Βγαίνοντας σήμερα το πρωί κατά τις επτά από την είσοδο της πολυκατοικίας, συνάντησα την κυρά Χρυσή που πότιζε.
Η κυρά Χρυσή μένει στην απένατι πολυκατοικία. Ο γιος της είναι ο κηπουρός μας κι εκείνη λατρεύει να φροντίζει φυτά. Το καλοκαίρι συχνά πυκνά έρχεται να ποτίσει και σ' εμάς, μάλλον επειδή κρίνει ότι το αυτόματο πότισμα δεν επαρκεί. Καμιά φορά ξεχνά τη βρύση ανοιχτή, πράγμα κατανοητό για μια γυναίκα ογδόντα φεύγα. Ο λογαριασμός του νερού μας είναι λίγο φουσκωμένος, αλλά χαλάλι της.
Η άλλη μεγάλη αγάπη της εκτός από τα φυτά είναι οι γάτες. Ταΐζει τα γατιά της γειτονιάς, όχι με αποφάγια αλλά με κροκέτες που αγοράζει. Τα μπολιάζει, στειρώνει τα θηλυκά, τα γιατροπορεύει αν χρειαστεί, με δικά της έξοδα.
Την συναντώ συχνά πυκνά στη γειτονιά, χειμώνα καλοκαίρι πάντα με την ίδια ρόμπα και το ίδιο τσεμπέρι, με κάλτσες ως το γόνατο και μαύρα παπούτσια. Την προφορά της την κόβεις με το μαχαίρι, καταπίνει όλα τα φωνήεντα, θέλω πάντα λίγη προσπάθεια για να καταλάβω τι λέει, και τα μισά τα μαντεύω.
Το χωριό απ' όπου κατέβηκε είναι πολύ μακριά, εκείνη όμως μοιάζει να έχει παραμείνει απαράλλαχτη όπως ήταν κι εκεί. Έχει πάντα ένα καλό λόγο για όλους, αγαπάει όλη τη γειτονιά, ρωτάει πάντα για όλα τα μέλη της οικογένειάς μου ένα προς ένα, κι εγώ φυσικά ανταποδίδω.
- Καλημέρα, Χρυσή, τι γίνεσαι; Μια χαρά σε βλέπω!
- Καλά 'με, πιδάκι μ', δόξα το θιο. Συ; Η μάνα σ' τι κάν';
- Μια χαρά, ευχαριστώ.
- Ξέρ'ς δα πως σας ηγαπάω όλους. Κι συ, κι αδερφή σ' κι η μάνα σ', έχιτι καρδιά μάλαμα.
- Να σαι καλά, καλή μου, κι εσύ έχεις καρδιά χρυσή.
- Να είσι καλά. Πάντα καλά ηύχουμι. Κι η μπέμπα;
- Καλά, μεγαλώνει, μας έχει ξετρελάνει όλους.
- Τη βάφισ'τι;
Εδώ πρέπει να κάνω μια εκτεταμένη παρένθεση για να εξηγήσω ορισμένα πράγματα. Η μπέμπα είναι το δυο μηνών μωρό της ανιψιάς μου, το οποίο πρόσφατα απέκτησε όνομα με πολιτική ονοματοδοσία. Οι γονείς του δεν έχουν σκοπό να το βαπτίσουν, και η ερώτηση της Χρυσής με έφερε σε μια ελαφριά αμηχανία.
