Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ευτράπελα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ευτράπελα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 31 Μαρτίου 2021

ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΝΟΙΚΟΚΥΡΑΣ ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΟΥ ΚΟΡΩΝΟΪΟΥ

(Αφιερωμένο στη Μαρία που τα έζησε και τα ζει διαρκώς, σε ένα μικρό χωριό της ελληνικής επικράτειας).

Σήμερα θα κατέβω στην πόλη. Έχω πολλά να κάνω και δεν γίνονται όλα εξ αποστάσεως. Γι’ αυτό και βρίσκομαι τώρα στη στάση του ΚΤΕΛ, μαζί με άλλους πεντ’ έξι, εκ των οποίων οι δύο φορούν μάσκα-υπογένειο, οι άλλοι δύο μάσκα-σκουλαρίκι και οι ρέστοι καθόλου μάσκα. Μεταξύ αυτών μια κυρία με ένα αγόρι, ίσαμε δέκα-δώδεκα χρονών. Το λεωφορείο φτάνει, οι ημιμασκοφόροι εισέρχονται απερίσπαστοι. Όταν έρχεται η σειρά της κυρίας, ο οδηγός λέει:

-Μάσκα δεν έχεις;

Η κυρία βγάζει μια μάσκα και την επιδεικνύει.

-Και το παιδί;

-Θα τη μοιραστούμε.

Μετά από αρκετές διαφωνίες και διαπραγματεύσεις, με κάποιον τρόπο βρίσκεται άλλη μία μάσκα. Έτσι, κρατώντας και τις δύο, το ζεύγος κάθεται θριαμβευτικά στις θέσεις του. Εγώ κουρνιάζω σ’ ένα κάθισμα όσο το δυνατόν πιο απομονωμένο – περιττή προφύλαξη, καθώς το λεωφορείο γεμίζει όλο και πιο ασφυκτικά, ενώ εγώ προσπαθώ να μην αναπνέω, μιμούμενη τους γιόγκι που είχα δει κάποτε σ’ ένα ντοκυμανταίρ.

 

Επιτέλους, φτάνουμε στην πόλη. Ξεκινώ απ’ τη Vodafone. Περιμένω έξω στην ουρά, ενώ μέσα ένας υπάλληλος προσπαθεί να βρει άκρη με έναν πελάτη που έχει μπει χωρίς μάσκα.

-Κύριε, παρακαλώ φορέστε μάσκα.

-Δεν έχω.

-Τότε παρακαλώ περάστε έξω.

-Τι τρόπος είναι αυτός;

-Κύριε, δεν επιτρέπετε να είστε μέσα χωρίς μάσκα.

-Εξυπηρέτηση το λέτε αυτό;

-Κύριε, σας παρακαλώ πολύ...

-Έτσι φέρεστε στους πελάτες;

-Η χρήση μάσκας είναι υποχρεωτική.

-Δε θέλω να βάλω μάσκα!

-Αν δεν φοράτε μάσκα θα πρέπει να βγείτε έξω.

Βγαίνει οργίλος έξω, πλησιάζει ένα αυτοκίνητο και λέει στη γυναίκα που είναι μέσα:

-Άντε, δώσε μια μάσκα!

Τη μάσκα που «δεν είχε»...

Νιώθω ότι αρχίζω να φορτώνω. Το κεφάλι μου βαραίνει. Παίρνω βαθιές ανάσες. Ηρεμία, μη μας πιάσει τώρα πονοκέφαλος, έχω να κάνω και ψώνια.

 

Στο σούπερ μάρκετ, στα τυριά, είναι ένας κύριος και περιμένει. Στέκομαι πίσω του, δυο μέτρα και βάλε. Ένας ακόμη έρχεται μετά από μένα, κρατά κι αυτός απόσταση. Σκάει μια κυρία και χώνεται μπροστά μου – αφού έχει χώρο! Γυρνά ανέμελα, χαζεύει τριγύρω με βλέμμα απλανές. Με βλέπει, κάτι στο ύφος μου μάλλον την υποψιάζει.

-Κι εσείς εδώ περιμένετε;

-Ναι, είναι κι άλλοι πίσω...

-Α εντάξει, δε σας παίρνω τη σειρά...

Μένει εκεί, στο μισό μέτρο από μένα, χαλαρή. Στο μεταξύ ο προηγούμενος από μένα έχει ανοίξει έναν διάλογο τύπου:

-Οκτώ φέτες σας είπα, δέκα βάλατε.

-Οκτώ είναι, κύριε.

-Εγώ δέκα είδα...

-Οκτώ έβαλα...

-Μετρήστε τις σας παρακαλώ.

Και όσο διεκτραγωδούνται αυτά, οι άλλοι όλοι εκεί, αντάμα, περιμένουμε. Ενώ τριγύρω μας περνοδιαβαίνουν οι υπόλοιποι πελάτες του σούπερ μάρκετ, ανάμεσά τους μια κυρία παρέα με μια έφηβη κοπελίτσα που αναρωτιέσαι γιατί την πήρε μαζί και δεν την άφησε σπίτι ή έστω στο αυτοκίνητο και μια τετραμελής οικογένεια που προφανώς θεωρεί ότι βγήκε βόλτα να ξεσκάσουν λίγο τα παιδιά.

Υπομονή. Παίρνω αυτά που θέλω και φτάνω στο ταμείο. Ετοιμάζομαι να αρχίσω να βάζω επάνω τα πράγματα, όταν σκάει ένας κύριος που κρατά μόνο ένα γάλα.

-Μόνο αυτό έχετε;

-Ναι...

-Ε, περάστε.

Περνάει, δίνει το γάλα στην ταμία.

-Έχετε κάρτα μπόνους;

-Ναι, αλλά δεν την έχω μαζί...

-Θυμάστε αριθμό;

-Ναι!

Κατεβάζει χαλαρά τη μάσκα για να ακούγονται καθαρά τα νούμερα και αρχίζει να αραδιάζει τα δεν-ξέρω-πόσα ψηφία του αριθμού της κάρτας. Δεν ακούγεται καλά με το πλέξιγκλας και επαναλαμβάνει την απαγγελία.

 

Τελείωσε, δεν τον γλιτώνω πια τον πονοκέφαλο.

Πέμπτη 5 Ιουλίου 2018

Αθηναϊκός διάλογος


Ηλεκτρικός, γραμμή Πειραιάς-Κηφισιά, μεσημέρι. Περίπου απέναντί μου, στο κέντρο της γαλαρίας, προσγειώνεται θορυβωδώς ένας εύσωμος άντρας. Πετάει κάτω ένα σακ-βουαγιάζ, σωριάζεται στο κάθισμα. Ξεφυσά ιδρωμένος, κοιτάζει γύρω του ερευνητικά.

Αριστερά στον διάδρομο κάθεται ένας νεαρός με ασιατικά χαρακτηριστικά. Ο ταξιδιώτης του απευθύνει τον λόγο.

-Βιετνάμ, Βιετνάμ;

-What?

-Λέω, απ’ το Βιετνάμ είσαι; Βιετναμέζος;

-No, not Vietnam.

-Κίνα; Κορέα;

-No, no.

-Ελληνικά δεν ξέρεις; Ελληνικά;

-I don’t understand.

-Γίδια ξέρεις να φυλάς; Γίδια;

-Sorry, I...

-Ξέρεις από γίδια, λέω;

-I don’t understand.

Με τρώει η γλώσσα μου, μπαίνω στην κουβέντα.

-You’re not missing anything.

-I guess not.

-Then again, maybe you are.

Εκεί δεν κρατιέμαι πια, με πιάνουν τα γέλια.

-Εσύ ξέρεις Ελληνικά;

-Ναι, ξέρω. Ελληνίδα είμαι.

-Όλοι στη μαμά Ελλάδα έρχονται.

-Ξέρετε, από τον τρόπο που μιλάει, νομίζω ότι μάλλον είναι…

Προσπαθώ να αποφύγω τη λέξη «Αμερική» και τα παράγωγά της, για να μην καταλάβει ο περί ου ο λόγος ότι τον σχολιάζω.

-…από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

-Αμερικάνος;

Οι προφυλάξεις μου πήγαν χαμένες, αλλά ήταν περιττές. Ο νεαρός έχει οχυρωθεί ανέκφραστος πίσω από το κινητό του.

-Είναι πιθανό.

-Δεν ξέρουν από γίδια αυτοί.

-Εσύ ξέρεις από γίδια;

-Ε, βέβαια! Εγώ, όλη μέρα με τα γίδια.

-Έχεις δικά σου;

-Βέβαια!

-Πού τα έχεις;

-Στο Ναύπλιο.

-Μπα, έχει στο Ναύπλιο γίδια;

-Πώς δεν έχει! Στο Ναύπλιο δε θα έχει; Τι έχει δηλαδή στο Ναύπλιο;

-Ξέρω που έχει πορτοκαλολέμονα, τέτοια…

-Έχει και πορτοκάλια, και λεμόνια. Έχει και γίδια. Εκεί από πάνω.

Κάνει μια κίνηση με το χέρι, δείχνει πίσω του.

-Σ’ αρέσει εκεί, με τα γίδια;

-Ε, βέβαια! Ωραία ζωή. Εσείς οι Αθηναίοι εδώ…

Σουφρώνει τη μύτη του, στραβώνει τα χείλη.

-…δεν τα έχετε σε υπόληψη τα γίδια. Τα έχετε για παρακατιανά.

-Μπα, μην το λες. Εγώ λέω πως είναι η καλύτερη ζωή. Είσαι έξω στη φύση, δεν έχεις κανέναν πάνω απ’ το κεφάλι σου…

-Ε, βέβαια, η καλύτερη ζωή! Έχεις γιαούρτι, τυράκι…

Φουρφουρίζουν τα μάτια του, φουσκώνει από καμάρι.

-Και τι ήρθες να κάνεις εδώ; Δεν καθόσουν με τα γίδια;

-Ήρθα να πάω στο ΚΑΤ. Ο ώμος μου…

Κάνει μια γκριμάτσα, πιάνει τον ώμο του.

-Ναι, αυτό είναι ένα θέμα… Εδώ έχει πολλά και καλά νοσοκομεία, όχι πως στο Ναύπλιο δεν έχει, αλλά…

-Είχε παλιά έναν ορθοπαιδικό στο Ναύπλιο πολύ καλό. Τώρα πάει, πέθανε.

-Καλά, ένας ήταν σε όλο το Ναύπλιο;

-Ήταν πάρα πολύ καλός. Εσύ από δω είσαι;

-Εδώ έχω μεγαλώσει, το ίδιο κι οι γονείς μου.

-Εγώ έχω δυο αγόρια. Είπαν να έρθουν σήμερα, τους λέω, άσε καλύτερα. Εκεί στο γιατρό μπορεί να πετάξω καμιά χοντράδα και να ντρέπεστε.

Γελάει.

-Έχουν σπουδάσει και οι δύο, αλλά δεν βρίσκουν δουλειά.

-Μήπως καλύτερα να έρθουν στα γίδια;

-Αυτό τους λέω. Άμα δεν βρείτε, βουρ για πάνω. Ο μεγάλος το λέει κιόλας. Μπαμπά, μου λέει, θα έρθω πάνω. Τι να κάνει;

Από τα μεγάφωνα ακούγεται, επόμενος σταθμός, Ειρήνη, Olympic stadium.

-Α, ώστε εδώ είναι το Ολυμπιακό στάδιο;

-Εδώ είναι.

-Τι είναι όλα τούτα;

-Έχει πολλές εγκαταστάσεις, γήπεδο, στίβο, έχει και κολυμβητήρια…

Προχωράμε προς Νεραντζιώτισσα.

