Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2017

ΜΑΣ ΨΕΚΑΖΟΥΝΕ!


Κυριακή πρωί στην Πεντέλη, ετοιμαζόμαστε για πεζοπορία. Ο καιρός υπέροχος, η ομάδα όπως πάντα ετερόκλητη, αρκετά νέα παιδιά, πολλά χαμόγελα. Ξεκινάμε και πιάνω κουβέντα πότε με τον έναν, πότε με τον άλλον, πότε περπατάω μόνη μου, γιατί αν μ’ αρέσει κάτι στην πεζοπορία είναι η ησυχία και η επαφή με τη φύση χωρίς περισπασμούς, και γιατί άμα μιλάω ανεβαίνοντας το βουνό μου κόβεται η ανάσα, δεν είμαι και τζόβενο, να τα λέμε και αυτά.

Κάποια στιγμή με πλευρίζει ένας πιτσιρικάς και με ρωτάει:

-Ξέρετε αν θα πάμε κι απ’ τη σπηλιά του Νταβέλη;

-Τι να σου πω, δεν νομίζω, δεν το είδα στο πρόγραμμα. Γιατί δεν ρωτάς τον αρχηγό;

Τον ρωτάει, ο αρχηγός λέει όχι, είναι άλλη διαδρομή, ο μικρός όμως θέλει πληροφορίες για τη σπηλιά.

-Είναι μεγάλη;

-Έχει μια μεγάλη αίθουσα και δυο λαγούμια.

-Τα λαγούμια αυτά είναι βαθιά;

-Όχι, μάλλον ρηχά, τελειώνουν σύντομα.

-Δεν έχει τίποτε σήραγγες, τίποτε περάσματα;

Εγώ έχω καταλάβει πού το πάει και επεμβαίνω – που να δάγκωνα τη γλώσσα μου:

-Αν εννοείς τις ιστορίες που λένε ότι βγαίνει κάτω ως το μέγαρο της Πλακεντίας κι ότι περνούσε ο Νταβέλης να πάει να την βρει, ξέχνα το, μούφες είναι.

-Μούφες, ε;

-Ναι. Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα, διαπιστωμένα. Έχω πάει, έχω κι έναν φίλο στον ΣΠΕΛΕΟ, δεν έχει βρεθεί τίποτα.

Η πορεία συνεχίζεται, αλλά ο μικρός με έχει από κοντά.

-Νομίζω ότι πρέπει κανείς να έχει ανοιχτό μυαλό, εσείς τι λέτε;

-Βέβαια, αλλά όχι και τόσο που να του πέσει έξω απ’ το κεφάλι.

-Δεν νομίζετε ότι υπάρχουν πολλά πράγματα που δεν ξέρουμε;

-Έτσι όπως το θέτεις, δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω. Τι πράγματα έχεις κατά νου, όμως;

-Δεν πιστεύετε ας πούμε ότι υπάρχουν μυστικές στρατιωτικές βάσεις κάτω από το έδαφος;

-Τι να σου πω, δεν μπορώ να το αποκλείσω, δεν έχω τρόπο να το ξέρω. Οπωσδήποτε είναι πιο πιθανό από τις ιστορίες για κούφια γη και μικρά ανθρωπάκια που ζουν μέσα της.

-Εγώ πιστεύω ότι είναι πολλά αυτά που δεν μας λένε.

-Όπως;

-Εσείς πιστεύετε ότι από το 1973 δεν έχουνε ξαναπάει στο φεγγάρι;

-Τι να σου πω, τα στοιχεία αυτό δείχνουν.

-Μα τόση τεχνολογία, είναι δυνατόν να μην ξαναπήγαν; Αφού μπορούν.

-Και δηλαδή εσύ τι νομίζεις ότι έγινε;

-Ότι έχουν ξαναπάει πολλές φορές. Όχι μόνο στο φεγγάρι, και σε άλλους πλανήτες. Φτιάχνουν αποικίες.

-Δεν νομίζεις ότι αν είχε γίνει αυτό, θα το ξέραμε;

-Όχι, γιατί δεν μας το λένε. Θέλουν να μας κρατάνε στο σκοτάδι.

-Κοίταξε να σου πω, δεν μπορώ βέβαια να το ελέγξω, αλλά σκέφτομαι το εξής: ποιοι μπορούν να κάνουν κάτι σαν αυτό που λες; Ελάχιστοι: Αμερική, Ρωσία, Κίνα, ίσως Ινδία… αν το έκανε ένας από αυτούς, δεν αν το καταλάβαιναν οι άλλοι; Με τόσους δορυφόρους, τόση τεχνολογία, όπως λες; Ακόμη κι αν δεν το ανακοίνωναν οι ίδιοι, θα το ανακοίνωνε κάποιος άλλος.

-Γιατί να το ανακοινώσει;

-Επειδή είναι ανταγωνιστές.

-Μπορεί να είναι ανταγωνιστές, αλλά σε αυτό συμφωνούν: θέλουν όλοι τους να μας κρατάνε στο σκοτάδι. Τη γη την ελέγχουν μαφίες και πολυεθνικές. Νομίζετε πως αυτοί που κυβερνάνε έχουν εξουσία; Τσίπρας, Ομπάμα, όλοι είναι μαριονέτες.

-Σίγουρα υπάρχουν ισχυρά άτομα που επηρεάζουν τις κυβερνήσεις, αλλά δεν θα έφτανα μέχρι του σημείου να αρχίσω να λέω για μασόνους και παγκόσμια συνωμοσία.

