Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα τα πήρα στο κρανίο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα τα πήρα στο κρανίο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 15 Ιουνίου 2013

Λίγος ακόμη καπνός ακόμη (sic)



Το άρθρο που θα διαβάσετε γράφτηκε αρχικά ως σχόλιο στην ανάρτηση του φίλου μου Αλέξανδρου Φατσή με τίτλο "Λίγος καπνός ακόμα ή γιατί ο φασισμός δεν είναι ιδεολογία αλλά νοοτροπία".
Επειδή όμως βγήκε κατεβατό, κι επειδή το θέμα του καπνίσματος και της (μη) απαγόρευσής του είναι κάτι που με απασχολεί αναγκαστικά γιατί το βρίσκω διαρκώς μπροστά μου, αποφάσισα να το επεκτείνω και να το αναρτήσω εδώ ως άρθρο. Είχα γράψει άλλωστε και παλιότερα για το θέμα αυτό σε ένα άρθρο μου με τίτλο "Παράνομες ουσίες".

Αναφέρει λοιπόν ο Αλέξανδρος ότι το να θέλουν οι μη καπνιστές να απαγορευτεί το κάπνισμα σε μπαρ και καφετέριες είναι φασισμός, επειδή:
1. Η βλάβη στη υγεία ενηλίκων από περιστασιακή έκθεση σε καπνό δεν είναι αποδεδειγμένη και κατά πάσα πιθανότητα δεν είναι και πολύ μεγάλη
2. Όσοι ενοχλούνται από το κάπνισμα δεν είναι υποχρεωμένοι να πάνε στους χώρους όπου υπάρχουν καπνιστές.
3. Οι επιχειρηματίες έχουν δικαίωμα να επιλέξουν τι κανόνες θα βάλουν στο χώρο της επιχείρησής τους.
4. Οι μη καπνιστές είναι μειοψηφία και δεν μπορούν να έχουν την απαίτηση να προσαρμοστούν τα μαγαζιά σε αυτούς.
Επίσης σε ένα σχόλιό του συγκρίνει την κρατική παρέμβαση στη λειτουργία των καταστημάτων με το να μπουκάρει κάποιος στο σπίτι ενός άλλου και να του επιβάλει τι θα κάνει εκεί μέσα - επειδή και τα δύο, σπίτι και κατάστημα, είναι ιδιωτικοί χώροι.


Αρχίζοντας από το τελευταίο σημείο, κατά τη γνώμη μου δεν έχει σύγκριση το να μπουκάρεις στο σπίτι κάποιου με το να παρέμβεις στο τι γίνεται σε καταστήματα με δημόσια πρόσβαση. Δεν μπουκάρει ο νόμος στο σπίτι των καπνιστών να τους πει τι να κάνουν - και εδώ θα προσθέσω ότι και αυτό ακόμη θα το δεχόμουν προκειμένου π.χ. για ενήλικες που καπνίζουν μπροστά σε παιδιά, ρυπαίνονταςτ τον αέρα που αναπνέουν και εξοικειώνοντάς τα με την ιδέα και την εικόνα του καπνιστή, προδιαθέτοντάς τα για εθισμό, και επομένως κακοποιώντας τα, πράγμα που θα έπρεπε να τους απαγορευτεί, όπως ήδη τους απαγορεύεται λόγου χάρη να ξυλοκοπήσουν τα παιδιά, και αν το κάνουν έχει ήδη δικαίωμα όχι μόνο το κράτος αλλά κι ο γείτονας να παρέμβει, ναι, ακόμη και μέσα στο σπίτι του άλλου, για να εμποδίσει τη βλάβη που προκαλείται στο παιδί. Ο νόμος λοιπόν δεν παρεμβαίνει στο σπίτι κανενός. Παρεμβαίνει στα καταστήματα, χώρους ιδιωτικούς μεν αλλά προορισμένους για εξυπηρέτηση του κοινού. Παρεμβαίνει στο τι γίνεται με τον αέρα που αναπνέει ο πελάτης στα καταστήματα, όπως παρεμβαίνει στο τι γίνεται στο νερό που πίνει ο πελάτης, στο φαγητό που τρώει ο πελάτης, και σε ένα σωρό άλλα προϊόντα και υπηρεσίες που παρέχονται στα καταστήματα. Αν το κατάστημα δεν επιτρέπεται να μου σερβίρει δηλητηριασμένο νερό, γιατί να επιτρέπεται να μου σερβίρει δηλητηριασμένο αέρα;



