Κάθε πρωί πηγαίνω το παιδί μου στο σχολείο. Πολλές φορές, καθώς επιστρέφω, ακούω στο προαύλιο τη διευθύντρια να φωνάζει:
- Στοιχηθείτε! Προσοχή! Ανάπαυση... προσοχή!
Ο θόρυβος καταλαγιάζει, οι φωνές σιγούν. Και ύστερα:
- Να έρθει κάποιος να πει προσευχή!
Τις περισσότερες φορές κάποιο παιδί πηγαίνει μπροστά σχεδόν αμέσως Καμιά φορά όμως τυχαίνει να μην ανταποκριθεί κανείς. Τότε ακούω:
- Ελάτε παιδιά! Άντε! Να έρθει κάποιος μπροστά! Δεν θα περιμένουμε όλη μέρα! Να έρθει κάποιος για προσευχή! Εμπρός, όχι όλο οι ίδιοι!
Και πάντα κάποιος πηγαίνει, δεν ξέρω πόσο αυθόρμητα διότι δεν έχω οπτική επαφή και δεν μπορώ να δω αν ας πούμε κάποια δασκάλα του κάνει νόημα ή το κοιτάζει με νόημα ή του λέει κάτι με φωνή όχι αρκετά δυνατή για να ακουστεί (η διευθύντρια μιλάει με μικρόφωνο ή ντουντούκα, ακούγεται σε μεγάλη απόσταση και πολύ δυνατά), όχι πως και η πίεση του συνδυασμού γήινης και επουράνιας εξουσίας από μόνη της δεν είναι αρκετή, με τη ντροπή, τις ενοχές και το φόβο που εμπνέει.
Και απαγγέλει τα γνωστά, πατερημωνοεντοισουρανοίς ή αναστασοϊησουσαποτουτάφου, αναλόγως την εποχή, και τα άλλα παιδιά στέκονται ήσυχα ή περίπου ήσυχα, "σεβόμενα τους συμμαθητές τους που προσεύχονται", κατά το προεδρικό διάταγμα που ρυθμίζει τα σχετικά θέματα, μεταξύ άλλων και την δέουσα συμπεριφορά κατά την πρωινή προσευχή.
Κι εγώ απομακρύνομαι και αναρωτιέμαι, είναι προσευχή τώρα αυτό; Είναι επικοινωνία με το θείο, είναι έκσταση, είναι πνευματική ανάταση; Αυτή είναι η ανάπτυξη του θρησκευτικού συναισθήματος που λέει το Σύνταγμα; Όχι πως είμαι σύμφωνη και με το Σύνταγμα στο σημείο αυτό, αλλά και όσοι υποτίθεται ότι είναι, φαντάζονται ότι με αυτόν τον τρόπο πραγματοποιείται ο σκοπός; Με την επιβολή, με την παπαγαλία, με τον καταναγκασμό; Ολοφάνερα όχι. Οπότε δύο τινά συμβαίνουν: είτε οι ιθύνοντες και ρυθμίζοντες τα θέματα αυτά δεν έχουν καμία συναίσθηση του τι γίνεται και νομίζουν ότι αυτό το πράγμα είναι προσευχή, είτε ο σκοπός στην πραγματικότητα είναι άλλος: να καταλάβουν εξ απαλών ονύχων όλοι οι Έλληνες πολίτες ότι η Ελλάδα είναι χριστιανική ρε! Σ' αρέσει δε σ' αρέσει! Δε σε ρωτήσαμε τι θες! Σήκω ρε και προσευχήσου! Κι εσείς οι άλλοι, μόκο!