-Μα εγώ δεν είπα τίποτα για μασόνους. Αλλά αυτοί που κυβερνάνε δεν είναι αυτοί που φαίνονται.  Δεν έχει νόημα να ψηφίζουμε. Οι εκλογές είναι μόνο για να νομίζουμε ότι μπορούμε να επηρεάσουμε την κατάσταση. Στην πραγματικότητα δεν αλλάζει τίποτα, αυτοί βάζουν επάνω όποιους θέλουν.

-Σε αυτό οφείλω να συμφωνήσω σε κάποιο βαθμό.

Είναι και η ρημάδα η ανηφόρα είπαμε. Και προσπαθώ να γυρίσω την κουβέντα και να βρω άλλον συνοδοιπόρο. Ευτυχώς η ομάδα είναι μεγάλη και τη σκαπουλάρω.  Αλλά η μοίρα είχε άλλα σχέδια για μένα. Κατά το τέλος της διαδρομής, μετά από διάφορα φιδογυρίσματα, η ομάδα έχει αραιώσει πολύ, τόσο που δεν βλέπω πια τους μπροστινούς και κοντεύω να χάσω οπτική επαφή και με τους τελευταίους, καθώς προσπαθώ να ανοίξω λίγο βήμα. Κι έτσι το ’φερε η τύχη να βρεθώ πάλι παρέα με τον πιτσιρικά και να είναι από πάνω μας χιαστί τα κάτασπρα, αφράτα ίχνη δύο αεροπλάνων. Και μου τα δείχνει και λέει:

-Δε μου λέτε, αυτό εκεί πώς σας φαίνεται;

-Τι να σου πω, ωραίο είναι.

-Και τι νομίζετε ότι είναι;

-Ίχνη από εξατμίσεις αεροπλάνων.

-Έχετε ακούσει αυτό που λένε ότι μας ψεκάζουνε;

-Ναι, το έχω ακούσει.

-Και τι γνώμη έχετε;

-Δε θες να μάθεις τη γνώμη μου.

-Τι εννοείτε δηλαδή;

-Ότι είναι ΑΠΙΣΤΕΥΤΗ ΓΕΛΟΙΟΤΗΤΑ και δεν αξιζει καν να το συζητάμε.

-Μα γιατί το θεωρείτε γελοιότητα;

Εδώ, φίλοι μου, θέλω να με καταλάβετε. Έχω πεντέμιση ώρες που περπατάω στα κατσάβραχα. Είναι υπέροχα, αλλά και κουραστικά. Έχω φάει τον γάιδαρο ή την καμήλα αν προτιμάτε και μου μένει η ουρά. Ο αρχηγός μας έχει γειώσει κι έχει φύγει μπροστά, χωρίς να αφήσει άλλον πίσω, ενδεχομένως επειδή θεωρεί ότι τώρα πια αφού το χωριό φαίνεται καθένας ας τα βγάλει πέρα μόνος του. Προσπαθώ να αποφασίσω ποια είναι η σωστή διαδρομή και θέλω πλέον να φτάσω στο αυτοκίνητό μου, γιατί είμαι κουρασμένη και πεινάω και θέλω να πάω σπιτάκι μου να αράξω.

Και έχω έναν τύπο να μου λέει ότι μας ψεκάζουνε. Και δεν υπάρχει άλλος άνθρωπος τριγύρω. Και επιμένει.

Ξέρω ότι το σωστό είναι να επιχειρηματολογήσω ψύχραιμα, μπας και τελικά χωρέσει κάτι μέσα στο κεφάλι του, αλλά το λάδι της υπομονής εσώθη εις το κανδήλιον. Επιπλέον δεν τα θυμάμαι και καλά. Ξέρω ότι έχει κάτι να κάνει με την υγρασία στην ατμόσφαιρα, αλλά δεν θυμάμαι λεπτομέρειες, και φοβάμαι πως ό,τι πω δεν θα ακουστεί πειστικό. Δεν ξέρω τι να πω πια.

-Κοίτα, καλέ μου, δεν αντέχω τόση συνωμοσιολογία. Δεν αντέχω κάθε τόσο να ακούω φαντασιόπληκτες θεωρίες, κουράστηκα.

-Καλά κυρία Τατιάνα μου, συγγνώμη κυρία Τατιάνα μου.

-Μη μου ζητάς συγγνώμη, δεν είναι θέμα συγγνώμης. Εγώ σου ζητώ συγγνώμη αν ήμουν απότομη ή αγενής. Το θέμα είναι ότι αυτά δεν ισχύουν.

-Πώς είστε τόσο σίγουρη; Δεν πρέπει να τα ψάχνουμε αυτά;

-Ακριβώς επειδή το έχω ψάξει και είδα ότι δεν ισχύουν μιλάω έτσι. Έχω διαβάσει. Έχω και γνωστούς επιστήμονες, έχω έναν φίλο στον Δημόκριτο. Αυτά είναι ίχνη που αφήνουν τα καύσιμα.

-Μα είναι φυσιολογικό να είναι τόσο πυκνά;

-Ναι, είναι.

-Μα δείτε κυρία Τατιάνα μου αυτά τα σύννεφα, είναι φυσιολογικά;

-Απολύτως φυσιολογικά είναι.

-Μα δείτε το σχήμα τους, πριν δεν ήταν έτσι.

-Είναι απολύτως φυσιολογικά. Διάβασε λίγη μετεωρολογία σε παρακαλώ.

-Παλιά όμως δεν άφηναν τέτοια ίχνη τα αεροπλάνα. Εσείς που είστε μεγαλύτερη, θα το θυμάστε.

-Πράγματι, θυμάμαι πολύ καλά ότι και πριν σαράντα χρόνια τέτοια ίχνη άφηναν τα τζετ.

-Δεν υπήραν όμως τόσο πολλά.