Το πρόβλημα για μένα έγκειται στο εξής:

1. Οι μη καπνιστές είναι προς το παρόν μειοψηφία,

2. Το κάπνισμα χαίρει ακόμη κοινωνικής καταξίωσης,

3. Οι καπνιστές έχουν συνηθίσει στα κεκτημένα τους και τα θεωρούν φυσικά δικαιώματα,

4. Οι μη καπνιστές υποχωρούν πιο εύκολα, διότι οι καπνιστές ως εθισμένοι δυσκολεύονται να ελέγξουν τη συμπεριφορά τους, να δουν την πραγματικότητα αντικειμενικά και όχι μόνο από τη σκοπιά τους, και επινοούν πάντα δικαιολογίες για να μην στερηθούν την ικανοποίηση του εθισμού τους.


Όλα τα παραπάνω:

1. Δημιουργούν αίσθηση δύναμης, εξουσίας και ασφάλειας στους καπνιστές, με αποτέλεσμα να φέρονται συγκαταβατικά και αφ' υψηλού στους μη καπνιστές.

2. Ωθούν τους μαγαζάτορες να προτιμούν να αφήνουν το κάπνισμα ελεύθερο - εφόσον ο νόμος ή η ανοχή στην παρανομία αναλόγως τους αφήνουν αυτό το περιθώριο - προκειμένου να μην χάσουν τους πολλούς πελάτες, με αποτέλεσμα να ψάχνεις με το κυάλι μαγαζί όπου να μην γίνεσαι καπνιστός.

3. Δημιουργούν ανισορροπία και διαστρεβλώνουν τα επιχειρήματα στις δημόσιες συζητήσεις.
Για παράδειγμα, εξισώνεται η υποτιθέμενη "απόλαυση" του καπνιστή - στην πραγματικότητα η ικανοποίηση ενός εθισμού τον οποίο ο καπνιστής θα μπορούσε να μην αποκτήσει ή και να διακόψει αν ήθελε, και όχι η ικανοποίηση μιας φυσικής ανάγκης - με την υποτιθέμενη "προτίμηση" του μη καπνιστή - που στην πραγματικότητα είναι η ικανοποίηση ενός συνόλου φυσικών αναγκών: να αναπνέει καθαρό αέρα, όχι μόνο για λόγους υγείας αλλά και επειδή ο αέρας με την κάπνα προκαλεί δυσφορία, να μην βήχει, να μην νιώθει τσούξιμο στα μάτια, για να μην αναφέρω και το να μην βρωμάει μετά και να μην αναγκάζεται να κάνει μπάνιο και λούσιμο ό,τι ώρα κι αν είναι.
Εστιάζεται η συζήτηση στην "ευχαρίστηση" που θα στερηθούν οι καπνιστές και στη "διασκέδαση" που θα μειωθεί, χωρίς να γίνεται μνεία της ευχαρίστησης που στερούνται συστηματικά οι μη καπνιστές και της διασκέδασής τους που είναι μονίμως κηλιδωμένη με καπνό. Γιατί πώς να διασκεδάσει πραγματικά όταν υφίστασαι διαρκή όχληση και δυσφορία;
Όπως βλέπετε δεν μιλώ για υγεία, την αφήνω εκτός. Αν όμως τα βάλουμε  όλα στη ζυγαριά - τη διασκέδαση του ενός κι εκείνη του άλλου, την ευχαρίστηση του ενός κι εκείνη του άλλου, όλα όσα μπορείτε τέλος πάντων να φανταστείτε που σίγουρα είναι δικαιώματα και του ενός και του άλλου, και στο τέλος προσθέσουμε στη μεριά των μη καπνιστών και τη υγεία, ακόμη κι αν αυτή ζυγίζει όσο ένας κόκκος άμμου, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι η βλάβη πραγματικά δεν είναι τελικά τόσο μεγάλη όσο νομίζαμε, ακόμη κι έτσι, προς ποια μεριά λέτε να γείρει η ζυγαριά; Ή μήπως η απόλαυση και η άνεση των καπνιστών βαραίνει περισσότερο από εκείνη των μη καπνιστών τελικά;


