Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα φύση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα φύση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 22 Μαΐου 2014

ΟΙ ΠΑΠΑΓΑΛΟΙ ΤΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ


Στα δεκαπέντε χρόνια που είμαι μέλος της Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρείας έχω καταφέρει να αναγνωρίζω λίγα είδη πουλιών από την εμφάνιση και τη συμπεριφορά και ακόμη λιγότερα από τη φωνή τους. Οι επιδόσεις μου δεν είναι και σπουδαίες, ιδίως αν αναλογιστεί κανείς ότι έχω κι ένα πτυχίο βιολογίας και έχω απολαύσει εκπαιδευτικές εκδρομές με το πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στους περισσότερους μεγάλους υγροτόπους της Βόρειας Ελλάδας όπου διδάχτηκα επίσης να αναγνωρίζω αρκετά είδη πουλιών. Πελεκάνους και φλαμίνγκο τα ξεχωρίζει και τυφλός που λέει ο λόγος. Τους τρεις πιο κοινούς ερωδιούς με τα πολλά τους έμαθα. Τα χηνοπαπιά όμως παρέμειναν στο επίπεδο "α κοίτα μια πάπια!" και τα βουτηχτάρια, οι σκαλίδρες και τα παρόμοια στο επίπεδο "α κοίτα ένα πουλάκι". Μόνο την αλκυόνη ξεχωρίζω, από το χρώμα της που λέει και η διαφήμιση, από την διαπεραστική φωνή της και τα ξαφνικά χαμηλά πετάγματα πάνω από το νερό.

Αλλά τα πουλιά των υγροτόπων τα βλέπει κανείς στους υγρότοπους, και τέτοιους δεν έχει κοντά στο σπίτι μου. Έχει και άλλα εύκολα, πελαργοί λόγου χάρη, αλλά κι αυτοί κατοικοεδρεύουν μακριά από τη γειτονιά μου. Τα αρπακτικά για μένα χωρίζονται σε μικρά-μεσαία-μεγάλα, όπου τα μικρά συνήθως είναι βραχοκιρκίνεζα, τα μεσαία συνήθως είναι γερακίνες, και τα μεγάλα κάνας αετός στη χάση και στη φέξη, δηλαδή περίπου ποτέ. Γύπες και τέτοια είναι εύκολα αναγνωρίσιμα βέβαια, αλλά άντε να τα πετύχεις. Τα στρουθιόμορφα επίσης είναι όλα ίδια στα μάτια μου, με εξαίρεση τα σπιτοσπουργίτια, αν τα βλέπω από αρκετά κοντά. Εντάξει, υπερβάλλω, ξεχωρίζω και κάνα σκαρθάκι, ακόμη και κάνα φυλλοσκόπο, και βασιλίσκο άμα τον δω από κοντά λόγω χρωμάτων και μεγέθους. Ξεχωρίζω και τις σουσουράδες, λόγω ουράς και χρωμάτων.

Μετά είναι τα κοτσύφια και οι καρακάξες που ζουν ανάμεσά μας, τα χελιδόνια και οι σταχτάρες που γεμίζουν τον ουρανό το σούρουπο, οι αιγαιόγλαροι που όλοι βλέπουμε στις παραλίες διαρκώς και που ξεπέφτουν κατά τη γειτονιά μου όταν έχει κακοκαιρία, επειδή περνάνε από δω για να πάνε στη χωματερή να βρουν τίποτε να φάνε... ε αυτά πάνω κάτω. Άμα πάω καμιά εκδρομή στα πέριξ αλσύλλια μπορεί να πάρει το μάτι μου καμιά κίσσα, που την ξεχωρίζω από τα γαλάζια φτερά στο πλάι, και κάναν τσαλαπετεινό, με το λοφίο και τα ασπρόμαυρα φτερά στις άκρες. Κάποτε πέτυχα έναν σπίνο στην Πάρνηθα, αλλά δεν τον αναγνώρισα παρά μόνο αφού γύρισα σπίτι και κοίταξα το βιβλίο μου.

Φαντάζεστε λοιπόν τη χαρά και την ικανοποίησή μου όταν καταφέρνω να αναγνωρίσω ένα είδος πουλιού - οποιοδήποτε. Ένα παραπάνω φυσικά αν είναι ασυνήθιστο - και αυτό είναι. Ή μάλλον δεν είναι πια. Είναι πολύ συνηθισμένο σε χώρες μακρινές. Στη δική μας χώρα ζει μόνο μέσα σε κλουβιά. Ζούσε, δηλαδή, γιατί τώρα πλέον, εδώ και κάμποσα χρόνια, ζει κι ελεύθερο. Θες τα αμόλησαν τίποτε πονόψυχοι, θες τα παράτησαν τίποτε ανεύθυνοι, θες το έσκασαν μοναχά τους, θες λίγο απ' όλα - πάντως κατάφεραν να προσαρμοστούν και ζουν πλέον ελεύθερα εδώ, μάλιστα φωλιάζουν κιόλας, αναπαράγονται δηλαδή, κι έχει γεμίσει ο τόπος πλέον από δαύτα. Εγκλιματίστηκαν πλήρως, πήραν την ιθαγένεια, πολιτογραφήθηκαν - αφού τα αναφέρει πλέον και ο Οδηγός Πουλιών της Ελλάδας. 