-Υπήρχαν πολλά και τα θυμάμαι, από παιδί χάζευα τα ίχνη που άφηναν στον ουρανό. Δε μου λες τώρα, από πού πάμε; Ευθεία ή δεξιά;

Κατάφερα να εστιάσω τη συζήτηση στο μονοπάτι και γλίτωσα για λίγο από το βάσανο. Με το μπούρου μπούρου όμως είχαμε καταφέρει να χαθούμε τελείως, και αντί να βγούμε στο σημείο εκκίνησης, στην πλατεία Παλιάς Πεντέλης, καταλήξαμε στην πλατεία Νέας Πεντέλης. Επρεπε όμως να γυρίσουμε πίσω, γιατί είχα αφήσει εκεί το αυτοκίνητο κι ο συνοδοιπόρος ήθελε να συναντήσει την παρέα. Η άλλη πλατεία είναι μισή ώρα με τα πόδια από εκεί, αλλά δεν είχα όρεξη να περπατήσω άλλο, τα είχα πάρει και λίγο στο κρανίο που χαθήκαμε, οπότε του λέω, εγώ θα πάρω ταξί, αν θες να σε πάω.

Τηλεφωνώ σε ράδιο ταξί (και όχι, δεν έχω ίντερνετ στο κινητό, άρα δεν μπορώ να πάρω beat και plon και άλλα ωραία), αλλά μου λένε ότι θα αργήσει, γιατί δεν έχει οδηγό κοντά μου. Καλά, τους λέω, αν βρω ταξί στο μεταξύ θα σας πάρω να ακυρώσω. Περνάει ένα ταξί, το σταματάω, μπαίνω μέσα. Μεγάλο αμάξι, καινούριο, άνετο, προσεγμένο, πεντακάθαρο. Στο τιμόνι σεβάσμιος ηλικιωμένος με μακριά λευκά μαλλιά και ιερατική γενειάδα, στο σκιάδιο της θέσης του οδηγού ταπετσαρία από εικονίτσες με αγίους, παναγίτσες, και κάτω δεξιά ο γέρων Παΐσιος. Παίρνω το ράδιο ταξί και ακυρώνω την κλήση.

-Ποιους είχατε πάρει;

-Τον Αστέρα. Εσείς είστε σε κάποιο δίκτυο;

-Μπα, δεν τα θέλω αυτά. Για να μπεις πρέπει να έχεις τζιπιές, τάμπλετ, εγώ δε θέλω τέτοια πράματα, τι το θέλω το τάμπλετ, τι το θέλω το τζιπιές; Αυτά είναι για να μας παρακολουθούνε, δεν τα θέλω.

-Μάλιστα.

-Τι να τα κάνεις τα τάμπλετ; Αφού έρχεται πόλεμος, καταστροφή έρχεται, αίμα ποτάμι. Τι να τα κάνω αυτά; Εδώ ο κόσμος θα χαθεί.

-Χμφ.

-Θέλουν να μας ελέγχουνε, γι’ αυτό τα βάζουνε. Θέλουν να μας κρατάνε στο σκοτάδι. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, είναι όλοι μαριονέτες. Μας βάζουν να ψηφίζουμε μόνο για να νομίζουμε ότι κάτι κάνουμε. Αλλά μετά βγάζουν όποιους θέλουν αυτοί. Δεν έχει νόημα να ψηφίζουμε.

-Δίκιο έχετε! πετάγεται ο νέος από πίσω.

-Τι νόημα έχει να ψηφίζουμε; Εγώ έχω να ψηφίσω από το ενενήντα τρία.

-Καλά τα λέτε.

Ευτυχώς η διαδρομή είναι σκάρτα πέντε λεπτά. Την έχω βγάλει κουνώντας το κεφάλι και κάνοντας «μμμ». Κερνάω την κούρσα.

-Μα όχι κυρία Τατιάνα μου, δεν είναι σωστό!

-Μην το συζητάς. Εγώ θα έπαιρνα ταξί ούτως ή άλλως, ενώ εσύ όχι.

-Μα σας παρακαλώ, ελάτε τώρα.

-Όχι, σε παρακαλώ, χαρά μου. Κάναμε και τόσο ωραία συζήτηση. Χάρηκα πολύ, άντε καλό δρόμο!

Και όπου φύγει φύγει, καλοί μου φίλοι. Και τώρα διαβάζω εντατικά για τα ίχνη καυσίμων των αεροπλάνων, ώστε να είμαι έτοιμη να δώσω διάλεξη την επόμενη φορά. Γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι θα σου τύχει. Ζούμε ανάμεσά τους.

Παρασκευή 6 Οκτωβρίου 2017

ΥΠΑΡΧΕΙ ΘΕΟΣ;


Πολλές φορές έτυχε να εμπλακώ σε συζητήσεις περί ύπαρξης θεού και πάντα ανακύπτει το ερώτημα «Πώς ξέρουμε ότι δεν υπάρχει θεός;»

Για να διαπιστώσουμε αν υπάρχει κάτι, θα πρέπει πρώτα να το ορίσουμε. Αν σας ρωτήσω αυτή τη στιγμή «Υπάρχουν βαλαστράφια;» το πρώτο που θα κάνετε θα είναι να με ρωτήσετε «Τι είναι τα βαλαστράφια;» και βάσει του ορισμού που θα σας δώσω, θα εξετάσετε το ενδεχόμενο ύπαρξής τους.