Έχω κάποια ερωτήματα:

- Πόσο συχνά ένας καπνιστής ζητά την άδεια από όσους είναι κοντά του, πριν καπνίσει; Το κάνει πάντοτε, ως όφειλε, ή μόνον ορισμένες φορές; Και με ποια κριτήρια;

- Ακόμη κι όταν το κάνει, είναι πραγματικά διατεθειμένος να δεχτεί το "όχι" χωρίς να στιγματίσει ως "ξενέρωτο" "σπασίκλα" ή δεν ξέρω τι άλλο αυτόν που θα το πει;
- Ακόμη κι αν ορισμένες φορές το δεχτεί με καλή καρδιά, πόσες φορές είναι διατεθειμένος να υποστεί την άρνηση και για πόσο χρονικό διάστημα;

- Πώς ένας καπνιστής εξασφαλίζει, σε ένα χώρο με 30, 50, 100 ανθρώπους, ότι το τσιγάρο του δεν θα ενοχλήσει πραγματικά κανέναν; Τους ρωτά όλους έναν-έναν;

- Πόσο άνετα φαντάζεστε ότι νιώθουν οι μη καπνιστές να γίνονται οι "κακοί" ζητώντας διαρκώς το αυτονόητο, επειδή οι καπνιστές αδυνατούν να ελέγξουν τον εθισμό τους;



Όλα όσα είπα προηγουμένως είναι αποστάγματα προσωπικής εμπειρίας.

 - Λατρεύω το χορό, αλλά όπου πάω να χορέψω, καπνίζουν παντού και πάντοτε. Υποφέρω, ασφυκτιώ, ταλαιπωρούμαι, και αναγκάζομαι να κάνω μπάνιο με λούσιμο νυχτιάτικα μόλις γυρίζω σπίτι για να μη βρωμάω.

- Σε κάποιες διαλέξεις που συμμετείχα πρόσφατα στο Nosotros, αρκετά άτομα αναγκάστηκαν να φύγουν και άλλα δήλωσαν ότι δεν μπορούν να έρθουν, επειδή στο χώρο επιτρέπεται το κάπνισμα. Φυσικά οι καπνιστές πάνε στο πίσω μέρος της αίθουσας ή δίπλα στο παράθυρο, υποθέτω με την εντύπωση ότι "δεν πειράζει και τόσο, έτσι δεν είναι;" και νιώθουν πολύ εντάξει με τον εαυτό τους - άλλωστε ο χώρος είναι ιδιωτικός και στο χώρο επιτρέπεται το κάπνισμα, οι παρευρισκόμενοι μπορούν μόνο να απευθύνουν μια παράκληση, κι αν δεν τους αρέσει μπορούν να φύγουν.

- Αποφεύγω τις συνελεύσεις του συλλόγου μεταφραστών - του συνδικαλιστικού μου οργάνου λέμε τώρα, δεν μιλάω για μπαρ και καφετέριες - επειδή καπνίζουν. Φυσικά το είπα, την πρώτη φορά - και είναι ήδη χαρακτηριστικό ότι χρειάστηκε να το πω, αν είναι δυνατόν, σε συνέλευση συλλόγου - και από τότε καπνίζουν δίπλα στο παράθυρο γιατί "ο καπνός φεύγει έξω και δεν πειράζει", και έξω ακριβώς από την πόρτα γιατί "δεν είναι μέσα άρα δεν πειράζει". Φυσικά ο καπνός δεν ξέρει ότι πρέπει να πάει μόνο προς τα έξω, κι έρχεται και προς τα μέσα, και ενοχλεί. 

Αλλά κουράστηκα να γίνομαι κακιά και να ζητώ τα αυτονόητα συνεχώς.


Η τελευταία περίπτωση που ανέφερα - αυτή του συλλόγου μεταφραστών - δεν άπτεται βέβαια άμεσα του θέματος που έθεσε ο Αλέξανδρος, διότι δεν πρόκειται για ιδιωτικό κατάστημα αλλά για συνδικαλιστικό σύλλογο όπου όλοι πρέπει να μπορούν να συμμετάσχουν, επομένως θα πρέπει να μην υπάρχει καμία όχληση για κανέναν, επομένως δεν θα πρέπει να επιτρέπεται το κάπνισμα. Ελπίζω ότι εδώ τουλάχιστον δεν θα υπάρχουν αντιρρήσεις.