-Κι αυτό εκεί το μεγάλο, τι είναι;

-Για να δω… Δεν ξέρω.

-Κι εκείνο;

-Ούτε αυτό ξέρω. Αλλά αυτό δεξιά είναι ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο.

-Πφ, σιγά! Στο Ναύπλιο έχουμε το παζάρι.

-Μπράβο, το καλύτερο!

Πιάνει το μπλουζάκι του, τραβάει το ύφασμα.

-Ορίστε. Τρία ευρώ.

-Μια χαρά.

-Έβαλα ό,τι με βόλευε. Όπως στα γίδια. Η γυναίκα μου μού είπε, βάλε κάτι καλύτερο βρε άνθρωπέ μου. Αλλά εγώ αυτά βολεύομαι. Έβαλα και τις παντόφλες και να ‘μαι.

-Καλά έκανες, όπως βολεύεσαι, μια χαρά είσαι.

Δίπλα μου όλη την ώρα κάθεται ένας ηλικιωμένος άντρας με στραπατσαρισμένα ρούχα και εμφάνιση. Τραγιάσκα, καρό πουκάμισο, τριμμένο χοντρό παντελόνι που του πέφτει φαρδύ και το ‘χει δέσει με σπάγκο στη μέση, στραβοπατημένα παπούτσια. Αν με ρωτούσαν ποιος απ’ τους δυο φυλάει γίδια, αυτόν θα είχα πει. Όλη την ώρα ακούει, παρακολουθεί, αλλά δεν μιλάει. Βλέπω τα μάτια του να παίζουν, στις άκρες των χειλιών του μια υποψία χαμόγελου, μα τίποτ’ άλλο. Βουβό πρόσωπο. Και καθώς φτάνουμε στο Μαρούσι, κατεβαίνει.

Στο ΚΑΤ κατεβαίνουμε κι εμείς.

-Από πού πάμε τώρα;

-Από δω έλα, απ’ την άλλη δεν βγαίνει. Θα σου πω πώς θα πας στο νοσοκομείο. Θα έρθω μαζί σου ως τη γωνία.

-Δεν είναι ανάγκη, άμε στη δουλειά σου, στο σπίτι σου.

-Ως τη γωνία μονάχα, να σου δείξω. Μετά θα φύγω. Θα πάω σπίτι.

-Κατεβαίνεις καμιά φορά κάτω;

-Πού, στο Ναύπλιο; Μπα…

-Εδώ έχεις οικογένεια;

-Εννοείς αν έχω άντρα και παιδιά; Ναι, έχω.

-Οι γυναίκες εδώ στην Αθήνα ψάχνονται για άντρα.

-Γιατί, στο Ναύπλιο τι κάνουν;

-Ου, εκεί είναι αλλιώς. Εδώ… Να βγάλουν το ψωμί τους, τι να κάνουν;

-Λοιπόν, θα πας αριστερά, πλάι πλάι στα κάγκελα ώσπου να βρεις την είσοδο. Εντάξει;

-Σ’ ευχαριστώ πολύ! Να ‘σαι καλά.

-Κι εσύ το ίδιο. Περαστικά. Και καλό δρόμο.

Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2017

ΜΑΣ ΨΕΚΑΖΟΥΝΕ!


Κυριακή πρωί στην Πεντέλη, ετοιμαζόμαστε για πεζοπορία. Ο καιρός υπέροχος, η ομάδα όπως πάντα ετερόκλητη, αρκετά νέα παιδιά, πολλά χαμόγελα. Ξεκινάμε και πιάνω κουβέντα πότε με τον έναν, πότε με τον άλλον, πότε περπατάω μόνη μου, γιατί αν μ’ αρέσει κάτι στην πεζοπορία είναι η ησυχία και η επαφή με τη φύση χωρίς περισπασμούς, και γιατί άμα μιλάω ανεβαίνοντας το βουνό μου κόβεται η ανάσα, δεν είμαι και τζόβενο, να τα λέμε και αυτά.

Κάποια στιγμή με πλευρίζει ένας πιτσιρικάς και με ρωτάει:

-Ξέρετε αν θα πάμε κι απ’ τη σπηλιά του Νταβέλη;

-Τι να σου πω, δεν νομίζω, δεν το είδα στο πρόγραμμα. Γιατί δεν ρωτάς τον αρχηγό;

Τον ρωτάει, ο αρχηγός λέει όχι, είναι άλλη διαδρομή, ο μικρός όμως θέλει πληροφορίες για τη σπηλιά.

-Είναι μεγάλη;

-Έχει μια μεγάλη αίθουσα και δυο λαγούμια.

-Τα λαγούμια αυτά είναι βαθιά;

-Όχι, μάλλον ρηχά, τελειώνουν σύντομα.

-Δεν έχει τίποτε σήραγγες, τίποτε περάσματα;

Εγώ έχω καταλάβει πού το πάει και επεμβαίνω – που να δάγκωνα τη γλώσσα μου:

-Αν εννοείς τις ιστορίες που λένε ότι βγαίνει κάτω ως το μέγαρο της Πλακεντίας κι ότι περνούσε ο Νταβέλης να πάει να την βρει, ξέχνα το, μούφες είναι.

-Μούφες, ε;

-Ναι. Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα, διαπιστωμένα. Έχω πάει, έχω κι έναν φίλο στον ΣΠΕΛΕΟ, δεν έχει βρεθεί τίποτα.

Η πορεία συνεχίζεται, αλλά ο μικρός με έχει από κοντά.

-Νομίζω ότι πρέπει κανείς να έχει ανοιχτό μυαλό, εσείς τι λέτε;

-Βέβαια, αλλά όχι και τόσο που να του πέσει έξω απ’ το κεφάλι.

-Δεν νομίζετε ότι υπάρχουν πολλά πράγματα που δεν ξέρουμε;

-Έτσι όπως το θέτεις, δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω. Τι πράγματα έχεις κατά νου, όμως;

-Δεν πιστεύετε ας πούμε ότι υπάρχουν μυστικές στρατιωτικές βάσεις κάτω από το έδαφος;

-Τι να σου πω, δεν μπορώ να το αποκλείσω, δεν έχω τρόπο να το ξέρω. Οπωσδήποτε είναι πιο πιθανό από τις ιστορίες για κούφια γη και μικρά ανθρωπάκια που ζουν μέσα της.

-Εγώ πιστεύω ότι είναι πολλά αυτά που δεν μας λένε.

-Όπως;

-Εσείς πιστεύετε ότι από το 1973 δεν έχουνε ξαναπάει στο φεγγάρι;

-Τι να σου πω, τα στοιχεία αυτό δείχνουν.

-Μα τόση τεχνολογία, είναι δυνατόν να μην ξαναπήγαν; Αφού μπορούν.

-Και δηλαδή εσύ τι νομίζεις ότι έγινε;

-Ότι έχουν ξαναπάει πολλές φορές. Όχι μόνο στο φεγγάρι, και σε άλλους πλανήτες. Φτιάχνουν αποικίες.

-Δεν νομίζεις ότι αν είχε γίνει αυτό, θα το ξέραμε;

-Όχι, γιατί δεν μας το λένε. Θέλουν να μας κρατάνε στο σκοτάδι.

-Κοίταξε να σου πω, δεν μπορώ βέβαια να το ελέγξω, αλλά σκέφτομαι το εξής: ποιοι μπορούν να κάνουν κάτι σαν αυτό που λες; Ελάχιστοι: Αμερική, Ρωσία, Κίνα, ίσως Ινδία… αν το έκανε ένας από αυτούς, δεν αν το καταλάβαιναν οι άλλοι; Με τόσους δορυφόρους, τόση τεχνολογία, όπως λες; Ακόμη κι αν δεν το ανακοίνωναν οι ίδιοι, θα το ανακοίνωνε κάποιος άλλος.

-Γιατί να το ανακοινώσει;

-Επειδή είναι ανταγωνιστές.

-Μπορεί να είναι ανταγωνιστές, αλλά σε αυτό συμφωνούν: θέλουν όλοι τους να μας κρατάνε στο σκοτάδι. Τη γη την ελέγχουν μαφίες και πολυεθνικές. Νομίζετε πως αυτοί που κυβερνάνε έχουν εξουσία; Τσίπρας, Ομπάμα, όλοι είναι μαριονέτες.

-Σίγουρα υπάρχουν ισχυρά άτομα που επηρεάζουν τις κυβερνήσεις, αλλά δεν θα έφτανα μέχρι του σημείου να αρχίσω να λέω για μασόνους και παγκόσμια συνωμοσία.

-Μα εγώ δεν είπα τίποτα για μασόνους. Αλλά αυτοί που κυβερνάνε δεν είναι αυτοί που φαίνονται.  Δεν έχει νόημα να ψηφίζουμε. Οι εκλογές είναι μόνο για να νομίζουμε ότι μπορούμε να επηρεάσουμε την κατάσταση. Στην πραγματικότητα δεν αλλάζει τίποτα, αυτοί βάζουν επάνω όποιους θέλουν.

-Σε αυτό οφείλω να συμφωνήσω σε κάποιο βαθμό.

Είναι και η ρημάδα η ανηφόρα είπαμε. Και προσπαθώ να γυρίσω την κουβέντα και να βρω άλλον συνοδοιπόρο. Ευτυχώς η ομάδα είναι μεγάλη και τη σκαπουλάρω.  Αλλά η μοίρα είχε άλλα σχέδια για μένα. Κατά το τέλος της διαδρομής, μετά από διάφορα φιδογυρίσματα, η ομάδα έχει αραιώσει πολύ, τόσο που δεν βλέπω πια τους μπροστινούς και κοντεύω να χάσω οπτική επαφή και με τους τελευταίους, καθώς προσπαθώ να ανοίξω λίγο βήμα. Κι έτσι το ’φερε η τύχη να βρεθώ πάλι παρέα με τον πιτσιρικά και να είναι από πάνω μας χιαστί τα κάτασπρα, αφράτα ίχνη δύο αεροπλάνων. Και μου τα δείχνει και λέει:

-Δε μου λέτε, αυτό εκεί πώς σας φαίνεται;

-Τι να σου πω, ωραίο είναι.

-Και τι νομίζετε ότι είναι;

-Ίχνη από εξατμίσεις αεροπλάνων.

-Έχετε ακούσει αυτό που λένε ότι μας ψεκάζουνε;

-Ναι, το έχω ακούσει.

-Και τι γνώμη έχετε;

-Δε θες να μάθεις τη γνώμη μου.

-Τι εννοείτε δηλαδή;

-Ότι είναι ΑΠΙΣΤΕΥΤΗ ΓΕΛΟΙΟΤΗΤΑ και δεν αξιζει καν να το συζητάμε.

-Μα γιατί το θεωρείτε γελοιότητα;

Εδώ, φίλοι μου, θέλω να με καταλάβετε. Έχω πεντέμιση ώρες που περπατάω στα κατσάβραχα. Είναι υπέροχα, αλλά και κουραστικά. Έχω φάει τον γάιδαρο ή την καμήλα αν προτιμάτε και μου μένει η ουρά. Ο αρχηγός μάς έχει γειώσει κι έχει φύγει μπροστά, χωρίς να αφήσει άλλον πίσω, ενδεχομένως επειδή θεωρεί ότι τώρα πια αφού το χωριό φαίνεται καθένας ας τα βγάλει πέρα μόνος του. Προσπαθώ να αποφασίσω ποια είναι η σωστή διαδρομή και θέλω πλέον να φτάσω στο αυτοκίνητό μου, γιατί είμαι κουρασμένη και πεινάω και θέλω να πάω σπιτάκι μου να αράξω.

