Πολυαγαπημένη μου,
Καιρό τώρα θέλω να σου μιλήσω και δεν βρίσκω τον τρόπο. Κλωθογυρίζω μέσα στο μυαλό μου σκέψης λογής-λογής. Γράφω σενάρια, παίζω διαλόγους, δοκιμάζω διάφορους τόνους της φωνής… Ας είναι. Ξέρεις πως έχω μια ευκολία στον λόγο τον γραπτό. Έτσι, αντί να σου μιλήσω, με φόβο μην η γλώσσα μου σκοντάψει και ξεστρατίσει, κάθομαι και σου γράφω αυτό το γράμμα.
Σου γράφω για να σου πω ότι φοβάμαι. Κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή που περνά, ο φόβος μου όλο και τρανεύει, όλο και με ζώνει πιο σφιχτά. Αυξάνονται τα κρούσματα, πάνω από εκατό νεκροί τη μέρα, τα νοσοκομεία δεν προλαβαίνουν, οι ΜΕΘ γεμάτες και τα ράντζα στους διαδρόμους. Κάθε έξοδος στην τράπεζα, στο σούπερ μάρκετ, στο λεωφορείο, στον σύλλογο, παντού όπου πας είναι μια ρώσικη ρουλέτα, παντού καραδοκεί ο κίνδυνος, η αρρώστια, ο θάνατος.
Κι εσύ ακόμα περιμένεις.
Για πόσο ακόμα;
Περιμένεις, λες, να έρθει το εμβόλιο το γαλλικό. Μα γιατί; Γιατί είναι κλασικό, παραδοσιακό, πιο οικείο, πιο ασφαλές ας πούμε, σαν τα παλιά τα εμβόλια που ξέραμε – σάμπως ξέραμε και στ’ αλήθεια; – ωστόσο είναι σαν αυτά, τα παλιά, τα δοκιμασμένα, που τόσα χρόνια κάνουν τα παιδιά μας. Πάει να πει, δεν φαντάζει τόσο τρομακτικό όσο τα άλλα, αυτά τα παράξενα τα mRNA και παρόμοια, που ξενίζουν. Κι όμως αυτά είναι δοκιμασμένα, και τώρα μάλιστα ακόμη περισσότερο, μετά από τόσους μήνες! Εκατομμύρια άνθρωποι σε όλον τον κόσμο τα έχουμε κάνει. Ενώ όποιο βγει τώρα, θα είναι λιγότερο δοκιμασμένο από αυτά! Κι όμως εσύ, λες, προτιμάς αυτό. Και περιμένεις.
Μα ως πότε νομίζεις ότι θα μπορείς να περιμένεις;
Ως πότε λες ότι θα έχεις αυτήν την πολυτέλεια;
Όταν γλιτώνουμε συνέχεια από τον κίνδυνο, έρχεται μια στιγμή που ίσως νομίζουμε, ασυναίσθητα, πως θα γλιτώνουμε για πάντα. Ίσως να λέμε μέσα μας, ασυναίσθητα, αφού τόσον καιρό δεν κόλλησα, δεν θα κολλήσω τώρα!
Μέγα λάθος.
Όσο περνά ο καιρός, τόσο πιο πιθανό είναι να κολλήσεις. Κι αν τόσον καιρό δεν κόλλησες, είχες μεγάλη τύχη κι ευλογία. Μην την χαραμίζεις προκαλώντας την τύχη σου άλλο. Όσο περνά ο καιρός, δεν σιγουρεύεσαι. Αντίθετα, κινδυνεύεις κάθε στιγμή όλο και πιο πολύ.
Και περιμένεις το γαλλικό εμβόλιο!
Μα πότε θα έρθει;
Διαβάζω πως ίσως, λέει, να είναι έτοιμο μέσα στον Δεκέμβρη. Ίσως! Ίσως κι όχι. Στις πόσες του Δεκέμβρη; Την πρώτη μέρα ή την τελευταία; Κι έχουμε Νοέμβρη ακόμη. Και σαν ετοιμαστεί, λες θα έρθει αμέσως στην Ελλάδα; Σίγουρα όχι. Πόσον καιρό θα πάρει; Έναν ακόμη μήνα; Δύο; Κι όταν έρθει – αν έρθει – πότε νομίζεις θα σου κλείσουν ραντεβού; Εγώ σήμερα έκλεισα για μένα, με ημερομηνία μετά από έναν μήνα! Ένας μήνας αναμονή, κι ύστερα άλλος ένας, κι άλλος ένας, κι ίσως κι άλλος…
Κι ως τότε;
Ως τότε, ακόμα θα κυκλοφορείς. Στις τράπεζες, στα σούπερ μάρκετ, στα λεωφορεία, στον σύλλογο. Σε μια πόλη γεμάτη κρούσματα, όπου ποτέ δεν ξέρεις ποιος είναι φορέας. Με τον χειμώνα να προχωρεί και να μας περιορίζει όλους μέσα σε κλειστούς χώρους. Με το ρολόι να χτυπά εναντίον σου. Με διπλή μάσκα, ναι, μα δεν αρκεί και το ξέρεις.
