Να υπήρχε μια θεά να προσευχηθώ, με όλη τη δύναμη της καρδιάς μου, να με γλιτώσει. Τι δεν θα έδινα για να υπήρχε μια τέτοια θεότητα!

Ήξερα όμως ότι δεν υπάρχει. Όσο κι αν ήθελα να υπήρχε, το γεγονός αυτό δεν μπορούσε να αλλάξει. Ήξερα με μεγάλη βεβαιότητα ότι καμία από τις θεότητες του χριστιανικού πανθέου δεν υπάρχει. Δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι δεν υπάρχει κανένας θεός, αλλά όπως έγραψα και άλλοτε, μπορώ να είμαι σίγουρη ότι δεν υπάρχει καμία από τις γνωστές θεότητες των θρησκειών των ανθρώπων. Δεν υπάρχει καμιά παντοδύναμη και πανάγαθη θεότητα. Δεν υπάρχει καμιά θεότητα που να ικανοποιεί τις προσευχές των ανθρώπων. Αυτό το είχα καταλάβει χρόνια πριν, το είχα συνειδητοποιήσει και το ήξερα πέρα από κάθε αμφιβολία. Όση ανάγκη κι αν είχα για βοήθεια, δεν θα μπορούσα ποτέ να ακυρώσω αυτή τη συνειδητοποίηση.

Εκείνη τη στιγμή, κατά παράδοξο τρόπο, αντί να νιώσω εγκαταλειμμένη και ανίσχυρη, ένιωσα να παίρνω δυνάμεις. Είπα στον εαυτό μου «Εδώ είσαι μόνη σου και ό,τι είναι να καταφέρεις, θα το καταφέρεις μόνη σου». Σκέφτηκα πάλι τους ανθρώπους που αγαπώ και πήρα δύναμη.

Κοίταξα δεξιά κι αριστερά να δω από πού θα μπορούσα να πιαστώ για να βρεθώ σε πιο ασφαλές σημείο. Δεξιά μου υπήρχε ένας καχεκτικός θάμνος, αλλά ήταν πάνω από δυο μέτρα μακριά και φοβόμουν ότι δεν θα προλάβαινα να τον φτάσω πριν πέσω πάλι. Αριστερά μου υπήρχε μια μικρή προεξοχή ενός βράχου, πάρα πολύ μικρή και στενή, ούτε μισό μέτρο, αλλά φαινόταν σταθερή και ήταν αρκετά πιο κοντά μου. Άρχισα να έρπω προς τα εκεί με μεγάλη προσοχή. Τα κομματιασμένα μου δάχτυλα πονούσαν αφόρητα, όλο μου το σώμα ήταν μια πληγή, αλλά κατάφερα να συρθώ ως την προεξοχή και να καθίσω.

Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Έβγαλα το κινητό και επικοινώνησα με τη φίλη μου. Είχε επιχειρήσει να γυρίσει προς τα πίσω αλλά είχε πέσει κι εκείνη και βρισκόταν κι αυτή παγιδευμένη σε ένα άλλο σημείο, χωρίς να τολμά να κινηθεί. Κάλεσε την πυροσβεστική, ζήτησε βοήθεια και μετά δεν είχαμε παρά να περιμένουμε. Ήμασταν σε διαρκή τηλεφωνική επαφή με ένα μέλος του ορειβατικού συλλόγου Καλαβρύτων. Η σκυλίτσα μου πηγαινοερχόταν ανάμεσα στις δυο μας, γιατί μας είχε και τις δύο έγνοια, αλλά τη δεύτερη φορά που το έκανε της έβαλα λουρί και την κράτησα αγκαλιά μαζί μου, γιατί αφ' ενός έριχνε πέτρες πάνω μου κάθε φορά που κατέβαινε, αφ' ετέρου φοβόμουν μην τυχόν πέσει στον γκρεμό. Ευτυχώς είχα ακόμη στην πλάτη μου το σακίδιό μου με ένα μπουκάλι νερό και ένα μήλο. Είχα και δυο βιβλιαράκια, φυλλαδιάκια μάλλον, ένα με φυτά κι ένα με πουλιά, που διάβαζα και ξαναδιάβαζα για να απασχοληθώ. Εκείνες τις τρεις ώρες που περίμενα καθηλωμένη, πίστεψα ότι δεν θα θελήσω να ξανακούσω ποτέ μου τον ήχο καταρράκτη. Όλα όμως πέρασαν - και τα τραύματα και η τρομάρα και η ανία.