Πρόκειται για έναν μικρόσωμο πράσινο παπαγάλο μεσαίου μεγέθους, απ' αυτά που οι άγγλοι λένε parakeet. Psittacula krameri το επιστημονικό του, ο οδηγός πουλιών το λέει Πράσινο Παπαγάλο στα ελληνικά. Πράσινος πράγματι, καταπράσινος μάλιστα, σαν φρέσκο φύλλο. Μόνο το κόκκινο ράμφος ξεχωρίζει. Τα αρσενικά έχουν και λίγο πορτοκαλί στο λαιμό, αλλά άντε να το δεις, ιδίως όταν πετάει. Αναγνωρίζεται πολύ εύκολα, πρώτον επειδή δεν έχουμε άλλους παπαγάλους στην Ελλάδα, δεύτερον από το ανοιχτοπράσινο χρώμα και τη μακριά λεπτή ουρά, κυρίως όμως από το χαρακτηριστικό του κρώξιμο. Εγώ τουλάχιστον έτσι τον παίρνω πρέφα πάντοτε: ακούω ένα οξύ λαρυγγικό κααα!, σηκώνω το κεφάλι, και να τος! 



Πριν λίγους μήνες, αρχές φθινοπώρου, έβλεπα τακτικά στη γειτονιά μου τέσσερις από δαύτους. Υπέθεσα ότι θα ήταν δύο ζευγάρια, τρέχα γύρευε όμως. Τους έβλεπα άλλοτε να πετάνε τριγύρω, άλλοτε καθισμένους σε δέντρα, άλλοτε όλους μαζί, άλλοτε τους δύο, άλλοτε έναν μονάχα. Ύστερα άρχισα να βλέπω έναν παπαγάλο, δεν ξέρω αν πάντα τον ίδιον ή άλλον κάθε φορά, σε δέντρα κοντά στις γραμμές του τραίνου, αρχικά προς Μαρούσι μεριά, κι ύστερα προς Κηφισιά. Τελευταία τον βλέπω σχεδόν πάντα όποτε πάω στο σταθμό του τραίνου στην Κηφισιά, κουρνιασμένο σε μια ψηλή λεύκα από την κάτω μεριά του σταθμού, σχεδόν αόρατο με το πράσινο χρώμα του μέσα στα φύλλα. 

Και κάθε φορά που τον ακούω και τον βλέπω, νιώθω την καρδιά μου να σκιρτάει.

Μου δίνει μεγάλη χαρά η παρουσία αυτών των παπαγάλων στην γειτονιά. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως επειδή τους αναγνωρίζω εύκολα και χαίρομαι. Ίσως επειδή είναι όμορφοι. Ίσως και για ιδεολογικούς λόγους. Μου αρέσει, βλέπετε, η ιστορία τους. Τους κουβάλησαν εδώ παρά τη θέλησή τους, αιχμάλωτους σε κλουβιά, για την αναψυχή των ανθρώπων. Ποιος ξέρει πόσοι και πόσο ταλαιπωρήθηκαν και υπέφεραν, ποιος ξέρει πόσοι πέθαναν στην πορεία αυτή. Όπως οι ιθαγενείς της Αγκόλα, το Κόνγκο, τη Σιέρρα Λεόνα, τη Σενεγάλη, έτσι κι αυτοί αιχμαλωτίστηκαν και μεταφέρθηκαν μακριά από την πατρίδα τους, έτσι κι αυτοί κατάφεραν να ελευθερωθούν, είτε με δικές τους προσπάθειες, είτε με τη βοήθεια ανθρώπων που πίστευαν στην ελευθερία, έτσι κι αυτοί έμειναν στον τόπο που βρίσκονταν και έφτιαξαν εκεί μια νέα πατρίδα, την έκαναν κομμάτι τους και έγιναν κομμάτι της, τόσο που να μην μπορεί κανείς πια να φανταστεί τη Βραζιλία ή τις Η.Π.Α. χωρίς νέγρους και τα πάρκα της Αθήνας χωρίς πράσινους παπαγάλους.

Οι παπαγάλοι αυτοί έχουν προσαρμοστεί θαυμάσια στη Μεσογειακή ζώνη αλλά και σε όλη την Ευρώπη. Ζουν ελεύθεροι πλέον εδώ και χρόνια μέχρι την Αίγυπτο και το Ισραήλ προς νότον και μέχρι την Αγγλία προς βορράν. Για ακούσιοι μετανάστες τα πήγαν μια χαρά, δεν μπορείτε να πείτε!