Κι άλλωστε σπίτι σου δεν φοράς μάσκα, έτσι δεν είναι;
Κι έρχεται ο
άντρας σου. Και τον αγκαλιάζεις. Και κάθεστε πλάι-πλάι στον καναπέ.
Κι είναι κι αυτός ανεμβολίαστος.
Κι εκείνος βγαίνει καθημερινά – πώς αλλιώς; – για τη δουλειά του και για τις λοιπές υποχρεώσεις. Και βέβαια θα προσέχει, θα φορά μάσκα, ίσως διπλή κι αυτός, μα δεν αρκεί και το ξέρεις. Και φοβάμαι και για εκείνον. Κι εκείνος με υγεία επιβαρυμένη, κι εκείνος όχι τόσο νέος πια, όπως κι εσύ. Και ανησυχώ και για τους δυο σας, και η καρδιά μου σφίγγεται, γιατί δεν ξέρω πια τι να πω, τι να κάνω, πώς να σας πείσω να προστατευτείτε.
Και πώς να σας πείσω να προστατεύσετε τους άλλους.
Να προστατεύσετε όλους εμάς.
Όλους όσους σας αγαπούν.
Όλους όσους αγαπάτε.
Γιατί, λέω, δεν μπορεί. Γιατί είσαστε άνθρωποι σωστοί και υπεύθυνοι και οι δυο σας. Γιατί είσαστε άνθρωποι που νοιάζονται για τον διπλανό τους. Πάντα δοτικοί και οι δυο σας, πάντα πρόθυμοι, πάντα με διάθεση προσφοράς, πάντα βοηθάτε τους δικούς μα και τους ξένους. Τρανή απόδειξη η ενασχόλησή σου με τον σύλλογο, όπου βοηθάτε τόσες οικογένειες.
Γι’ αυτό λέω, δεν μπορεί. Το δίχως άλλο, δεν θα το έχετε σκεφτεί. Γιατί αν το σκεφτόσασταν, χτες κιόλας θα είχατε τρέξει να εμβολιαστείτε. Γιατί όσο παραμένετε ανεμβολίαστοι, κάνετε πιο εύκολη τη μετάδοση του ιού σε όλους. Γιατί αν τα κρούσματα χτυπάνε κόκκινο, είναι ακριβώς επειδή υπάρχουν τόσο πολλοί ανεμβολίαστοι ανάμεσά μας, που διευκολύνουν τη διασπορά του ιού.
Γι’ αυτό έχει τεράστια σημασία να εμβολιαστούμε όλοι. Αρκεί να σκεφτείς τις ασθένειες που εξαφανίστηκαν από προσώπου γης χάρη στον καθολικό εμβολιασμό. Ναι, καθολικό! Μόνο αν εμβολιαστούμε όλοι ανεξαιρέτως, μπορούμε να εξαλείψουμε τη νόσο. Μα κι αν ακόμη αυτό δεν το μπορούμε, ας την περιορίσουμε όσο μπορούμε περισσότερο! Ας την κρατήσουμε όσο μπορούμε πιο μακριά από εμάς και από τους αγαπημένους μας! Και για να γίνει αυτό, πρέπει καθένας να αναλάβει την ευθύνη του. Να βάλει το λιθαράκι του, σήμερα, τώρα, κάνοντας το εμβόλιο. Όχι μόνο για τον ίδιον, μα για όλους μας.
Για όλους όσους αγαπά.
Και ποιον απ’ όλους αγαπάς περισσότερο, αν όχι τα παιδιά σου;
Αν δεν ακούς εμένα, άκουσε τουλάχιστον εκείνα. Εκείνα εμβολιάστηκαν! Και είναι καλά. Και περιμένουν, αδημονούν, ελπίζουν, από ώρα σε ώρα, να αποφασίσεις να εμβολιαστείς κι εσύ. Για να ησυχάσουν, για να πάψουν να τρέμουν κάθε μέρα μήπως σε βρει κι εσένα το κακό – που κάθε μέρα, κάθε ώρα, πλησιάζει αμείλικτα.