Προκειμένου για τον θεό, δεν υπάρχει ένας καθολικά αποδεκτός ορισμός. Είναι μια έννοια με την οποία όλοι είμαστε εξοικειωμένοι αλλά καθένας έχει μια δική του προσωπική ιδέα για το τι σημαίνει. Συνεπεία τούτου, είναι πρακτικά αδύνατον να απαντήσουμε στο ερώτημα «Υπάρχει θεός;» μια που καθένας έχει στο μυαλό του κάτι άλλο όταν λέει «Θεός». Γι’ αυτό το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνουμε σε μια συζήτηση περί ύπαρξης θεού είναι να συμφωνήσουμε σε έναν ορισμό αποδεκτό από όλους τους συζητητές και βάσει αυτού να προχωρήσουμε.

Τούτου λεχθέντος, μπορούμε να εξετάσουμε το ενδεχόμενο ύπαρξης θεού σε κάποιες βάσεις αν όχι καθολικά αποδεκτές, ωστόσο ευρύτατα καθιερωμένες: την άποψη των γνωστών θρησκευτικών δογμάτων για το τι είναι θεός. Τα θρησκευτικά δόγματα και οι θρησκευτικές παραδόσεις είναι η βασική, στην ουσία η μόνη πηγή πληροφόρησης που έχουμε περί της ύπαρξης θεοτήτων. Ως εκ τούτου είναι σκόπιμο να ασχοληθούμε με τους ορισμούς που δίνουν αυτά, καθώς όλοι οι γνωστοί μέχρι σήμερα θεοί περιγράφονται από τα θρησκευτικά δόγματα.

Στη βάση αυτή θέλω να ασχοληθώ πρώτα με το ενδεχόμενο ύπαρξης του χριστιανικού θεού, μια που ο χριστιανισμός είναι η πλέον διαδεδομένη θρησκεία στη χώρα που ζω και μία από τις πλέον διαδεδομένες του κόσμου.
 

Ο χριστιανικός θεός


Συχνά ακούμε ότι πρέπει να προσεγγίσουμε τον θεό «με την καρδιά» ή «με την πίστη». Προκειμένου όμως για μια αντικειμενική διαπίστωση ύπαρξης μιας οντότητας, είναι αναγκαίο να την προσεγγίσουμε με την λογική. Η λογική είναι το μόνο λειτουργικό εργαλείο κατανόησης του κόσμου, όπως έχουμε διαπιστώσει εμπειρικά. Η καρδιά, δηλαδή το συναίσθημα, είναι χρήσιμο για να σχετιζόμαστε με γνωστά υπαρκτά όντα, όχι για να αποκτάμε γνώση περί της ύπαρξής τους. Η πίστη είναι χρήσιμη για να αποκτάμε αυτοπεποίθηση και εμπιστοσύνη σε υπαρκτά όντα, όχι για να διαπιστώνουμε αν υπάρχουν.

Ο χριστιανικός θεός λογικά είναι αδύνατον να υπάρχει.

Aρκεί να σκεφτούμε ότι σε έναν κόσμο με φυσικές καταστροφές, ασθένειες, συγγενείς νόσους και εγγενή ανισότητα, αδικία και οδύνη, όπως είναι αυτός που ζούμε, είναι αδύνατον να υπάρχει πανάγαθος και παντοδύναμος δημιουργός που τον κυβερνά.

Τονίζω ότι όλα τα παραπάνω είναι εγγενή χαρακτηριστικά του κόσμου εκ της κατασκευής του και ΔΕΝ εξαρτώνται από την ανθρώπινη βούληση, άρα ΔΕΝ μπορούν να αποδοθούν σε συνέπειες ανθρώπινων πράξεων, κατά καμία έννοια.


Η ανισότητα και αδικία που αναφέρω δεν είναι η ανθρώπινη αδικία, αλλά η εγγενής ανισότητα και αδικία του κόσμου: δεν γεννιόμαστε όλοι με τις ίδιες ικανότητες, δεν έχουν όλα τα πλάσματα ίσες πιθανότητες επιβίωσης, οι ζωικοί οργανισμοί για την επιβίωσή τους είναι αναγκαίο να σκοτώσουν άλλους οργανισμούς. Η οδύνη είναι μέρος της φύσης του κόσμου που ζούμε, του κόσμου που υποτίθεται ότι έπλασε ο θεός.

Τίθεται συχνά το αντεπιχείρημα ότι ο κόσμος που ζούμε είναι γεμάτος εγγενές κακό και αδικία λόγω του προπατορικού αμαρτήματος.

Σε αυτό αντιτάσσω το εξής:

1. Το εγγενές κακό του κόσμου (μολυσματικές και παρασιτικές ασθένειες, εκ γενετής παραμορφώσεις, φυσικές καταστροφές κ.τ.ό.) δεν πλήττει μόνον ανθρώπους αλλά και ζώα. Γιατί να βιώνουν τα ζώα οδύνη ως συνέπεια του ανθρώπινου προπατορικού αμαρτήματος; Αυτά δεν διέπραξαν κανένα αμάρτημα.

2. Το προπατορικό αμάρτημα το διέπραξαν οι πρωτόπλαστοι, όχι οι απόγονοί τους. Γιατί τιμωρείται όλη η ανθρωπότητα για κάτι που διέπραξαν δύο άνθρωποι μόνο; Η ανθρώπινη δικαιοσύνη δεν τιμωρεί τους απογόνους για τις πράξεις των προγόνων τους. Πώς μπορεί η θεία δικαιοσύνη υπολείπεται της ανθρώπινης; Και πώς τολμάμε να ονομάζουμε αυτό δικαιοσύνη; Πώς το θεωρούμε δίκαιο όταν το κάνει ο Θεός, αφού δεν θα το θεωρούσαμε δίκαιο αν το έκαναν άνθρωποι;