Είπα παραπάνω ότι δεν έχουμε άλλους παπαγάλους στην Ελλάδα - αυτό δεν είναι απολύτως αλήθεια. Εκτός από τους πράσινους φίλους και συμπολίτες μας, υπάρχουν και οι Γκριζοπρόσωποι Παπαγάλοι, Myopsitta monachus, επίσης μεσαίου μεγέθους, επίσης πράσινοι αλλά με κίτρινο ράμφος και λίγο μπλε στην άκρη της φτερούγας, που έχουν θεαθεί σε λίγα πάρκα της Αττικής και ίσως φωλιάζουν πλέον κι αυτοί εδώ. 

Οι μετανάστες πληθαίνουν, αγαπητοί μου συμπολίτες. Ζουν ανάμεσά μας. Κάποιες συνθήκες συνέβαλλαν στο να βρεθούν εδώ, συνθήκες που βρίσκονται έξω από τον έλεγχό τους και τον δικό μας. Τώρα η πατρίδα μας είναι και δική τους, τώρα είναι κι αυτοί κομμάτι της πατρίδας μας. Μπορούμε να το αρνούμαστε και να αποστρέφουμε το βλέμμα, μπορούμε να τους αγκαλιάσουμε και να τους κάνουμε κομμάτι μας. 

Τι από τα δύο λέτε να δίνει μεγαλύτερη χαρά;

Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2010

ΣΩΣΤΕ ΚΙ ΕΣΕΙΣ ΕΝΑ ΣΠΑΝΙΟ ΕΙΔΟΣ

Προσφάτως περιήλθε στην κατοχή μου μια στίβα μεταχειρισμένα βιβλία, μεταξύ των οποίων το πολύ χαριτωμένο "Τουρίστες στον πλανήτη Γη" (εκδόσεις Παρά Πέντε) του Douglas Adams - ναι, του γνωστού συγγραφέα χιουμοριστικής επιστημονικής φαντασίας. Μόνο που το βιβλίο αυτό δεν είναι φαντασίας, είναι ένα ταξιδιωτικό χρονικό: ο Douglas περιγράφει με το γνωστό χιούμορ του μια περιήγηση που έκανε συντροφιά με τον βιολόγο Mark Carwardine ανά τον κόσμο, σε αναζήτηση σπάνιων ειδών ζώων. Το σκεπτικό ήταν να γυριστεί μια σειρά ντοκυμανταίρ και να γραφτεί ένα βιβλίο (αυτό ακριβώς που διαβάζω εγώ τώρα) σχετικά με τα είδη υπό εξαφάνιση, μπας και ευαισθητοποιηθεί λίγο παραπάνω το κοινό.

Η ανάγνωση αυτού του βιβλίου είχε πάνω μου μια απρόσμενη επίδραση: μου θύμισε τα παιδικά μου χρόνια. Όχι, δεν ταξίδευα ανά την υφήλιο στα παιδικά μου χρόνια αναζητώντας είδη ζώων υπό εξαφάνιση (αν και πολύ θα το ήθελα, εδώ που τα λέμε). Απλώς στην παιδική μου ηλικία - ή μήπως θα έπρεπε να πω εφηβική; - κάπου εκεί γύρω στα δώδεκα χρόνια μου, διάβασα μια σειρά βιβλίων πολύ παρόμοιων με αυτό του Adams, γεγονός που έμελλε να καθορίσει την πορεία της ζωής μου (σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον). Αναφέρομαι στα βιβλία του Gerald Durrell, λάτρη των ζώων και ιδιοκτήτη ενός ζωολογικού κήπου στο νησί Jersey της Αγγλίας. Το πρώτο που διάβασα δεν ήταν ακριβώς ταξιδιωτικό: είχε τον τίτλο My family and other animals, και περιέγραφε τα δικά του παιδικά και εφηβικά χρόνια στην Κέρκυρα, όπου έζησε με την οικογένειά του για τέσσερα χρόνια. Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του χρονικού διαστήματος ο νεαρός Gerry το αφιέρωσε στην μελέτη της τοπικής πανίδας, την οποία παρατηρούσε, συνέλεγε, εξέτρεφε και γενικώς πιλάτευε με κάθε τρόπο που μπορούσε να σκεφτεί - ακριβώς όπως έκανα κι εγώ!