Υπερβάλλω, θα μου πείτε, τα παιδιά απλώς βαριούνται. Φυσικά βαριούνται - και μαθαίνουν, μέρα τη μέρα, ότι είναι αξία ζωής να κάθονται ήσυχα παρόλο που βαριούνται, και να παπαγαλίζουν ακατανόητα πράγματα παρόλο που βαριούνται. Μαθαίνουν ότι δεν έχει σημασία τι πιστεύεις ή τι νιώθεις μέσα σου αλλά τι δείχνεις προς τα έξω. Μαθαίνουν ότι αυτό που μετράει για την κοινωνία δεν είναι η ουσία αλλά η επιφάνεια. Μαθαίνουν να υπακούν σε παράλογες εντολές για να τη βγάζουν καθαρή. Μαθαίνουν να παριστάνουν ότι πιστεύουν ένα σωρό κουραφέξαλα παρόλο που βγάζει μάτι ότι είναι παραμύθια, γιατί έτσι κάνουμε όλοι και έτσι γινόμαστε αποδεκτοί κοινωνικά. Και έτσι μεθαύριο βγαίνουν και αυτά στην κοινωνία ως ώριμοι πολίτες οι οποίοι μπορεί να πιστεύουν ή να μην πιστεύουν στο χριστιανισμό, αλλά κάνουν θρησκευτικό γάμο, και βαφτίζουν τα παιδιά, και πάνε στην εκκλησία την ανάσταση, και δηλώνουν Χριστιανοί Ορθόδοξοι, γιατί Ελληνισμός και Ορθοδοξία είναι αξεδιάλυτα ενωμένα.
Απομακρύνομαι από το σχολείο με την ψυχή σφιγμένη, και σκέφτομαι, τι κάνουν στα παιδιά μας; Τα βάζουν σε καλούπια, τα ντρεσάρουν, τα κάνουν φανταράκια.
Και τότε θυμάμαι τον Κυριάκο.
Ο Κυριάκος ήταν μόνιμος αξιωματικός στο στρατό. Δεν θυμάμαι βαθμό, αυτά ούτε τα ξέρω ούτε τα συγκρατώ. Ας πούμε λοχαγός, έτσι για να διευκολύνουμε την αφήγηση. Ένα πρωί λοιπόν, την ώρα της προσευχής, έστησε τους φαντάρους στη σειρά και ρώτησε:
- Ποιος θέλει να πει προσευχή;
Μούγγα.
- Ποιος θέλει να πει προσευχή;
Σιγή ιχθύος.
- Θέλει κανείς να πει προσευχή;
Καμιά απάντηση.
- Τους ζυγούς λύσατε.
Οι φαντάροι κοιτάχτηκαν αναμεταξύ τους.
- Είπα, τους ζυγούς λύσατε!
Δεν περίμεναν να το ξαναπεί. Έγιναν καπνός.
Λίγο αργότερα, ο ανώτερός του αξωματικός - ας τον πούμε διοικητή έτσι γενικώς και αν θέλει κανείς ας με διορθώσει - έστειλε να τον φωνάξουν.
- Τι ήταν αυτό που έκανες το πρωί; Γιατί δεν έκανες προσευχή;
- Δεν βγήκε κανείς να την πει, κύριε διοικητά.
- Και γιατί δεν έβγαλες εσύ έναν;
- Πώς, κύριε διοικητά; Αφού δεν προσφέρθηκε κανείς.
- Να τον διέτασσες!
- Να διατάξω κάποιον να προσευχηθεί, κύριε διοικητά;
Εκεί ο διοικητής αιφνιδιάστηκε. Δεν βρήκε τι να πει. Ο Κυριάκος συνέχισε:
- Να τον διατάξω να κάνει σκοπιά, να τον διατάξω να πυροβολήσει, να τον διατάξω να κάνει αγγαρεία, αυτό μάλιστα. Αλλά πώς να τον διατάξω να προσευχηθεί; Αυτό είναι θέμα συνείδησης. Προσευχή με το ζόρι γίνεται;
Ο διοικητής δεν έδωσε συνέχεια και το περιστατικό έληξε εκεί.
Δεν γνωρίζω αν ο Κυριάκος επανέλαβε το εγχείρημα.
Καθώς λοιπόν απομακρύνομαι από το σχολείο, θυμάμαι την ιστορία του Κυριάκου. Τον συγκρίνω με τη διευθύντρια-λοχαγό "ανάπαυση-προσοχή-στοιχηθείτε-προσευχηθείτε" και αναρωτιέμαι κι εγώ, προσευχή με το ζόρι γίνεται;
Δεν γίνεται.
- Στοιχηθείτε! Προσοχή! Ανάπαυση... προσοχή!
Ο θόρυβος καταλαγιάζει, οι φωνές σιγούν. Και ύστερα:
- Να έρθει κάποιος να πει προσευχή!