Το ίδιο ισχύει και για τις δημόσιες υπηρεσίες, ας πούμε, όπου θα πρέπει να μπορεί κάθε πολίτης να μπει ανενόχλητος, και ο καπνός στον αέρα είναι όχληση, άρα δεν θα πρέπει να επιτρέπεται το κάπνισμα γιατί έτσι περιορίζεται η πρόσβαση σε ορισμένους.

Αν όμως δεχόμαστε το παραπάνω, ότι δηλαδή στους δημόσιους χώρους όπου πρέπει να έχουν πρόσβαση όλοι οι πολίτες το κάπνισμα θα πρέπει να απαγορεύεται, αυτό σημαίνει ότι θεωρούμε όντως το κάπνισμα σοβαρή όχληση και τον ελεύθερο καπνού αέρα βασική ανάγκη και θεμελιώδες δικαίωμα, όχι απλώς προτίμηση ή επιλογή.

Πείτε μου λοιπόν τώρα, σοφοί και φιλελεύθεροι αναγνώστες: σας φαίνεται δίκαιο να περιορίζεται η πρόσβαση στα καταστήματα διασκέδασης εξαιτίας μιας όχλησης; Βεβαίως ο ιδιοκτήτης έχει δικαίωμα να κάνει ό,τι θέλει, και να επιλέξει αν θέλει να κερδίσει τους καπνιστές ή τους μη καπνιστές. Όταν όμως οι καπνιστές είναι μια πλειοψηφία που επιβάλει δικτατορικά την επιθυμία της, το αποτέλεσμα είναι να μην υπάρχει σχεδόν κανένα μαγαζί που να μπορεί να κάτσει ανενόχλητος ένας μη καπνιστής. Σας φαίνεται σωστό αυτό; Σας φαίνεται φασιστικό να παρεμβαίνει το κράτος και να απαγορεύει την όχληση;

Και κάτι ακόμη: έστω ότι η βλάβη στην υγεία είναι πράγματι "όχι πολύ μεγάλη". Πόσο μεγάλη ακριβώς θα πρέπει να είναι μια βλάβη για να θεωρήσουμε ότι "δεν πειράζει" να την υποστώ για να κάνει κάποιος το κέφι του; Και σε τι μονάδες θα την μετρήσουμε.


Επανέρχομαι στο Nosotros, έναν κοινωνικό και πολιτιστικό χώρο πολύ δημιουργικό και ζωντανό, έναν χώρο πραγματικά ιδιωτικό, όχι κατάστημα διασκέδασης, αλλά έναν χώρο ανοιχτό στο κοινό άρα με δημόσια πρόσβαση, όπου οι αποφάσεις παίρνονται από μια συνέλευση και όπου το κάπνισμα επιτρέπεται. Το βασικό επιχείρημα υπέρ του καπνίσματος είναι ότι κάθε απαγόρευση είναι φασιστική.