Όσο για το επιχείρημα της ελεύθερης βούλησης που υποτίθεται ότι δικαιολογεί τη δυστυχία την οφειλόμενη σε ανθρώπινες πράξεις, έχω να πω το εξής:
1. Ο Θεός υποτίθεται ότι είναι πατέρας όλων, πανάγαθος και γεμάτος αγάπη. Αν ένας πατέρας δει το ένα του παιδί να χτυπά και να βασανίζει το άλλο, θα το εμποδίσει. Αν δεν το εμποδίσει, θα τον θεωρήσουμε κακό πατέρα, και η δικαιολογία της ελεύθερης βούλησης του παιδιού δεν θα γίνει δεκτή. Μπορεί ακόμη και να του αφαιρεθεί η επιμέλεια. Πώς δεχόμαστε ως σωστή και γεμάτη αγάπη την πράξη αυτή όταν την κάνει ο Θεός, ενώ δεν θα την δεχόμασταν αν την έκανε άνθρωπος; Ο Θεός είναι λιγότερο καλός πατέρας από τους ανθρώπους;

2. Ο Θεός υποτίθεται ότι είναι δίκαιος. Σύμφωνα με την ανθρώπινη αντίληψη για τη δικαιοσύνη, η διάπραξη του κακού πρέπει να προλαμβάνεται και να εμποδίζεται. Αυτή η πρόληψη δεν περιορίζει την ελεύθερη βούληση αυτού που διαπράττει το κακό, περιορίζει μόνο την υλοποίηση αυτής της βούλησης, και μάλιστα ο περιορισμός αυτός δεν θεωρείται ανεπιθύμητος, αντιθέτως θεωρείται επιθυμητός. Αυτό θεωρείται δίκαιο από τους ανθρώπους. Πώς μπορεί να θεωρηθεί λοιπόν δίκαιο και αυτό που κάνει ο Θεός, ενώ είναι το ακριβώς αντίθετο;

3. Εμποδίζοντας κάποιον να διαπράξει κάτι, δεν περιορίζουμε την βούλησή του αλλά τις ενέργειές του και μόνον. Αυτός που έχει τη βούληση να διαπράξει το κακό θα εξακολουθήσει να την έχει ακόμη κι αν τον εμποδίσουμε. Δεν θα περιοριστεί η ελευθερία βούλησής του. Το μόνο που θα περιοριστεί θα είναι οι συνέπειες των πράξεων στις οποίες τον οδηγεί η βούλησή του. Επομένως ο Θεός θα μπορούσε να εμποδίσει τη διάπραξη κακού από τους ανθρώπους, προστατεύοντας τα θύματα, χωρίς να περιορίσει την ελεύθερη βούληση των θυτών. Γιατί λοιπόν δεν το κάνει;

Σε όλα τα παραπάνω διακρίνεται ένα μοτίβο: άλλα ηθικά κριτήρια για τις πράξεις των ανθρώπων και άλλα για τις πράξεις του Θεού. Αυτό κατ' εμέ αποτελεί ασυνέπεια. Η ηθική θα πρέπει να είναι μία, συγκεκριμένη, και ίδια για όλους, προκειμένου να μπορούμε να αξιολογήσουμε ηθικά όλες τις καταστάσεις. Πολύ περισσότερο αν απορρέει από τον Θεό, που θα πρέπει να έχει μία σαφή και σταθερή ηθική. Η εφαρμογή διαφορετικών ηθικών κριτηρίων ανάλογα με το ποιος διαπράττει κάτι, στερεί κάθε νόημα από τα ηθικά αυτά κριτήρια.

Σε αυτά που ανέφερα, οι απολογητές συνήθως απαντούν:

1. ότι ακόμη και όσοι υπέφεραν και βασανίστηκαν σε αυτή τη ζωή θα ανταμειφθούν στην αιωνιότητα, και

2. ότι οι βουλές του Θεού είναι άγνωστες σε εμάς, ανεξιχνίαστες, ότι ο Θεός έχει ένα σχέδιο στο οποίο όλα καταλήγουν στο καλό μας.

Σε αυτά έχω να αντιτάξω το εξής:

1. Καμία ανταμοιβή, οσοδήποτε θαυμάσια και για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα, ακόμη και αιώνια, δεν δικαιολογεί την άδικη οδύνη η οποία μπορεί να αποφευχθεί. Και αν δεν μπορεί να αποφευχθεί, τότε ο ισχυρισμός ότι ο Θεός είναι δίκαιος, πανάγαθος και παντοδύναμος καταρρέει.

2. Εάν παραδεχτούμε οι βουλές του Θεού μας είναι άγνωστες και είναι ανεξιχνίαστες, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι γνωρίζουμε με βεβαιότητα τις προθέσεις του. Επομένως δεν μπορούμε να δηλώνουμε με βεβαιότητα ότι είναι δίκαιος, αγαθός ή οτιδήποτε άλλο. Μπορεί να είναι, αλλά μπορεί και όχι, συνεπώς και πάλι ο ισχυρισμός ότι ο Θεός είναι δίκαιος, πανάγαθος και παντοδύναμος καταρρέει.

Άρα ο χριστιανικός θεός δεν υπάρχει.

Ο μουσουλμανικός θεός

Ας εξετάσουμε τώρα το ενδεχόμενο ύπαρξης του μουσουλμανικού θεού.

