Τετάρτη 13 Απριλίου 2011

ΤΟ ΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΟ

Αποσπάσματα από το βιβλίο "Το μαγνητόφωνο", του Βασίλη Βασιλικού (συγγραφέα του πολύκροτου "Ζ"), εκδόσεις Πλειάς, 1973.
Πρόκειται για απομαγνητοφωνημένες συνεντεύξεις ελλήνων μεταναστών στη Γερμανία, με ελάχιστες εμβόλιμες περιγραφές του συγγραφέα. Είναι ένα κείμενο κοφτερό και καθαρό, σαν ατσάλινη λάμα, και ακόμη επίκαιρο. Το διάβασα μονορούφι. Ας είναι καλά τα βιβλιοπωλεία μεταχειρισμένων.

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΜΕΤΖΕΛΕΡ
Κ' είναι εργάτες απ' όλη την Ελλάδα: Τρίκαλα, Κρήτη, Καβάλα, Πελοπόννησο. "Κι αυτός Έλληνας εκεί. Εκείνος Γιουγκοσλάβος. Ο άλλος Έλληνας..."
[...]
Μια γυναικούλα σέρνει ένα βαγονάκι. Είναι η κυρία Ευλαλία που η κόρη της παντρεύτηκε προχτές στην εκκλησία. Ήταν κ' ο Διερμηνέας στο γάμο. Η άλλη κόρη της, ανήλικο, δουλεύει σε μια φίρμα ιδιωτική, "καλή φιρμίτσα, μικρή φιρμούλα, είναι ευχαριστημένο το κακόμοιρο". Κ' η ίδια είναι ευχαριστημένη: της φέραν τον άντρα της απ' την Ελλάδα, με ξεχωριστή πρόσκληση. "Ποιος σου τον έφερε;", τη ρωτά ο Διερμηνέας. "Το εργοστάσιο, ας είναι καλά", αποκρίνεται η κυρία Ευλαλία με κάποια έκσταση και δέος.
[...]

ΤΟ ΧΑΪΜ
[...]
- Εγώ είμαι στη γκέλα... Γκέλα είναι το υπόγειο, τέρμα. Από μας ξεκινάει το λάστιχο, σε πρώτη μορφή. Δηλαδή φύλλο για να γίνει η ρόδα. [...] Η πληρωμή είναι λίγη. Δεν αμείβει τον κόσμο καλά. Και τα περισσότερα ατυχήματα στη γκέλα γίνονται. Όλα στη γκέλα. Είναι η ζέστα σε μας κ' η κάπνα που βγάζει από μέσα. Μούστα τη λέμε. Κι αέρα δεν έχουμε. Οξυγόνο δηλαδή απ' έξω. Δεν έχουμε αέρα καθόλου. Αέρας εξωτερικός δεν υπάρχει. Εκεί που δουλεύω εγώ, ώρα την ώρα σε περιμένει ο Χάρος, έτσι με το στόμα ανοιχτό. Στη γκέλα. Έτσι και ξεχαστείς λίγο κ' εσύ, χαπ!, σ άρπαξε μέσα, σ' έβγαλε φύλλο.
[...]
- Αλλιώς βέβαια τα περιμέναμε να τα βρούμε. Πού να ξέραμε πού θα μας ρίξουν. Το πρώτο λάθος φυσικά είναι ότι δεν μάθαμε από κανέναν την αλήθεια. Είτε στη Γερμανία ήταν είτε στην Αυστραλία είτε στην Αμερική είτε στον Καναδά είτε πουθενά. Όλοι αυτοί που γυρίζαν στο χωριό τα ίδια λέγαν: τα ημερομίσθια είναι καλά, η δουλειά δεν είναι βαριά, όπως στην Ελλάδα. Αυτά μας λέγαν.
[...]
- Εγώ λέω την αλήθεια. Όταν σε ρωτάνε, δεν μπορείς να πεις ότι δεν περνάω καλά. Δεν μπορείς να το πεις. Θα πεις ψέματα. Λέω την αλήθεια. Γιατί άμα πάω στο καφενείο και πω, "ξέρεις τίποτα ρε φίλε; ΜΑΡΤΥΡΙΟ! Κάνουμε εκείνο, κοιμόμαστε τόσοι", ή ξέρω 'γω, θα σου πει: "και δεν κάθεσαι στο σπιτάκι σου, στην καλύβα σου εδώ να κοιμάσαι με την ησυχία σου;". Δηλαδή δε σ' αφήνει ο εγωισμός για να πεις αυτά που βρήκες. Κ' έτσι ο μύθος της Γερμανίας συνεχίζεται.
[...]
- Ο καθένας που αποφασίζει να πάει στην Ελλάδα, θα σκεφτεί: τι πρέπει να αγοράσω; Κουστούμι, να το φορέσω και να με δουν; Αυτοκίνητο; Δίπλωμα έχω. Να δώσω χίλια μάρκα και να πω ότι τόχω πάρει δυο χιλιάδες;... Αυτά βλέπουν κ' οι Έλληνες κάτω και επαναστατούν και όλο και πιο πολλοί εξαναγκάζονται να 'ρθούνε. Ο άλλος που φύλαγε γίδια στο χωριό, ο τρόπος του λέγειν, γιατί θα υπάρχουν κι από μας άνθρωποι που φύλαγαν γίδια, ήρθε στη Γερμανία, κάθησε δυο χρόνια, τρία, και γύρισε στην Ελλάδα με αυτοκίνητο, με κουστούμι που το φοράει μόνο όταν γυρίζει κάτω, να πούμε, στο καφενείο. Γιατί, εν συνεχεία, γυρίζει στη Γερμανία, πουλάει το αυτοκίνητο και βάζει το κουστούμι στη ντουλάπα. Αυτό το παραμύθι γίνεται.
[...]