Και έχω έναν τύπο να μου λέει ότι μας ψεκάζουνε. Και δεν υπάρχει άλλος άνθρωπος τριγύρω. Και επιμένει.

Ξέρω ότι το σωστό είναι να επιχειρηματολογήσω ψύχραιμα, μπας και τελικά χωρέσει κάτι μέσα στο κεφάλι του, αλλά το λάδι της υπομονής εσώθη εις το κανδήλιον. Επιπλέον δεν τα θυμάμαι και καλά. Ξέρω ότι έχει κάτι να κάνει με την υγρασία στην ατμόσφαιρα, αλλά δεν θυμάμαι λεπτομέρειες, και φοβάμαι πως ό,τι πω δεν θα ακουστεί πειστικό. Δεν ξέρω τι να πω πια.

-Κοίτα, καλέ μου, δεν αντέχω τόση συνωμοσιολογία. Δεν αντέχω κάθε τόσο να ακούω φαντασιόπληκτες θεωρίες, κουράστηκα.

-Καλά κυρία Τατιάνα μου, συγγνώμη κυρία Τατιάνα μου.

-Μη μου ζητάς συγγνώμη, δεν είναι θέμα συγγνώμης. Εγώ σου ζητώ συγγνώμη αν ήμουν απότομη ή αγενής. Το θέμα είναι ότι αυτά δεν ισχύουν.

-Πώς είστε τόσο σίγουρη; Δεν πρέπει να τα ψάχνουμε αυτά;

-Ακριβώς επειδή το έχω ψάξει και είδα ότι δεν ισχύουν μιλάω έτσι. Έχω διαβάσει. Έχω και γνωστούς επιστήμονες, έχω έναν φίλο στον Δημόκριτο. Αυτά είναι ίχνη που αφήνουν τα καύσιμα.

-Μα είναι φυσιολογικό να είναι τόσο πυκνά;

-Ναι, είναι.

-Μα δείτε κυρία Τατιάνα μου αυτά τα σύννεφα, είναι φυσιολογικά;

-Απολύτως φυσιολογικά είναι.

-Μα δείτε το σχήμα τους, πριν δεν ήταν έτσι.

-Είναι απολύτως φυσιολογικά. Διάβασε λίγη μετεωρολογία σε παρακαλώ.

-Παλιά όμως δεν άφηναν τέτοια ίχνη τα αεροπλάνα. Εσείς που είστε μεγαλύτερη, θα το θυμάστε.

-Πράγματι, θυμάμαι πολύ καλά ότι και πριν σαράντα χρόνια τέτοια ίχνη άφηναν τα τζετ.

-Δεν υπήραν όμως τόσο πολλά.

-Υπήρχαν πολλά και τα θυμάμαι, από παιδί χάζευα τα ίχνη που άφηναν στον ουρανό. Δε μου λες τώρα, από πού πάμε; Ευθεία ή δεξιά;

Κατάφερα να εστιάσω τη συζήτηση στο μονοπάτι και γλίτωσα για λίγο από το βάσανο. Με το μπούρου μπούρου όμως είχαμε καταφέρει να χαθούμε τελείως, και αντί να βγούμε στο σημείο εκκίνησης, στην πλατεία Παλιάς Πεντέλης, καταλήξαμε στην πλατεία Νέας Πεντέλης. Επρεπε όμως να γυρίσουμε πίσω, γιατί είχα αφήσει εκεί το αυτοκίνητο κι ο συνοδοιπόρος ήθελε να συναντήσει την παρέα. Η άλλη πλατεία είναι μισή ώρα με τα πόδια από εκεί, αλλά δεν είχα όρεξη να περπατήσω άλλο, τα είχα πάρει και λίγο στο κρανίο που χαθήκαμε, οπότε του λέω, εγώ θα πάρω ταξί, αν θες να σε πάω.

Τηλεφωνώ σε ράδιο ταξί (και όχι, δεν έχω ίντερνετ στο κινητό, άρα δεν μπορώ να πάρω beat και plon και άλλα ωραία), αλλά μου λένε ότι θα αργήσει, γιατί δεν έχει οδηγό κοντά μου. Καλά, τους λέω, αν βρω ταξί στο μεταξύ θα σας πάρω να ακυρώσω. Περνάει ένα ταξί, το σταματάω, μπαίνω μέσα. Μεγάλο αμάξι, καινούριο, άνετο, προσεγμένο, πεντακάθαρο. Στο τιμόνι σεβάσμιος ηλικιωμένος με μακριά λευκά μαλλιά και ιερατική γενειάδα, στο σκιάδιο της θέσης του οδηγού ταπετσαρία από εικονίτσες με αγίους, παναγίτσες, και κάτω δεξιά ο γέρων Παΐσιος. Παίρνω το ράδιο ταξί και ακυρώνω την κλήση.

-Ποιους είχατε πάρει;

-Τον Αστέρα. Εσείς είστε σε κάποιο δίκτυο;

-Μπα, δεν τα θέλω αυτά. Για να μπεις πρέπει να έχεις τζιπιές, τάμπλετ, εγώ δε θέλω τέτοια πράματα, τι το θέλω το τάμπλετ, τι το θέλω το τζιπιές; Αυτά είναι για να μας παρακολουθούνε, δεν τα θέλω.

-Μάλιστα.

-Τι να τα κάνεις τα τάμπλετ; Αφού έρχεται πόλεμος, καταστροφή έρχεται, αίμα ποτάμι. Τι να τα κάνω αυτά; Εδώ ο κόσμος θα χαθεί.

-Χμφ.

-Θέλουν να μας ελέγχουνε, γι’ αυτό τα βάζουνε. Θέλουν να μας κρατάνε στο σκοτάδι. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, είναι όλοι μαριονέτες. Μας βάζουν να ψηφίζουμε μόνο για να νομίζουμε ότι κάτι κάνουμε. Αλλά μετά βγάζουν όποιους θέλουν αυτοί. Δεν έχει νόημα να ψηφίζουμε.

-Δίκιο έχετε! πετάγεται ο νέος από πίσω.

-Τι νόημα έχει να ψηφίζουμε; Εγώ έχω να ψηφίσω από το ενενήντα τρία.

-Καλά τα λέτε.

Ευτυχώς η διαδρομή είναι σκάρτα πέντε λεπτά. Την έχω βγάλει κουνώντας το κεφάλι και κάνοντας «μμμ». Κερνάω την κούρσα.

-Μα όχι κυρία Τατιάνα μου, δεν είναι σωστό!

-Μην το συζητάς. Εγώ θα έπαιρνα ταξί ούτως ή άλλως, ενώ εσύ όχι.

-Μα σας παρακαλώ, ελάτε τώρα.

-Όχι, σε παρακαλώ, χαρά μου. Κάναμε και τόσο ωραία συζήτηση. Χάρηκα πολύ, άντε καλό δρόμο!

Και όπου φύγει φύγει, καλοί μου φίλοι. Και τώρα διαβάζω εντατικά για τα ίχνη καυσίμων των αεροπλάνων, ώστε να είμαι έτοιμη να δώσω διάλεξη την επόμενη φορά. Γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι θα σου τύχει. Ζούμε ανάμεσά τους.

Τρίτη 10 Απριλίου 2012

ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ

ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΣΑΣ ΕΥΧΕΤΑΙ...

Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2011

ΣΑΝ ΒΓΕΙΣ ΣΤΟΝ ΠΗΓΑΙΜΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ...

Το άρθρο αυτό αφιερώνω με αγωνιστικούς χαιρετισμούς σε όλους τους συντρόφους συμπολίτες που βρίσκονται σήμερα στους δρόμους, προσπαθώντας να φτάσουν στον προορισμό τους, εν μέσω απεργίας των λεωφορείων.

Λίγες μέρες πριν τα χριστούγεννα, είχα την ευκαιρία να ταξιδέψω με τις αστικές συγκοινωνίες από Κηφισιά προς Αθήνα τη μέρα της Στάσης Εργασίας. Έχοντας πληροφορηθεί ότι τα λεωφορεία θα κυκλοφορούσαν από εννέα το πρωί έως εννέα το βράδυ, σκέφτηκα πονηρά σαν αλεπού και έπραξα ανάλογα. Αφ' ενός πήγα να πάρω το λεωφορείο από το τέρμα του, στο Άλσος Κηφισιάς, και όχι από τη στάση που είναι πιο κοντά στο σπίτι μου, με το σκεπτικό ότι στο τέρμα θα είναι άδειο κι επομένως πιο εύκολα θα μπω μέσα, ίσως μάλιστα να βρω και θέση να καθήσω (φρούδες ελπίδες των θνητών...). Αφ' ετέρου πήγα στις δέκα και μισή, με το σκεπτικό ότι τα πρώτα λεωφορεία που θα έφευγαν στις εννιά και στις εννιάμιση θα ήταν γεμάτα κόσμο, ενώ μετά τις δέκα θα είχε σπάσει η κίνηση (οποία αφελής προσδοκία...). Και φυσικά πήγα ψυχολογικά προετοιμασμένη για το χειρότερο, γνωρίζοντας ότι θα έχει μποτιλιάρισμα στο δρόμο και θα καθυστερήσουμε.

Η πραγματικότητα όμως, όπως συνήθως, ξεπέρασε κάθε προσδοκία.

Στις δέκα και μισή, όταν έφτασα στη στάση, η ουρά είχε εξελιχθεί σε μικρή διαδήλωση. Όπως πληροφορήθηκα από τους παλαιότερους, δεν είχε φανεί ακόμη κανένα λεωφορείο από τα τρία που κάνουν τέρμα στο Άλσος, ούτε και το ένα διερχόμενο που κάνει στάση εκεί. Η πλέον αληθοφανής ερμηνεία ήταν ότι στις εννέα, ώρα λήξης της στάσης εργασίας, τα λεωφορεία ξεκινούν από το αμαξοστάσιο στο Ρέντη και όχι από τα τέρματα και τις αφετηρίες.

Το Α7 στο οποίο βάσιζα τις ελπίδες μου δεν έλεγε να εμφανιστεί, ούτε άλλωστε και τα Χ14 και 550. Κατά τις έντεκα φάνηκε το Β7 να έρχεται από Ερυθραία - γεμάτο κόσμο φυσικά. Η λαοθάλασσα που πλημμύριζε τη στάση κινήθηκε απειλητικά προς το μέρος του. Ο οδηγός άνοιξε θαρρετά τις πόρτες. Σβέλτη σαν αίλουρος γλίστρησα μέσα από τη μπροστινή πόρτα. Φρόντισα να κρατηθώ κοντά στο καγκελάκι που βρίσκεται μπροστά στη ρόδα του λεωφορείου κι έχει από πίσω ένα ραφάκι - έτσι εξασφάλιζα τα νώτα μου. Το ήδη ασφυκτικά γεμάτο λεωφορείο γέμισε ασφυκτικότερα. Κάθε έμφρων άνθρωπος θα νόμιζε ότι δεν χωράει άλλος - μα θα έκανε λάθος, όπως απέδειξε η εμπειρία των επόμενων στάσεων. Ο οδηγός, φανερά οπαδός της ισοτιμίας μεταξύ των πολιτών, δεν παρέλειψε ούτε μια στάση. Ίσως και να ήξερε ότι ήταν αδύνατον: μια δυο φορές που επιχείρησε να σταθεί και να κατεβάσει κόσμο πριν ή μετά τη στάση, ώστε να μην προλάβουν να μπουν άλλοι, το πλήθος των αναμενόντων συνέρρευσε προς το μέρος του λεωφορείου με ταχύτητα που θα ζήλευαν πειρατές σε ρεσάλτο.