Μεγάλωσα σε σπίτι με κήπο και με αλάνες και χωράφια ένα γύρο - απίστευτη πολυτέλεια, συνειδητοποιώ τώρα, καθώς αντικρίζω τις πολυκατοικίες από το μπαλκόνι μου, γνωρίζοντας ότι το πατρικό μου σπίτι βρισκόταν μόλις δυο τετράγωνα από το διαμέρισμα όπου μένω σήμερα. Δεν είχα πολλές παρέες - δεν υπήρχαν παιδιά στη γειτονιά (γενικώς δεν υπήρχαν και πολλοί ανθρωποι εδώ γύρω) και δεν είχα συνομήλικα αδέλφια. Η τηλεόραση δεν είχε εισβάλει ακόμη στη ζωή μας (κάποια στιγμή αγοράσαμε μια ασπρόμαυρη, αλλά με δυο κανάλια όλα κι όλα, οι επιλογές ήταν ελάχιστες), άλλωστε έβρισκα μάλλον βαρετή. Το αποτέλεσμα ήταν να περνώ τις μέρες μου είτε διαβάζοντας μανιωδώς, είτε εξερευνώντας μανιωδώς τη φύση που με περιέβαλλε. Δεν περιοριζόμουν να παρατηρώ, έκανα και πειράματα: έσκαψα μια μυρμηγκοφωλιά για να δω ως πού έφτανε και πώς ήταν από μέσα, μάντρωσα μια μεγάλη μαύρη αράχνη σε μια γυάλα και προσπαθούσα να την ταϊσω, μπαρκάρησα όσα σαλιγκάρια μπόρεσα να συγκεντρώσω σε ξύλινα καραβάκια στη λιμνούλα του κήπου μας για να τα σώσω από την γαστριμαργική εξόρμηση μιας θείας μου (προς μεγάλη μου θλίψη τα περισσότερα φουντάρανε στο νερό και πνίγηκαν - είχα πολύ δρόμο ακόμη μπροστά μου μέχρι να ανακαλύψω τις βασικές αρχές της σωστής προστασίας του περιβάλλοντος). Συχνά μάλιστα τα δύο μου χόμπυ - διάβασμα και ζωολογία - συναντιούνταν: διάβαζα βιβλία σχετικά με τα ζώα, ξέρετε το στυλ, Ο θαυμαστός κόσμος των ζώων και τα παρόμοια.

Όταν λοιπόν ανακάλυψα το βιβλίο του Durrell, έγινε μέσα μου μια αποκάλυψη. Πρώτον, υπήρξε κάπου κάποτε ένα αγοράκι που έκανε αυτό ακριβώς που έκανα κι εγώ: μάζευε και χάζευε μανιωδώς ζωάκια. Δεύτερον, αυτό το αγοράκι όταν μεγάλωσε συνέχισε ν' ασχολείται με τα ζώα, μέχρι που κατάφερε να ταξιδέψει σε όλο σχεδόν τον κόσμο για να βρει τα ζώα που ήθελε, και να ιδρύσει έναν δικό του, ολοδικό του ζωολογικό κήπο! Εκεί και τότε αποφάσισα να γίνω ζωολόγος, επιθυμία που αργότερα διεστράφη εξαιτίας της ανάγνωσης άλλων ολέθριων αναγνωσμάτων (των βιβλίων βιολογίας του σχολείου κι ενός τεράστιου τόμου με τον λακωνικό τίτλο Biology) και μετετράπη στην επιθυμία να γίνω βιολόγος, πράγμα το οποίο περιελάμβανε και διεύρυνε την πρώτη μου επιθυμία και το οποίο παρ' ολίγον να πετύχω (πήρα το πτυχίο μου αλλά το αξιοποίησα ελάχιστα).

Το βιβλίο του Adams είχε τρία καθοριστικά κοινά σημεία με εκείνα του Durrell: πρώτον, το περιεχόμενο. Και οι δύο συγγραφείς περιγράφουν ταξίδια ανά τον κόσμο σε αναζήτηση σπάνιων ζώων, και μας αφηγούνται διάφορα ανέκδοτα και ευτράπελα από τις περιηγήσεις τους. Δεύτερον, το χιούμορ. Όταν διάβασα τον Durrell στα δώδεκα, θεώρησα ότι το χιούμορ αυτό ήταν το δικό του προσωπικό ύφος. Διαβάζοντας τώρα τον Adams συνειδητοποιώ ότι μάλλον πρόκειται για σχολή ή για κάτι ακόμη ευρύτερο, κάτι που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί "αγγλική χαριτωμενιά", ένα μείγμα αυτοσαρκασμού και λεπτού πνεύματος που ανακάλυψα ότι ταίριαζε γάντι στην ιδιοσυγκρασία μου - όπως και η ζωολογία. Τρίτον, η προτροπή στην προστασία των σπάνιων ειδών.