Και ερωτώ εγώ τους φίλους της συνέλευσης του Nosotros, και εσάς που με διαβάζετε:
- Το να ρυπαίνει κάποιος τον αέρα που αναπνέουν οι άλλοι, δεν είναι φασιστικό;
- Το να προκαλεί κάποιος έντονη όχληση - όχι απλώς δυσαρέσκεια αλλά όχληση: το τσούξιμο ματιών και ο βήχας δεν είναι απλώς θέμα διαφορετικού γούστου, ούτε και το να βρωμοκοπάς πατόκορφα - δεν είναι φασιστικό;
- Το να αποκλείεται εμμέσως η πρόσβαση σε ανθρώπους που νιώθουν έντονα την όχληση λόγω ευαισθησίας, που έχουν ιδιαίτερα ευαίσθητη υγεία ή που ανήκουν σε ευαίσθητες ομάδες, όπως είναι οι ηλικιωμένοι ή οι έγκυες, δεν είναι φασιστικό;
Φίλοι του Nosotros, αν είστε απόλυτα σίγουροι ότι αρνείστε να απαγορεύσετε το κάπνισμα μόνο και μόνο επειδή η απαγόρευση είναι φασιστική, πείτε μου:
- Στο χώρο σας δεν ισχύει ποτέ καμία απολύτως απαγόρευση για τίποτα;
- Επιτρέπεται στους θαμώνες του χώρου να προκαλούν άλλου τύπου οχλήσεις σε άλλους θαμώνες, ή μήπως όχι; 
- Επιτρέπεται να χειροδικήσω απέναντι σε κάποιον, ή μήπως θα με εμποδίσετε και θα με απομακρύνετε;
- Επιτρέπεται να πάω δίπλα σε κάποιον και να αρχίσω να φωνάζω δυνατά, ή μήπως θα με παρακαλέσετε να σταματήσω;
- Επιτρέπεται να φτύσω στο τραπέζι κάποιου, ή μήπως θα μου κάνετε παρατήρηση;
- Επιτρέπεται να κατουρήσω στο ποτήρι κάποιου, ή μήπως θα με πετάξετε έξω;
- Αν η απάντηση στα τέσερα προηγούμενα ερωτήματα είναι "όχι, δεν επιτρέπεται", τότε γιατί επιτρέπεται στο χώρο σας να μου βρωμίζουν τον αέρα που αναπνέω;
- Μήπως η απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα είναι "επειδή το κάπνισμα έχει καταξιωθεί κοινωνικά και φαντάζει φυσικό", ή "επειδή το να καπνίζεις πίνοντας καφέ είναι εδώ και χρόνια κεκτημένο δικαίωμα", ή "επειδή οι καπνιστές θα σηκωθούν να φύγουν και θα μείνουμε χωρίς κόσμο", ή κάτι άλλο που δεν έχει και μεγάλη σχέση με την άρση των απαγορεύσεων;
 - Τελικά μήπως υπάρχουν απαγορεύσεις στο χώρο σας, απλώς βασίζονται στα δικά σας κριτήρια και αφορούν μόνον αυτά που εσείς επιλέγετε, όπως γίνεται τελικά σε κάθε χώρο; Μήπως το επιχείρημα περί φασιστικού χαρακτήρα των απαγορεύσεων όχι μόνο δεν είναι τελικά καθόλου βάσιμο αλλά στην πραγματικότητα δεν εφαρμόζεται καν;

Ειρήσθω εν παρόδω, τα ούρα δεν έχουν μικρόβια ούτε βλαβερές ουσίες, άρα δεν θα έβλαπτα την υγεία κάποιου αν ουρούσα στο ποτό του, απλώς θα τον ενοχλούσα - και γιατί να μην το κάνω στα πλαίσια της ελευθερίας μου, αν έτσι ήθελα κι έτσι ένιωθα ευχάριστα; Αν σας σοκάρει αυτό, γιατί δεν σας σοκάρει η απαίτηση των καπνιστών να τους επιτραπεί να ρυπαίνουν και να ενοχλούν επειδή με τη συγκεκριμένη πράξη νιώθουν ευχάριστα και δεν είναι διατεθειμένοι να διαπραγματευτούν την ευχαρίστησή τους;

Και η ευχαρίστηση των άλλων, δεν μετράει λοιπόν το ίδιο; 

Και όταν στην πλάστιγγα βάλουμε τις δύο ακυρωμένες ευχαριστήσεις, και από την πλευρά των μη καπνιστών βάλουμε επιπλέον την όχληση και την βλάβη στην υγεία, προς ποια μεριά λέτε να γείρει;

Ή είναι καθαρά θέμα πλειοψηφίας-μειοψηφίας, και άρα θέμα εξουσίας και όχι θέμα αρχών, και άρα μπορούμε να αφήσουμε τα προσχήματα και να παραδεχτούμε ότι απλώς οι καπνιστές θα κάνουν ό,τι τους γουστάρει εφόσον έχουν τη δύναμη να το επιβάλλουν;


Το ιδανικό θα ήταν να μην χρειάζεται ποτέ καμιά απαγόρευση.

Το ιδανικό θα ήταν να έχουμε σεβασμό και τρόπους, όχι επιβολή και νόμους.