Σύντομα αντιλήφθηκα ότι η σωματική και ψυχική μου ακεραιότητα διέτρεχε θανάσιμο κίνδυνο. Αν δεν ενεργούσα αμέσως μπορούσα να υποστώ ανεπανόρθωτες βλάβες. Σαν άνθρωπος της δράσης που είμαι, δεν άργησα να βρω τη λύση. Ήταν βεβαίως κάπως ανορθόδοξη και είχε αρκετά μειονεκτήματα, αλλά στην κατάστασή μου δεν μπορούσα να ελπίζω σε κάτι καλύτερο. Με έναν ελιγμό Τιραμόλα τρύπωσα κάτω από το καγκελάκι, σύρθηκα στην καμπύλη του καλύμματος της ρόδας και βρέθηκα καθισμένη πάνω στο ραφάκι. Δηλαδή όχι ακριβώς στο ραφάκι: πάνω στο εσωτερικό κιγκλίδωμα που περιβάλλει το ραφάκι, το οποίο ραφάκι ήταν ήδη κατειλλειμμένο από χαρτοφύλακες, γυναικείες τσάντες, σακούλες με ψώνια και άλλες αποσκευές επιβατών.

Ο κίτρινος μεταλλικός σωλήνας πάνω στον οποίο βολεύτηκα δεν ήταν σχεδιασμένος για κάθισμα. Ευχαρίστησα νοερά τον ευφυή σχεδιαστή του σύμπαντος για τους φαρδείς μαλακούς γλουτούς με τους οποίους επρονόησε να εφοδιάσει τους ανθρώπους - γνωρίζοντας αναμφίβολα πόσο χρήσιμοι θα τους φαίνονταν σε τέτοιες καταστάσεις. Βέβαια τα πράγματα θα ήταν καλύτερα αν τα πόδια μου ήταν κατά 30 περίπου εκατοστά μακρύτερα και διέθεταν άλλη μία άρθρωση - κατά προτίμηση σφαιροειδή όπως εκείνη του ισχίου, διότι έτσι όπως είχαν τα πράγματα δυσκολευόμουν να αντιμετωπίσω την πρόκληση της προσαρμογής στην καμπύλη επιφάνεια που κατέληγε στο πάτωμα - αλλά δεν παραπονούμαι: είμαι βεβαία ότι τα πάντα εν σοφία εποιήθησαν, γλουτοί, αρθρώσεις, άνθρωποι και λεωφορεία.

Άλλωστε η θέση μου, καίτοι κάπως άβολη, ήταν εν τούτοις αρκετά καλύτερη από εκείνη των συνταξιδιωτών μου: δεν με έσπρωχνε ούτε μπορούσε να με σπρώξει κανείς, δεν έσπρωχνα ούτε μπορούσα να σπρώξω κανέναν, ήμουν τρόπον τινά καθισμένη, και είχα ακριβώς δίπλα στο κεφάλι μου ένα ανοιχτό παράθυρο από το οποίο εισέρρεε αέρας δροσερότερος και καθαρότερος από εκείνον που ανέπνεαν οι υπόλοιποι.

Ήμουν προνομιούχα.

Θωρακισμένη πλέον καλά ενάντια στις κακουχίες του ταξιδιού, αφοσιώθηκα σε ανθρωπολογικές παρατηρήσεις. Το πρώτο πράγμα που είχα την ευκαιρία να μελετήσω ήταν αυτό που ο Konrad Lorenz ονομάζει (έκπληξη!) το "σύνδρομο του γεμάτου λεωφορείου". Πρόκειται για το γνωστό φαινόμενο κατά το οποίο ένα γεμάτο λεωφορείο ανοίγει τις πόρτες του στη στάση, οι υποψήφιοι επιβάτες προσπαθούν να εισχωρήσουν με φωνές και διαμαρτυρίες, οι ήδη επιβάτες αντιτάσσουν άλλες διαμαρτυρίες διατεινόμενοι ότι "δεν χωράει άλλος", οι έξωθεν επιμένουν, κατορθώνουν να εισβάλλουν, και στην επόμενη στάση έχοντας πλέον κατοχυρώσει τα κεκτημένα τους δικαιώματα, είναι αυτοί οι ίδιοι που, ως υπερασπιστές πλέον του οχυρού, διατείνονται ότι "δεν χωράει άλλος" και διαμαρτύρονται κατά της εφόδου των νέων έξωθεν εισβολέων.

Αφήνω σε σας να αναπτύξετε τις προεκτάσεις του φαινομένου αυτού στην νοοτροπία των νοικοκυραίων, στο μεταναστευτικό ζήτημα και στην ιστορία της ανθρωπότητας, και συνεχίζω.

Σε γενικές γραμμές ήμασταν τυχεροί: δεν προέκυπταν έντονες συζητήσεις ούτε καυγάδες, φαινόμενο τραγικά συχνό και απόλυτα κατανοητό σε τέτοιες καταστάσεις. Ωστόσο δίπλα μου ακριβώς, έξω από το καγκελάκι, στεκόταν ένας κύριος που μιλούσε διαρκώς μόνος του. Ο μονόλογός του περιστρεφόταν γύρω από το θέμα των κακών απεργών που μας ταλαιπωρούν και καταστρέφουν τη χώρα. Πρόκειται για το είδος της διαλεκτικής που διανθίζεται κατά κανόνα από την επωδό "μια χούντα σας χρειάζεται". Κατέβαλλα φιλότιμες προσπάθειες να τον αγνοήσω - αντιλαμβάνεσθε ότι θα ήταν τεράστιο λάθος να ανοίξω συζήτηση υπό τις συνθήκες εκείνες - ομολογώ όμως ότι κάποιες στιγμές δυσκολευόμουν υπερβολικά. Ο καλός αυτός άνθρωπος πετούσε μια ατάκα, περίμενε λίγο ελπίζοντας να την πιάσει κανείς και του απαντήσει, στη συνέχεια πετούσε την επόμενη, και ούτω καθ' εξής. Ήταν φανερό ότι γύρευε ανταπόκριση. Ευτυχώς - ή δυστυχώς - κάπου εκεί στο ύψος του Νέου Ψυχικού ανέβηκε στο λεωφορείο ένας άλλος κύριος με τον οποίο συμφώνησαν αμέσως, και άρχισαν να συζητούν μεταξύ τους.

Μόλις φτάσαμε στο Γηροκομείο, άρχισε να βρέχει. Στην αρχή ήταν μια ψιχάλα, σιγά σιγά όμως δυνάμωσε. Η θέση μου ήταν δεινή, διότι από το παράθυρο όλη η βροχή ερχόταν μέσα. Δεν μπορούσα να βάλω το πανοφώρι μου, διότι το είχα μετατρέψει σε κάθισμα πάνω στο καγκελάκι, οι πιέσεις του οποίου από μια στιγμή και μετά είχαν καταστεί ανυπόφορες. Παρ' όλα αυτά, δεν απαρνήθηκα το κάστρο μου. Κάλιο βρεμμένη και αλώβητη, παρά στεγνή και τσαλαπατημένη.

Λίγα θυμάμαι από το υπόλοιπο ταξίδι. Κατέβηκα μια στάση πριν το τέρμα, ενώ το λεωφορείο ήταν ακόμη πολύ γεμάτο. Διεκπεραίωσα την υπόθεσή μου, πράγμα που μου πήρε κάτι λιγότερο από μισή ώρα, μαζί με τη διαδρομή από και προς τη στάση. Κατευθύνθηκα προς το τέρμα του λεωφορείου, αν και υπήρχε στάση πιο κοντά, με το ίδιο πάλι σκεπτικό: μήπως το πετύχω άδειο. Νόμιζα μάλιστα, μέσα στην πλέρια αθωότητά μου, ότι τώρα πια (κόντευε μία το μεσημέρι) ο κόσμος θα είχε αραιώσει, μια και η στάση εργασίας είχε λήξει πάνω από τέσσερις ώρες νωρίτερα.

Μόλις έστριψα στην Κάνιγγος οι ελπίδες μου εξανεμίστηκαν πιο γρήγορα κι από παγάκι στο τηγάνι. Ο κόσμος που περίμενε κάλυπτε ολόκληρη τη μία πλευρά του οικοδομικού τετραγώνου όπου βρισκόταν η στάση. Πήρα θέση σε ένα σημείο όπου μπορούσα ν' αναπνεύω αλλά και να βρίσκομαι σχετικά κοντά στην άκρη της στάσης. Σύντομα το λεωφορείο ήρθε γεμάτο κόσμο, και στάθηκε ένα τετράγωνο πιο πριν για να αδειάσει. Το σμάρι των ανθρώπων άρχισε να κυλάει προς τα εκεί. Πριν προλάβει να φτάσει, οι πόρτες έκλεισαν και το λεωφορείο προχώρησε πάλι μπροστά. Ο κόσμος ξεχύθηκε ευφυώς στη μέση του δρόμου για να το προϋπαντήσει, εμποδίζοντας έτσι τη διέλευση. Ο οδηγός όμως, έμπειρος ως φαίνεται από τέτοιες καταστάσεις, αντί να σταματήσει πάτησε γκάζι ευθαρσώς. Το πλήθος διαλύθηκε έντρομο, με φωνές διαμαρτυρίας. Οι πόρτες άνοιξαν και άρχισε η έφοδος. Ήμουν από τους τυχερούς αγωνιστές που κατόρθωσαν να μπουν: δεν το πέτυχαν όλοι. Ίσως θα έπρεπε να νιώθω τύψεις που μπήκα εγώ ενώ δεν μπήκαν ίσως άνθρωποι που περίμεναν εκεί πριν από μένα. Τι να γίνει όμως; Αυτά έχει ο πόλεμος.

Αυτή τη φορά δεν κατάφερα να εξασφαλίσω κάποια θέση τόσο καλή όσο όταν πήγαινα. Στάθηκα απλώς μπροστά στα δυο καθίσματα που βρίσκονται ακριβώς πριν τη φυσαρμόνικα της μέσης (ήταν από τα διπλά λεωφορεία που "σπάνε" στη μέση). Δίπλα μου ακριβώς, στο σημείο όπου τελειώνει ο στενός διάδρομος και αρχίζει η κάπως φαρδύτερη κυκλική "πλατεία" της φυσαρμόνικας, εγκαταστάθηκε μια μικροκαμωμένη κυρία με ένα καρότσι της λαϊκής. Προς έκπληξή μου, κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε. Τόλμησα να της παρατηρήσω ότι έτσι όπως στεκόταν, έκλεινε τελείως το διάδρομο. "Και πού να πάω;" ήταν η απάντηση. "Ίσως λίγο πιο μπροστά;" πρότεινα. Πράγματι, υπήρχε λίγος χώρος μπροστά της, σαφώς περισσότερος απ' όσος εκεί που στεκόταν. Με κοίταξε αηδιασμένη. "Και πώς θα στέκομαι;" αντιγύρισε. "Όπως κι εδώ", της είπα. Δεν σχολίασε. "Εδώ που στέκεστε, θα σας ενοχλούν όλοι για να περάσουν", επισήμανα, ελπίζοντας έτσι να της δώσω ένα κίνητρο. "Πρόβλημά τους", αποφάνθηκε. "Και δικό σας", παρατήρησα. Δεν έλαβα απάντηση και προτίμησα να αγνοήσω το θέμα. Σε όλη την υπόλοιπη διαδρομή, άνθρωποι στριμώχνονταν για να περάσουν από δίπλα της, κανείς όμως δεν της έκανε παρατήρηση: έμοιαζαν να δέχονται μοιρολατρικά ότι "έτσι είναι στα λεωφορεία".