Έχεις δυο παιδιά που αγαπάς πιο πολύ κι απ’ τη ζωή σου. Σπουδαγμένα και τα δύο, στις θετικές επιστήμες. Και η εγγονή σου σπουδαγμένη κι αυτή, γιατρός. Κι εγώ, και όλη η παρέα μας, όλοι οι καλοί σου φίλοι, σπουδαγμένοι κι εμείς, με πτυχία βιολογίας, κάποιοι με διδακτορικά. Όλοι εμείς άλλο δεν θέλουμε παρά να σε βλέπουμε υγιή, να σε έχουμε κοντά μας γερή, δυνατή, για πολλά χρόνια τώρα. Και όλοι σου λέμε να εμβολιαστείς. Ποιον θα εμπιστευτείς, αν όχι εμάς που ξέρουμε και που σε αγαπάμε;
Φοβάσαι, τι; Τις παρενέργειες; Τις απίθανες, απειροελάχιστες, αντιμετωπίσιμες παρενέργειες; Ξέρεις, τόσο καλά όσο κι εγώ, πως κάθε φάρμακο που παίρνεις έχει περισσότερες. Ξέρεις, τόσο καλά όσο κι εγώ, πως και το γαλλικό εμβόλιο που περιμένεις, κι αυτό θα έχει παρενέργειες. Απίθανες, απειροελάχιστες, αντιμετωπίσιμες. Ασύγκριτα ασήμαντες μπροστά στην τρομερή πραγματικότητα της νόσου, που κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή, γίνεται όλο και πιο πιθανό, τρομερά πιθανό, να σε χτυπήσει. Ώσπου κάποια στιγμή, κάποια ώρα κοντινή, θα γίνει σίγουρο. Γιατί αργά ή γρήγορα –πιο πολύ γρήγορα παρά αργά – όλοι θα έρθουμε σε επαφή με τον ιό. Και θα κολλήσουμε. Και τότε μόνο το εμβόλιο μπορεί να σου παρέχει μια κάποια προστασία.
Διστάζεις, δυσπιστείς, μα γιατί; Επειδή και οι εμβολιασμένοι κολλάνε και νοσούν, επειδή κι αυτοί ακόμη ίσως πεθάνουν; Μα πόσο λιγότερο πιθανό είναι να συμβεί! Δεν χρειάζεσαι γνώσεις στατιστικής για να το καταλάβεις. Αρκεί η κοινή λογική. Μια κάποια προστασία είναι καλύτερη από καθόλου προστασία. Και ελάχιστη να ήταν, πάλι θα ήταν προτιμότερη από καθόλου προστασία. Αλλά δεν μιλάμε για μια προστασία ελάχιστη! Μιλάμε για μια προστασία τεράστια! Μια προστασία που μειώνει δραστικά τις πιθανότητες να νοσήσεις και που αν παρόλ’ αυτά νοσήσεις, σου εξασφαλίζει ότι δεν θα φτάσεις στα όριά σου. Ότι δεν θα βρεθείς να υποφέρεις μόνη, σε κάποια ΜΕΘ, σε κάποιον θάλαμο, σε ένα ράντζο στον διάδρομο κάποιου ξέχειλου νοσοκομείου, άρρωστη, τρομοκρατημένη, με την καρδιά σου να φτερουγίζει, με τα πνευμόνια σου να πνίγονται, χωρίς να μπορεί να σε επισκεφτεί ένας άνθρωπος δικός σου. Ότι δεν θα ταλαιπωρηθείς. Ότι δεν θα πεθάνεις.
Κι αν δεν σε πείθει τίποτε απ’ όλ’ αυτά, κάν’ το για χάρη μου.
Σαν χάρη σ’ το ζητώ. Για μένα.