Όταν η κόρη μου ήταν βρέφος μηνών, αντιμετώπισα πολλές φορές την ερώτηση "το έχετε βαφτίσει;" σε παιδικές χαρές και σε φιλικές συγκεντρώσεις. Την πρώτη φορά ένιωσα αμήχανα, απάντησα "εεε όχι" και μετά πρόσθεσα ότι δεν είμαστε χριστιανοί και συνεπώς δεν θα την βαφτίσουμε. Η επόμενη ερώτηση ήταν "και πώς θα πάρει όνομα;" Αμέσως φωτίστηκα: οι άνθρωποι δεν ενδιαφέρονταν να μάθουν αν ήταν βαφτισμένο το παιδί, ενδιαφέρονταν να μάθουν πώς το λένε. Απλώς έχουν τόσο μα τόσο πολύ συνδέσει μέσα στο κεφάλι τους την απόκτηση ονόματος με την βάφτιση, και έχουν τόσο μα τόσο πολύ βαρεθεί να ρωτάνε "πώς το λένε;" και να τους απαντούν "δεν είναι βαφτισμένο", ώστε θεωρούν πλέον δεδομένο ότι όλος ο κόσμος βαφτίζει τα παιδιά του και ότι πριν τα βαφτίσει δεν χρησιμοποιεί το όνομά τους - γιατί έχουν όνομα, βέβαια, δεν είναι ότι δεν έχουν, το όνομα έχει ήδη επιλεγεί, συχνά μάλιστα ήδη πριν τη γέννηση, απλώς το θεωρούν γρουσουζιά να το πουν πριν το βαφτίσουν. Γι' αυτό και ρωτούν αν το έχεις βαφτίσει, ώστε αν απαντήσεις ναι, να προχωρήσουν στην επόμενη ερώτηση, που είναι και η ουσιαστική: "πώς το λένε;"
Την επόμενη φορά λοιπόν που κάποιος με ρώτησε "το έχετε βαφτίσει;" απάντησα κατευθείαν λέγοντας το όνομά της, και ο άνθρωπος ικανοποιήθηκε με την απάντηση, χωρίς να συνειδητοποιήσει ούτε για ένα δευτερόλεπτο το παράλογο του διαλόγου (σκεφτείτε λίγο: στο ερώτημα "το έχετε βαφτίσει;" οι μόνες λογικές απαντήσεις είναι "ναι" ή "όχι", σε καμιά περίπτωση δεν είναι λογικό να απαντήσεις, ας πούμε, "Μανώλης" - και όμως, αυτό είναι που θέλουν να ακούσουν).
Σύμφωνα με αυτό το σχήμα, λοιπόν, θα έπρεπε να απαντήσω και στη Χρυσή με τον ίδιον τρόπο. Αλλά κόλλησα άσχημα, δεν ξέρω γιατί. Δεν μπορούσα βέβαια να πω "ναι" γιατί μετά θα τους ευχόταν "να σας ζήσει" και τέτοια. Αλά δεν μου πήγαινε και να παρακάμψω το ερώτημα λέγοντας μόνο το όνομα. Ίσως επειδή την αγαπώ και την σέβομαι, και θα ήθελα να είμαι ειλικρινής μαζί της. Ίσως επειδή υπέθεσα ότι ως γειτόνισσα με τον έναν ή τον άλλον τρόπο θα το μάθαινε, ή θα ξαναρωτούσε. Μου φάνηκε καλύτερο να της πω την αλήθεια, αλλά κώλωνα Σκέφτηκα ότι για εκείνην, μεγαλωμένη σε χωριό, εμποτισμένη στα έθιμα, το να μην βαπτίσεις θα είναι αδιανόητο. Αναρωτήθηκα πώς θα αντιδρούσε. Ευγενικά βέβαια, αλλά με ξάφνιασμα, έτσι υπέθεσα. Τι να κάνω; Να το πω; Να μην το πω; Να το αποφύγω;
Μην φανταστείτε βέβαια κανέναν μεγάλο προβληματισμό. Όλες αυτές οι σκέψεις έγιναν σε κλάσματα δευτερολέπτου, κι αμέσως ήρθε η επόμεη σκέψη: μα τι χαζό κόλλημα ήταν αυτό; Σιγά την τρομερή αποκάλυψη πια, τι δηλαδή φοβόμουν;
- Δεν θα τη βαφτίσουν. Της έβαλαν όνομα στο δημαρχείο. Τη λένε Ζωή.
- Του καλύτ'ρου. Κι μένα ι νύφ' μου είναι Γιρμανίδα, ικί διν τα βαφτίζ'νι, ιέτσ' κι ικίν', στου δημαρχείου. Τι τα θιες αυτά σάματις; Η ψυχή μιτράει.