Αλλά έμεινε η ανάμνηση - και η βεβαιότητα ότι δεν υπάρχει περίπτωση ποτέ μου να "στραφώ στον θεό".

Και δεν ήταν η μόνη φορά. Έχω βρεθεί κι άλλη φορά πολύ κοντά στον θάνατο, έχω ξυπνήσει στην εντατική, γεμάτη σωληνάκια, ποτέ μου όμως δεν διανοήθηκα να προσευχηθώ, ποτέ μου δεν ένιωσα ότι θα μπορούσα να πιστέψω ξανά ότι υπάρχει θεός. Από τη στιγμή που αποδομείς την πίστη, είναι αδύνατον πια να πιστέψεις, ακόμη κι αν το θέλεις. Από τη στιγμή που ξέρεις ότι κάτι δεν είναι αληθινό, δεν μπορείς να πείσεις τον εαυτό σου ότι είναι αληθινό. Από τη στιγμή που θα συνειδητοποιήσεις ότι οι θεοί είναι μυθικά όντα, δεν μπορείς ποτέ πια να ξαναπιστέψεις ότι είναι αληθινά, όπως ακριβώς δεν μπορείς να πιστέψεις ότι υπάρχει ο Άι Βασίλης, ο Σούπερμαν, ο Δίας, το Γέτι και άλλα μυθικά όντα.

Οι άθεοι δεν "απαρνούνται τον θεό". Αυτός που απαρνείται τον θεό, που πιστεύει δηλαδή στην ύπαρξη του θεού αλλά αρνείται να συνταχθεί μαζί του, λέγεται αρνησίθεος, όχι άθεος. Ο άθεος δεν πιστεύει στην ύπαρξη θεού. Και δεν υπάρχει περίπτωση να πιστέψει μόνο και μόνο επειδή αντιμετωπίζει δυσκολίες στη ζωή. Γνωρίζω πολλούς άθεους που βρέθηκαν σε πολύ δεινή θέση, αντιμέτωποι με τον θάνατο, και ωστόσο δεν πίστεψαν σε θεό.

Και ο αληθινός θάνατος, όμως; Τι γίνεται με τον αληθινό θάνατο; Στο κάτω κάτω όλοι αυτοί οι άθεοι που ζορίστηκαν αλλά δεν πίστεψαν, τελικά δεν πέθαναν, αφού έζησαν και μας το διηγούνται. Άρα δεν ήρθαν πραγματικά αντιμέτωποι με το τέλος τους. Μήπως λοιπόν όλοι αυτοί δεν πίστεψαν επειδή δεν είχε έρθει ακόμη η τελευταία τους ώρα; Μήπως όταν έρθει πραγματικά η ύστατη ώρα, θα πιστέψουν;

Αντί άλλου επιλόγου, θα δώσω τον λόγο στον Μπέρτραντ Ράσελ, σε αυτό το βίντεο:
-Φοβάστε καθόλου μήπως σας συμβεί κάτι που συμβαίνει συχνά σε ανθρώπους οι οποίοι ήταν σε όλη τους τη ζωή άθεοι ή αγνωστικιστές και στράφηκαν λίγο πριν πεθάνουν σε κάποια μορφή θρησκείας;
-Ξέρετε, αυτό δεν συμβαίνει τόσο συχνά όσο νομίζουν οι θρήσκοι. Γιατί οι περισσότεροι θρήσκοι νομίζουν πως είναι ενάρετη πράξη το να λένε ψέματα για τα νεκροκρέβατα των αγνωστικιστών. Στην πραγματικότητα, αυτό δεν συμβαίνει καθόλου συχνά.