Ξέρω ότι μ’ αγαπάς και θα ριχνόσουν στη φωτιά για μένα, όπως κι εγώ για σένα. Ξέρω ότι θα έβαζες το στήθος σου μπροστά σε σφαίρες, ότι θα έθετες τη ζωή σου χίλιες φορές σε κίνδυνο για χάρη μου. Θα ρισκάριζες πολύ περισσότερα από τις απίθανες, απειροελάχιστες, αντιμετωπίσιμες παρενέργειες ενός εμβολίου. Δεν θα δείλιαζες μπροστά σε τίποτα. Γιατί δειλιάζεις τώρα;
Ξέρω πως έχεις μια καρδιά μεγάλη. Τόσο μεγάλη, που μας χωρά όλους μας. Τόσο μεγάλη, που θαρρείς καμιά φορά και δεν χωρά στο στήθος σου. Τόσο μεγάλη, που καμιά φορά θαρρείς θα σπάσει. Τόσο γεμάτη αγάπη, που ολοένα ξεχειλίζει. Και θα γίνουμε όλοι εμείς αν αυτή η καρδιά η μεγάλη πάψει να χτυπά;
Πάψε πια, σε εξορκίζω, να ρισκάρεις την υγεία και τη ζωή σου κάθε μέρα.
Και πάρε αυτό το μικρό ρίσκο του εμβολίου.
Όχι για σένα, μα για μένα.
Για να μη φοβάμαι.
Για να μην σφίγγεται η ψυχή μου.
Για να μην τρέμω κάθε μέρα μήπως χάσω μια φίλη αδελφική.
Με όλη μου την αγάπη,
Η φίλη και αδελφή σου
Υ.Γ. Αυτά είχα να σου πω. Ίσως είναι πολλά, ίσως λίγα, δεν ξέρω. Ίσως σου έπεσαν βαριά, ίσως σε θύμωσαν, ίσως σε στενοχώρησαν. Ξέρω ότι δεν θέλεις να σου μιλώ γι’ αυτό το θέμα. Ξέρω ότι σε κάνει να νιώθεις πιεσμένη και σε αγχώνει. Για μήνες αποφεύγω να μιλήσω, για να μην σε στενοχωρήσω, για να μη σε πιέσω.
Μα δεν μπορώ πια.
Δεν μπορώ.
Γιατί έχω κι εγώ αισθήματα. Κι εσύ μπορεί να νιώθεις πιεσμένη, μα εγώ νιώθω απεγνωσμένη, τρομοκρατημένη. Τρέμω στη σκέψη του τι μπορεί να πάθεις από στιγμή σε στιγμή. Και δεν μπορώ να το κρατώ άλλο μέσα μου. Γι’ αυτό έπρεπε να σου το πω.
Γιατί όσο δεν σου το λέω, τόσο υπάρχει μια σκιά στη φιλία μας. Υπάρχει κάτι που μένει κρυφό, πίσω απ’ την πόρτα, κάτω απ’ το χαλάκι. Κάτι που δεν τολμώ να σου πω, κάτι που φοβάμαι να μοιραστώ μαζί σου. Και στη φιλία μας δεν έχει θέση ο φόβος και η κρυψίνοια. Γιατί θεμέλιο της φιλίας μας είναι η εμπιστοσύνη. Γι’ αυτό πρέπει να σε εμπιστευτώ.
Δεν γίνεται να υπάρχουν πράγματα ανάμεσά μας που δεν μπορούν να ειπωθούν. Δεν γίνεται να υπάρχουν θέματα ταμπού. Δεν μπορώ πια να μη μιλώ γι’ αυτό. Δεν μπορώ να μιλώ για άλλα θέματα και να κάνω σάμπως αυτό να μην υπάρχει. Γιατί υπάρχει. Και είναι τεράστιο.
Και δεν αντέχω στην ιδέα ότι μπορεί να σε χάσω και να μην έχω κάνει τίποτα για να σε σώσω. Γι’ αυτό αποφάσισα να κάνω ό,τι περνά απ’ το χέρι μου. Όπως θα έκανες κι εσύ αν έβλεπες έναν δικό σου άνθρωπο, τον γιο σου ας πούμε ή την αδελφή σου, να θέτει τη ζωή του σε κίνδυνο. Θα τον έβαζες κάτω και θα του μιλούσες σταράτα, κι ας τον στενοχωρούσες. Έτσι δεν είναι;
Έτσι κι εγώ μιλώ σ’ εσένα, κι ας θυμώσεις.
Κι ας μου κοστίσει αυτό.
Γιατί καλύτερα να στενοχωρηθείς, παρά να σε χάσω. Καλύτερα μου θυμώσεις, παρά να επιτρέψω να κάνεις ζημιά στον εαυτό σου χωρίς να έχω προσπαθήσει να σε μεταπείσω. Γι’ αυτό σου μιλάω και θα σου ξαναμιλήσω.
Όσο κι αν μου κοστίσει.
Όσες φορές χρειαστεί.
Γι’ αυτό ετοιμάσου, φιλενάδα.
Γιατί δεν θα με ξεφορτωθείς έτσι εύκολα! 😊