Τετάρτη 13 Απριλίου 2016

ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΤΡΙΠΤΥΧΟ



Κυριακή πρωί στο τραίνο. Μπαίνουμε από Κηφισιά. Πηγαίνω με την κόρη μου στο Φεστιβάλ Επιστήμης, στο Γκάζι. Καθόμαστε απέναντι από έναν ηλικιωμένο κύριο με γλυκό πρόσωπο. Φτηνό κοστούμι κι ένα κλειστό τριαντάφυλλο στο χέρι, κομμένο από κήπο. Κοιτάζει αφηρημένος έξω από το παράθυρο.
Στη Νερατζιώτισσα μπαίνουν τέσσερις πέντε νεαροί, μεγαλόσωμοι, γυμνασμένοι, ο ένας πολύ ψηλός και παχύς. Κάθονται δίπλα μας κι αρχίζουν την κουβέντα, ξένη γλώσσα, ρουμάνικα; Ιταλικά; Πιάνω μερικές λέξεις, κοιτάζω την κόρη μου με νόημα: Ισπανοί.
Ρωτάω τον έναν που έχει καθήσει πιο κοντά μας, από πού είστε; Ισπανία. Χαμογελάω, βέβαια, από ποιο μέρος όμως; Μπαρσελόνα, και ο ψηλός Γαλίσια. Εγώ Ελληνίδα, ο άντρας μου είναι Ισπανός. Εσείς, τουρίστες; Δουλεύουμε στο εμπορικό κέντρο. Αλήθεια, τι δουλειά; Κατασκευές, ξυλουργοί είμαστε. Για λίγο, μετά θα φύγουμε, πάμε αλλού. Ισπανική η εταιρεία, τους πληρώνει και το ξενοδοχείο για να μένουν εδώ. Ακριβή η ζωή στην Ελλάδα. Είναι καλά τα λεφτά τουλάχιστον; Θα μπορούσε να είναι και καλύτερα. Σαν τους ελληνικούς μισθούς; Ε όχι, είναι παραπάνω.
Κι εγώ αναρωτιέμαι, πώς είναι δυνατόν να συμφέρει να φέρνει κάποιος εργάτες από την Ισπανία, να τους δίνει μεγαλύτερο μεροκάματο, να πληρώνει και το ξενοδοχείο; Γιατί δεν παίρνουν εργάτες από εδώ; Γιατί ισπανική εταιρεία κι όχι ελληνική;
Ο ηλικιωμένος κύριος διακόπτει τις σκέψεις μου:
-Ισπανικά μιλάτε;
-Ναι.
-Ωραία γλώσσα! Ο ήχος της, πολύ ωραίος.
-Ναι, έχει μουσικότητα. Κι εγώ γι’ αυτό την έμαθα, μου άρεσε η μουσική της γλώσσας.
-Και τα Ιταλικά έχουν ωραίο ήχο.
-Ναι, έχουν κι αυτά μουσικότητα. Διαφορετική.
-Μου αρέσουν πολύ οι γλώσσες.
-Ξέρετε ξένες γλώσσες;
-Όχι, δεν ξέρω. Ξέρουν οι κόρες μου.
-Πόσες κόρες έχετε;
-Δύο.
-Να τις χαίρεστε.
-Ευχαριστώ. Η μία ξέρει Αγγλικά, Γαλλικά, η άλλη ξέρει και Ιταλικά. Ωραίο πράγμα οι γλώσσες…
-Εσείς πώς και δεν μάθατε;
-Στον καιρό μου, πού να μάθω…
Φαίνεται καμιά ογδονταριά χρονών.
-Στον καιρό σας δε μαθαίνατε Γαλλικά στο σχολείο;
Τα μάτια του μελαγχολούν.
-Ήμουνα δώδεκα δεκατριών χρονών όταν έγινε ο πόλεμος. Ποιο σχολείο και ποια Γαλλικά… Ήμουνα στο Καλπάκι, εκεί ο πόλεμος ήταν δίπλα μας, δεν τον ακούγαμε, τον βλέπαμε. Έχω δει εγώ πράγματα… Πολλά που λένε πως έγιναν, δεν έγιναν έτσι, εγώ το ξέρω, τα είδα. Πολλά μπορώ να σας πω…
-Πείτε μας, να μαθαίνουμε!
Μια ανησυχία σκιάζει το πρόσωπό του. Κοιτάζει έξω, Νέα Ιωνία.
-Δεν θα προλάβω, θα χάσω το σταθμό μου. Είναι τόσα…
-Πείτε μας κάτι μικρό, ό,τι προλάβετε.
-Τι να πω τώρα…
Το βλέμμα του χάνεται λίγο στις αναμνήσεις.
-Όταν ήρθαν οι Ιταλοί, γινόταν μεγάλος χαλασμός. Είχαν καταλάβει ένα ύψωμα. Δόθηκε εντολή να μην αφήσουν με τίποτα να τους το πάρουν. Ήρθαν στο χωριό, μας είπαν να πάρουμε τα καζάνια να τα πάμε στο λόφο, για την τροφοδοσία.
-Οι Ιταλοί ήρθαν στο χωριό;
-Όχι, οι Έλληνες. Και πήραμε τα καζάνια και πήγαμε. Εγώ ήμουν παιδί τότε, δώδεκα χρονών, δεκατριών. Κι ανέβηκα στο λόφο, μαζί με τον πατέρα και τ’ αδέρφια μου. Κι ήταν καμιά τριανταριά Ιταλοί, σκοτωμένοι, κατάχαμα… κρίμα τα παιδιά, νέα παιδιά…
Κουνάει το κεφάλι του. Το τραίνο μπαίνει στο σταθμό.
-Πού είμαστε;
-Περισσό.
Ησυχάζει. Συνεχίζει.