Εδώ σ' αυτό το τελευταίο θα σταθώ λίγο παραπάνω. Όταν ήμουν παιδί, η σκέψη να αναζητήσω το τελευταίο ζευγάρι ενός σπάνιου είδους για να το διασώσω, να το προστατέψω και να εξασφαλίσω την επιβίωση του είδους, φάνταζε μαγικό, ηρωικό, περιπετειώδες. Δεν νομίζω πως με έκοφτε και πολύ η προστασία της φύσης με την ευρύτερη έννοια, η διατήρηση της βιοποικιλότητας και άλλα τέτοια σοβαρά ζητήματα. Απλώς το έβρισκα συναρπαστικό. Έβρισκα συναρπαστικά τα ίδια τα ζώα, καθώς και το όλο concept της διάσωσης, αλλά και της εγγύτητας και της επικοινωνίας με ένα άλλο ζωικό είδος πέρα από το δικό μου.

Καθώς μεγάλωνα και μορφωνόμουνα, όλο αυτό ντύθηκε με μια ηθικολογία και μια επιστημολογία: η προστασία του περιβάλλοντος ήταν "σωστή" και "καλή" και την επιδιώκαμε για διάφορους λόγους, όχι πάντοτε σαφής ή εύκολα κατανοητούς, οπωσδήποτε όμως σοβαρούς και σημαντικούς. Σε περιπτώσεις όπου η καταστροφή του περιβάλλοντος έχει άμεσες ή έμμεσες εμφανείς επιπτώσεις στο ανθρώπινο είδος, είναι εύκολο να αιτιολογηθεί η στάση αυτή. πάρα πολλές περιπτώσεις όμως αυτό δεν είναι απόλυτα σαφές: τι θα πάθει ο άνθρωπος αν εξαφανιστούν όλα τα ποταμίσια δελφίνια της Κίνας, λόγου χάρη; Κατά πάσα πιθανότητα, απολύτως τίποτε. Όπως δεν έπαθε τίποτε και όταν εξαφανίστηκε το ντόντο, ή ακόμη και το ταξιδιωτικό περιστέρι της Αμερικής.

Προσπαθούμε να βρούμε δικαιολογίες για να σώοουμε τα κινδυνεύοντα είδη. Λέμε, λόγου χάρη, ότι η γενική μείωση της βιοποικιλότητας βλάπτει το οικοσύστημα, ή ότι η εξαφάνιση ενός και μόνου είδους μπορεί να διαταράξει την οικολοτική ισορροπία, ιδίως αν το είδος αυτό βρίσκεται στην κορυφή της τροφικής πυραμίδας. Είναι όμως πάντα αυτός ο λόγος; Και είναι πράγματι τόσο σημαντικός όσο λέμε;

Ειλικρινά, δεν ξέρω. Και δεν με νοιάζει. Γιατί ο λόγος που εγώ προσωπικά νοιάζομαι για τα κινδυνεύοντα είδη είναι άλλος: νοιάζομαι επειδή έτσι μ' αρέσει. Και αν θέλετε τη γνώμη μου, νομίζω ότι είναι τελικά ο μόνος λόγος για να νοιαστεί κανείς για οτιδήποτε.

Τα βιβλία του Adams και του Durrell είχαν κι ένα ακόμη κοινό σημείο: και οι δύο συγγραφείς ανέφεραν το κακάπο, ένα πουλί της οικογένειας των παπαγάλων που ζει στη Νέα Ζηλανδία και που απειλείται άμεσα με εξαφάνιση. Γίνονται τεράστιες προσπάθειες για τη διάσωσή του, και άμα το καλοκοιτάξει κανείς το ζήτημα αρχίζει ν' αναρωτιέται αν αξίζει τον κόπο. Το κακάπο ήταν ένα πλάσμα θαυμάσια προσαρμοσμένο στο περιβάλλον του. Το πρόβλημα είναι ότι το περιβάλλον του άλλαξε άρδην με την άφιξη των ευρωπαίων στα νησιά αυτά, και τώρα το κακάπο αδυνατεί να επιβιώσει χωρίς βοήθεια.


Το κακάπο έχει χάσει την ικανότητα της πτήσης (δεν του χρειαζόταν βλέπετε), είναι χοντρό, αδέξιο, ανίκανο να ξεφύγει από τις γάτες και τους ποντικούς που το αποδεκατίζουν, και σαν να μην έφταναν αυτά, έχει ένα σύστημα ζευγαρώματος τόσο περίπλοκο ώστε ακόμη κι αν το αφήσουν στην ησυχία του αναπαράγεται με τρομερά αργούς ρυθμούς. Αυτό ήταν χρήσιμο όταν στο νησί δεν υπήρχαν πολλοί θηρευτές για να το εξοντώσουν, επομένως ο έλεγχος του πληθυσμού ήταν προς όφελός του. Τώρα όμως λειτουργεί εναντίον του και δυσχαιρένει την επιβίωσή του.