ΤΟ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ
"Τι είναι όμως η αποξένωση της εργασίας; Πρώτα πρώτα η εργασία, ως προς τον εργάτη είναι εξωτερική, δηλαδή δεν ενσωματώνεται στην ύπαρξή του, οπότε κι αυτός πάνω στη δουλειά του δεν επιβαιώνεται αλλά αυτοαναιρείται· ακρωτηριάζει το σώμα του και το πνεύμα. "
Μαρξ, χειρόγραφα 1844
[...]
Δεν είναι ο ειδικευμένος εργάτης που δεν έχει, πέραν της ειδίκευσης, γνώση του συνόλου. Είναι ότι τον ειδικεύουν τόσο μόνο όσο τους χρειάζεται για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα στη διαδικασία της παραγωγής. Κοιτάζουν τα μάτια, τα χέρια του. Όχι το μυαλό του. Όπως στις καννιβαλικές κοιωνίες, τους ενδιαφέρει το σώμα του, ξανά.
[...]
Δυο Γρεβενιώτισσς εξετάζουν ένα έλασμα που χρησιμοποιούν στα τρανζίστορς. [...]
- Τι άλλο βγάζει η Ζήμενς;
Η δεύτερη:
- Εμείς φυσικά δεν βγάουμε ένα μηχάνημα ολόκληρο. Βγάζουμε μέρη από μηχανήματα. Αυτά μπαίνουν είτε σε ψυγεία είτε σε ραδιόφωνα είτε σε μαγνητόφωνα είτε σε τραίνα.
- Αυτό εδώ το κρικάκι, για τι είναι;
Η πρώτη:
- Για το κέντημα.
Η δεύτερη:
- Είναι ο αργαλειός.
- Δεν ρωτώ αυτό: ρωτώ ξέρετε για ποιο μηχάνημα προορίζεται;
Η πρώτη:
- Πού να τα ξέρουμε εμείς αυτά.
Η δεύτερη:
- Αυτά τα ξερουν τα αφεντικά.
[...]
- Πώς τα λένε αυτά εδώ;
- Σάπιμπεκ, που θα πει φέτα. Μπορούμε να βγάλουμε χιλιάδες απ' αυτά. Μικρούτσικα, μικρούτσικα. Τα βάζουν στα ραδιόφωνα, στις τηλεοράσεις.
- Και τι κάνεις;
- Όπως μας έρχονται, ψημένα απ' τους φούρνους, κι αχνιστά, τα πλένουμε, τ' αφήνουμε να πάρουν μια δυο βράσεις και μετά τα στεγνώνουμε μέσα εδώ. Πέντε λεπτά. Κ' ύστερα φεύγουν από μας.
- Που παν;
- Ξέρω κ' εγώ;
- Σε τι χρησιμεύουν;
- Στη Ζήμενς.
- Για ποια μηχανήματα;
- Αυτό δε μας το λεν. Κι ούτε το ξέρουμε.
[...]

ΤΟ ΧΑΪΜ
"Να τρως, να πίνεις, να διαιωνίζεις το είδος κτλ., αποτελεί οπωσδήποτε δραστηριότητα αυθεντικά ανθρώπινη. Αλλά όταν χωρίζεται απ' τον υπόλοιπο χρόνο και γίνεται μοναδικός τελικά σκοπός, καταντά ζωώδης."
Μαρξ, Χειρόγραφα 1844
[...]