Εδώ τα πράγματα είναι ακόμη πιο εύκολα. Ο μουσουλμανικός θεός στο Κοράνιο χαρακτηρίζεται ως φιλεύσπλαχνος και παντελεήμων. Όλα τα κεφάλαια ξεκινούν με την εισαγωγή «Εις το όνομα του Αλλάχ, του Παντελεήμονα, του Πολυεύσπλαχνου». Στη συνέχεια όμως σε ορισμένες σούρες διαβάζουμε ότι ο Αλλάχ δίνει εντολή να σκοτώνονται λόγου χάρη οι αποστάτες ή οι άπιστοι που δεν θα δεχθούν να προσκυνήσουν τον Αλλάχ. Αν ένας άνθρωπος σκοτώσει έναν άλλον άνθρωπο λόγω των πεποιθήσεών του, θα τον θεωρήσουμε εγκληματία και θα τον καταδικάσουμε. Σε καμιά περίπτωση δεν θα τον θεωρήσουμε ελεήμονα και ευσπλαχνικό - υποψιάζομαι πως ακόμη και οι πλέον πωρωμένοι ισλαμιστές δεν θα θεωρούσαν μια τέτοια πράξη ευσπλαχνική. Ίσως να την θεωρούσαν δίκαιη, αλλά όχι ευσπλαχνική. Πώς θεωρούμε παντελεήμονα και πολυεύσπλαχνο έναν θεό που μας παροτρύνει σε άσπλαχνες πράξεις;

Και πάλι βλέπουμε εδώ το μοτίβο που είδαμε και στην άλλη μεγάλη μονοθεϊστική αβραμική θρησκεία: διπλά κριτήρια ηθικής, άλλα για τον άνθρωπο, άλλα για τον θεό. Ο θεός που περιγράφεται έχει ιδιότητες που αντιφάσκουν μεταξύ τους.

Επομένως τέτοιος θεός αποκλείεται να υπάρχει.

Ο εβραϊκός θεός

Όσο για τον εβραϊκό θεό, πρόδρομο του χριστιανικού και του μουσουλμανικού, μπορούμε να διαπιστώσουμε με παρόμοιο τρόπο ότι ούτε αυτός υπάρχει.

Πρόκειται για έναν θεό που διακηρύσσει ότι ένας συγκεκριμένος λαός είναι εκλεκτός σε σύγκριση με άλλους, ενώ στην πραγματικότητα βλέπουμε ότι ο λαός αυτός υπέφερε τα πάνδεινα σε συλλογικό επίπεδο και σε ατομικό επίπεδο προφανώς πολλά μέλη του λαού αυτού υποφέρουν και θα υποφέρουν από διάφορα δεινά, παρά το γεγονός ότι είναι οι υποτιθέμενοι εκλεκτοί του θεού. Επιπλέον, δεδομένου ότι είναι αδύνατον να εξασφαλιστεί η γενετική απομόνωση ενός λαού, και συγκεκριμένα στην περίπτωση των Εβραίων προφανώς δεν υπάρχει φυλετική καθαρότητα εφόσον έστω κι ένας τους έχει κάνει παιδιά με μη Εβραίους, δεν είναι δυνατόν να μιλάμε για έναν ενιαίο, αναγνωρίσιμο και οριοθετημένο λαό. Ο ιουδαϊσμός είναι περισσότερο παράδοση παρά φυλετική ενότητα. Επομένως ο περιούσιος λαός απλά δεν υφίσταται, παρά μόνο στην ανθρώπινη φαντασία.

Επιπλέον, στο ιερό βιβλίο των Εβραίων, που είναι και ιερό βιβλίο των χριστιανών καθώς έχει συμπεριληφθεί στην Αγία Γραφή, περιγράφεται ένας σκληρός, ανάλγητος, εγωιστής, ζηλόφθονος θεός, που δίνει εντολές για λιθοβολισμούς, που ευλογεί βιασμούς, που δέχεται την δουλεία και γενικά παραδίδει νόμους τόσο παράλογους, σκληρούς και άδικους με τα σημερινά δεδομένα ώστε αν τολμούσε σύγχρονος πολιτικός να τους προτείνει, δεν θα είχε πού να σταθεί από την γενική κατακραυγή. Αυτοί οι νόμοι προφανώς δεν εφαρμόζονται ούτε υπάρχει επιθυμία να εφαρμοστούν στον σύγχρονο κόσμο, ούτε καν στο κράτος του Ισραήλ, που δημιουργήθηκε ακριβώς για χάρη του περιούσιου αυτού λαού. Δεν έχουν σκλάβους, δεν λιθοβολούν μοιχαλίδες, δεν αναγκάζουν το θύμα του βιασμού να παντρευτεί τον βιαστή του - και καλά κάνουν βεβαίως, αλλά προφανώς δεν ζουν όπως επιτάσσει ο θεός που πιστεύουν. Πώς λοιπόν ισχυριζόμαστε ότι το βιβλίο αυτό είναι ιερό και περιέχει τον λόγο του θεού ενώ ταυτόχρονα απαξιώνουμε αυτόν τον λόγο στην πράξη;

Είναι φανερό από τα παραπάνω ότι ο θεός των τριών μεγάλων μονοθεϊστικών θρησκειών, των λεγόμενων και αβραμικών, δεν υπάρχει.

Άλλες θεότητες

Δεν σκοπεύω να μπω στη διαδικασία να ασχοληθώ με τον αν υπάρχει ο Δίας, ο Κρίσνα, ο Θωρ και άλλες γνωστές θεότητες. Όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να ανέβει στον Μύτικα και αν δει ανάκτορο εκεί να μου γράψει και όποιος εντοπίσει την Βαλχάλα να με ενημερώσει να κλείσω εισιτήριο. Είναι νομίζω φανερό με ποια διαδικασία μπορούμε να διαπιστώσουμε αν υπάρχει ή δεν υπάρχει καθεμιά από τις γνωστές θεότητες των θρησκευτικών παραδόσεων: εξετάζοντας τα χαρακτηριστικά που τους αποδίδουν οι παραδόσεις αυτές σε σχέση με τα όσα γνωρίζουμε για την πραγματικότητα.