Γιατί λοιπόν να σώσουμε το κακάπο;

Τι θα πάθουμε εμείς ή έστω το οικοσύστημα αν το κακάπο εξαφανιστεί;

Θα μπορούσα ν' αρχίσω την ηθικολογία για το γεγονός ότι αφού εμείς οι άνθρωποι καταστρέψαμε το περιβάλλον του, θέτοντας την επιβίωσή του σε κίνδυνο, εμείς οφείλουμε τώρα να το διασώσουμε. Θα μπορούσα ν' αρχίσω το κήρυγμα για τον πλούτο της βιοποικιλότητας, που πάντα μπορεί να έχει να μας δώσει κάτι χρήσιμο, έστω κι αν δεν ξέρουμε σήμερα τι είναι. Θα μπορούσα να αναπτύξω τη σημασία της οικολογικής ισορροπίας, την οποία ουσιαστικά δεν κατανοούμε και η οποία κινδυνεύει να διαταραχτεί με το παραμικρό χωρίς να μπορούμε να την επαναφέρουμε.

Δεν θα το κάνω όμως.

Δεν είναι αυτός ο λόγος που θέλω να σωθεί το κακάπο.

Ο λόγος είναι άλλος - τόσο προφανής όσο και αναντίρρητος:


Γιατί είναι απίστευτα γλυκούλι!!!



Ναι, αγαπητοί μου, για μένα τελικά ο μόνος λόγος να διασώσουμε τα κινδυνεύοντα είδη, ή τα έργα του Βαν Γκογκ, τα παλιά μας τεύχη του Λούκυ Λουκ ή οτιδήποτε σε τελική ανάλυση, είναι ένας και μοναδικός:


Επειδή μας αρέσουν.




Υ.Γ. Για να μην παρεξηγηθώ, δεν ισχυρίζομαι ότι πρέπει να σώσουμε μόνο τα γλυκούλια, άλλωστε δεν μου αρέσουν μόνον αυτά: βρίσκω εξίσου συναρπαστικό τον δράκο του Κομόντο, και σε γενικές γραμμές βρίσκω συναρπαστική κάθε μορφή ζωής και είμαι υπέρ της διατήρησής της (αν και ομολογω ότι κάνω εξαίρεση για ορισμένα οχληρά του τύπου ιός του Έμπολα και ανωφελής κώνωψ - πράγμα που δείχνει ότι σκέφτομαι εν τέλει ωφελιμιστικά, σαν γνήσιο τέκνο της ζωής και της ανθρωπότητας). Γενικώς δεν ισχυρίζομαι τίποτα ούτε προσπαθώ να προτρέψω κανέναν σε τίποτα - να δελεάσω ίσως, να παρασύρω ίσως, να νουθετήσω σε καμμία περίπτωση.

Ιδού μια ζωική μορφή λιγότερο γλυκούλικη αλλά εξίσου συναρπαστική:


Παρασκευή 13 Αυγούστου 2010

ΦΟΡΟΣ ΤΙΜΗΣ

Πριν τρεις μέρες, πηγαίνοντας για μπάνιο στο Σχινιά, χτύπησα με το αυτοκίνητο ένα φίδι.

Όλα έγιναν πολύ γρήγορα: είδα μπροστά μου στο δρόμο κάτι μακρόστενο και καφετί, σαν κλαδί, μακρύ ίσαμε το χέρι μου περίπου. Καθώς πλησίαζα, σε μια στιγμή κατάλαβα ότι ήταν φίδι, κοίταξα τον καθρέφτη να δω αν μπορώ να βγω αριστερά, αλλά στην αριστερή λωρίδα ένα αυτοκίνητο πλησίαζε ολοταχώς. Πήγαινα πολύ γρήγορα, ο δρόμος εκεί είναι φαρδύς και ίσιος, δεν προλάβαινα να σταματήσω. Κράτησα σταθερή πορεία με την ελπίδα να περάσω από πάνω του χωρίς να το αγγίξω, αλλά τελευταία στιγμή το φίδι έκανε απότομα μεταβολή για να γυρίσει πίσω, και έπεσε πάνω στη ρόδα καθώς περνούσα, ενώ ταυτόχρονα το άλλο αυτοκίνητο με προσπερνούσε από αριστερά.

Το χτύπημα ήταν αρκετά αισθητό και με τάραξε πολύ. Στον καθρέφτη πρόλαβα να δω φευγαλέα το χτυπημένο ζώο. Η στενοχώρια που πήρα ήταν πολύ μεγάλη, βλέπετε έχω αδυναμία στα φίδια. Όλα τα ερπετά με συναρπάζουν, αλλά τρέφω ιδαίτερη συμπάθεια στα φίδια: με συναρπάζει η ομορφιά και η κομψότητά τους.

Θα ήθελα πολύ να είχα μπορέσει να αποφύγω το φίδι, ήταν κι αρκετά μεγαλόσωμο που σημαίνει ότι είχε ζήσει αρκετά χρόνια, ήταν κρίμα να φύγει έτσι άδοξα. Αφού όμως δεν το κατάφερα, αποφάσισα να γράψω δυο λόγια για τα ερπετά, σαν φόρο τιμής στο φίδι αυτό.