Όμως αυτό προφανώς δεν ισχύει στην κοινωνία μας, γι' αυτό και έχουμε θεσπίσει ένα σωρό νόμους και απαγορεύσεις για ένα σωρό πράγματα. Μπορεί φυσικά να επιχειρηματολογήσει κάπιος κατά των νόμων και των απαγορεύσεων γενικά - αυτή όμως είναι μια άλλη κουβέντα που αφορά το κοινωνικό πλαίσιο.
Αν θέλουμε να ζούμε όλοι καλά κι όχι απλώς να βολευόμαστε, με ορισμένους να γίνονται πολίτες δεύτερης κατηγορίας, δυστυχώς χρειάζονται νόμοι και απαγορεύσεις, και μία από αυτές είναι και η απαγόρευση του καπνίσματος σε χώρους όπου υπάρχει δημόσια πρόσβαση. Διότι η ελευθερία του καπνιστή τελειώνει εκεί που αρχίζει η ελευθερία όλων να αναπνέουν άνετα και να αισθάνονται όμορφα σε κάθε χώρο κάθε στιγμή, χωρίς δικαιολογίες, χωρίς εξαιρέσεις και χωρίς να χρειάζεται να δίνουν κάθε φορά μάχη γι' αυτό.

Κυριακή 23 Αυγούστου 2009

Η ΘΕΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΜΟΥ

Το σπίτι μου είναι στον πέμπτο όροφο, πάνω σε ύψωμα, διαμπερές. Από το μπαλκόνι της κουζίνας μου βλέπω την Πάρνηθα, από το μπαλκόνι του σαλονιού την Πεντέλη.

Απολαύστε μαζί μου το θέαμα.

Νύχτα στην Πάρνηθα, Αύγουστος 2007


Ανατολή πίσω από την Πεντέλη, Αύγουστος 2009




.
.
ΩΣ ΠΟΤΕ :::
.
.

Πέμπτη 3 Απριλίου 2008

ΚΩΔΙΞ ΟΔΙΚΗΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ

Σκηνές απείρου κάλλους

Οδηγώ το αμάξι μου στη λεωφόρο Πεντέλης, στα Βριλήσσια. Έχω φορτωμένη τη μάνα και την κόρη μου και κατευθυνόμαστε προς το σπίτι μιας φίλης μου. Ψιλοβρέχει και η κίνηση είναι απίστευτη. Για μια διαδρομή ενός τετάρτου έχουμε κάνει ήδη τρία τέταρτα. Στο φανάρι έχει μια ουρά ατελείωτη η οποία ξεφεύγει από την ειδική λωρίδα που προορίζεται για να περιμένεις να στρίψεις αριστερά και προεκτείνεται στην κανονική αριστερή λωρίδα της λεωφόρου, δυσχεραίνοντας την κυκλοφορία. Για δευτερόλεπτα μπαίνω στον πειρασμό να μπω μπροστά, αμέσως όμως λειτουργεί το software της πολιτικής ορθότητας, δεν είναι σωστό, λέω μέσα μου, τι σου φταίνε οι άλλοι, άλλωστε δεν βιάζεσαι πραγματικά, επίσκεψη πάτε, τι κι αν αργήσετε λίγο; Ότι θα βαρεθεί το χαϊδεμένο σου; Γιατί, όλοι οι άλλοι στα άλλα αυτοκίνητα δεν βαριούνται, δεν κουράζονται, δεν θέλουν να φτάσουν μια ώρα αρχύτερα στον προορισμό τους;

Στέκομαι λοιπόν νομότυπα στη σειρά μου μαζί με όλους. Ανάβει ένα φανάρι, ανάβουν δύο, ανάβουν τρία. Έχω φτάσει πλέον να είμαι δεύτερη στην ουρά. Μπροστά μου μόνον ένα αυτοκίνητο και το γνωστό κενό, όπου ως συνήθως χώνονται οι διάφοροι «βιαστικοί». Προς το παρόν δεν υπάρχει κανένας, περνά αρκετή ώρα και αρχίζω να αισιοδοξώ, πλην όμως λίγο πριν ανάψει το φανάρι, εμφανίζεται ένα αυτοκίνητο και χώνεται μπροστά, ενώ ακριβώς πίσω του μπαστακώνεται ένα τζιπάκι. Σαν να μην έφτανε αυτό, με το που ανοίγει το φανάρι, οι κρετίνοι δεν το αντιλαμβάνονται με την πρώτη (τι έγινε ρε παιδιά, βιαζόμαστε;), δεν ξεκινούν αμέσως, οι πίσω κορνάρουν, εγώ κορνάρω, το σύμπαν κορνάρει, ξεκουνιούνται, φεύγουμε.