Και αν όμως υπάρχει κάποιος άλλος θεός;

Πολλοί θέλουν να πιστεύουν ότι, παρά το γεγονός ότι οι γνωστοί θεοί εμφανώς δεν υπάρχουν, ενδέχεται να υπάρχει παρ' όλ' αυτά κάποια άλλη οντότητα που να μπορεί να χαρακτηριστεί «θεός». Βεβαίως δεν έχουμε συμφωνία ως προς τα χαρακτηριστικά αυτής της οντότητας, καθένας την φαντάζεται όπως θέλει, επομένως δεν είναι εύκολο να εξετάσουμε αν υπάρχει ή όχι. Σε γενικές γραμμές πάντως για να την ονομάσουμε «θεό» θα πρέπει να έχει κάποια βασικά χαρακτηριστικά όπως αυτοσυνείδηση και βούληση, κατά πάσα πιθανότητα παντοδυναμία και παντογνωσία, να είναι δημιουργός του κόσμου και να ασκεί κάποιον έλεγχο πάνω στη λειτουργία του κόσμου.

Αντικειμενικά δεν υπάρχει τρόπος να αποδείξουμε ότι δεν υπάρχει μια τέτοια οντότητα. Μπορεί και να υπάρχει. Θα ήθελα όμως στο σημείο αυτό να σας ζητήσω να αναρωτηθείτε: γιατί να υποθέσουμε ότι υπάρχει τέτοια οντότητα; Η ύπαρξή της δεν εξηγεί τίποτε. Δεν μας βοηθά να κατανοήσουμε καλύτερα τον κόσμο. Λέγοντας ότι τον κόσμο τον έφτιαξε και τον ελέγχει ένας θεός δεν παίρνουμε απάντηση σε κανένα ερώτημα. Γεννιούνται απλώς νέα ερωτήματα όπως, πώς δημιουργήθηκε ο ίδιος ο θεός; Ποια η φύση του; Ποια τα χαρακτηριστικά του;

Γιατί λοιπόν να υποθέσουμε ότι υπάρχει τέτοιος θεός; Σκεφτείτε το λιγάκι. Πώς σας ήρθε η ιδέα αυτή; Μήπως επειδή ήδη υπάρχουν πάρα πολλές θρησκευτικές παραδόσεις με τις οποίες γαλουχηθήκαμε και οι οποίες θεωρούν δεδομένη την ύπαρξη θεού; Μήπως επειδή μας στοιχίζει να αποχωριστούμε την παρήγορη και μεγαλειώδη ιδέα της ύπαρξης ενός επουράνιου πατέρα; Μήπως τελικά δεν έχουμε κανέναν λόγο να υποθέσουμε την ύπαρξη κανενός θεού;

Βεβαίως δεν μπορούμε και να την αποκλείσουμε. Μπορεί και να υπάρχει θεός. Αλλά πρώτον δεν το γνωρίζουμε και δεύτερον γνωρίζουμε ότι οι θεοί των γνωστών θρησκειών δεν υπάρχουν, όπως αποδείξαμε προηγουμένως. Με αυτά τα δεδομένα, είναι τουλάχιστον άστοχο να δομούμε τη ζωή μας γύρω από την πεποίθηση ότι όντως υπάρχει και είναι απαράδεκτο να επιτρέπουμε σε θρησκείες να καθορίζουν τις αρχές μας και να ελέγχουν την κοινωνία μας.

Ο άγνωστος θεός

Κλείνοντας θέλω να αφιερώσω δυο λόγια στην διαδεδομένη άποψη ότι ο θεός είναι το σύμπαν, η φύση, η αγάπη ή άλλες παρόμοιες έννοιες. Είπα προηγουμένως ότι για να ονομαστεί «θεός» μια οντότητα θα πρέπει να έχει τουλάχιστον ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά, μεταξύ αυτών αυτοσυνείδηση και βούληση. Διαφορετικά δεν ανταποκρίνεται καθόλου σε καμία από τις περί θεού αντιλήψεις.

Το σύμπαν, η φύση και η αγάπη δεν πληρούν αυτό το κριτήριο. Δεν έχουν αυτοσυνείδηση, δεν έχουν βούληση. Η γενεσιουργός αιτία του κόσμου, εάν δεν ήταν συνειδητή και δεν ήταν αποτέλεσμα βούλησης, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί δημιουργός, παρά μόνον απλό φυσικό αίτιο. Η δε αγάπη είναι απλώς ένα συναίσθημα, δεν είναι καν οντότητα. Όσο υπέροχη και μεγαλειώδης αν είναι η αγάπη, όπως και η ευσπλαχνία, η αλληλεγγύη, η αυτοθυσία, το δέος, είναι όλα τους απλώς συναισθήματα. Δεν είναι οντότητες με αυτοσυνείδηση και βούληση άρα δεν είναι θεοί.

Το σύμπαν, η φύση και η αγάπη έχουν ήδη όνομα: λέγονται σύμπαν, φύση και αγάπη. Δεν συντρέχει κανένας λόγος να τους δώσουμε το όνομα «θεός». Μόνο σύγχυση δημιουργούμε έτσι. Κατανοώ και εδώ την ανάγκη πολλών να διατηρήσουν έναν δεσμό με την έννοια του «θεού» που τους παραδόθηκε από αγαπημένα πρόσωπα και που τους προσφέρει παρηγοριά και γαλήνη, αλλά αυτή η ανάγκη δεν αποτελεί απόδειξη ύπαρξης του θεού.