Κάτι που θέλω να κάνω πρώτα απ' όλα είναι να αποκαταστήσω τη φήμη των φιδιών. Οι περισσότεροι άνθρωποι φοβούνται τα φίδια και τα σκοτώνουν όπου τα δουν. Όμως τα περισσότερα φίδια είναι όχι απλώς ακίνδυνα αλλά και ωφέλιμα για τον άνθρωπο, επειδή τρώνε ζώα που οι άνθρωποι θεωρούν οχληρά, λόγου χάρη ποντίκια και αρουραίους. Τα μόνα επικίνδυνα φίδια στην Ελλάδα είναι οι οχιές.


Οχιά, vipera ammodytes.
Η φωτογραφία είναι από τη σελίδα του Ορειβατικού Συλλόγου Αριδαίας.

Υπάρχουν πέντε είδη οχιάς στην Ελλάδα από τα οποία στην ουσία μόνο το ένα είναι αρκετά κοινό ώστε να υπάρχει κάποια μικρή πιθανότητα να το συναντήσουμε. Η κοινή οχιά Vipera ammodytes έχει χαρακτηριστική εμφάνιση, όπως όλες οι οχιές, ώστε είναι εύκολο να την αναγνωρίσουμε και να την αποφύγουμε. Κάθε άλλο φίδι που μπορεί να δούμε στη χώρα μας είναι ακίνδυνο, παρά τις ιστορίες που μπορεί να ακούσετε από "ειδήμονες" και ντόπιους. Περισσότερες πληροφορίες για τα δηλητηριώδη φίδια της Ελλάδας θα βρείτε εδώ.


Το φίδι που χτύπησα κατά πάσα πιθανότητα ήταν ένα άκακο μέλος της οικογένειας colubridae, μια δεντρογαλιά, λόγου χάρη. Δεν το είδα αρκετά καλά ώστε να είμαι σίγουρη, άλλωστε δεν είμαι και πολύ καλή στην αναγνώριση.

Όταν ήμουν στο πανεπιστήμιο, σε κάποια εκδρομή είχαμε παρατηρήσει ερπετά, μεταξύ άλλων και μια δεντρογαλιά την οποία η καθηγήτρια μας είπε να αφήσουμε στη συνέχεια ελεύθερη. Με ντροπή μου ομολογώ ότι δεν την άφησα, αλλά την έχωσα στο σακίδιό μου και το πήρα σπίτι μου. Ήθελα πάρα πολύ ένα κατοικίδιο φίδι, και η αγορά φιδιού από pet shop ήταν έξω από τις οικονομικές μου δυνατότητες. Ήμουν ακόμη αρκετά μικρή και ανόητη για να νομίζω ότι η φύση μού ανήκει και ότι έχω δικαίωμα να διατηρώ ζώα στην αιχμαλωσία.

Η βασική δυσκολία μου ήταν το φαγητό. Τα φίδια ως γνωστόν θέλουν ζωντανή τροφή, και δεν μου ήταν εύκολο να πιάνω σαύρες και ακρίδες για το γεύμα. Κατέφυγα στον ωμό κιμά και τα κομμάτια μπριζόλας, τα οποία του τάιζα με το ζόρι βάζοντάς τα μέσα στο στόμα του, μια που δεν τα έτρωγε μόνο του. Το είχα μέσα σε ένα μεγάλο δοχείο πλέξιγκλας που είχε ξεμείνει από κάτι κατοικίδιες χελώνες (άλλη πονεμένη ιστορία αυτή - τις είχε μια φίλη, δεν τις ήθελε, τις φορτώθηκα εγώ, και κάποτε τις "απελευθέρωσα" στη λίμνη Μαραθώνα, για να μάθω χρόνια αργότερα ως εθελόντρια του Ελληνικού Κέντρου Περίθαλψης Άγριων Ζώων - το παλιότερο κέντρο περίθαλψης άγριας ζωής, σήμερα υπάρχει επίσης η Anima και η Αλκυόνη - ότι οι χελώνες αυτές δύσκολα επιβιώνουν στο εδώ περιβάλλον γιατί είναι τροπικά είδη, ορισμένες καταλήγουν στο κέντρο τραυματισμένες και γεμάτες παράσιτα, άλλες λιγότερο ή περισσότερο τυχερές εκπνέουν στη φύση, φαντάζομαι).