 

Σάββατο 31 Μαΐου 2014

Ο δικός μας θεός


Αφιερωμένο στο φίλο μου τον Ηλία που περνά δύσκολες ώρες μαζί με τη θετή πατρίδα του.
 Δεν μπορεί, θρήσκοι και άθρησκοι, κάπου θα συναντηθούμε.


1. Απόσπασμα από το αφήγημα Οι βρυκόλακες και δύο άλλες σημειώσεις: Σημείωση πρώτη του Βασίλη Βασιλικού, από το βιβλίο Οι ιμάντες, Νέα Σύνορα - Λιβάνης, Σεπτέμβρης 1978

Κι ακόμα η Χριστιανική θρησκεία αυτό πήρε να εκμεταλλευτεί. Εδώ πάνω στηρίχτηκε για νάβρει απήχηση. "Υπάρχει ζωή και μετά το θάνατο" δογμάτισε και τούτο σημαίνει: "Θα συνεχίσεις μυξερό σκουλίκι και πέρα απ' τον τάφο να έχεις συνείδηση της προσωπικότητάς σου, να είσαι κάτι το ξεχωριστό." Πανηγύρισε ο Εγωισμός μας τότε: "Ώστε δε θα χαθώ", αναφώνησε, "δεν θα γυρίσω στην Ανυπαρξία. Θα είμαι πάλι κάτι το ιδιαίτερο. Κάτι το ανόμοιο." Και με κατάνυξη: "Πιστεύω σε Σένα που υπόσχεσαι τη διατήρηση του Εγώ μου", είπε.

Κι εμείς οι άνθρωποι, μικρά μυξερά σκουλίκια, τόσο πολύ λογαριάζουμε το Εγώ μας, τρέχουμε τυφλά και ζαβλακωμένα πίσω από την υπόσχεση του επουράνιου καρότου.

Ως εκεί φτάνουμε μόνο;

Εγώ θέλω να ελπίζω ότι μπορούμε να φτάσουμε και παραπέρα.

Όλοι μας.

2. Απόσπασμα από το αφήγημα Πασχαλινό τρίπτυχο του Βασίλη Βασιλικού, από το βιβλίο Οι ιμάντες, Νέα Σύνορα - Λιβάνης, Σεπτέμβρης 1978

"Τι θέλεις να λατρεύεις θεούς που σου τους μπόλιασαν οι άλλοι με το ζόρι; Από άβγαλτο ακόμα, σε νανούριζαν με τον καλό Χριστούλη και την Παναγίτσα. Τώρα που μεγάλωσες κ' έχεις ένα δικό σου κριτήριο κοίτα το ξένο μπόλιασμα να δεις πως δεν ανήκει σε σένα. Δεν βγαίνει από δικό σου βίωμα. Γι' αυτό και δεν σε συγκινεί, δεν σε δυναμώνει, δεν το νιώθεις, δεν σε νιώθει. Οι θεοί πρέπει νάρχονται πλάι μας. Να ταυτίζονται με την υπόστασή μας. Να μας βοηθούν όταν πονάμε κι όχι να υπόσχονται Μέλλουσα Κρίση.

Κι αν λάχει ποτέ και κοιτάξεις κατάματα τον Θεό, τότε θ' αντικρύσεις μιαν άγνωστη δύναμη για σένα.