-Ένα βράδυ γίνηκε επίθεση, φύγαμε μέσα στη νύχτα, πήγαμε στο βουνό… έβρεχε, μούσκεμα γινήκαμε… και πήγαμε σ’ ένα μαντρί, βγάλαμε έξω τα πρόβατα και μπήκαμε εμείς… κοιμηθήκαμε κατάχαμα, στις κοπριές… πού να σας λέω.
Άλλος σταθμός. Κοιτάζει έξω, αλαφιάζεται.
-Ποιος σταθμός είναι; Βικτώρια;
-Όχι, Κάτω Πατήσια. Πού κατεβαίνετε;
-Αττική.
-Έχουμε καιρό ακόμη.
-Ο επόμενος είναι, ο επόμενος;
-Όχι, πρώτα είναι Άγιος Νικόλαος, μετά Αττική. Θα σας πω εγώ, μείνετε ήσυχος.
Χαμογελάει ένοχα.
-Σκαστός έφυγα απ’ το σπίτι. Δεν κάνει να βγαίνω. Οι κόρες μου δε μ’ αφήνουνε. Μα είναι το μνημόσυνο ενός φίλου μου, ήμασταν μαζί από το δημοτικό, μια ζωή, το τι περάσαμε μαζί… Δεν μπορούσα να μην πάω. Είπα στη γυναίκα μου, «Μην πεις τίποτα!»
-Καλά κάνατε.
Χαμηλώνει τη φωνή συνωμοτικά.
-Είχα ένα μικρό εγκεφαλικό.
-Μια χαρά σας βλέπω, μπράβο!
Κουνάει το κεφάλι του, ναι καλά.
-Δεν κάνει να βγαίνω. Όμως δεν μπορούσα να μην πάω. Αυτόν τον άνθρωπο… δεν μπορούσα, έπρεπε να πάω.
Φτάνουμε Αττική. Χαιρετιόμαστε με χαμόγελα, τα δέοντα, κατεβαίνει. Ο νεαρός Ισπανός κάνει μια θέση πιο μέσα. Στη θέση που ελευθερώνεται, κάθεται ένας άλλος ηλικιωμένος. Στεκόταν πίσω μου ως εκείνη την ώρα, αλλιώς θα τον είχα προσέξει σίγουρα. Φοράει κασκέτο, κρατάει μαγκούρα, ένα καρότσι και διάφορα πακέτα. Αγριοκοιτάζει τον νεαρό.
-Ω μωρέ κοπέλι, για δεν δίνεις τη θέση, να κάτσει κάνας μεγαλύτερος;
-Δεν καταλαβαίνει Ελληνικά το παιδί.
-Θα τον κάνω εγώ να καταλάβει! Ίνγκλις, ίνγκλις;
-No english, español.
-Α, σπανιόλο! Μέρκελ, Μέρκελ;
Ο Ισπανός γελάει.
-No, Merkel no. España, Spain.
-Η Μέρκελ όλους μας ανακάτεψε!
Παρεμβαίνω εγώ και εξηγώ στα Ισπανικά. Γέλια, καταφατικά νεύματα.
-Ισπανοί είν’ ετούτοι;
-Ναι.
-Κ’ ήντα κάμουν εδά;
-Δουλεύουνε, οικοδομή. Εσείς Κρητικός είστε;
Παίζει το μάτι του.
-Πού να μην ήμουνα!
-Γιατί; Ωραίο νησί η Κρήτη.
-Ωραίο, ωραίο. Έτσι όπως μας έκαμαν, πουθενά δεν ημπορείς να ζήσεις.
Αρχίζει ένα λογύδριο για την οικονομική κρίση και κάποια στιγμή με ρωτάει:
-Πιστεύεις στο Θεό;
-Όχι.
-Δεν πιστεύεις στο Θεό;!
-Όχι.
-Γιάντα δεν πιστεύεις στο Θεό;
-Δεν τον είδα ποτέ μου.
-Το Θεό να δεις μωρή παλαβή;!
-Ε, δεν τον είδα. Εσύ τον είδες καμιά φορά;
-Αν τον είδα; Ποιος κάνει τη μέρα και τη νύχτα;
-Ο ήλιος και η γη που γυρίζει.
-Ο ήλιος; Και την άνοιξη ποιος τη φέρνει;
-Μοναχή της έρχεται.
-Μοναχή της;
-Μοναχή της. Γιατί, χρειάζεται να τη φέρει κάποιος; Και για πες μου εσύ, τους σεισμούς και τις αρρώστιες ποιος τα φέρνει;
Δυσφορεί. Δεν απαντάει. Στρίβει τα μουστάκια του, σκέφτεται. Μισογελάει πονηρά.
-Για να σου πω τώρα. Άκου τούτο το πράμα. Δε μου λες, πώς γίνεται κι ένα τόσο δα μικρό σποράκι φυτεύεται μέσα σου, και μετά γίνεται τούτο δω το τρανό κοπέλι;
Και δείχνει την κόρη μου.
-Το κοράσι θες να πεις.
Με λοξοκοιτάει.
-Πού να σου εξηγώ τώρα πώς γίνεται. Πάντως ο Θεός δεν ανακατεύτηκε.
Ξεφυσάει. Συνοφρυώνεται.
-Άκου να σου πω. Μόνον ο Θεός θα βγάλει την Ελλάδα απ’ το μνημόνιο.
-Άμα περιμένουμε απ’ το Θεό να βγάλει την Ελλάδα απ’ το μνημόνιο, ζήτω πού καήκαμε.
Βγάζει ένα φυλλάδιο, μου το δίνει. Το κοιτάζω. «Μια προσευχή για την Ελλάδα».
-Μην το πετάξεις, ε!
-Όχι καλέ, να, το βάζω στην τσάντα μου.
-Να το κρατήσεις και να το διαβάσεις.
Φτάνουμε Ομόνοια. Σηκώνεται.
-Η ώρα η καλή, κι ο Θεός να σε φωτίσει!
-Ευχαριστώ, καλέ μου.
Ανοίγω το φυλλάδιο, ρίχνω μια ματιά.