Για λόγους που αγνοώ, ενώ το όχημα ξεκίνησε και πάλι ασφυκτικά γεμάτο και συνέχισε να γεμίζει για μερικές στάσεις, από ένα σημείο και μετά πήρε ν' αδειάζει, μάλιστα μετά τους Αμπελόκηπους άρχισαν ν' αδειάζουν και κάποια καθίσματα. Φυσικά για να προλάβεις να καθήσεις έπρεπε να έχεις την τύχη να βρίσκεσαι ακριβώς δίπλα τη στιγμή που σηκωνόταν ο προκάτοχος - κάπως σα να ψάχνεις πάρκινγκ γύρω από την Ομόνοια. Μετά το Φάρο Ψυχικού είχα την τύχη να σηκωθεί μια κυρία ακριβώς δίπλα μου και να καθήσω. Από εκεί και μετά όλα ήταν εύκολα: έπρεπε μόνο να κάνω υπομονή μέχρι να φτάσουμε, πράγμα που συνέβη μετά από άλλα τρία τέταρτα της ώρας περίπου.

Βγαίνοντας στο Άλσος Κηφισιάς, μόνο που δεν έπεσα στα γόνατα να φιλήσω τα άγια χώματά του. Ήμουν πίσω στην πατρίδα μετά από μια Οδύσσεια που θα τη ζήλευε κι ο ομώνυμος ήρωας. Για μια διαδρομή δύο ωρών, είχα κάνει συνολικά πάνω από τέσσερις ώρες.

Αλλά άξιζε τον κόπο: πώς αλλιώς θα είχα την ευκαιρία να γνωρίσω τόσες συναρπαστικές πτυχές της ανθρώπινης ψυχής;

Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2011

ΑΣ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ ΓΙΑ ΓΑΤΕΣ

Σε πρόσφατη συνάντηση με φίλους ιστολόγους, ρωτήθηκα γιατί τώρα τελευταία γράφω, λέει, όλο προπαγάνδα. Ομολογώ ότι με στενοχώρησε το ερώτημα, επειδή πράγματι έχω αμελήσει το μπλογκ μου, κυρίως λόγω έλλειψης χρόνου. Θα προτιμούσα κατά βάθος να σταματήσω τελείως να γράφω για ένα διάστημα - όμως η εμπλοκή μου στο αθεϊστικό κίνημα και ιδιαίτερα στην Ένωση Άθεων εμπεριέχει μια δέσμευση την οποία δεν μπορώ να αγνοήσω. Αυτός είναι και ο λόγος που όταν έχω λίγο χρόνο να αφιερώσω στο μπλογκ, γράφω κυρίως για αθεϊστικά θέματα, όπως εξήγησα στους φίλους.

Για να σπάσουμε λοιπόν λίγο το "προπαγανδιστικό" κλίμα και να θυμηθούμε ότι υπάρχουν κι άλλα πράματα στον κόσμο, είπα να ξεκινήσω την καινούρια χρονιά με μια ανάρτηση άσχετη με τα θεολογικά. Την αφιερώνω στους αγαπητούς Άκη (Υψικάμινος) και Β. (Ροβιθέ), με πολλή αγάπη και με θερμές ευχές για τον καινούριο χρόνο. Είθε να φέρει ο άγιος Γούγλης πολλούς και καλούς αναγνώστες στα εξαιρετικά τους ιστολόγια!

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Προσφάτως έτυχε να φιλοξενηθώ σε φιλικό σπίτι στην επαρχία, στις παρυφές ενός μικρού χωριού. Μονοκατοικία με κήπο, με συγκατοίκους δύο ανθρώπους, δύο σκύλους, και δύο γάτες. Καθένας έχει τη θέση του: οι άνθρωποι στον όροφο, οι σκύλοι στο άκτιστο ακόμη ισόγειο και την αυλή, και οι γάτες παντού - μήπως βρέθηκε ακόμη τρόπος να περιορίσει κανείς μια γάτα;

Η "γάτα του σπιτιού" είναι η Σακάρα*, φουντωτή τιγρέ και ακατάδεκτη. Ήταν απόλυτη κυρία του σπιτιού μέχρι πριν λίγους μήνες, όταν ένας από τους ανθρώπους συγκατοίκους της είχε την ατυχή έμπνευση να περιμαζέψει απ' το δρόμο ένα γατάκι σε κακή κατάσταση που έχρηζε περίθαλψης.

Το νεαρό γατί, καίτοι θηλυκό, ονομάστηκε Νικήτας, δεν ξέρω αν από παρεξήγηση ως προς το φύλο του, ή για άλλους λόγους. Το όνομα αυτό όμως περιέπεσε σε αχρησία προς χάριν του Τοσο(δ)ούλα, παρατσούκλι που οφείλεται στο πάλαι ποτέ μικρό του μέγεθος, και το οποίο διατηρεί παρά το γεγονός ότι δεν είναι πια καθόλου τοσοούλι.

Αφού εκδιώχθηκαν οι ψύλλοι και θεραπεύθηκε στο μέτρο του δυνατού το άρρωστο αριστερό του μάτι, το γατί ξεπετάχτηκε, ξεθάρρεψε και εισέβαλε σε όλους τους χώρους του σπιτιού, προς φρίκη της Σακάρας, η οποία για να δείξει τη δυσαρέσκειά της πήρε των ομαθιών της και διατηρεί απόσταση ασφαλείας από το σπίτι, όπου επιστρέφει πλέον μόνο για να φάει και ξαναφεύγει αμέσως.


Η Σακάρα σε καλλιτεχνική πόζα, στη γωνιά του κιγκλιδώματος της βεράντας.

Για λόγους οικονομικούς η μόνη θέρμανση του σπιτιού ήταν το τζάκι στο σαλόνι, κι αυτό ακόμη δεν έκαιγε συνέχεια, παρά μόνον όταν υπήρχαν επισκέπτες, και τότε πάλι δεν άναβε από το πρωί, αλλά κατά το βραδάκι που έσφιγγε το κρύο. Καθώς πλησίαζε η ώρα του ύπνου, ανησυχούσα για το πώς θα αντιμετώπιζα το κρύο, εγώ η καλομαθημένη από το κεντρικώς θερμαινόμενο διαμέρισμα με την αυτονομία.

Τα δύο παπλώματα που μου παραχώρησε η οικοδέσποινα ήταν ευτυχώς αρκετά για να με κρατήσουν ζεστή. Εκτός από αυτά όμως, υπήρχε και μια ανέλπιδη και διασκεδαστική πηγή θέρμανσης: η Τοσοούλα, που πριν ακόμη πάω να ξαπλώσω, είχε στρογγυλοξαπλώσει στα πόδια του κρεβατιού, δείχνοντας καθαρά την πρόθεσή της να παραμείνει εκεί ολη τη νύχτα.


Η Τοσοούλα σε ρόλο θερμοφόρας.

Την άλλη μέρα το πρωί, ξύπνησα από ένα παγωμένο άγγιγμα στη μύτη: ήταν η Τοσοούλα που ακροπατούσε στο προσκέφαλο και με μύριζε εκ του σύνεγγυς, αγνοώ με τι σκοπό. Την εκδίωξα με τρόπο ομολογουμένως όχι πολύ ευγενικό, αλλά δεν έμοιασε να ενοχλήθηκε καθόλου. Επέστρεψε στα πόδια μου όπου και παρέμεινε μέχρι να σηκωθώ.

Η Τοσοούλα σε πρωινή εγερτήρια εξόρμηση στα κρεβάτια.

Η Σακάρα και η Νικήτας-Τοσοούλα έχουν ένα μεγάλο πλεονέκτημα σε σχέση με τις γάτες διαμερίσματος: την ελευθερία να κυκλοφορούν στα πέριξ όταν και όπως αυτές επιθυμούν, διατηρώντας τη δυνατότητα όποτε θέλουν να επιστρέφουν στη θαλπωρή και την ασφάλεια του σπιτιού.**


Η Τοσοούλα εγκατεστημένη στη θαλπωρή μιας φλοκάτης.

Είχα πολύ καιρό να βρεθώ τόσο κοντά με τόσο νεαρό γατί, και είχα ξεχάσει πόσο απίστευτα διασκεδαστικό είναι. Όσοι έχουν γάτες ξέρουν τα ατέλειωτα παιχνίδια που κάνουν με κάθε τι που κινείται - από ένα σπάγγο μ' ένα στυλό δεμένο στην άκρη, ως τις παντόφλες μας ή τα δάχτυλα του χεριού μας. Έχω αρκετές λεπτές γραντζουνιές στο χέρι μου ενθύμιο από την Τοσοούλα. Έχουν δίκιο όσοι λένε ότι οι γάτες είναι από τα καλύτερα αντικαταθλιπτικά: δεν αφήνουν σε χλωρό κλαρί, με αποτέλεσμα να μην προλαβαίνεις να πέσεις σε κατάθλιψη.

Έχω τόσο πολύ συνηθίσει να γράφω πάντα με σκοπό να καταλήξω σε κάποιο συμπέρασμα, κάποιο ούτως ειπείν ηθικό δίδαγμα, ώστε νιώθω πως αν δεν το κάνω, η ανάρτηση κατά κάποιον τρόπο θα είναι λειψή. Ορίστε λοιπόν το επιμύθιον:

"Όποιος σηκώνεται από το μαξιλάρι του, όταν γυρίσει βρίσκει πάνω του μια γάτα!"


Η Τοσοούλα απολαμβάνει τη λιακάδα έχοντας εξασφαλίσει μόνωση από τα κρύα πλακάκια της βεράντας, εκμεταλλευόμενη την στιγμιαία απουσία του ανθρώπου που καθόταν στο μαξιλάρι.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

*Σακάρα: δεν πρόκειται για τη γνωστή νεκρόπολη της Αιγύπτου, αλλά για μια λέξη που, αν δεν απατώμαι (κι ας με διορθώσει η φίλη μου αν θυμάμαι λάθος) σε κάποιες περιοχές της βόρειας Ελλάδας (κατοικούμενες κυρίως από Μικρασιάτες) υποδηλώνει την μαύρη αγελάδα με ένα άσπρο σημάδι στο μέτωπο (ενδεχομένως να ισχύει και για άλλο χρωματικό συνδυασμό, αν κάποιος αναγνώστης γνωρίζει κάτι σχετικά, παρακαλώ να μας διαφωτίσει). Η γάτα βέβαια δεν είναι μαύρη, αλλά έχει ένα πορτοκαλί σημάδι στο μέτωπο, γεγονός που έδωσε την αφορμή για το όνομά της.

**
Βέβαια οι γάτες αυτές δεν έχουν τη δυνατότητα να τεκνοποιήσουν (η Σακάρα έχει στειρωθεί, και αργότερα μάλλον και θα ακολουθήσει και η Νικήτα), πράγμα που στην περίπτωση των γάτων σημαίνει ότι δεν έχουν και σεξουαλική ζωή. Ωστόσο το κάθε τι έχει το τίμημά του, κι επειδή οι απόψεις μου για τη φιλοζωία είναι γνωστές και ο στόχος της ανάρτησης είναι να αποφύγουμε την προπαγάνδα γενικώς, δεν θα επεκταθώ εδώ.

Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου 2010

ΨΗΓΜΑΤΑ ΣΟΦΙΑΣ ΣΕ ΑΝΥΠΟΠΤΑ ΣΗΜΕΙΑ

Λόγου χάρη, στο πίσω μέρος του βυτιοφόρου που στέκεται μπροστά σας καθώς περιμένετε στην ουρά στα διόδια.



Μόλις γύρισα από διακοπές και βρίσκομαι ακόμη στο θάλαμο αποσυμπίεσης.

Αναμείνατε στις οθόνες σας. Περισσότερη Μελάνη, σε λίγο!

Τρίτη 17 Αυγούστου 2010

ΕΚΔΡΟΜΗ ΣΤΗ Δ.Ο.Υ.

Πριν δυο εβδομάδες, πήγα εκδρομή στην Δ.Ο.Υ. Αμαρουσίου.

Βεβαίως δεν ήταν η πρώτη φορά που την επισκεπτόμουν. Η Δ.Ο.Υ. Αμαρουσίου είναι τακτικός κι αγαπημένος προορισμός μου εδώ και χρόνια. Από τότε που άνοιξα για πρώτη φορά λογιστικά βιβλία ως ελεύθερη επαγγελματίας, οι σχέσεις με τη Δ.Ο.Υ. έγιναν πιο στενές, αδελφικές θα έλεγα. Την ακολούθησα πιστά όταν μεταφέρθηκε στην άλλη πλευρά της λεωφόρου Κηφισίας (αν μπορούσα ας έκανα κι αλλιώς). Όσο τηρούσα βιβλία ως βιολόγος, τα πράγματα ήταν σχετικά εύκολα - τόσο εύκολα ώστε τώρα νοσταλγώ εκείνες τις αθώες εποχές, όταν νόμιζα ότι το να περνάω μια επιταγή το μήνα στα έσοδα και τίποτα στα έξοδα ήταν μπελάς. Τώρα πια που τηρώ βιβλία ως μεταφράστρια και πλανιέμαι ως άλλος Θησέας δίχως μίτο στο λαβύρινθο των περιοδικών δηλώσεων Φ.Π.Α., της παρακράτησης φόρου, της συγκεντρωτικής δηλώσεως πελατών-προμηθευτών, της συγκεντρωτικής δηλώσεως Φ.Π.Α. και των εντύπων Ε2, τώρα που στα βιβλία μου καταχωρώ εισπράξεις από διάφορους πελάτες που θέλουν διαφορετικού τύπου απόδειξη και που αγωνίζομαι να ξεχωρίσω τα πάγια έξοδα, τα έξοδα με δικαίωμα έκπτωσης και τα έξοδα άνευ δικαιώματος έκπτωσης, θυμάμαι τις εποχές εκείνες της αθωότητες με άπειρη τρυφερότητα. Ώρες ώρες μπαίνω στον πειρασμό να τα σκίσω όλα, να φορέσω ένα τομάρι λεοπάρδαλης (κληρονομιά του μπάρμπα του παππού μου που πήγε στο Χαρτούμ να κάνει την τύχη του) και να πάρω τα βουνά. Ποιος ξέρει - ίσως με ανακαλύψει κανένα ρηάλιτυ και κάνω κι εγώ την τύχη μου.

Παρεξετράπην και εξέφυγα από το θέμα μου. Το οποίο είναι η πρόσφατη εκδρομή μου στη Δ.Ο.Υ.

Όπως καταλαβαίνετε, αν ήταν ένας απλός περίπατος για την απόδοση του Φ.Π.Α. ή άλλη υπόθεση ρουτίνας, δεν θα το έκανα θέμα. Πηγαίνω τακτικά στη Δ.Ο.Υ. για τέτοια ζητήματα, και ειδικά στο τμήμα του Φ.Π.Α. έχω αναπτύξει στρατηγικές άμυνας. Όταν πλησιάζω στο γκισέ, αν δω ότι πρόκειται να εξυπηρετηθώ από μια συγκεκριμένη υπάλληλο που γνωρίζω καλά, προσποιούμαι ότι ξέχασα κάτι και ψαχουλεύω τα χαρτιά μου, προτρέποντας τον επόμενο να πάρει τη σειρά μου, γιατί ξέρω καλά ότι δεν θα βγω σώα αν καρφώσει πάνω μου το παγερό της βλέμμα. Κατέχει καλύτερα από κάθε άλλον την τέχνη του να σε κάνει να νιώθεις ένοχος, εγκληματίας, απατεώνας και ηλίθιος μαζί, με μια ματιά μονάχα. Κάποτε μάλιστα είχα την αναίδεια να της το πω ενώ έφευγα: "Τόσα χρόνια που έρχομαι εδώ, ένα χαμόγελο δεν έχω δει από σας, έναν καλό λόγο από το στόμα σας δεν έχω ακούσει". Για μια στιγμή το βλέμμα της έμοιαζε να σκληραίνει ακόμη περισσότερο (αν ήταν ποτέ δυνατόν κάτι τέτοιο), την επόμενη στιγμή όμως στράφηκε ατάραχη στον επόμενο.

Ναι, φίλοι μου, τέτοιες συγκινητικές στιγμές έχω ζήσει πολλές. Τώρα όμως επρόκειτο για κάτι εξαιρετικό, ξεχωριστό. Ο αγαπητός μου ομοκρέβατος σύντροφος, ελεύθερος επαγγελματίας όπως κι εγώ, αποφάσισε με λύπη του να κλείσει τα βιβλία του, να στερηθεί τη χαρά της τήρησής τους. Αφορμή γι' αυτό υπήρξε η πρόσφατη ακούσια άνοδός του στην ασφαλιστιή κατηγορία του φορέα του. Αναμφίβολα, ο Ο.Α.Ε.Ε. (πρώην Τ.Ε.Β.Ε. για τους παλιούς φίλους) αναγνωρίζοντας την αξία του θέλησε να τον τιμήσει με το αξίωμα της μεγαλύτερης κατηγορίας, φυσικά με την ανάλογη αύξηση στα ασφάλιστρα. Αλίμονο αγαπητοί μου αν δεν συμβάλαμε κι εμείς οικονομικά στην ίδια μας τη δόξα!

Επειδή ωστόσο ο καλός μου είναι άτομο σεμνό και ταπεινό, ένιωσε μονομιάς τεράστια αμηχανία με την τιμή που του έγινε, γεγονός που παρ' ολίγον να του προκαλέσει καταπληξία, με όλα τα επακόλουθα στην οικογενειακή μας ευτυχία. Κατόπιν λοιπόν ενδελεχούς σκέψεως και ενδελεχών διαπραγματεύσεων με το φροντιστήριο με το οποίο συνεργάζεται, αποφάσισε να μεταπηδήσει στο Ι.Κ.Α., ασφαλιστικό φορέα των ταπεινών και καταφρονεμένων, πιο ταιριαστό στην κοινωνική μας τάξη και το εύρος του πορτοφολιού μας. Τι τα θέλετε, αγαπητοί μου: αριστοκράτης γεννιέσαι, δεν γίνεσαι.

Αλλά ξεφεύγω πάλι και σας κουράζω. Το θέμα είναι ότι ο καλός μου έπρεπε να πάει να κάνει διακοπή ασκήσεως επαγγέλματος στην εφορία. Επειδή όμως ο καλός μου είναι αλλοδαπός, αισθάνεται ένα δέος για τις ελληνικές δημόσιες υπηρεσίες, απόλυτα δικαιολογημένο, νομίζω: ποιες άλλες υπηρεσίες είναι τόσο μεγαλειώδεις, τόσο υπερβατικές, τόσο απρόσιτες; Γνωρίζοντας λοιπόν πόσο μικρός κι ανάξιος ένωθε μπροστά τους, προσφέρθηκα να μεσολαβήσω εγώ για χάρη του. Ως ιθαγενής, είμαι περισσότερο εξοικειωμένη με τα τερτίπια αυτού του ιδιότροπου πλάσματος, και ξέρω καλύτερα πώς να εξευμενίσω την οργή του και πώς να εξασφαλίσω αν όχι την εύνοιά του, τουλάχιστον την ανοχή του.

Το εγχείρημα ξεκίνησε με δύο προκαταρκτικές επισκέψεις για αναγνώριση του εδάφους. Η απουσία ενός γραφείου πληροφοριών είναι προφανώς εσκεμμένη, ώστε να προσδίδει μεγαλύτερο ενδιαφέρον στις συναρπαστικές αυτές εξερευνήσεις. Η πρώτη απέβη άκαρπη, διότι η ουρά στον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων ήταν τέτοια, ώστε ακόμη και το λαοφιλές ξόρκι "μια ερώτηση θα κάνω μόνο" δεν απέφερε αποτέλεσμα. Το αντιξόρκι "κι εμείς για μια ερώτηση περιμένουμε" του αφαίρεσε μονομιάς όλες του τις μαγικές δυνάμεις. Η δεύτερη ευτυχώς στέφθηκε με επιτυχία, και αυτό γιατί είχα την εξυπνάδα να τη συνδυάσω με μια σοβαρότερη αποστολή, συγκεκριμένα τη θεώρηση ενός μπλοκ αποδείξων παροχής υπηρεσιών για τη δική μου επιχείρηση. Εκεί, καθώς περίμενα την υπάλληλο να εξετάσει εξονυχιστικά τα χαρτιά μου με καχύποπτο βλέμμα (εκείνο το σκληρό, άτεγκτο βλέμμα που, όπως όλοι ξέρουμε, κόβει κάθε διάθεση για φοροδιαφυγή και στον πιο πορωμένο εγκληματία), βρήκα ευκαιρία να ζητήσω πληροφορίες για το θέμα μου. Η καλή κυρία, αφού μου είπε τι θα χρειαζόταν να προσκομίσω στην υπηρεσία τους και μου τόνισε ότι θα χρειαζόμουν εξουσιοδότηση με γνήσιο υπογραφής θεωρημένο, με συμβούλεψε να απευθυνθώ και στο τμήμα μητρώου, απ' όπου θα έπαιρνα ένα έντυπο για διακοπή, θα το συμπλήρωνα και θα τους το προσκόμιζα.

Αφελώς νόμιζα ότι η προμήθεια του εντύπου θα ήταν κάτι το απλό, αλλά η παρουσία πλήθους φορολογουμένων που σχημάτιζαν μια ουρά ως έξω στη σκάλα προφανώς είχε επιφέρει κορεσμό στην εξυπηρετητική ικανότητα των υπαλλήλων, με αποτέλεσμα το αίτημά μου "μπορείτε σας παρακαλώ να μου δώσετε ένα έντυπο για διακοπή" να λάβει την παραδοσιακή απάντηση "περιμένετε κυρία μου στην ουρά δε βλέπετε ότι έχω δουλειά". Λόγω αδυναμίας περαιτέρω αναμονής μου εξαιτίας ανειλημμένων υποχρεώσεων, με λύπη μου αποχώρησα για να επανέλθω μιαν άλλη μέρα. Πράγμα καλό, διότι αν και το έντυπο της διακοπής μπορεί να το κατεβάσει κανείς μέσω διαδικτύου, τις ανεκτίμητες πληροφορίες του τρόπου συμπλήρωσης και των απαραίτητων δικαιολογητικών μόνον επιτόπου μπορεί κανείς να τις προμηθευτεί. Και αυτός προφανώς είναι ο λόγος για τον οποίον δεν έχουν τοποθετήσει τα έντυπα εκτός του γκισέ, ώστε να μπορεί να τα παίρνει καθένας χωρίς να τα ζητάει και να τους ενοχλεί.