Τι θέλεις να πιστεύεις σε θεούς επίπλαστους από ανθρώπους χωρίς πίστη στον εαυτό τους;

Γιατί δεν λατρεύεις σαν θεό σου την Ασημίνα; Μόλις η σκιά της αχνή κι αβέβαιη ισκιώνει το νου σου τότε η Δύναμη του κόσμου ολόκληρου έρχεται και λουφάζει στο στήθος σου. Θέλεις να διαβάσεις τα ωραιότερα βιβλία. Να γράψεις τα πιο λεπτόχορδα ποιήματα. Μόνο με τη Σκιά της. Τέτοια δύναμη σου δίνει. Τόσα μεγάλα φτερά. Τι σε κρατά, τι σ' εμποδίζει να προσεύχεσαι σ' Αυτήν; Να! Το μεσημέρι σ' έσωσε, από μια βλακεία. Σε προστάτεψε. Γιατί, πες μου λοιπόν γιατί, ζητάς να λατρεύεις θεούς υπερφυσικούς, διογκωμένους, που ποτέ δεν μας συγκινούν, δεν μας πλησιάζουν;

Οι θεοί πρέπει να βγαίνουν απ' το χώμα. Οι θεοί πρέπει νάναι δικές μας προεκτάσεις. Εμείς να τους πλάθουμε και να τους γκρεμίζουμε κι όχι να μας τους μπολιάζουν άλλοι."

Κι ακόμα, θα πρόσθετα εγώ, να ξέρουμε ότι εμείς τους πλάσαμε και να το παραδεχόμαστε στον εαυτό μας και στους άλλους.

Έτσι ακόμη κι εγώ δέχομαι την οποιαδήποτε λατρεία. 
Γιατί έτσι ξέρεις τι αγοράζεις.
Σημείωση:

Τώρα εσείς που με διαβάζετε, θα νομίζετε ότι μ' αρέσει πολύ ο Βασιλικός. Η αλήθεια είναι πως μ' αρέσουν μερικά μόνο γραφτά του, αλλά μ' αρέσουν πολύ. Κι αν παραθέτω την πατρότητα των αποσπασμάτων είναι για λόγους τυπικούς, όχι για να λιβανίσω τον συγγραφέα, ας πούμε, ούτε για να δώσω αξία περισσή στο κείμενο, αλλά για να αποδώσω τα του Βασιλικού τω Βασιλικώ - εγκώμια, μομφές, αργύρια, ό,τι να 'ναι.

Πέμπτη 5 Μαρτίου 2009

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΤΡΩΜΕ

Σκεφτόμουν πάλι την έκθεση Bodies, για την οποία μίλησα σε προηγούμενη ανάρτησή μου και για την οποία διάβασα πρόσφατα συζήτηση στου Βιολόγου, όπου και άφησα μεταξύ άλλων το παρακάτω σχόλιο:

Καλημέρα!

Είχα μια ωραία ιδέα σήμερα το πρωί!

Γιατί να μην καταναλώνουμε τους νεκρούς ως τροφή; Το διατροφικό πρόβλημα είναι γνωστό και οξύνεται παγκοσμίως. Το μεθάνιο που παράγουν οι αγελάδες απειλεί να μας πνίξει. Καταστρέφουμε τεράστιες εκτάσεις για κτηνοτροφία. Ας εκμεταλλευτούμε αυτό που έχουμε άμεσα διαθέσιμο! Έτσι αξιοποιείται στο έπακρο το σώμα, άσε που μπορεί κανείς να το δει και ως θετικό συναισθηματικά: γιατί να φάνε τον παππού τα σκουλήκια; να τον φάμε εμείς που τον αγαπάμε! Άλλωστε σε ορισμένες κουλτούρες ο κανιβαλισμός υπήρξε θεσμός. Ας τους μιμηθούμε!

Με τα παραπάνω θέλω να πω ότι η συμπεριφορά μας προς τους νεκρούς (όπως και προς τους ζωντανούς, όπως και προς τη φύση ή προς οτιδήποτε) είναι θέμα ΟΡΙΩΝ και ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ. Το πού θα μπουν τα όρια είναι κάτι που έχουμε να αποφασίσουμε. Οι κανόνες που επιλέγουμε να εφαρμόσουμε για τον καθορισμό των ορίων είναι αυτό που λέμε ΗΘΙΚΗ. Και φυσικά είναι κάτι σχετικό: σε κάθε πολιτισμό, σε κάθε εποχή, η ηθική διαφέρει. Δεν είναι η μία καλύτερη από την άλλη, είναι απλώς διαφορετικές.