Έμεινα κάγκελο, ομολογώ. Για τόσο προοδευτική δεν της το είχα - ντρέπομαι που το λέω. Μου έβαλε τα γυαλιά, αυτή, η ογδοντάχρονη γριά από την Πίνδο, σε μένα, την κομπλεξική προκατειλημμένη ντεμέκ προχωρημένη πρωτευουσιάνα. Καλά να πάθω, και καλά να μάθω.
Ο διάλογος συνεχίστηκε λίγο στο ίδιο ύφος, με πολλές ευχές για το μωρό, τη μάνα του, τη δική μου μάνα (προγιαγιά του μωρού), το παιδί μου, τον άντρα μου. Είπαμε και για άλλους γείτονες, για όλους καλά λόγια και ευχές.
Ναι, η ψυχή μετράει. Και η δική της είναι πραγματικά χρυσή.
Η κυρά Χρυσή μένει στην απένατι πολυκατοικία. Ο γιος της είναι ο κηπουρός μας κι εκείνη λατρεύει να φροντίζει φυτά. Το καλοκαίρι συχνά πυκνά έρχεται να ποτίσει και σ' εμάς, μάλλον επειδή κρίνει ότι το αυτόματο πότισμα δεν επαρκεί. Καμιά φορά ξεχνά τη βρύση ανοιχτή, πράγμα κατανοητό για μια γυναίκα ογδόντα φεύγα. Ο λογαριασμός του νερού μας είναι λίγο φουσκωμένος, αλλά χαλάλι της.
Η άλλη μεγάλη αγάπη της εκτός από τα φυτά είναι οι γάτες. Ταΐζει τα γατιά της γειτονιάς, όχι με αποφάγια αλλά με κροκέτες που αγοράζει. Τα μπολιάζει, στειρώνει τα θηλυκά, τα γιατροπορεύει αν χρειαστεί, με δικά της έξοδα.
Την συναντώ συχνά πυκνά στη γειτονιά, χειμώνα καλοκαίρι πάντα με την ίδια ρόμπα και το ίδιο τσεμπέρι, με κάλτσες ως το γόνατο και μαύρα παπούτσια. Την προφορά της την κόβεις με το μαχαίρι, καταπίνει όλα τα φωνήεντα, θέλω πάντα λίγη προσπάθεια για να καταλάβω τι λέει, και τα μισά τα μαντεύω.
Το χωριό απ' όπου κατέβηκε είναι πολύ μακριά, εκείνη όμως μοιάζει να έχει παραμείνει απαράλλαχτη όπως ήταν κι εκεί. Έχει πάντα ένα καλό λόγο για όλους, αγαπάει όλη τη γειτονιά, ρωτάει πάντα για όλα τα μέλη της οικογένειάς μου ένα προς ένα, κι εγώ φυσικά ανταποδίδω.
- Καλημέρα, Χρυσή, τι γίνεσαι; Μια χαρά σε βλέπω!
- Καλά 'με, πιδάκι μ', δόξα το θιο. Συ; Η μάνα σ' τι κάν';
- Μια χαρά, ευχαριστώ.
- Ξέρ'ς δα πως σας ηγαπάω όλους. Κι συ, κι αδερφή σ' κι η μάνα σ', έχιτι καρδιά μάλαμα.
- Να σαι καλά, καλή μου, κι εσύ έχεις καρδιά χρυσή.
- Να είσι καλά. Πάντα καλά ηύχουμι. Κι η μπέμπα;
- Καλά, μεγαλώνει, μας έχει ξετρελάνει όλους.
- Τη βάφισ'τι;
Εδώ πρέπει να κάνω μια εκτεταμένη παρένθεση για να εξηγήσω ορισμένα πράγματα. Η μπέμπα είναι το δυο μηνών μωρό της ανιψιάς μου, το οποίο πρόσφατα απέκτησε όνομα με πολιτική ονοματοδοσία. Οι γονείς του δεν έχουν σκοπό να το βαπτίσουν, και η ερώτηση της Χρυσής με έφερε σε μια ελαφριά αμηχανία.