Στην πορεία της ανθρωπότητας, η έννοια του θεού ερχόταν να καλύψει πάντα τα κενά της γνώσης. Όσο η γνώση μας διευρύνεται, τόσο τα κενά αυτά μικραίνουν και τόσο η έννοια του θεού συρρικνώνεται. Είναι δικαίωμα καθενός να πιστεύει ότι υπάρχει κάποιος θεός με χαρακτηριστικά τέτοια που δεν μας επιτρέπουν να τον εντοπίσουμε ή να διαπιστώσουμε την ύπαρξή τους. Δεν είναι όμως δικαίωμα κανενός να μας επιβάλλει να σεβαστούμε αυτή την άποψη, να την διδάξουμε στα παιδιά μας και να επιτρέψουμε να επηρεάζει την ζωή μας.

Πού καταλήγουμε λοιπόν, τελικά υπάρχει θεός;

Για την απάντηση σε αυτό το ερώτημα, αν δεν έχετε ήδη καταλήξει σε συμπέρασμα, σας παραπέμπω στην αγαπημένη μου ιστοσελίδα The Official God FAQ.

Επίλογος

Ως υστερόγραφο, μια παρατήρηση για τους χριστιανούς.

Συχνά ακούμε να εκθειάζεται ο χριστιανισμός επειδή «δίνει ηθικές αρχές» και επειδή «είναι η θρησκεία της αγάπης». Δεν θα σταθώ εδώ στο γεγονός ότι πολύ λίγη αγάπη εκδήλωσαν οι εκπρόσωποι αυτής της θρησκείας στη μακραίωνη ιστορία της, ούτε στην αναξιότητα των ιερουργών της αλλά και των περισσότερων πιστών της, που υπολείπονται κατά πολύ από το ιδανικό που υποτίθεται ότι προβάλλουν. Δεν θα αναφέρω ότι η αγάπη είναι πανανθρώπινο συναίσθημα και αξία και δεν αποτελεί ούτε εφεύρημα ούτε μονοπώλιο του χριστιανισμού. Ούτε θα υπενθυμίσω ότι οι περίφημες ηθικές αξίες που παραδίδει ο χριστιανισμός απέχουν παρασάγγες από τις σύγχρονες αξίες που υιοθετούν και ακολουθούν στην πράξη οι περισσότεροι υποτιθέμενοι χριστιανοί.

Θα επισημάνω μόνο το εξής:

Λέγοντας ότι ο χριστιανισμός είναι καλός επειδή είναι θρησκεία της αγάπης, στην ουσία κρίνουμε τον χριστιανισμό. Όταν κρίνουμε κάτι, προφανώς έχουμε κάποιο ηθικό αξιολογικό κριτήριο που προέρχεται από μια πηγή ξένη προς αυτό το κάτι. Το ότι κρίνουμε τον χριστιανισμό σημαίνει ότι έχουμε ήδη ηθικές αρχές που τις αποκτήσαμε από κάπου αλλού και όχι από τον χριστιανισμό.

Λέγοντας ότι ο χριστιανισμός είναι καλός επειδή είναι θρησκεία της αγάπης, στην ουσία λέμε ότι η αγάπη είναι αξία υψηλότερη του χριστιανισμού, αφού τον κρίνουμε με βάση αυτήν. Και αποδεικνύουμε περίτρανα ότι ούτε καν οι χριστιανοί δεν αντλούν ηθικές αρχές από τον χριστιανισμό, αφού τον κρίνουν και τον αξιολογούν. Αν θεωρούσαν όντως τον χριστιανισμό βάση των αρχών τους, δεν θα τον έκριναν.

Ειρήσθω εν παρόδω, προσωπικά δεν θεωρώ αξία την αγάπη και θεωρώ άστοχη την θεοποίησή της και την επιβολή της με μορφή εντολής. Η αγάπη είναι ένα υπέροχο συναίσθημα, αλλά γεννιέται αυθόρμητα, δεν επιβάλλεται. Επιπλέον, είναι ανθρωπίνως αδύνατον να νιώσουμε αγάπη για όλους τους ανθρώπους του κόσμου. Αγάπη νιώθουμε μόνο για τα οικεία μας πρόσωπα διότι έτσι λειτουργούν οι άνθρωποι. Το περίφημο «αγαπάτε αλλήλους» και «αγάπα τον πλησίον σου ως σεαυτόν» έχει νόημα μόνο σε πολύ μικρές ομάδες ανθρώπων, όπου μπορείς όντως να αγαπήσεις όλους τους άλλους, διότι είναι λίγοι και βρίσκονται όντως κοντά μεταξύ τους. Δεν μπορεί να γενικευθεί ως οδηγός ζωής. Το μόνο που πετυχαίνουμε γενικεύοντάς την και προσπαθώντας να αγαπάμε τους πάντες είναι να αποτυγχάνουμε οικτρά και να νιώθουμε ότι υπολειπόμαστε του ιδανικού.

Αντί της αγάπης, προτείνω ως αξία την αλληλεγγύη.

Η αλληλεγγύη, αντίθετα με την αγάπη, δεν είναι συναίσθημα αλλά συμπεριφορά. Ως τέτοια μπορεί να επιβληθεί και να καλλιεργηθεί. Μπορούμε να θέσουμε ως στόχο να φερόμαστε αλληλέγγυα, χωρίς αναγκαστικά να πρέπει να αγαπήσουμε τους πάντες. Ας βάλουμε λοιπόν στόχο, αν θέλετε, να γίνουμε όλοι αλληλέγγυοι και να μείνουμε όσο το δυνατόν πιστότεροι στις αξίες και τις αρχές του ανθρωπισμού, που αν μη τι άλλο είναι ρεαλιστικές και εκπορεύονται από τις πραγματικές ανθρώπινες δυνατότητες και ανάγκες.
 
~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
 
Ενημέρωση 22/10/2022: προστέθηκε η ενότητα "Περί θαυμάτων" που συμπληρώνει το παρόν άρθρο.