Εν προκειμένω λοιπόν έχουμε να επιλέξουμε, υποκειμενικά πάντα, με σχετικά κριτήρια πάντα, πώς θέλουμε να φερθούμε στους νεκρούς, τι είδους ισορροπία θέλουμε να πετύχουμε ανάμεσα στις συχνά αντικρουόμενες ανάγκες και επιθυμίες μας, ανάμεσα σε λογική, συναίσθημα και αναγκαιότητα.

Εύκολες απαντήσεις δεν υπάρχουν.

Εγώ εξακολουθώ να προτιμώ να ζω ανάμεσα σε ανθρώπους που επιλέγουν να φερθούν με στοργή και σεβασμό στον νεκρό.

Για να πάψουμε κάποτε να τρώμε τις σάρκες μας.

Σάββατο 21 Φεβρουαρίου 2009

ΤΙ ΕΣΤΙΝ ΑΝΘΡΩΠΟΣ;

Παρακολουθώ εδώ και μέρες τη συζήτηση που γίνεται στο ιστολόγιο Πινακίδες από κερί στις αναρτήσεις Οι νεκροί ταξιδιώτες - Bodies in Athens και Οι νεκροί ταξιδιώτες - Bodies - η έκθεση ΙΙ σχετικά με την έκθεση Bodies που παρουσιάζεται αυτές τις μέρες στην Αθήνα.

Δεν σχολίασα εκεί, γιατί δυσκολεύτηκα πολύ να ξεκαθαρίσω μέσα μου τις σκέψεις και τα συναισθήματα, να τα βάλω σε μια τάξη και να κατασταλάξω σε μια θέση.

Εστίασα κυρίως στα σχόλια του Διαγόρα του Μήλιου και του Idom, παρακολούθησα με ενδιαφέρον το διάλογο, και συλλογίστηκα πολύ.

Η πραγματιστική προσέγγιση του φίλου Διαγόρα, ενώ είναι λογική, αισθάνομαι ότι με αφήνει συναισθηματικά ακάλυπτη. Όταν θέλω να κατανοήσω και να ερμηνεύσω τον κόσμο γύρω μου, εφαρμόζω κι εγώ τη λογική. Όταν όμως θέλω να σχετιστώ με τον κόσμο γύρω μου, ιδίως όταν θέλω να σχετιστώ με ανθρώπους, καταφεύγω στο συναίσθημα.

Και τα εκθέματα της Bodies είναι άνθρωποι.

Είναι. Ήταν και είναι.

Νεκροί άνθρωποι.

Και οι νεκροί είναι άνθρωποι.

Από την πραγματιστική σκοπιά, πολλά πράγματα που κάνουμε εμείς οι άνθρωποι είναι παράλογα. Είναι τελείως ασύμφορο να μεγαλώνει κανείς ένα παιδί, λόγου χάρη. Εκτός κι αν βάλει σαν κριτήριο την επιβίωση του είδους και όχι το προσωπικό του όφελος. Ποιος όμως κάνει ή θα ήθελε πραγματικά να κάνει κάτι τέτοιο; Ποιος επιλέγει να τεκνοποιήσει και να αναθρέψει παιδιά για να επιβιώσει το είδος; Κανείς. Όλοι το κάνουμε για την προσωπική ικανοποίηση που δίνει - ικανοποίηση καθαρά συναισθηματική.

Ανάμεσα στα άχρηστα από πρακτική σκοπιά πράγματα που κάνουμε εμείς οι άνθρωποι, είναι και η φροντίδα των νεκρών. Γιατί το κάνουμε; Για ποιον; Για εκείνους; Όχι βέβαια. Το κάνουμε για εμάς, για τους ζωντανούς. Για να νιώσουμε τη συναισθηματική ικανοποίηση του σχετίζεσθαι, τόσο με τους άλλους ζωντανούς που μοιράζονται την ανάγκη μας, όσο και με τους ίδιους τους νεκρούς. Γιατί εκείνοι ίσως δεν μπορούν πλέον να αισθάνονται, αλλά εμείς ναι.