Όταν η κόρη μου ήταν βρέφος μηνών, αντιμετώπισα πολλές φορές την ερώτηση "το έχετε βαφτίσει;" σε παιδικές χαρές και σε φιλικές συγκεντρώσεις. Την πρώτη φορά ένιωσα αμήχανα, απάντησα "εεε όχι" και μετά πρόσθεσα ότι δεν είμαστε χριστιανοί και συνεπώς δεν θα την βαφτίσουμε. Η επόμενη ερώτηση ήταν "και πώς θα πάρει όνομα;" Αμέσως φωτίστηκα: οι άνθρωποι δεν ενδιαφέρονταν να μάθουν αν ήταν βαφτισμένο το παιδί, ενδιαφέρονταν να μάθουν πώς το λένε. Απλώς έχουν τόσο μα τόσο πολύ συνδέσει μέσα στο κεφάλι τους την απόκτηση ονόματος με την βάφτιση, και έχουν τόσο μα τόσο πολύ βαρεθεί να ρωτάνε "πώς το λένε;" και να τους απαντούν "δεν είναι βαφτισμένο", ώστε θεωρούν πλέον δεδομένο ότι όλος ο κόσμος βαφτίζει τα παιδιά του και ότι πριν τα βαφτίσει δεν χρησιμοποιεί το όνομά τους - γιατί έχουν όνομα, βέβαια, δεν είναι ότι δεν έχουν, το όνομα έχει ήδη επιλεγεί, συχνά μάλιστα ήδη πριν τη γέννηση, απλώς το θεωρούν γρουσουζιά να το πουν πριν το βαφτίσουν. Γι' αυτό και ρωτούν αν το έχεις βαφτίσει, ώστε αν απαντήσεις ναι, να προχωρήσουν στην επόμενη ερώτηση, που είναι και η ουσιαστική: "πώς το λένε;"
Την επόμενη φορά λοιπόν που κάποιος με ρώτησε "το έχετε βαφτίσει;" απάντησα κατευθείαν λέγοντας το όνομά της, και ο άνθρωπος ικανοποιήθηκε με την απάντηση, χωρίς να συνειδητοποιήσει ούτε για ένα δευτερόλεπτο το παράλογο του διαλόγου (σκεφτείτε λίγο: στο ερώτημα "το έχετε βαφτίσει;" οι μόνες λογικές απαντήσεις είναι "ναι" ή "όχι", σε καμιά περίπτωση δεν είναι λογικό να απαντήσεις, ας πούμε, "Μανώλης" - και όμως, αυτό είναι που θέλουν να ακούσουν).
Σύμφωνα με αυτό το σχήμα, λοιπόν, θα έπρεπε να απαντήσω και στη Χρυσή με τον ίδιον τρόπο. Αλλά κόλλησα άσχημα, δεν ξέρω γιατί. Δεν μπορούσα βέβαια να πω "ναι" γιατί μετά θα τους ευχόταν "να σας ζήσει" και τέτοια. Αλά δεν μου πήγαινε και να παρακάμψω το ερώτημα λέγοντας μόνο το όνομα. Ίσως επειδή την αγαπώ και την σέβομαι, και θα ήθελα να είμαι ειλικρινής μαζί της. Ίσως επειδή υπέθεσα ότι ως γειτόνισσα με τον έναν ή τον άλλον τρόπο θα το μάθαινε, ή θα ξαναρωτούσε. Μου φάνηκε καλύτερο να της πω την αλήθεια, αλλά κώλωνα Σκέφτηκα ότι για εκείνην, μεγαλωμένη σε χωριό, εμποτισμένη στα έθιμα, το να μην βαπτίσεις θα είναι αδιανόητο. Αναρωτήθηκα πώς θα αντιδρούσε. Ευγενικά βέβαια, αλλά με ξάφνιασμα, έτσι υπέθεσα. Τι να κάνω; Να το πω; Να μην το πω; Να το αποφύγω;
Μην φανταστείτε βέβαια κανέναν μεγάλο προβληματισμό. Όλες αυτές οι σκέψεις έγιναν σε κλάσματα δευτερολέπτου, κι αμέσως ήρθε η επόμεη σκέψη: μα τι χαζό κόλλημα ήταν αυτό; Σιγά την τρομερή αποκάλυψη πια, τι δηλαδή φοβόμουν;
- Δεν θα τη βαφτίσουν. Της έβαλαν όνομα στο δημαρχείο. Τη λένε Ζωή.