Μιλάμε τα έχω πάρει στο κρανίο.

Όσες φορές και να μου συμβεί αυτό το πράμα, δεν μπορώ να το χωνέψω.

Θέλω να τους την πω, αλλά δεν μπορώ. Ο δρόμος είναι φαρδύς αλλά διπλής κατεύθυνσης. Το να προσπεράσω και να πλασαριστώ δίπλα τους και να αρχίσω να ψέλνω είναι κάτι που θα έκανα αν ήμουν μόνη, αλλά με τη μάνα και την κόρη μέσα, λέω να μην κάνω ταρζανιές. Ακολουθώ λοιπόν και βράζω στο ζουμί μου. Πλην όμως κατά σατανική σύμπτωση, ο ένας εκ των δύο – όχι το τζιπ, ο άλλος – στρίβει στον ίδιο δρόμο που στη συνέχεια στρίβω κι εγώ, και παρκάρει λίγο πίσω από το σημείο που παρκάρω τελικά εγώ. Κατεβαίνω, τον πλησιάζω. Άρρεν, κάτω των τριάντα, αψηλός μελαχρινός και ευειδής. Τον προσεγγίζω ευγενικά και συγκρατημένα.

- Καλησπέρα. Να σε ρωτήσω κάτι; Γιατί χώθηκες μπροστά στο φανάρι;

Αιφνιδιάζεται, αλλά αμέσως ανασυντάσσεται. Λέει κάποιες άσχετες ατάκες για να κερδίσει χρόνο να ανασυγκροτηθεί.

- Ποιο φανάρι;

- Στην Πεντέλης.

- Με είδατε στο φανάρι;

- Ήμουν πίσω σου, το δεύτερο αυτοκίνητο.

- Περιμένατε στη σειρά;

(θα μου κάνεις και ανάκριση μαλάκα;)

- Ναι. Μπορείς να μου πεις για ποιο λόγο χώθηκες μπροστά;

- Βιαζόμουν πολύ, είχα ένα ραντεβού και είχα αργήσει.

(αν το παραμύθι του Πινόκιο ήταν αληθινό, η μύτη του τύπου θα με είχε σουβλίσει).

- Και πού ξέρεις ότι δεν βιαζόμασταν και όλοι εμείς οι άλλοι; Εγώ ας πούμε βιαζόμουν.

- Δεν το ξέρω.

- Και τότε πώς πας και χώνεσαι μπροστά;

- Να σας πω κάτι; Φταίει η κατάσταση στην Πεντέλης. Έτσι που τα έχουν κάνει με τα έργα, δεν χωράει κανείς να σταθεί στην ουρά. Η κατάσταση είναι απαράδεκτη, δεν μπορεί κανείς να κυκλοφορήσει.

- Για να καταλάβω: επειδή τα έχεις πάρει με το δήμαρχο, ή με το υπουργείο, ή με όποιον κάνει τα έργα, καταπατάς τα δικά μου δικαιώματα;

- Δεν καταπάτησα τα δικαιώματά σας. Μπορείτε να πάτε κι εσείς μπροστά.

- Τι λογική είναι αυτή; Δηλαδή άμα δεν χωράμε πίσω, να έρθουμε να χωθούμε όλοι μπροστά; Και δηλαδή μπροστά θα χωρέσουμε;

- Δεν ξέρω τι να κάνετε εσείς, εγώ για τον εαυτό μου έκανα την προσωπική μου επιλογή.

- Προσωπική επιλογή; Προσωπική επιλογή;! Μα τι λες; Και αν εγώ κάνω τώρα την προσωπική επιλογή να σου σκίσω τα λάστιχα, τι θα μου πεις;

- Θα σας καταγγείλω, αυτό είναι παράνομο.

- Κι αυτό που έκανες εσύ, παράνομο είναι.