Τα σώματα που εκτίθενται στο Bodies είναι άνθρωποι. Δεν γνωρίζω αν οι άνθρωποι αυτοί έδωσαν την άδειά τους πριν το θάνατό τους για να χρησιμοποιηθεί το σώμα τους με τέτοιον τρόπο. Προσωπικά, διατηρώ έντονες αμφιβολίες. Αλλά και να δόθηκε η άδεια, έχω πολλές επιφυλάξεις ως προς τον τρόπο εξασφάλισής της. Αναρωτιέμαι, ποιος άνθρωπος θα πρόσφερε το σώμα του στην τέχνη; Κάποιος εκκεντρικός φιλότεχνος; Κάποιος σύγχρονος νάρκισσος; Κάποιος τεχνοκράτης πραγματιστής;

Πολύ αμφιβάλλω.

Μου φαίνεται πολύ πιο πιθανό να το πρόφερε κάποιος φτωχός άνθρωπος έναντι χρημάτων, όπως περίπου ακούμε ότι γίνεται με τις "νόμιμες" δωρεές οργάνων στην Ινδία και αλλού. Και μου φαίνεται ακόμη πιθανότερο να χρησιμοποιήθηκαν ανώνυμα σώματα από νεκροτομεία, με την άδεια αδιάφορων ή ίσως και χρηματιζόμενων κρατικών λειτουργών.

Εικασίες βέβαια όλα αυτά.

Όπως και να έχει πάντως, είτε δόθηκαν συνειδητά κι επώνυμα είτε όχι, εμείς, οι επισκέπτες της έκθεσης, τα προσεγγίζουμε ως ανώνυμα σώματα. Μόνον ως τέτοια μπορούμε να τα δούμε, μόνον αποστασιοποιούμενοι από την ανθρώπινη υπόστασή τους μπορούμε να τα περιεργαστούμε ως εκθέματα.

Γιατί αν καθήσουμε για μια στιγμή να σκεφτούμε ότι αυτό που αποκαλούμε απλώς "σώμα" είναι ένας άνθρωπος, ένας άνθρωπος που έζησε, ότι είναι το παιδί, το αδέλφι, ο γονιός, ο φίλος κάποιων άλλων ανθρώπων, αν για μια στιγμή φανταστούμε στη θέση αυτή το δικό μας σώμα ή το σώμα κάποιου δικού μας ανθρώπου, τότε θα καταλάβουμε αμέσως γιατί αυτή η έκθεση μας καθιστά λιγότερο ανθρώπους.

Γιατί μας αποκόβει από τη συναισθηματική επαφή με τους νεκρούς μας.

Γιατί οι νεκροί αυτοί είναι οι νεκροί όλων μας.

Γιατί έτσι όπως σεβόμαστε και τιμούμε τον δικό μας νεκρό, έτσι θα πρέπει να σεβόμαστε και να τιμούμε κάθε νεκρό, είτε επώνυμο είτε ανώνυμο. Αν θέλουμε να λεγόμαστε άνθρωποι.

Εγώ προσωπικά προτιμώ να μην ξεπεράσω το κόλλημά μου, όπως το χαρακτήρισε ο φίλος μου ο Διαγόρας. Προτιμώ να διατηρήσω τους συναισθηματικής φύσης ενδοιασμούς μου, γιατί θέλω να διατηρήσω αυτό το συναίσθημα τιμής και σεβασμού προς τους νεκρούς. Και προτιμώ να ζω σε έναν κόσμο όπου και οι υπόλοιποι άνθρωποι θέλουν να διατηρήσουν το συναίσθημα αυτό.

Γιατί οι νεκροί είναι άνθρωποι.

Δικοί μας άνθρωποι.

Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2008

ΚΑΤΕΥΟΔΙΟ

Η Ανέζα δεν άφησε κανέναν ξένο να αγγίξει τη μάνα της. Την έσιαξε μοναχή της. Μόνη της την έγδυσε, κόβοντας τη νυχτικιά και την κυλότα για ευκολία, μόνη της σκούπισε τις ακαθαρσίες με χαρτί κουζίνας, μόνη της την έπλυνε με ένα σφουγγάρι βουτηγμένο σε χλιαρό νερό, τη σκούπισε με καθαρή πετσέτα, τη σφούγγισε με κόκκινο κρασί σε όλο το σώμα, και τις φόρεσε το καλό της το ταγέρ, με μεγάλη δυσκολία είναι αλήθεια - πέρασε το ένα χέρι, σήκωσε την πλάτη, έχωσε το πουκάμισο από κάτω, πέρασε το άλλο χέρι, το κούμπωσε, κι ύστερα τα ίδια για το μπλε σακάκι. Η κυλότα και η φούστα ήταν πιο εύκολες. Τέλος της χτένισε απαλά τα μαλλιά, της έσταξε δυο κόμπους κολώνια στο λαιμό και της κρέμασε δυο χρυσά σκουλαρίκια, δώρο του μακαρίτη του άντρα της στους χρυσούς τους γάμους.

Θρήνοι δεν ακουστήκανε. Ηλικιωμένη βλέπεις η Ευανθία, έζησε τη ζωή της καλά, έφυγε ήσυχα, δεν ταλαιπώρησε κανέναν. Κάποια μάτια ψευτοβούρκωσαν, κάποια μαντίλια βγήκαν, ίσα ίσα για τους τύπους. Στον καφέ και το κονιάκ η Ανέζα πήγε και κάθησε σε όλα τα τραπέζια, κουβέντιασε με θειάδες και ξαδέλφες, δέχτηκε συλληπητήρια από όλους, άκουσε και είπε ιστορίες παλιές. Και καθώς τους χαιρετούσε, έδινε με τη χειραψία και μια μικρή πρόσκληση μέσα σε φάκελο, μια πρόσκληση για το μνημόσυνο. Όχι σε όλους όμως - μονάχα στους δικούς.

Τα σαράντα τα γιόρτασαν στην ταβέρνα του Μπάμπη. Ήτανε όλοι κι όλοι δεκαπέντε είκοσι άνθρωποι - όλοι όσοι γνώριζαν και αγαπούσαν την Ευανθία. Όλοι όσοι ήξεραν τι άνθρωπος ήτανε. Τα όργανα έπαιξαν μόνο παραγγελιές εκείνο το βράδυ - ήξεραν κι εκείνοι. Η παρέα έφαγε και ήπιε, γέλασε και χόρεψε, το γλέντι τράβηξε μέχρι πρωίας. Ακούστηκαν ανέκδοτα και ιστορίες, φωτογραφίες πέρασαν από χέρι σε χέρι. Κάπου εκεί λίγο πριν το διαλύσουνε, η Ανέζα τους μάζεψε όλους γύρω της, γέμισε μια τελευταία γύρα τα ποτήρια και είπε:

- Στην υγειά της Ευούλας, παιδιά. Στην υγειά της Ευούλας. Που ήξερε να γελάει και να γλεντάει. Πού ήξερε να ζει και να πεθαίνει.

Άδειασε το ποτήρι της και πρόσθεσε:

- Και στα δικά μας.





[Για όσους φίλους τυχόν ανησυχήσουν, ενημερώνω ότι η μανούλα μου είναι μια χαρά και χαίρει άκρας υγείας, εμφανώς προτίθεται να μας θάψει όλους. Όταν της είπα ότι όταν πεθάνει δεν θα της κάνω μνημόσυνο αλλά πάρτυ, της κακοφάνηκε λίγο. Νομίζω ότι θα προτιμούσε να είμαστε απαρηγόρητοι με το χαμό της παρά να γιορτάζουμε την όμορφη ζωή που έζησε. Ματαιότης ματαιοτήτων...]