Πείτε μου τώρα μετά απ’ όλ’ αυτά, τι να σου πει το Φεστιβάλ Επιστήμης;
Καλή εβδομάδα να έχουμε!

4 σχόλια:

Thanassis είπε...

Πολυ ενδιαφερουσα η διαδρομη με τον Ηλεκτρικο. Γελασα πολυ και με τον τελευταιο τυπο (επειδη ειμαι μακρια, δεν νομιζω να γελαγα απο κοντα). Για πες μας πως ηταν και φεστιβαλ επιστημης... σας αρεσε;

Τατιάνα Ραπακούλια είπε...

Μας άρεσε πολύ! Θα χρειαζόταν ολόκληρο άρθρο από μόνο του. :)

Τατιάνα Ραπακούλια είπε...

Βασικά κι εγώ μάλλον το διασκέδασα επειδή ήξερα ότι σε λίγο θα κατέβουμε από το τραίνο και άντε γεια. :D

Αλλά μου άρεσε η απρόσμενη και αυθόρμητη θεολογική συζήτηση σε αυτό το επίπεδο. Με μορφωμένους και πολυδιαβασμένους εύκολα θεολογείς. Με τον μπάρμπα από την Κρήτη όμως θέλει τρόπο.

Idom είπε...


Χρειαζόμαστε και την τοποθέτηση τής κόρης σου για όλα αυτά.

Όντως έχει ενδιαφέρον αυτό με τους περιφερόμενους ξυλουργούς.