Τις περισσότερες φορές κάποιο παιδί πηγαίνει μπροστά σχεδόν αμέσως Καμιά φορά όμως τυχαίνει να μην ανταποκριθεί κανείς. Τότε ακούω:
- Ελάτε παιδιά! Άντε! Να έρθει κάποιος μπροστά! Δεν θα περιμένουμε όλη μέρα! Να έρθει κάποιος για προσευχή! Εμπρός, όχι όλο οι ίδιοι!
Και πάντα κάποιος πηγαίνει, δεν ξέρω πόσο αυθόρμητα διότι δεν έχω οπτική επαφή και δεν μπορώ να δω αν ας πούμε κάποια δασκάλα του κάνει νόημα ή το κοιτάζει με νόημα ή του λέει κάτι με φωνή όχι αρκετά δυνατή για να ακουστεί (η διευθύντρια μιλάει με μικρόφωνο ή ντουντούκα, ακούγεται σε μεγάλη απόσταση και πολύ δυνατά), όχι πως και η πίεση του συνδυασμού γήινης και επουράνιας εξουσίας από μόνη της δεν είναι αρκετή, με τη ντροπή, τις ενοχές και το φόβο που εμπνέει.
Και απαγγέλει τα γνωστά, πατερημωνοεντοισουρανοίς ή αναστασοϊησουσαποτουτάφου, αναλόγως την εποχή, και τα άλλα παιδιά στέκονται ήσυχα ή περίπου ήσυχα, "σεβόμενα τους συμμαθητές τους που προσεύχονται", κατά το προεδρικό διάταγμα που ρυθμίζει τα σχετικά θέματα, μεταξύ άλλων και την δέουσα συμπεριφορά κατά την πρωινή προσευχή.
Κι εγώ απομακρύνομαι και αναρωτιέμαι, είναι προσευχή τώρα αυτό; Είναι επικοινωνία με το θείο, είναι έκσταση, είναι πνευματική ανάταση; Αυτή είναι η ανάπτυξη του θρησκευτικού συναισθήματος που λέει το Σύνταγμα; Όχι πως είμαι σύμφωνη και με το Σύνταγμα στο σημείο αυτό, αλλά και όσοι υποτίθεται ότι είναι, φαντάζονται ότι με αυτόν τον τρόπο πραγματοποιείται ο σκοπός; Με την επιβολή, με την παπαγαλία, με τον καταναγκασμό; Ολοφάνερα όχι. Οπότε δύο τινά συμβαίνουν: είτε οι ιθύνοντες και ρυθμίζοντες τα θέματα αυτά δεν έχουν καμία συναίσθηση του τι γίνεται και νομίζουν ότι αυτό το πράγμα είναι προσευχή, είτε ο σκοπός στην πραγματικότητα είναι άλλος: να καταλάβουν εξ απαλών ονύχων όλοι οι Έλληνες πολίτες ότι η Ελλάδα είναι χριστιανική ρε! Σ' αρέσει δε σ' αρέσει! Δε σε ρωτήσαμε τι θες! Σήκω ρε και προσευχήσου! Κι εσείς οι άλλοι, μόκο!
Υπερβάλλω, θα μου πείτε, τα παιδιά απλώς βαριούνται. Φυσικά βαριούνται - και μαθαίνουν, μέρα τη μέρα, ότι είναι αξία ζωής να κάθονται ήσυχα παρόλο που βαριούνται, και να παπαγαλίζουν ακατανόητα πράγματα παρόλο που βαριούνται. Μαθαίνουν ότι δεν έχει σημασία τι πιστεύεις ή τι νιώθεις μέσα σου αλλά τι δείχνεις προς τα έξω. Μαθαίνουν ότι αυτό που μετράει για την κοινωνία δεν είναι η ουσία αλλά η επιφάνεια. Μαθαίνουν να υπακούν σε παράλογες εντολές για να τη βγάζουν καθαρή. Μαθαίνουν να παριστάνουν ότι πιστεύουν ένα σωρό κουραφέξαλα παρόλο που βγάζει μάτι ότι είναι παραμύθια, γιατί έτσι κάνουμε όλοι και έτσι γινόμαστε αποδεκτοί κοινωνικά. Και έτσι μεθαύριο βγαίνουν και αυτά στην κοινωνία ως ώριμοι πολίτες οι οποίοι μπορεί να πιστεύουν ή να μην πιστεύουν στο χριστιανισμό, αλλά κάνουν θρησκευτικό γάμο, και βαφτίζουν τα παιδιά, και πάνε στην εκκλησία την ανάσταση, και δηλώνουν Χριστιανοί Ορθόδοξοι, γιατί Ελληνισμός και Ορθοδοξία είναι αξεδιάλυτα ενωμένα.