Όταν ξημέρωσε η μεγάλη μέρα, εξοπλισμένη με όλα τα απαραίτητα σύμφωνα με τις πληροφορίες που με τόσο κόπο και μόχθο είχα αλιεύσει, κατέπλευσα στη Δ.Ο.Υ. στις οκτώμιση το πρωί - για να φύγω τρέχοντας. Οι ουρές των συμφορολογούμενων έφταναν ως έξω στο δρόμο, ξεκινώντας από κάθε πιθανή υπηρεσία, κυρίως δε από τις δύο που με ενδιέφεραν: Κώδικα και Μητρώο. Στο ερώτημά μου "γιατί περιμένετε;", ερώτημα με το οποίο ήλπιζα να ανακαλύψω την αιτία αυτής της κοσμοσυρροής, με την κρυφή ελπίδα ότι θα έληγε κάποια προθεσμία την οποία θα μπορούσα να αφήσω να περάσει, εφόσον δεν με αφορούσε, και να έρθω μετά με την ησυχία μου, οι απαντήσεις ήταν δυστυχώς ποικίλες. Καθένας είχε άλλο λόγο να βρίσκεται εκεί, και δεν μπόρεσα να καταλήξω σε συμπέρασμα ως προς το γιατί τόσος κόσμος. Ίσως η αιτία να ήταν τα περίπτερα, όπως είπε ένας κύριος, που έπρεπε να αποκτήσουν απαραιτήτως όλα ταμειακές μηχανές (σοφά τα μέτρα της κυβέρνησης, αμήν). Ίσως, όπως είπε μια κυρία, να έφταιγε το γεγονός ότι όλοι ήθελαν να τελειώσουν τις δουλειές τους πριν φύγουν για διακοπές. Όπως και να έχει, πήγα και ξανάλθα δυο φορές, και η κατάσταση παρέμενε αναλλοίωτη. Την τρίτη φορά λοιπόν πήγα προετοιμασμένη για να μείνω.

Οκτώ το πρωί, με βιβλίο και μπουκαλάκι με νερό, με άνετα ρούχα και χαλαρή διάθεση, ξεκίνησα την εκδρομή μου. Τα απρόοπτα ξεκίνησαν ήδη από το μητρώο, όπου με ενημέρωσαν ότι δεν μπορούσαν να κάνουν διακοπή, επειδή τα στοιχεία του καλού μου ήταν γραμμένα με ελληνικά στοιχεία, και όχι με λατινικά, ως όφειλαν. Όλοι οι αλλοδαποί, μου είπαν, οφείλουν να έχουν δηλώσει τα στοιχεία τους με γραμμένα με λατινικό αλφάβητο. Αφού με επέπληξαν για το σφάλμα αυτό (αγνοώντας την παρατήρησή μου ότι αν ήταν σφάλμα τότε θα ήταν μάλλον δικό τους, αφου εκείνοι δέχτηκαν την αρχική του έναρξη με τα στοιχεία του γραμμένα έτσι, καθώς και το συμπέρασμά μου ότι το μέτρο αυτό θα ήταν μάλλον πρόσφατο, γιατί τόσα χρόνια που πάμε εκεί πρώτη φορά το ακούμε), με ενημέρωσαν ότι θα έπρεπε πρώτα να κάνω αλλαγή των στοιχείων και μετά διακοπή. Για να γίνει αυτό, μου είπε μια κοπέλα με ξύλινη έκφραση, έπρεπε να τους προσκομίσω επικυρωμένο φωτοαντίγραφο του διαβατηρίου του.

Επέστρεψα λοιπόν στην κατασκήνωση βάσης, πήρα το διαβατήριο, έβγαλα φωτοαντίγραφο, και πήγα στο Κ.Ε.Π. για επικύρωση. Εκεί, προς μεγάλη μου χαρά, έμαθα ότι δεν μπορούν να επικυρώσουν ξενόγλωσσα έγγραφα, ούτε γνωρίζουν ποιος μπορεί να το κάνει. Με τα χαρτιά παραμάσχαλα, ξαναπήγα στη Δ.Ο.Υ., όπου παρακάμπτοντας την ουρά με το μαγικό ξόρκι "ήμουν εδώ πριν κι έχω μια εκκρεμότητα", πλησίασα την κοπέλα που μου είχε ζητήσει το επικυρωμένο φωτοαντίγραφο, και της εξέθεσα την κατάσταση. "Μα φυσικά και δεν μπορούν να σας το επικυρώσουν στο Κ.Ε.Π.", μου είπε με άφατη περιφρόνηση. "Στην αστυνομία μπορούν. Εκεί να πάτε." Εκείνη τη στιγμή επιχείρησα έναν ελιγμό: "Δημόσια υπηρεσία είστε, δεν θα μπορούσατε να το επικυρώσετε εσείς; Εδώ το έχω." Η κοπέλα, ενοχλημένη, μου απάντησε απότομα: "Έχετε το πρωτότυπο; Μα τότε δε χρειάζεται επικύρωση! Συμπληρώστε αυτό το έντυπο και περάστε από όλα τα τμήματα, και στο τέλος θα έρθετε ξανά εδώ να κάνουμε τη μεταβολή." Από λεπτότητα δεν θέλησα να της επισημάνω το γεγονός ότι ήταν αρκετά πιθανό να έχω το πρωτότυπο, μια που μάλλον από αυτό θα είχα βγάλει το αντίγραφο, ούτε να παρατηρήσω ότι θα μπορούσε να μου έχει πει εξ αρχής ότι μπορώ να φέρω είτε το ίδιο το διαβατήριο είτε ένα επικυρωμένο φωτοαντίγραφο. Ευχαρίστησα ενδόμυχα την έμπνευσή μου να κάνω την ερώτηση, πήρα το έντυπο και ξεκίνησα την περιήγησή μου στην Δ.Ο.Υ.

Η ομορφιά του δημοσίου, που στη Δ.Ο.Υ. βρίσκει μια από τις υψηλότερες εκδηλώσεις της, είναι ότι εφευρίσκει περιττές διαδικασίες για να προσφέρει στους πολίτες τη χαρά της συναλλαγής μαζί του σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο βαθμό και για όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο. Όταν κάποιος κάνει διακοπή ασκήσεως επαγγέλματος, πρέπει να περάσει από όλα τα τμήματα της Δ.Ο.Υ. προκειμένου να του βεβαιώσουν με σφραγίδες, υπογραφές και ξόρκια ότι δεν έχει καμμιά εκκρεμότητα πουθενά - ακόμη και σε τμήματα με τα οποία δεν συναλάσσεται. Για παράδειγμα, πρέπει να πας στο τμήμα του Φ.Π.Α., ακόμη κι αν το επάγγελμά σου δεν υπάγεται στο Φ.Π.Α., και να καθήσεις στην ουρά φυσικά όπως όλοι.

Δεν θα σας κουράσω, αγαπητοί αναγνώστες, με τετριμμένες περιγραφές. Άλλωστε η ανυπέρβλητη ομορφιά της συναλλαγής με το δημόσιο δεν μπορεί να χωρέσει σε λέξεις. Δεν θα εντρυφήσω στις ατέρμονες διαδρομές από υπηρεσία σε υπηρεσία για διασταύρωση στοιχείων και για επιβεβαίωση των προφανών. Θα σταθώ μόνο στην χαλαρωτική και επιμορφωτική αναμονή στον Κώδικα, όπου είχα την ευκαιρία να γνωρίσω ένα σωρό συμφορολογούμενους, με τους οποίους επί δυόμιση ώρες μοιράστηκα την διαλογιστική εμπειρία της αναμονής. Δεν έλειψε τίποτα, ούτε τα περιστατικά "μια ερώτηση θα κάνω" που οδηγούσαν σε πλήρη συναλλαγή εκτός ουράς, ούτε οι από μηχανής θεοί "να περάσουν μόνον όσοι είναι για θεώρηση" με τη λογική ότι η θεώρηση θέλει λιγότερη ώρα (και τελικά να παραμένουν μισή ώρα και βάλε μέσα), ούτε οι συγκριτικές μελέτες ("στη Δ.Ο.Υ. Πετρούπολης δεν έχει καθόλου κόσμο", "ναι αλλά στη Δ.Ο.Υ. Περιστερίου γίνεται χαμός, πού να σας τα λέω"), ούτε οι συζητήσεις οικονομικού, πολιτικού, κοινωνικού, ακόμη και φιλοσοφικού περιεχομένου, που ανοίγουν το πνεύμα και καλλιεργούν το χαρακτήρα. Δυστυχως, εκεί γύρω στη μία, η αναμονή μου έλαβε τέλος: εξυπηρετήθηκα από μια υπέροχα χαλαρή και ήρεμη κυρία, τόσο ήρεμη και χαλαρή ώστε γυρνώντας κάποια στιγμή σε μένα μου ζήτησε ένα έγγραφο που της είχα ήδη δώσει, απορρίπτοντας μεγαλόπρεπα την δειλή μου δηλωση ότι το είχε εκείνη στο γραφείο της, κι όταν εγώ μετά από μια στιγμή πανικόβλητης αναζήτησης θυμήθηκα μια κίνηση που είχε κάνει και την ρώτησα μήπως τυχόν ήταν στον κάλαθο των αχρήστων, αφού αρχικά απέρριψε μετά βδελυγμίας μια τέτοια σκέψη, κατόπιν επιμονής μου έσκυψε απρόθυμα και ανέσυρε από το καλάθι το πολύτιμο έγγραφο.

Ήταν ήδη μία και κάτι και στη μιάμιση όλα τα γραφεία έκλειναν για το κοινό, όταν βρέθηκα έξω από το γραφείο της διευθύντριας για μια τελευταία υπογραφή. Περιττό να πω ότι ο Μέγας Σκηνοθέτης είχε προβλέψει κάτι απρόβλεπτο για να προσθέσει suspense στην κορύφωση του δράματος: η διευθύντρια ήταν εκτός γραφείου, κανείς δεν ήξερε πού βρισκόταν, τους είχε πει ότι θα επέστρεφε σύντομα. Καθώς τα λεπτά περνούσαν, αναζήτησα κάποιον αντικαταστάτη της, ή τέλος πάντων έναν οποιοδήποτε άλλο τρόπο να εξυπηρετηθώ πριν κλείσει η υπηρεσία. Εννοείται ότι ήταν αδύνατον. Η διευθύντρια βρισκόταν εντός του κτιρίου, δεν είχε ορίσει αντικαταστάτη επειδή θα επέστρεφε σύντομα, έπρεπε να περιμένουμε. Κι επειδή το "σύντομα" είναι μια λέξη σχετική - τι είναι μια μέρα ενός φορολογούμενου πολίτη μπροστά στην αιωνιότητα μιας Δ.Ο.Υ.; - περίμενα εκεί μέχρι τη μιάμιση, όπου οι υπάλληλοι κλείδωσαν τις πόρτες, και μείναμε μέσα μόνον όσοι περίμεναν ακόμη να εξυπηρετηθούν.

Στις δύο παρά είκοσι η διευθύντρια ήρθε, έριξε μια φευγαλέα ματιά στο χαρτί που κρατούσα, έβαλε μια υπογραφή, μια σφραγίδα και ποιος ξέρει τι άλλα μαγικά σύμβολα, και προχώρησε στην επόμενη υπόθεση.