Κάθε τόσο το έβγαζα και το άφηνα να κάθεται πάνω μου. Το δεχόταν αδιαμαρτύρητα, υποθέτω ότι του άρεσε η ζέστη. Μου άρεσε να κάνω επίδειξη του γεγονότος ότι διατηρούσα κατοικίδιο φίδι, έφτασα ως το σημείο να το πάω κάποτε βόλτα σε ένα μπαρ. Μιαν άλλη μέρα το είχα στο σπίτι των γονιών μου, ήταν Πάσχα και είχαν έρθει συγγενείς και φίλοι για το παραδοσιακό αρνί, όταν το φίδι ξέφυγε από το χώρο όπου ήταν περιορισμένο και χάθηκε ανάμεσα στα πυκνά χόρτα του κήπου. Μαζί μ' έναν φίλο βγήκαμε κυνήγι, προσπαθώντας ταυτόχρονα να μην γίνει αντιληπτό από τους υπόλοιπους αυτό που είχε συμβεί, για να μην τρομάξουν αλλά και για να μην το τρομάξουν και το χάσουμε. Ευτυχώς βρέθηκε εύκολα.

Ευτυχώς, δυο τρεις μήνες αργότερα, συνειδητοποίησα ότι ταλαιπωρούσα άδικα το ζώο. Δεν είχαμε τίποτε κοινό, δεν είχε επιλέξει να ζει εκεί, δεν του πρόσφερα τίποτε και δεν μου πρόσφερε ούτε εκείνο τίποτε ουσιαστικό, πέρα από ικανοποίηση μιας ιδιοτροπίας, ενός απωθημένου και της ματαιοδοξίας μου. Το έχωσα λοιπόν πάλι στο σακίδιό μου και πήρα το λεωφορείο για το Χορτιάτη. Κατέβηκα στο τέρμα της διαδρομής, περπάτησα λίγο ώσπου βρέθηκα σε μια μικρή λιμνούλα, κι εκεί το έβγαλα και το απίθωσα χάμω.

Το φίδι έμεινε για μια στιγμή ακίνητο, ζυγιάζοντας μάλλον τη νέα κατάσταση. Δεν του πήρε πολύ: σε μια στιγμή γλίστρησε μέσα στο νερό κι άρχισε να κολυμπάει, με το κεφάλι του ορθωμένο, με όμορφες κυματιστές κινήσεις. Την εικόνα αυτή την κράτησα μέσα μου σαν μια από τις πιο όμορφες σκηνές της ζωής μου.

Αργότερα τελείωσα τη σχολή, πήρα το πτυχίο μου, και μετά η ζωή μου πήρε άλλους δρόμους. Δεν ασχολήθηκα με την ερπετολογία παρά μονάχα ερασιτεχνικά. Γνώρισα από κοντά τους αφρικανικούς χαμαιλέοντες της Πύλου, δουλεύοντας ως εθελόντρια της Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρείας στην περιοχή, κι έγινα fan του χαμαιλέοντα. Γνώρισα ανθρώπους που έχουν ασχοληθεί πολύ με τα ερπετά και αργότερα έγινα μέλος της Ελληνικής Ερπετολογικής Εταιρείας και συνδρομήτρια του herpetofauna.gr, ενός ελληνικού portal με πληροφορίες για την ελληνική ερπετοπανίδα και ωραιότατο φωτογραφικό ευρετήριο.

Εξακολουθώ να βρίσκω τα ερπετά συναρπαστικά και πανέμορφα, τα φίδια ειδικά μου φαίνονται η επιτομή της χάρης και της αρμονίας, με το κομψό τουςσχήμα , την χορευτική τους κίνηση, τα άπειρα χρώματα και σχέδια. Ελπίζω να ξύπνησα αρκετά και το δικό σας ενδιαφέρον ώστε να τα δείτε με πιο φιλικό μάτι.

Κανονικά εδώ θα τελείωνε το ερπετολογικό αφιέρωμα, υπάρχει όμως και επίμετρο. Για καλή μου τύχη, είχα την ευκαιρία αν όχι να επανορθώσω τη ζημιά που έκανα στο φίδι, τουλάχιστον να την αντισταθμίσω στο μέτρο του δυνατού.

Σήμερα το πρωί, πηγαίνοντας πάλι στο Σχινιά, αυτή τη φορά στο τμήμα του δρόμου με τα σαμαράκια, που πηγάινει παράλληλα με την παραλία, πίσω από το δάσος, είδα από αρκετή απόσταση έναν μικρό σκούρο όγκο να κινείται αργά στην άσφαλτο. Σίγουρα χελώνα. Μείωσα ταχύτητα για να της δώσω χρόνο να περάσει, αλλά με το ρυθμό που πήγαινε, όταν την έφτασα ήταν στα μισά του δρόμου. Σταμάτησα μπροστά της με σκοπό να περιμένω, πίσω μου όμως έβλεπα να πλησιάζει ένα φορτηγό. Άναψα λοιπόν τα αλάρμ, κατέβηκα στα γρήγορα, την έπιασα και την έχωσα στα θάμνα, με την ελπίδα και την ευχή να της φύγει η διάθεση να διασχίζει δρόμους.

Καλό της δρόμο όπου κι αν βρίσκεται.