Απομακρύνομαι από το σχολείο με την ψυχή σφιγμένη, και σκέφτομαι, τι κάνουν στα παιδιά μας; Τα βάζουν σε καλούπια, τα ντρεσάρουν, τα κάνουν φανταράκια.
Και τότε θυμάμαι τον Κυριάκο.
Ο Κυριάκος ήταν μόνιμος αξιωματικός στο στρατό. Δεν θυμάμαι βαθμό, αυτά ούτε τα ξέρω ούτε τα συγκρατώ. Ας πούμε λοχαγός, έτσι για να διευκολύνουμε την αφήγηση. Ένα πρωί λοιπόν, την ώρα της προσευχής, έστησε τους φαντάρους στη σειρά και ρώτησε:
- Ποιος θέλει να πει προσευχή;
Μούγγα.
- Ποιος θέλει να πει προσευχή;
Σιγή ιχθύος.
- Θέλει κανείς να πει προσευχή;
Καμιά απάντηση.
- Τους ζυγούς λύσατε.
Οι φαντάροι κοιτάχτηκαν αναμεταξύ τους.
- Είπα, τους ζυγούς λύσατε!
Δεν περίμεναν να το ξαναπεί. Έγιναν καπνός.
Λίγο αργότερα, ο ανώτερός του αξωματικός - ας τον πούμε διοικητή έτσι γενικώς και αν θέλει κανείς ας με διορθώσει - έστειλε να τον φωνάξουν.
- Τι ήταν αυτό που έκανες το πρωί; Γιατί δεν έκανες προσευχή;
- Δεν βγήκε κανείς να την πει, κύριε διοικητά.
- Και γιατί δεν έβγαλες εσύ έναν;
- Πώς, κύριε διοικητά; Αφού δεν προσφέρθηκε κανείς.
- Να τον διέτασσες!
- Να διατάξω κάποιον να προσευχηθεί, κύριε διοικητά;
Εκεί ο διοικητής αιφνιδιάστηκε. Δεν βρήκε τι να πει. Ο Κυριάκος συνέχισε:
- Να τον διατάξω να κάνει σκοπιά, να τον διατάξω να πυροβολήσει, να τον διατάξω να κάνει αγγαρεία, αυτό μάλιστα. Αλλά πώς να τον διατάξω να προσευχηθεί; Αυτό είναι θέμα συνείδησης. Προσευχή με το ζόρι γίνεται;
Ο διοικητής δεν έδωσε συνέχεια και το περιστατικό έληξε εκεί.
Δεν γνωρίζω αν ο Κυριάκος επανέλαβε το εγχείρημα.
Καθώς λοιπόν απομακρύνομαι από το σχολείο, θυμάμαι την ιστορία του Κυριάκου. Τον συγκρίνω με τη διευθύντρια-λοχαγό "ανάπαυση-προσοχή-στοιχηθείτε-προσευχηθείτε" και αναρωτιέμαι κι εγώ, προσευχή με το ζόρι γίνεται;
Δεν γίνεται.
3 σχόλια:
news247.gr/newspapers/Afternoon/eleftheri_ora/eleytherh_wra.2808999.html
Χι, χι, χι...
Idom
Πώς δε γίνεται προσευχή με το ζόρι. Εδώ γίνεται χαρά με το ζόρι. Να δες εδώ. Δες εδώ κι εδώ: τι χαρά, τι χαρά, σκίζει η βάρκα τα νερά. Όλοι χαρούμενοι. Όποιος δεν είναι χαρούμενος, συλλαμβάνεται.
μπρρρ.... τέτοια λέγε μου.
Εδώ είναι δημοκρατική χώρα βρε. Δε γίνονται εδώ τέτοια.
Γίνονται;
Δημοσίευση σχολίου