- Του καλύτ'ρου. Κι μένα ι νύφ' μου είναι Γιρμανίδα, ικί διν τα βαφτίζ'νι, ιέτσ' κι ικίν', στου δημαρχείου. Τι τα θιες αυτά σάματις; Η ψυχή μιτράει.
Έμεινα κάγκελο, ομολογώ. Για τόσο προοδευτική δεν της το είχα - ντρέπομαι που το λέω. Μου έβαλε τα γυαλιά, αυτή, η ογδοντάχρονη γριά από την Πίνδο, σε μένα, την κομπλεξική προκατειλημμένη ντεμέκ προχωρημένη πρωτευουσιάνα. Καλά να πάθω, και καλά να μάθω.
Ο διάλογος συνεχίστηκε λίγο στο ίδιο ύφος, με πολλές ευχές για το μωρό, τη μάνα του, τη δική μου μάνα (προγιαγιά του μωρού), το παιδί μου, τον άντρα μου. Είπαμε και για άλλους γείτονες, για όλους καλά λόγια και ευχές.
Ναι, η ψυχή μετράει. Και η δική της είναι πραγματικά χρυσή.
5 σχόλια:
Κοίτα, η κυρά Χρυσή στα νιάτα της μπορεί να έζησε την καταπίεση του παπά, ο οποίος τότε ήταν εξουσία στο χωριό, μαζί με τον δάσκαλο, τον χωροφύλακα, τον κοινοτάρχη και τους τοπικούς μεγαλοτσιφλικάδες ή χονδρεμπόρους, τι είχαν εκεί στην Πίνδο. Μπορεί και να 'χαν πάρε δώσε με αντάρτες. Μπορεί και να 'χαν πόλεμο με τον παπά του χωριού, ο οποίος προσπαθούσε να τους επιβάλει την ιερατική Ορθοδοξία, ενώ οι χωρικοί ήθελαν απλώς ένα μαγικό σύστημα να τους φυλάει απ' τις αρρώστιες και τις κακοτυχίες.
Δηλαδή, είναι πολύ πιθανό ο κυρά Χρυσή να μην είχε καθόλου καλές σχέσεις με τον παπά του χωριού. Και οι ιερείς είναι που έχουν πρεμούρα με τα τυπικά και τα δόγματα, αυτοί θεωρούν ότι είναι κάτι τρομερό αν δεν βαφτιστεί το παιδί.
Είναι γεγονός πως η επαρχία (με την έννοια των μικρών, κλειστών κοινωνιών) έχει μια αλλοπρόσαλλη σχέση με την Εκκλησία. Στο δικό μου το χωριό, για παράδειγμα, εκκλησία πηγαίνουν σχεδόν αποκλειστικά οι γυναίκες. Τον παπά τον συμπαθούνε όλοι, βέβαια. Αλλά μου έχει τύχει να πάμε οικογενειακά στο χωριό Μεγάλη Παρασκευή πρωί και πάνω που λέω θα είμαι στο καφενείο μόνος μου, να το καφενείο τίγκα στον κόσμο.
Ενδεχομένως να έχει δίκιο ο Ηλίας πως ο Εμφύλιος έχει αφήσει τα χνάρια του σ'αυτόν τον τομέα.
Κλασσική ερώτηση των μη ενημερωμένων: "Και πώς θα πάει σχολείο αν δεν έχει βαφτιστεί; Θα το ξέρουν όλοι και το παιδί θα έχει πρόβλημα"! Κρίμα που το λένε και μορφωμένοι άνθρωποι! Κι η αγράμματη γυναίκα τους έβαλε τα γυαλιά!
Το προηγούμενο σχόλιο μεταφέρθηκε στο πτυελοδοχείο.
Δημοσίευση σχολίου