- Ποιος το λέει αυτό;

- Ο κώδικας οδικής κυκλοφορίας.

- Ο κώδικας; Κοιτάξτε, δεν πέρασα με κόκκινο. Στάθηκα πίσω από το φανάρι.

- Ναι, αλλά μπροστά από τη λευκή γραμμή.

- Α όχι, όχι, δεν έχετε δίκιο. Υπάρχει το δεύτερο φανάρι απέναντι, στη νησίδα.

- Μα τι λες; Έκλεινες τη διασταύρωση!

- Να σας πω κάτι; Δεν είμαι και ο πρώτος που στέκεται μπροστά στο φανάρι.

- Τι επιχείρημα είναι αυτό; Αν κάποιος μου βουτήξει το πορτοφόλι, δεν θα είναι ο πρώτος που έκλεψε ποτέ του. Αλλά δεν παύει να είναι κλοπή.

- Δεν σας έκλεψα.

- Δεν λέω αυτό! Λέω ότι το γεγονός ότι δεν είσαι ο πρώτος που το κάνει δεν δικαιολογεί αυτό που έκανες.

- Σας είπα, εγώ κάνω τις προσωπικές μου επιλογές. Το τι θα κάνουν οι άλλοι είναι δικό τους ζήτημα.

- Δεν είμαστε καλά. Εγώ τι είμαι δηλαδή που περιμένω στην ουρά, μαλάκας; Εσύ είσαι ο έξυπνος που κάνει τη σωστή επιλογή;

- Μόνη σας χαρακτηρίζετε τον εαυτό σας.

- Εσύ με χαρακτηρίζεις, με τη συμπεριφορά σου απέναντί μου. Δεν το λες, αλλά το δείχνεις με τη στάση σου.

- Λέτε ότι θέλετε, δεν ακούω άλλο.

Έχω φορτώσει. Έχω φορτώσει απίστευτα.

- Ώστε δεν ακούς! Κοντολογίς, μου λες ότι με έχεις γραμμένη.

- Δεν το λέω εγώ, εσείς το λέτε.

- Είσαι με τα καλά σου; Μόλις μου είπες ότι δεν με ακούς. Τουλάχιστον να ακούς τι λες.

Πάνω εκεί μου τη σβουρίζει. Λέω, τι κάθομαι και συζητώ. Ο τύπος τοποθετήθηκε ξεκάθαρα: δεν με νοιάζει, δεν ακούω, δεν λογαριάζω κανέναν.

Γυρνώ και φεύγω, αλλά εξακολουθώ να φωνάζω:

- Άκου τι λες τουλάχιστον. Βάλε το μυαλό σου να δουλέψει. Έχεις έναν εγκέφαλο εκεί μέσα, βάλ’ τον να πάρει καμμιά στροφή.

Τρέμω από τα νεύρα μου. Στο σπίτι της φίλης κουβεντιάζουμε το περιστατικό. Η τοποθέτησή της με αφήνει κατάπληκτη: τι τα θες και μιλάς, μπορεί να φας και καμμιά, δώσε τόπο στην οργή. Μου περιγράφει ένα περιστατικό με τον άντρα της όπου κάποιος έκανε μια παρανομία στο δρόμο, ο άντρας της φίλης μου του έπαιξε τα φώτα και του κορνάρισε, και ο άλλος φρενάρισε απότομα, με αποτέλεσμα παραλίγο να τρακάρουνε.

Όχι, της λέω, δεν μπορώ να το δεχτώ αυτό. Δεν μπορώ να δεχτώ τη νοοτροπία αυτή. Να μου τη βγαίνουνε, να καταπατούν τα δικαιώματά μου, και να μην τολμώ ούτε να μιλήσω γιατί θα με δείρουνε; Και αυτήν την κατάσταση να τη θεωρώ δεδομένη; Όχι, με σοκάρει αυτή η αντιμετώπιση. Αυτή η στάση που είναι τόσο διαδεδομένη στη ζωή μας, στη χώρα μας, στην κοινωνία που ζούμε. Εγώ θα συνεχίσω να μιλάω όπου και όπως και όσο μπορώ. Με την ελπίδα κάπου, κάποτε, κάποιος να ακούσει.