Βγαίνοντας από το κτίριο, προσπαθώντας να συναρμολογήσω τα κουρέλια του νευρικού μου συστήματος επαρκώς ώστε να οδηγήσω ως το σπίτι μου, αναρωτιόμουν πόσο αληθινά αναγκαία ήταν εκείνη η υπογραφή; Αφού οι υπάλληλοι όλων των τμημάτων που με αφορούσαν, ακόμη και των τμημάτων που δεν με αφορούσαν, είχαν κάνει έλεγχο, αφού η διευθύντρια δεν είχε τρόπο να ξέρει αν ο έλεγχος είχε γίνει σωστά και απλά εμπιστευόταν και επιβεβαίωνε τις ενέργειες των κατωτέρων της, τι νόημα είχε η υπογραφή της; Αναμφίβολα όμως ήταν κορυφαίας σημασίας και ανυπολογιστης αξίας, διαφορετικά η υπηρεσία, εν τη σοφία της, δεν θα είχε αποφασίσει ότι πρέπει οπωσδήποτε να την εξασφαλίσω.

Την επομένη το πρωί επανέλαβα την εξόρμησή μου, αυτή τη φορά όμως επισκέφθηκα μόνο το μητρώο - όπου φυσικά περίμενα πάλι στην ουρά, διότι ως γνωστόν το "ήμουν εδώ πριν" ισχύει μόνο εντός της ίδιας μέρας. Προς μεγάλη μου λύπη, σε λιγότερο από μία ώρα είχα τελειώσει χωρίς προβλήματα, και είχε έρθει η ώρα να φύγω.

Πριν μπω στο αυτοκίνητο για να φύγω, στράφηκα για μια τελευταία ματιά πίσω μου. Η Δ.Ο.Υ. δέσποζε στο τοπίο, αδάμαστη, αγέρωχη, απροσπέλαστη. Καθώς απομακρυνόμουν ένιωθα κιόλας μοναξιά και νοσταλγία: και τώρα τι θα γινόμουν χωρίς Δ.Ο.Υ.;

Όλα αυτά θέλησα να μοιραστώ μαζί σας, φίλοι μου, καθώς και μερικά ακόμη.

Εχθές επισκέφτηκα ξανά τον αγαπημένο μου προορισμό, για άλλο λόγο αυτή τη φορά: για να μάθω αν θα μπορούσα να καθυστερήσω την πληρωμή κάποιου φόρου και τι συνέπειες θα είχε αυτό. Ουρές αυτή τη φορά δεν υπήρχαν. Απευθύνθηκα στο αρμόδιο τμήμα, όπου αφότου με έκαναν να νιώσω σαν κλέφτης με τον τρόπο τους, μου είπαν να ρωτήσω στο ταμείο αυτό που ήθελα. Στο ταμείο ήταν μια κοπέλα που δεν είχα ξαναδεί. Την ρώτησα αυτά που ήθελα, με φόβο ψυχής, με ταπεινότητα, περιμένοντας το γνωστό γαύγισμα με τη γνωστή απαξίωση και τη γνωστή ημιπληροφόρηση. Προς μεγάλη μου έκπληξη, μου απάντησε με ευγένεια, γλυκιά φωνή, πλατύ ειλικρινές χαμόγελο, και μου έδωσε όχι μόνο τις πληροφορίες που χρειαζόμουν, με τρόπο σαφή και κατανοητό (χωρίς να υπονοεί με το ύφος της ότι είμαι ηλίθια που δεν τις γνώριζα ήδη και ότι της μαυρίζω τη ζωή και της σπαταλώ τον πολύτιμο χρόνο της με τις ανόητες ερωτήσεις μου), αλλά κι επιπλέον πληροφορίες που θεώρησε ότι μπορεί να χρειαζόμουν, κι ας μην τις είχα ζητήσει. Την ευχαρίστησα θερμά, έκανα να φύγω, αμέσως όμως στράφηκα και της είπα: "Μπορώ να σας πω κάτι; Τόσα χρόνια που έρχομαι εδώ, πρώτη φορά μου μίλησε κάποιος με ευγένεια και χαμόγελο. Να είστε καλά."

Για μια στιγμή νόμισα ότι είχε ανατραπεί η τάξη του κόσμου.

Ευτυχώς, στο επόμενο γραφείο που βρέθηκα (γιατί φυσικά δεν θα μπορούσε να τελειώσει μια υπόθεση στη Δ.Ο.Υ. χωρίς να επισκεφτώ τουλάχιστον τρία διαφορετικά τμήματα), η κυρία που μου μίλησε είχε πέτρινο πρόσωπο, άκρες του στόματος στραμμένες μονίμως προς τα κάτω, και ύφος χιλίων βαριεστημένων καρδιναλίων. Επήγε η καρδιά μου στη θέση της. Το σύμπαν λειτουργούσε κανονικά.

Για τη στιγμιαία παρεκτροπή ευγένειας, μάλλον φταίει το καλοκαίρι.

Καλές διακοπές σε όλους μας!

Δευτέρα 15 Μαρτίου 2010

ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΡΙΖΕΣ

Στο προηγούμενο ποστ, ένας σχολιαστής με ψέχθηκε διότι δεν έχω γράψει τίποτε, λέει, για την οικονομική κρίση που μαστίζει τον τόπο.

Εν πρώτοις βεβαίως κολακεύτηκα. Δεν είναι και λίγο να σε θεωρούν τόσο σημαντικό άτομο ώστε να κρίνουν ότι οφείλεις να σχολιάζεις άπαντα τα της επικαιρότητας θέματα. Εν δευτέροις μου πέρασε από το μυαλό να τον παραπέμψω στον υπότιτλο του μπλογκ μου, και θυμήθηκα για άλλη μια φορά ότι ξέχασα να θυμηθώ να προσθέσω στο sidebar εκείνο το εικονίδιο που λέει "μη ενημερωτικό μπλογκ - δε συμμετέχουν δημοσιογράφοι". Να θυμηθώ να το κάνω.

Εν τέλει όμως υπέκυψα στον πειρασμό της δόξας και αποφάσισα να γράψω κάτι κι εγώ, βρε αδελφέ, για την οικονομική κρίση: στο τέλος-τέλος όλοι γράφουν, γιατί όχι κι εγώ;

Λοιπόν συζήτησα το θέμα διεξοδικά πρώτα με μια φίλη μου άνεργη και στη συνέχεια με την κομμώτριά μου. Όσοι εξ υμών ανθυπομειδιούν παρακαλούται να αναλογισθούν ότι τα άτομα ήταν από τα πλεον κατάλληλα: μία άνεργη και μία επιχειρηματίας, ακριβώς αυτοί που περιμένουμε ότι θα ζουν την κρίση στο πετσί τους - και πράγματι. Είχαν πολλά να μου μεταφέρουν από συζητήσεις με δικούς. Είμαι σε θέση να βεβαιώσω, φερ' ειπείν, ότι ο συμπαθής κλάδος των φορτηγατζήδων επλήγη σοβαρά. Μια που δεν κινείται το εμπόριο, δεν γίνονται πολλές μεταφορές και δεν υπάρχουν δουλειές για οδηγούς. Η πληροφορία από προφορικές επικοινωνίες με άτομα του χώρου. Στο δε κομμωτήριο, η δουλειά έχει σπάσει. Ενώ παλιότερα οι κυρίες χτενίζονταν δύο φορές την εβδομάδα, τώρα χτενίζονται μία. Ενώ άλλοτε ανανέωναν τη βαφή τους στις δύο εβδομάδες, τώρα το κάνουν στις τρεις. Αλλά δε σταμάτησαν να πηγαίνουν κι ολότελα. Πράμα που σημαίνει ότι μάλλον έχουν να φάνε, ακόμη και να πληρώσουν τη ΔΕΗ, διαφορετικά μάλλον δε θα δίνανε τα λεφτά τους σε μες και περμανάντ, ούτε καν μια φορά το μήνα.

Κατόπιν ωρίμου σκέψεως και αναλύσεως λοιπόν, καταλήξαμε αμφότερες και οι τρεις στο κάτωθι συμπέρασμα: ο πλέον αξιόπιστος δείκτης της εθνικής οικονομίας είναι το μήκος της λευκής ρίζας που φαίνεται κάτω από τα βαμμένα μαλλιά.

Όσο οι ρίζες είναι ίδιο χρώμα με το υπόλοιπο μαλλί, όλα παν καλά.

Όταν αρχίζουν και δείχνουν ελεύθερες το φυσικό τους χρώμα, υπάρχει κρίση.

EDIT: Παρέλειψα να πω ότι μια γνωστή μου αρχιτέκτων έχει κάνει στροφή καριέρας και έγινε δασκάλα χορού. Έχει πολλούς μαθητές, και στις αίθουσες χορού κάθε μέρα γίνεται χαμός από κόσμο. Προφανώς λοιπόν ο κόσμος δεν έχει να χτίσει σπίτια, και βγαίνει να χορέψει για να ξεδώσει και να ξεχάσει την πίκρα του.

Άλλωστε μην ξεχνάμε ότι η φτώχεια θέλει καλοπέραση.

Παρασκευή 5 Μαρτίου 2010

IN MEMORIAM

Τη θυμάστε τη γρίππη των χοίρων? Μωρέ μνήμη που την έχετε, χρυσελεφάντινη!

Για πότε ήλθε και παρήλθε η πανδημία, χαμπάρι δεν πήραμε.

Να ζήσουμε να την θυμόμαστε.



(...κοίτα να δεις, και δεν είδα κανένα κάρο του δήμου να κάνει την αποκομιδή των εκατοντάδων πτωμάτων, μάλλον θα τα έφαγαν οι αρουραίοι...

...δεν ξέρω για εσάς, εγώ πάντως στον κύκλο μου δεν άκουσα κανέναν που να εμβολιάστηκε, με ελάχιστες εξαιρέσεις ανθρώπων που ήταν σε ομάδες υψηλού κινδύνου, εργαζόμενοι σε νοσοκομεία, λόγου χάρη...

...εγώ δεν είμαι της συνομωσιολογίας, αλλά λίγο παράξενο δεν είναι να περάσει έτσι εύκολα και γρήγορα τόσο τρομερή και φοβερή επιδημία χωρίς ν' ανοίξει μύτη; μπαίνω στον πειρασμό να πιστέψω ότι πράγματι η υπερβολική κινδυνολογία είχε σκοπό την πώληση εμβολίων και μόνο...


...αλλά θα μου πεις, η άμεση και αποτελεσματική επιβολή των μέτρων εκ μέρους της πολιτείας απέτρεψε τα χειρότερα...


...μπορεί να είναι κι έτσι).

Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2009

ΕΔΩ Η ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΚΑΙ ΣΩΣΤΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΝΕΑ ΓΡΙΠΠΗ

Λοιπόόόόν....

...την παλιά γρίππη, τη θυμάστε πώς ήτανε;

Ε κι αυτή μέσες άκρες ίδια είναι!

Αν είστε άνω των εβδομήντα ετών ή των εκατόν πενήντα κιλών κι αν πάσχετε από ΧΑΠ ή άλλο ανάλογο νόσημα, καλό είναι να πάτε στο νοσοκομείο. Διαφορετικά μην το διανοηθείτε, θα σας πεθάνουνε. Χωθήτε στο κρεβάτι, πιείτε πορτοκαλάδες, κλαυτείτε δεόντως, και σε λίγες μέρες θα συνέλθετε.

Εμβόλιο δε χρειάζεται, σάμπως για την άλλη γρίππη κάνατε ποτέ εμβόλιο; Εξαιρούνται οι περιπτώσεις που εξαιρέσαμε και παραπάνω, καθώς και το νοσηλευτικό προσωπικό των νοσοκομείων. Αν κολλήσετε, τι να κάνουμε, υπομονή: ας κάνει τίποτα και το ανοσοποιητικό σας σύστημα!

Άντε περαστικά σας και καλές γιορτές!