ΟΙ ΔΙΕΡΜΗΝΕΙΣ
Ο διερμηνέας κατεβαίνει στο χωριό και λέει ότι η δουλειά είναι λαφριά κι ότι για δωμάτιο θα φροντίσει και όλα αυτά τα πράγματα. Και όσο για λεφτά, λέει μπόλικα. "Θα πατάς κουμπιά και θα βγαίνουν ρόδες". Έρχονται λοιπόν από την Ελλάδα τα παιδιά, δουλεύουν μες στην καπνούρα, τους βγαίνει η πίστη, δεν μπορούν να βγάλουν τη δουλειά. Και τα λεφτά λίγα. Και ούτε κουμπιά, ούτε τίποτα.
[...]
- Για να σου κάνουν την πρόσκληση, σου λεν τότε "δώσε τριακόσια μάρκα", μετά θα πας να την καταθέσεις στην Αρμπάιτσαν και θα πληρώσεις κ' εκεί άλλα εκατόν εξήντα μάρκα. Τα τριακόσια μάρκα θα τα βάλει φυσικά στην τσέπη του για να "προωθήσει" την πρόσκληση. Αυτή είναι μια τακτική που ξέρω.
- Εγώ δεν ξέρω για τα τριακόσια μάρκα. Εκείνο που ξέρω είναι ότι κατεβαίνει κάτω, τάζει στα παιδιά λαγούς με πετραχήλια, έρχονται τα παιδιά εδώ, ούτε λαγούς βρίσκουνε, θέλουν να σπάσουν το συμβόλαιό τους, δεν μπορούν, παρά μόνο όταν δώσουν πεντακόσια μάρκα. Αυτό ήθελα να πω.
[...]
- Ξέρω για ορισμένους διερμηνείς που έχουν απειλήσει πάρα πολλούς εργάτες και ειδικά για έναν που έστειλε δυο παιδιά πίσω στην Ελλάδα, όταν αυτοί του είπανε ότι ούτε οι συνθήκες εργασίας είναι αυτές που λέει το συμβόλαιο ούτε οι συνθήκες διαμονής. [...]
- Άλλοτε πάλι ο διερμηνέας νοικιάζει ολόκληρο ένα σπίτι με πολλά δωμάτια. Όταν φτάνουν οι εργάτες, τους λέει η φίρμα: εμείς δεν έχουμε σπίτια να σας βάλουμε. Πάτε στον διερμηνεα. Ο διερμηνέας, συνεννοημένος με τη φίρμα, τους τα νοικιάζει πανάκριβα.
- Η βρώμα και η μιζέρια σε μερικά τέτοια σπίτια δεν περιγράφεται. Ολόκληρες οικογένειες μέσα σ' ένα δωμάτιο. Να τους βλέπεις να κάθονται, γυναίκες, παιδιά, άντρες, όλοι, Τούρκοι, Ιταλοί, και να τρων από ένα πιάτο. Σκλαβοπάζαρο. [...]
- Τι θα πει ξένος; Χτες συζητούσα με κάποιον και μου λέει για τους γκασταρμπάιτερ, ο νόμος είναι αυτός κι αυτός. Για κάτσε του λέω: τι θα πει γκασταρμπάιτερ, τι σημαίνει; Και τι είσαι εσύ; Εσύ ζεις απ' το αίμα το δικό μου. [...]
- Δουλεύουμε, δουλεύουμε, αλλά δεν ξέρουμε τι γίνεται από πίσω μας.
[...]
- Να φτιάξω καφεδάκι ελληνικό;

Έτσι τελειώνει το βιβλιο.
Κι εγώ δεν έχω το κουράγιο να προσθέσω δικά μου σχόλια. Και τι να πω δηλαδή. Που ό,τι και να πω θα είναι ανούσιο. Τούρκοι, Ιταλοί, Γιουγκοσλάβοι, Έλληνες, Αλβανοί, Μαροκινοί, Πακιστανοί. Εμείς κι εκείνοι. Εκείνοι κι εμείς. Εμείς κι εμείς.

Χθες και σήμερα και αύριο.

2 σχόλια:

Yannis Petsas είπε...

... πουλάει το αυτοκίνητο και βάζει το κουστούμι στη ντουλάπα. Αυτό το παραμύθι μ' άρεσε πολύ.
Έχω επίσης μια ιδιαίτερη σχέση με το μαγνητόφωνο, ευτυχώς, γιατί δίχως αυτό δε θα είχα κάνει τίποτα... αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία.
Κι ευχαριστώ για την επαλήθευση, καλή σου μέρα.

Αόρατη Μελάνη είπε...

Α ναι, ωραίο είναι, κι εμένα μου άρεσε πολύ το συγκεκριμένο. Αυτό το τι να πεις, πώς να πεις ότι η Γερμανία είναι χάλια, ντρέπεσαι να το παραδεχτείς και συνεχίζεις το παραμύθι.

Μου άρεσε πολύ και το πρώτο με την κυρία Ευλαλία που λέει ότι τον άντρα της τον έφερε "το εργοστάσιο, ας είναι καλά", με δέος.

Σε ευχαριστώ που πέρασες από δω.